31 Ιουλ 2020

1821. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ

    

CHRISTOFER M. WOODHOUSE
Μετάφραση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ
Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Σελ. 222, Ιανουάριος 2020

  Ο CWoodhouse, (1917-2001)  υπήρξε λάτρης και ένθερμος φίλος της Ελλάδας. Το σύνολο σχεδόν του συγγραφικού του έργου, αφορά την ελληνική ιστορία. Μάλιστα πολέμησε στη χώρα μας στη διάρκεια του Β! παγκοσμίου πολέμου, ως μέλος της επιχείρησης Harling. Η επιχείρηση είχε ως στόχο την ανατίναξη μιας γέφυρας και ο ταγματάρχης Woodhouse ήταν ένας από τους 14 βρετανούς κομάντος που ανέλαβαν την υλοποίηση του σχεδίου. Ο στόχος που επελέγη, ήταν η σιδηροδρομική γέφυρα του Γοργοπόταμου. Για την επιτυχία της επιχείρησης όμως, ήταν απαραίτητη η συμμετοχή ανταρτικών ομάδων υποστήριξης. Έτσι οι βρετανοί ήρθαν σε επαφή με τον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα που διέθεσε 52 άνδρες και με τον ΕΛΑΣ και τον Άρη Βελουχιώτη που διέθεσε 86 άνδρες. Το βράδυ της 25ης Νοεμβρίου του 1942, η ταυτόχρονη επίθεση των ανταρτών εναντίον της ιταλικής και γερμανικής φρουράς, επέτρεψε στους ειδικούς στα εκρηκτικά να τα τοποθετήσουν στα θεμέλια της γέφυρας και πυροδοτώντας τα, να  καταστρέψουν μεγάλο μέρος της. Η καταστροφή της γέφυρας, δεν έπαιξε βέβαια μεγάλο ρόλο στην έκβαση των επιχειρήσεων στην Αφρική, αφού η μάχη της Αιγύπτου είχε ήδη κριθεί. Είχε όμως μεγάλο θετικό αντίκτυπο στην ψυχολογία των Ελλήνων αφ’ ενός και αντίστοιχα αρνητικό στην ψυχολογία των στρατιωτών των κατακτητών. Η ανατίναξη της γέφυρας ήταν η μόνη κοινή ενέργεια των δύο μεγαλύτερων αντιστασιακών οργανώσεων της Ελλάδας. Έκτοτε ο Woodhouse επισκέφθηκε πολλές φορές την Ελλάδα τόσο για προσωπικούς όσο και υπηρεσιακούς λόγους.

     Το κλασικό έργο (γράφτηκε το 1952) του C. M. Woodhouse, «1821. Ο Πόλεμος Της Ελληνικής Ανεξαρτησίας», καθίσταται ιδιαίτερα επίκαιρο, λόγω των επικείμενων εορτασμών για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Κυκλοφορεί τώρα, σε δεύτερη έκδοση, μετά την πρώτη του 1978, σε νέα μετάφραση.

     Στο έργο του που σας παρουσιάζω σήμερα, κάνει μια εξαιρετική και διεισδυτική ανάλυση των χρόνων της Επανάστασης και των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων καθώς και τις εξελίξεις που η Επανάσταση πυροδότησε όχι μόνο στην Ελλάδα και την Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Κάτι που οι οργανωτές της αλλά και οι αγωνιστές δεν μπορούσαν ούτε να προβλέψουν, ούτε να αντιληφθούν. Εξελίξεις που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επιτυχή της έκβαση. «Ο αγώνας της Ελλάδας για ανεξαρτησία […] Είναι κομμάτι της ιστορίας της Ευρώπης, όχι μόνο της Ελλάδας και της Τουρκίας-είναι μάλιστα κομμάτι μιας ακόμα πιο ευρείας ιστορίας, γιατί η Αμερική, η Ασία και η Αφρική έχουν και οι τρεις μια θέση στις παρυφές της […] Ακόμα δεν έχει γίνει απόπειρα να ενταχθεί η Ελληνική Επανάσταση του 1821 στο διπλό της πλαίσιο, να μελετηθεί δηλαδή τόσο ως μέρος του μακρού ρεύματος της ελληνικής ιστορίας όσο και ως μείζων αναδιάταξη της δομής της Ευρώπης το 19ο αιώνα. Φιλοδοξία του ανά χείρας τόμου είναι να επιτευχθεί αυτός ο συνδυασμός».

     Για να πετύχει το σκοπό του, ο συγγραφέας εξετάζει τις στρατιωτικές (ρωσο-τουρκικοί πόλεμοι) αλλά και διπλωματικές μάχες, που δίνονταν στα συνέδρια στα οποία καθορίζονταν σύμφωνα με τις επιθυμίες των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, οι τύχες των λαών. Αυτό σε συνδυασμό με τις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα ελληνικά ένοπλα σώματα, που καθώς δεν υπήρχε κεντρικός σχεδιασμός και η οργάνωση ήταν κακή, όταν δεν είχαν να αντιμετωπίσουν τους τούρκους ή τους αιγύπτιους, ως γνήσιοι Έλληνες «τρωγόταν» μεταξύ τους, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο την επιτυχία της Επανάστασης. Καθώς και τους «ελιγμούς» στους οποίους επιδίδονταν οι διάφοροι «πολιτικοί» και προύχοντες που ήθελαν να βρίσκονται σε θέση ισχύος την «επόμενη μέρα» και δεν δίσταζαν να εκτελούν άκριτα στις επιθυμίες των Μεγάλων Δυνάμεων, ακόμα κι όταν αυτές ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα των επαναστατημένων Ελλήνων. Εντρυφώντας σε αρχεία και διπλωματικά πρωτόκολλα, μας δίνει μια διαφορετική οπτική για τη στάση της τσαρικής Ρωσίας απέναντι στην επανάσταση που θα προβληματίσει, ενώ δεν θα διστάσει να στηλιτεύσει τη στάση κάποιων  συμπατριωτών του αξιωματούχων, των οποίων ο ρόλος δεν υπήρξε εντελώς ξεκάθαρος. Και τέλος αναλύει πως σε πείσμα όλων των αντιξοοτήτων, χάρη στην αγωνιστικότητα του απλού λαού αλλά και χάρη στην βοήθεια και την κινητοποίηση φιλελληνικών οργανώσεων, τελικά η επανάσταση πέτυχε.

     Το βιβλίο, παρά το γεγονός ότι γράφτηκε περισσότερο από μισό αιώνα πριν, είναι διαχρονικό και αξίζει να διαβαστεί από κάθε αναγνώστη που ενδιαφέρεται για την πορεία της Ελλάδας στους δαίδαλους και τις συμπληγάδες της Ιστορίας. Ακόμη αξίζει να αναφερθεί ότι χάρη στον εξαιρετικό και συναρπαστικό τρόπο που το έγραψε ο συγγραφέας του, διαβάζεται εύκολα και διατηρεί συνεχώς το ενδιαφέρον.            


25 Ιουλ 2020

ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΤΟΥ ΣΕΙΣΜΟΥ

SUSSANA JONES
Μετάφραση ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΟΝΤΑΞΑΚΗ
Εκδόσεις Ε. Ο. ΛΙΒΑΝΗΣ
Σελ. 303, Μάρτιος 2020

     Τον τελευταίο καιρό, γνωρίζει ιδιαίτερη άνθιση το είδος μυθιστορημάτων που χαρακτηρίζονται ως «ψυχολογικά θρίλερ». Σ’ αυτό το είδος μπορούμε να κατατάξουμε και το βιβλίο με τίτλο «Το Πουλί Του Σεισμού» της αγγλίδας συγγραφέως S. Jones. Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί για δεύτερη φορά στα ελληνικά. Η πρώτη του κυκλοφορία έγινε το 2003 από άλλον εκδοτικό οίκο με τίτλο «Προάγγελμα Θανάτου». Το 2019, γυρίστηκε ταινία βασισμένη στο βιβλίο, η οποία προβάλλεται στο Netflix.
     Η Λούσυ Φλάυ, μια 34χρονη μάλλον ασχημούλα αγγλίδα, ζει εδώ και δέκα χρόνια στην πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, το Τόκιο. « “Τι σε έφερε εδώ;”. Έτσι μπράβο. Μου έκαναν την ίδια ερώτηση πενήντα χιλιάδες φορές αυτά τα δέκα χρόνια. Δεν έχω ειλικρινή απάντηση επειδή δεν υπάρχει ή δεν είμαι εγώ αρκετά ειλικρινής για να τη βρω». Γνωρίζει άπταιστα τη γλώσσα της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου κι εργάζεται ως μεταφράστρια τεχνικών εγχειριδίων. Δεν είναι ιδιαίτερα κοινωνική. Έχει ελάχιστους ανθρώπους με τους οποίους απολαμβάνει να συζητά. Αντί να κάθεται με παρέες, προτιμά να εξερευνά το Τόκιο πεζοπορώντας. Σε μια από τις περιπλανήσεις της, συναντά έναν νεαρό άντρα, τον Τέιζι, που είναι ερασιτέχνης φωτογράφος. Η έλξη είναι αμοιβαία και σύντομα γίνονται εραστές. Ο Τέιζι, είναι διαρκώς με τη φωτογραφική μηχανή στα χέρια και τραβάει μεγάλο αριθμό φωτογραφιών, με παράξενα θέματα και λήψεις. Για να βγάζει τα προς το ζην, εργάζεται στο εστιατόριο του θείου του.
     Σε μια από τις σπάνιες συναντήσεις της Λούσυ με άλλους δυτικούς, ένας από αυτούς της μιλά για τη Λίλυ Μπρίτζες. Είναι μια συνομήλική της αγγλίδα νοσοκόμα, που για να «ξεφύγει» από μία σχέση που δεν είχε καλή εξέλιξη, μετακόμισε πρόσφατα στο Τόκιο. Εργάζεται σαν barwoman, αλλά έχει πρόβλημα διαμονής, καθώς δεν μπορεί να βρει κατάλληλο διαμέρισμα. Η Λούσυ αποφασίζει να τη βοηθήσει, αφού γνωρίζει τη γλώσσα, τις παραξενιές των ιδιοκτητών, τις διαδικασίες και την πόλη.
     Οι δύο γυναίκες γνωρίζονται στενότερα, και η Λούσυ της γνωρίζει και τον Τέιζι. Μετά την επιστροφή τους στο Τόκιο από ένα σαββατοκύριακο στο νησί Σάντο, η Λίλυ εξαφανίζεται! «Ήταν στο Τόκιο αρκετούς μήνες όταν ξαφνικά ένα βράδυ εξαφανίστηκε. Λίγες μέρες αργότερα, ψάρεψαν τον κορμό μιας γυναίκας στον κόλπο του Τόκιο, μαζί με δύο αποκομμένα αλλά ταιριαστά μέλη, δεν θυμάμαι πια ακριβώς. Αν και η αστυνομία δεν κατάφερε να προχωρήσει σε επίσημη αναγνώριση επειδή δεν υπήρχαν χέρια και άρα ούτε δακτυλικά αποτυπώματα, φαίνεται πως ήταν γενικά αποδεκτό ότι επρόκειτο για το πτώμα της Λίλυ». Επειδή μια γειτόνισσα ανέφερε στην αστυνομία ότι το βράδυ της εξαφάνισης η Λίλυ επισκέφτηκε τη Λούσυ στο διαμέρισμά της και τις άκουσε να καβγαδίζουν, η αστυνομία τη θεωρεί βασικό ύποπτο για τον φόνο.
     Τώρα, καθισμένη σε μια αίθουσα ενός αστυνομικού τμήματος του Τόκιο, ανακρίνεται και τις δίνεται η ευκαιρία να στοχαστεί –απαντώντας στις ερωτήσεις των αστυνομικών-όχι μόνο την σχέση της με την Λίλυ και τον Τέιζι, αλλά και όλη την προηγούμενη ζωή της. Τόσο στη Βρετανία, όπου όντας το όγδοο παιδί (και μοναδικό κορίτσι) μιας πολυμελούς οικογένειας, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, όσο και στην Ιαπωνία.
     Ένα πολυσύνθετο ψυχολογικό θρίλερ, το οποίο χωρίς να έχει έντονη δράση, παρακολουθεί και περιγράφει με διεισδυτικότητα τις ψυχολογικές μεταπτώσεις και την πορεία του κεντρικού χαρακτήρα, αλλά και την εξέλιξη των ερευνών για την αποκάλυψη των συνθηκών του θανάτου της φίλης της.

20 Ιουλ 2020

ΦΛΟΓΑ ΚΑΙ ΑΝΕΜΟΣ

ΚΥΒΕΛΗ-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΝΔΟΛΟΣ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Σελ. 571, Φεβρουάριος 2020

     Μετά το μυθιστόρημά του «Ιστορία Χωρίς Όνομα» (https://bibliodiktis.blogspot.com/2018/05/blog-post_6.html ), στο οποίο αφηγείται την δραματική ερωτική ιστορία της Πηνελόπης Δέλτα και του Ίωνα Δραγούμη, ένας ακόμη θυελλώδης έρωτας, αποτελεί την έμπνευση του Σ. Δάνδολου, για το μυθιστόρημά του «Φλόγα Και Άνεμος». Ο έρωτας, (και ο γάμος στη συνέχεια) της μεγάλης ελληνίδας ηθοποιού Κυβέλης Αδριανού, με τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον πολιτικό που δέσποζε με την παρουσία του για πολλά χρόνια στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, αποδίδεται εξαιρετικά με μυθιστορηματικό τρόπο. Ως μυθιστόρημα προτείνει να εκλάβουμε το βιβλίο του κι ο ίδιος ο συγγραφέας. «Παρά την ασφυκτική παρουσία της Ιστορίας σε καθεμία από τις σελίδες του, το «Φλόγα Και Άνεμος» δεν είναι ούτε η καλλιτεχνική βιογραφία της Κυβέλης Αδριανού, ούτε ασφαλώς η πολιτική βιογραφία του Γεωργίου Παπανδρέου. Είναι μυθιστόρημα και πρέπει να διαβαστεί ως μυθιστόρημα».
     Η αφήγηση ξεκινά από το 1968, όταν ο ογδοντάχρονος Παπανδρέου, που βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Καστρί από την χουντική κυβέρνηση, μεταφέρεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Πρέπει να υποβληθεί σε επέμβαση λόγω προβλημάτων στο στομάχι. Η Κυβέλη, που έχει αποσυρθεί εδώ κι ένα χρόνο από τη σκηνή, παρακολουθεί με αγωνία την πορεία της υγείας του. Αν και ζουν σε διάσταση εδώ και χρόνια, δεν πήραν ποτέ διαζύγιο. Είναι ερωτευμένοι και πιστεύουν και οι δύο ότι κάποια στιγμή θα ξανασμίξουν και θα πεθάνουν μαζί. «Έπειτα από όλα όσα είχαν συμβεί ανάμεσά τους στα τριάντα χρόνια που κράτησε η θύελλα της κοινής τους ζωής, εκείνη εξακολουθούσε να παραλύει από δυνατό χτυποκάρδι κάθε φορά που τον αντίκριζε».
     Η Κυβέλη αναπολεί τη γνωριμία τους το 1920 στη Χίο κι όσα χρειάστηκε και οι δύο να υπερβούν για να βρίσκονται μαζί.
«Ναι, το 1920, όλοι οι οιωνοί ήταν εναντίον μας, συλλογίστηκε.
Εκείνος ήταν παντρεμένος και με μικρό παιδί (ούτε ενάμιση χρόνο ζωής δεν είχε συμπληρώσει ο Ανδρέας).
Εκείνη ήταν παντρεμένη δεύτερη φορά και είχε τρία παιδιά.
Εκείνος ήταν πολιτικός.
Εκείνη ήταν καλλιτέχνις.
Εκείνος ήταν ένας ανερχόμενος πολιτικός.
Εκείνη ήταν η πιο διάσημη ηθοποιός της Ελλάδας.
Εκείνος δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τη σύζυγό του (ούτε καν στο θέατρο).
Εκείνη έφτανε στη Χίο έχοντας υποκύψει στις πιέσεις του Κώστα Θεοδωρίδη, του συζύγου της.
Εκείνος στα τριάντα δύο του, δε γύρευε σκάνδαλα που θα αμαύρωναν τη δημόσια εικόνα του.
Εκείνη στα τριάντα δύο της, είχε ήδη ένα σκάνδαλο στο ενεργητικό της.
Να όμως που τα καταφέραμε, είπε μέσα της. Ήμασταν τόσο τρελοί και οι δύο, που μπορέσαμε να νικήσουμε τους οιωνούς και να κάνουμε όλο τον κόσμο δικό μας».
     Μέσα από τις αναμνήσεις της, αναστοχάζεται τη θυελλώδη κοινή ζωή τους, αντάξια δύο ιδιαίτερων προσωπικοτήτων, μέχρι την ημέρα της κηδείας του Παπανδρέου, το φθινόπωρο του 1968, που ήταν και η πρώτη μαζική συγκέντρωση μετά την επιβολή της δικτατορίας. Μια διαδήλωση που θεωρείται η πρώτη αντίδραση στη δικτατορία των συνταγματαρχών, αλλά ανοργάνωτη όπως ήταν, διαλύθηκε εύκολα από τις δυνάμεις της χούντας.
     Γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας, κινούνται πρόσωπα επώνυμα και ανώνυμα, πραγματικά και φανταστικά, που οι μοίρα τους συνδέεται με την πορεία της Κυβέλης και του Παπανδρέου. Ο Φώντας Λαμπρόπουλος και η γυναίκα του, ο Αλέξανδρος Κροντηράς, η Βαλεντίνη Ποταμιάνου, ο Σπύρος, η Αγάπη και άλλοι. Η σύνδεση αυτή, άμεση ή έμμεση, θα σημαδέψει ανεξίτηλα τη ζωή τους και θα την αλλάξει, πολλές φορές κατά δραματικό τρόπο.
     Το «Φλόγα Και Άνεμος» είναι ένα πολύ καλογραμμένο μυθιστόρημα, που αφηγείται με μοναδικό τρόπο το πάθος αλλά και τα πάθη της εκρηκτικής ερωτικής σχέσης δύο τόσο ιδιαίτερων και δυναμικών προσωπικοτήτων, που ζουν όλα τα συναισθήματά τους στα άκρα! Αυτήν την παθιασμένη σχέση, καταφέρνει να αποδώσει με εξαιρετικό τρόπο ο Σ. Δάνδολος, χαρίζοντάς μας ένα απολαυστικό ανάγνωσμα.

15 Ιουλ 2020

ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΙ ΔΥΣΚΟΛΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

ΤΑΣΟΣ ΚΑΝΤΑΡΑΣ
Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
Σελ. 280, Δεκέμβριος 2018

     Τη συνέχεια του πρώτου μυθιστορήματός του («Διαρκές Φύλλο Πορείας»), που περιγράφει την ιστορία της οικογένειάς του, μέσα στο ιστορικό πλαίσιο κάθε εποχής, μας παρουσίασε στο τέλος του 2018, ο Τ. Κανταράς.
     Το μυθιστόρημα ξεκινά με την επιστροφή του Διαμαντή –που παίρνει τα ηνία και γίνεται αυτός ο κεντρικός χαρακτήρας-στην μικρή κωμόπολη της Χαλκιδικής απ’ όπου κατάγεται. Έχει ολοκληρώσει μια τετραετή (!!) στρατιωτική θητεία. Οι καιροί είναι σκληροί και δύσκολοι. Βρισκόμαστε στα χρόνια του Εμφυλίου πολέμου και η θητεία καθορίζεται από τις εκάστοτε ανάγκες σε έμψυχο δυναμικό του στρατού, οπότε η διάρκειά της ποικίλει και δεν είναι προκαθορισμένη. «Η Φωτεινή κοίταξε καλύτερα στην αυλή. Το πρόσωπό της φωτίστηκε. Της λύθηκε η απορία για το ολονύκτιο προαισθηματικό γαύγισμα του ζωντανού. Αυτόν που διαισθανόταν ο Μύρτος, τον έβλεπε τώρα μπροστά της, Έναν παλίκαρο ίσα με δύο μέτρα, φορτωμένο μ’ ένα σακί στην πλάτη του, ο οποίος είχε σκύψει και χάιδευε τρυφερά το τετράποδο […] Στον Διαμαντή αναγνώριζε τον σωτήρα του. Τον είχε περιμαζέψει τραυματισμένο, τον τελευταίο χρόνο της κατοχής, όταν μια ομάδα Γερμανών και συνεργατών τους, τον πυροβόλησαν στα πόδια για να κάνουν σκοποβολή».
     Ο Διαμαντής γύρισε παρασημοφορημένος από τον πόλεμο. Κάτι που προκάλεσε την οργή της μάνας του. Από τα παράσημα «το ένα είχε το όνομα της Βασίλισσας Φρειδερίκης, το άλλο, του Διοικητού του Γ! Σώματος Στρατού! […]  “Τι είναι τούτα ρε κερατά; Γιατί σ’ τα έδωσε αυτή η ξεφτιλισμένη;”». Είδε κι έπαθε ο Διαμαντής για να την πείσει ότι δεν πήρε τα παράσημα επειδή έδειξε προθυμία εναντίον των «εχθρών» στα πεδία των μαχών. Στην πραγματικότητα, ο Διαμαντής τιμήθηκε γιατί κατάφερε με κίνδυνο της ζωής του, να περισυλλέξει νεκρούς και τραυματίες με το βαρύ στρατιωτικό όχημα που οδηγούσε, μέσα από ένα ναρκοθετημένο χώρο.
     Με την επιστροφή του, προσγειώνεται στην σκληρή πραγματικότητα. Το σκληρό και ανάλγητο μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς, δείχνει τα δόντια του όχι μόνο στους «ηττημένους», αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους, για να τους κρατά υπό έλεγχο. Κουμάντο κάνουν οι πρώην συνεργάτες των Ναζί, οι πάνοπλοι ΜΑΥδες, και οι κατά τόπους διοικητές της χωροφυλακής, που ενεργούν όπως νομίζουν χωρίς να χρειάζεται να δίνουν λογαριασμό και φυσικά χωρίς κανένα σεβασμό στα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των πολιτών. Από κοντά και οι πανταχού παρόντες χαφιέδες, που με πραγματικά ή και χαλκευμένα «στοιχεία», παρεμβαίνουν στη ζωή των πολιτών, κυρίως εξυπηρετώντας τα προσωπικά τους μικροσυμφέροντα. Όλοι αυτοί, σε αγαστή συνεργασία, λυμαίνονται όση από τη βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ, σε ρουχισμό και τρόφιμα, φτάνει στην μικρή κωμόπολη της Χαλκιδικής.   
     Για τον Διαμαντή όλα αυτά είναι απαράδεκτα. «Ήταν είκοσι εννέα χρόνων. Είχε μέσα του απύθμενο θυμό μ’ αυτά που ζούσε. Δεν δεχόταν την προσβολή. Η ανυπότακτη φύση του δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με το άδικο. Ονειρευόταν έναν καλύτερο κόσμο. Ένιωθε αηδία με όσους πλούτισαν στην  κατοχή από τον πόνο του κοσμάκη. Ο άλλος, τους Εβραίους που δήθεν τους προστάτευε, τους καθάρισε στην ψύχρα και τους πήρε το χρυσάφι. Ήταν σίγουρος, όταν το έκανε, πως αυτούς κανένας δεν θα τους αναζητούσε τότε! Τώρα έβλεπε και τα παράσιτα, τους μάυδες, να τα βάζουν με απροστάτευτα κορίτσια! Ήθελε να τελειώσει αυτός ο πόλεμος, αλλά έβλεπε να συνεχίζεται μ’ άλλες μορφές». Ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση κι αντιπαράθεση και το μόνο που αρχικά τον προστάτεψε ήταν τα παράσημά του. Αλλά όχι για πολύ… Αργότερα χρειάστηκε να πληρώσει το τίμημα της ανυπότακτης φύσης του.
     Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η συνέχεια της οικογενειακής ιστορίας, που θα μπορούσε να είναι η ιστορία πολλών οικογενειών της ελληνικής επαρχίας. Το «Ανυπότακτοι Δύσκολων Καιρών», διατρέχει την σκληρή εποχή της μετεμφυλιακής Ελλάδας και φτάνει μέχρι την Απριλιανή χούντα. Είναι γραμμένο με πολύ καλό τρόπο γραφής, που κάνει το κείμενο να ρέει εύκολα και θα χαρίσει ώρες αναγνωστικής απόλαυσης σε όποιον αποφασίσει να το διαβάσει.      

10 Ιουλ 2020

ΚΑΡΟΛΙΝΑ ΜΕΡΜΗΓΚΑ



     Η Καρολίνα Μέρμηγκα γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Τελείωσε τη Νομική Σχολή Αθηνών το 1979 και είναι δικηγόρος από το 1980. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση, κι έχει συνεργαστεί με διάφορα γυναικεία περιοδικά.  Έργα της: «Ερωτευμένες» (2005, Εστία), «Σήμερα Δεν Θα Πεθάνω» (2010, Μελάνι), «Συγγενής» (2013, Μελάνι), «Ό Έλληνας Γιατρός» (2017, Μελάνι), «Κάτι Κρυφό Μυστήριο» (2019, Μελάνι) (https://bibliodiktis.blogspot.com/2020/05/blog-post_31.html)

Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας «Κάτι Κρυφό Μυστήριο»;
     Ο «αληθινός» Καποδίστριας, που ήταν και παραμένει μυστήριο και επομένως ούτως ή άλλως ελκυστικός για μυθιστόρημα. Και η (ακλόνητη δική μου) πεποίθηση ότι υπήρξε άνθρωπος μοναδικής σημασίας για την Ελλάδα, επομένως η λέξη «ήρωας» είχε για μένα διπλή σημασία –μυθιστορηματική και ιστορική.

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με αυτό και ποιο είναι αυτό;
     Όχι, δεν επιθυμώ να μεταφέρω μηνύματα με τα βιβλία μου. Αν συμμεριστεί ο αναγνώστης το δικό μου θαυμασμό για τον «αληθινό» Καποδίστρια θα είναι κάτι καλό, δεδομένου ότι ο θαυμασμός γενικά δεν περισσεύει. Υπάρχει ένα χρέος ανεκπλήρωτο, αισθάνομαι, απέναντι στο ιστορικό πρόσωπο –χρέος εκτίμησης πάνω σε ρεαλιστική ιστορική βάση. Αλλά το μόνο που εύχομαι για κάθε αναγνώστη είναι να ευχαριστηθεί τη μυθιστορηματική αφήγηση. 

Θεωρείτε ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας τιμάται με την πραγματική του αξία ή λόγοι άλλοι υποβάθμισαν και κρατούν υποβαθμισμένη την προσφορά του στην Ελλάδα;
     Η «πραγματική αξία» κάθε ιστορικού προσώπου (θετική ή αρνητική ή και τα δυο) εκτιμάται βάσει γνώσης. Θεωρώ ότι δεν διδασκόμαστε καλά την Ιστορία. «Καλά» σημαίνει χωρίς ενδιάμεσα φίλτρα άλλων θεωριών και σκοπιμοτήτων, σοβαρά, ψύχραιμα και με κριτική σκέψη -που και αυτή προϋποθέτει γνώση.

Η Ιστορία δεν γράφεται με «αν», αλλά θεωρείτε ότι μπορεί η κατάσταση της χώρας να ήταν διαφορετική αν μπορούσε ο Καποδίστριας να αφεθεί να συνεχίσει απερίσπαστος το έργο του;
     Οι ενδείξεις από ό,τι πρόλαβε να κάνει τείνουν προς κάτι τέτοιο.

Ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, δεν είχε «σκοτεινές» πλευρές είτε στο χαρακτήρα του, είτε στον τρόπο που διοίκησε τη χώρα; Γιατί κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στο έργο σας.
     Έχετε απόλυτο δίκιο και αυτό είναι το «ελάττωμα» του βιβλίου μου. Και έγινε εν γνώσει μου. Γιατί ξέρετε, κατά κάποιον τρόπο ο Καποδίστριας δεν είναι πραγματικά ο πρωταγωνιστής του βιβλίου: περνάει από παντού σαν μια σκιά, δεν τον «γνωρίζουμε». Παρακολουθούμε τις πράξεις του και συνομιλούμε με τα λόγια του, αλλά μέχρι εκεί. Προσπάθησα να κινηθώ στον τόπο και το χρόνο του, να πατήσω στο αποτύπωμά του και να μαντέψω τη μοναξιά του. Είδα τη ζωή του σαν μια προσφορά γιατί πιστεύω ότι ουσιαστικά αυτό ήταν, όμως οι σκοτεινές του πλευρές, που σίγουρα υπήρχαν, παραμένουν σκοτεινές.

Απαιτήθηκε έρευνα για τη συγγραφή του βιβλίου και πόσο καιρό σας πήρε αυτή; 
     Ναι, φυσικά. 2-3 χρόνια.

Η λογοτεχνία μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;
     Νομίζω ότι όλα είναι κοινωνική πράξη αφού γράφονται μέσα σε μια κοινωνία και απευθύνονται σε μια κοινωνία.

Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε συγγραφέας;
     Δεν θέλησα. Από πολύ μικρή ήξερα ότι μπορούσα να γράφω και έγραφα (ίσως όχι σπουδαία, αλλά έγραφα) όμως πολύ αργά βρήκα το θάρρος και το θράσος να δημοσιεύσω.

Ποια ήταν τα συναισθήματα που νιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
     Πήγαινα στο Γυμνάσιο νομίζω, και ήταν σε κάποιο σχολικό περιοδικό. Δεν πολυθυμάμαι, αλλά μάλλον ευχήθηκα να με θαυμάσουν τα αγόρια. Πράγμα που δεν έγινε.

Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
     Φυσικά. Κομμάτια της ψυχικής σαρκός μας είναι οι ήρωές μας.

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Γενικά δεν μ’ αρέσει να τα δείχνω, τα βασανίζω μόνη μου και μετά τα πετάω στο πέλαγος. Αλλά έχω ανάγκη να εμπιστευθώ, και εμπιστεύομαι, τη γνώμη της εκδότριάς μου.

Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;
     Έχω γνωρίσει πολλούς αληθινούς αναγνώστες (σε Λέσχες Ανάγνωσης, με μέηλ και μηνύματα προσωπικά που μου στέλνουν) και με γεμίζουν θάρρος και δύναμη και τους είμαι ευγνώμων. Καταλαβαίνω πια αμέσως ποιος έχει διαβάσει κανονικά το βιβλίο, από την αρχή μέχρι το τέλος, και ποιος πρόχειρα ή διαγώνια. Και μόνον αυτό ζητάω -αυτό νομίζω ζητάμε όλοι όσοι γράφουμε: την αληθινή, προσηλωμένη ανάγνωση. Από κει και πέρα ιδανικός είναι ο αναγνώστης που έχει διαβάσει πολλά βιβλία, που έχει μια εσωτερική επιστρωμάτωση αναγνωσμάτων, κι ακόμα πιο ιδανικός όποιος έχει διαβάσει κι εμποτιστεί με όσα έχω διαβάσει και με έχουν εμποτίσει κι εμένα –μιλάμε πια για μια κοινή γλώσσα. Αλλά κι εγώ προσπαθώ να ανταποκριθώ με το να μην ταλαιπωρώ τους αναγνώστες μου: δεν πιστεύω ότι για να πιάσουν τα νοήματά μου πρέπει να βασανιστούν.

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
     Κυρίως έμαθα να ακούω μια εσωτερική φωνή που δεν μπορώ (δεν θέλω;) να εξωτερικεύσω. Της επιτρέπω να απλώνεται με την άνεσή της στο γραπτό μου λόγο και συναντιόμαστε εκεί, και είναι ίσως και το πιο πραγματικό μου κομμάτι. Μάλλον όλοι έχουμε αυτή την εσωτερική φωνή, και τυχεροί όσοι επικοινωνούμε κάπως μαζί της. 

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Δεν γράφω με πεποιθήσεις, έτσι κι αλλιώς. Όμως η έκδοση των βιβλίων μου μού ανέτρεψε κάποιες ρομαντικές ιδέες που είχα για τον τρόπο που λειτουργεί το όλο σύστημα γράφω-δημοσιεύω -κρίνομαι.

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
     Πάνω στη βάση που είπα παραπάνω, δηλαδή με εκείνους που έχουν διαβάσει πραγματικά το βιβλίο, ναι -κάτω από προϋποθέσεις: πρέπει να φοράω τη «στολή» μου του συγγραφέα. Είναι ένα είδος πανοπλίας για μένα, γιατί γενικά ντρέπομαι.

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
     Ναι και είναι θαυμάσιο. Είναι αυτό που λέω συχνά, ότι ποτέ δυο άνθρωποι δεν διαβάζουν το ίδιο βιβλίο -και είναι συναρπαστικό να βλέπεις πώς το διαβάζει ο καθένας. Και φυσικά το βιβλίο που διαβάζεται δεν ανήκει πια στον συγγραφέα του, ούτε υπάρχει ένας σωστός τρόπος να διαβαστεί. Όταν βέβαια βρεθεί κάποιος που πιάσει μέσα στις σελίδες μου αυτό που προσπάθησα να πω και το συν-αισθανθεί, είναι η μεγαλύτερη χαρά. Δημιουργείται τότε μια γέφυρα συγγραφέα-αναγνώστη, μια υπέροχη γέφυρα με κοινή θέα.

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
     Πάρα πολλοί. Όλοι που αγάπησα, και είναι πάρα πολλοί.

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
     Δεν γράφω εύκολα, με την έννοια ότι δεν κάθομαι εύκολα να γράψω. Το αναβάλω, σαν μια επίπονη διαδικασία. Η αίσθηση είναι δύσκολη, σαν να ανασκαλεύω τα εσωτερικά μου όργανα. Αλλά όταν το πάρω απόφαση, γενικά γράφω πολύ γρήγορα· και όταν «πάει καλά» υπάρχει τεράστια ικανοποίηση, για κάποια δευτερόλεπτα.

Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;
     Πάντα. Το μόνιμο ερώτημα είναι αν αξίζει να εκδοθεί. Δίνω πολύ μεγάλη σημασία στην τεράστια τιμή που μου κάνει όποιος αγοράζει ένα βιβλίο μου, θέλω να είμαι σίγουρη ότι τουλάχιστον σαν προσπάθεια αξίζει τη δική του πολύτιμη προσοχή.

Σας ευχαριστώ πολύ!

5 Ιουλ 2020

Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ

ΑΡΗΣ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Σελ. 509, Οκτώβριος 2019

     Τα τρία χρόνια και τους οκτώ μήνες που πέρασε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης, από την έλευσή του που γέμισε ελπίδα τον λαό, τον Ιανουάριο του 1828, μέχρι τη στυγερή κι άνανδρη δολοφονία του το Σεπτέμβριο του 1831, περιγράφει στο ιστορικό του μυθιστόρημα, «Η Σκιά Του Κυβερνήτη» ο Α. Σφακιανάκης. Μια δολοφονία, που καθυστέρησε την ανάπτυξη της χώρας ακόμα περισσότερο απ’ όσο οι διεθνείς συνθήκες επέβαλαν και τις οποίες ο Καποδίστριας προσπαθούσε να μεταβάλλει, αφού γνώριζε πώς να ελίσσεται στη διεθνή διπλωματία, μετά την θητεία του στο υψηλότατο αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας, ενώ παράλληλα εργαζόταν και για την εσωτερική αναμόρφωση. Όπως γράφει ο Κ. Γούντχαουζ στο έργο του «1821. Ο Πόλεμος Της Ελληνικής Ανεξαρτησίας», «Ο θάνατος του κυβερνήτη κατέστρεψε το διοικητικό του έργο και η Ελλάδα στα τέλη του 1831 κύλησε σε μια κατάσταση αναρχίας χειρότερη ακόμα και από του 1824».
     Την ιστορία αφηγείται ο Πέτρος Σκοτεινός, ένας από τους δύο σωματοφύλακες του Καποδίστρια. (Ο άλλος ήταν ο μονόχειρας (!) κρητικός Γεώργιος Κοζώνης). Σύμφωνα με το μυθιστόρημα, τον σωματοφύλακα έφερε μαζί του ο Καποδίστριας, όταν ήρθε από την Ευρώπη όπου ζούσε, μετά από «πρόσκληση» της Γ! Εθνοσυνέλευσης, για να αναλάβει τη διοίκηση της χώρας. Ή καλύτερα πρέπει να πούμε για να αναλάβει τη δημιουργία ενός κράτους από το απόλυτο μηδέν!
     Μετά τη συμφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων για τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, ο Καποδίστριας ταξίδεψε στην Ανκόνα, για να μεταφερθεί στη συνέχεια με αγγλικό πολεμικό πλοίο στην Ελλάδα. Οι Άγγλοι όμως, για δικούς τους λόγους, αργούσαν να στείλουν το πλοίο, με πρόφαση την κακοκαιρία. Ο Καποδίστριας καθημερινά, πήγαινε σε ένα σημείο που προσέφερε θέα στην ανοικτή θάλασσα και με ένα κιάλι, σάρωνε τον ορίζοντα περιμένοντας να δει το πλοίο. Βιαζόταν. Ήξερε ότι όλα κρεμόταν από μια λεπτή κλωστή. Ο Ιμπραήμ κατείχε την Πελοπόννησο και οι Τούρκοι την Αθήνα και μεγάλο μέρους της Ρούμελης. Ο εμφύλιος είχε συρρικνώσει την Ελλάδα και υπήρχε ο κίνδυνος να χαθούν όσα με αίμα είχαν κερδηθεί. Ελλάδα θεωρούνταν η περιοχή του Ναυπλίου, κάποιες περιοχές της Ρούμελης και κάποια νησιά.
     Ο Σκοτεινός γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια στην Ανκόνα. Τον βοήθησε σε κάποια δύσκολη στιγμή και στη συνέχεια τον έπεισε να τον πάρει μαζί του. «Κόμη Καποδίστρια, είμαι ένας φτωχός άνθρωπος που ψάχνει για δουλειά. Με αυτή την Ιερή Συμμαχία που δημιούργησε ο παλιός σας εργοδότης, ο Τσάρος, στενέψανε τα πράγματα στην Ευρώπη. Οι τίμιοι μισθοφόροι ξεμείναμε από εργασία. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος των όπλων, μπορεί να σας χρησιμεύσω εκεί που πηγαίνετε. Πάρτε με μαζί σας στην Ελλάδα […] χρειάζεστε προσωπική φρουρά. Σωματοφυλακή. Για το καλό της πατρίδας. Αν χαθείτε εσείς, χάνεται η υπόθεση».
     Από τότε ο Σκοτεινός, γίνεται η σκιά του. Τον ακολουθεί παντού όπου πηγαίνει. Είτε αυτό είναι το γραφείο του, όπου «Η λάμπα δεν έσβηνε πριν από τις τέσσερις το πρωί. Και τρεις ώρες αργότερα ήταν πάλι στο πόδι και χωνόταν στα χαρτιά του πριν αρχίσουν οι συσκέψεις», είτε στις περιοδείες του στα χωριά, όπου ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με την  πραγματικότητα κι αντίκριζε κατάματα την πείνα και τη φτώχεια που μάστιζε το λαό. Σε αντίθεση με τους προύχοντες και τους κοτζαμπάσηδες, που ήθελαν να γίνουν «Τούρκοι στη θέση των Τούρκων» και να μη χάσουν τα προνόμια που τους προσέδιδε η εξουσία που ασκούσαν. Με αυτό το σύστημα θέλησε να τα βάλει ο Καποδίστριας και το πλήρωσε με τη ζωή του. «Και τώρα βγήκανε και ζητάνε κάτι ποσά υπέρογκα, που τους οφείλει λέει, το κράτος για τις θυσίες τους. Σαράντα Υδραίοι απαιτούν 1.200.000 τάλιρα και τριάντα Σπετσιώτες 1.000.000. Κι όταν τους έστειλα μια επιτροπή να εξετάσει τα ποσά αυτά, την έδιωξαν κακήν κακώς από τα νησιά τους. Και ο μέγας Κουντουριώτης, Ισκαριώτης θα έπρεπε να τον λένε καλύτερα, μου βάζει το μαχαίρι στο λαιμό και μου ζητάει ολόκληρο το ποσό, και μάλιστα με τόκους ωσότου το αποπληρώσουμε. Τέτοιους τοκογλύφους έχει η χώρα. Την ελευθέρωσαν μόνο και μόνο για να πίνουνε αυτοί το αίμα του λαού αντί οι Τούρκοι». Τα ίδια συμβαίνουν και στη Μάνη, όπου η οικογένεια Μαυρομιχάλη, προκαλεί διαρκώς ταραχές, βάζει προσκόμματα σε όσες προσπάθειες γίνονται να μπει μια τάξη κι αρνείται να πληρώσει φόρους. Αυτά τα κάνουν οι ίδιοι που λίγο καιρό πριν, παρακαλούσαν τον Καποδίστρια να έρθει και ν’ αναλάβει τα ηνία. «Λησμονείς φαίνεται, τα γράμματα που μου στέλνατε, με πρώτο-πρώτο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, εκλιπαρώντας με να τρέξω γρήγορα κοντά σας γιατί χανότανε το έθνος με τις διχόνοιες σας;». Ήθελαν όπως φαίνεται, να τον έχουν υποχείριό τους, για να κάνει όλη την κοπιώδη δουλειά ο Κυβερνήτης (μάχη ενάντια στην πείνα, στην έλλειψη υποδομών, στα άδεια ταμεία, στον αναλφαβητισμό κλπ) κι αυτοί να απολαμβάνουν τα προνόμια που είχαν από την τουρκοκρατία κι ακόμη περισσότερα!
     Ο Καποδίστριας, αφιέρωσε τη ζωή του στην δημιουργία της Ελλάδας σε βάρος ακόμα και της προσωπικής του ζωής. Δυστυχώς ο τιτάνιος αγώνας του δεν εκτιμήθηκε από τους συγχρόνους του, αλλά και συκοφαντήθηκε από κάποιους μεταγενέστερους, ενώ «Κανένας Έλληνας, πριν ή μετά από εκείνον, δεν δούλεψε πιο πολύ για το δημόσιο συμφέρον». Βιβλία σαν αυτό που σας παρουσιάζω σήμερα, βοηθούν στην αποκατάσταση της μνήμης του και την ανάδειξη του έργου του, το οποίο δεν έχει λάβει τη θέση που του αξίζει στη συλλογική μνήμη.
     Ο Α. Σφακιανάκης, μελέτησε με προσοχή τις πηγές (του πήρε τέσσερα χρόνια να ολοκληρώσει το βιβλίο) και προσθέτοντας την αναμφισβήτητη συγγραφική του δεινότητα, κατάφερε να γράψει ένα βιβλίο που διαβάζεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον κι αποδίδει με μοναδικό τρόπο όχι μόνο τα όσα συνέβαιναν στο Κυβερνείο, αλλά και το γενικότερο κλίμα της εποχής, σε ένα κράτος που μόλις άρχιζε να οικοδομείται.