31 Δεκ 2017

ΕΓΩ, Ο ΣΙΜΟΣ ΣΙΜΕΩΝ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ
Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
Σελ. 438, Νοέμβριος 2017

     Σκέφτηκα να κλείσω τις παρουσιάσεις του 2017, με το καινούριο βιβλίο του αγαπημένου συγγραφέα Γ. Ξανθούλη, με τίτλο «Εγώ, Ο Σίμος Σιμεών» (με γιώτα, δεν πρόκειται για ορθογραφικό λάθος).
     Ο Σίμος είναι ένα παιδί ξεχωριστό και τα πρώτα χρόνια της ζωής του, μας περιγράφει ο συγγραφέας. Ζει στη Χαλκόπολη, τη δεκαετία του ’60. Την πόλη αυτή, που δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη, ο συγγραφέας την τοποθετεί μεταξύ Σερρών, Δράμας και Καβάλας. Ο Σίμος είναι ο καρπός του έρωτα ανάμεσα στην Αναστασία-Σάσα Καρούβαλη, την τρίτη και πιο όμορφη από πέντε αδελφές (τις Καρουβαλίτσες κατά τον συγγραφέα) και τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Γρηγόρη Σιμεών. Γνωρίστηκαν το καλοκαίρι του 1954 στην παραλία της Χαλκόπολης, όταν εκείνη εργαζόταν εκεί ως υπεύθυνη. «Φόρεσε μια πράσινη ρόμπα με μια ετικέτα στο βυζί που έγραφε «Υπάλληλος πλαζ» κλείδωνε και ξεκλείδωνε τις δέκα καμπίνες, πήρε και μαθήματα ναυαγοσώστριας χωρίς καν να ξέρει κολύμπι, κι αυτό ήταν».
     Η Σάσα, που στα 26 της χρόνια θεωρούνταν ότι κινδύνευε να μείνει στο ράφι, έμεινε έγκυος. Όμως ο Γρηγόρης Σιμεών, όταν απολύθηκε από το στρατό, αναχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Το μόνο που κατάφεραν οι τοπικές αρχές (Μητροπολίτης και Στρατιωτικός Διοικητής) προς τους οποίους απευθύνθηκε η μητέρα Καρούβαλη, ήταν, αφού εντόπισαν τον Σιμεών, να τον πείσουν ακόμα κι αν δεν ήθελε να παντρευτεί τη Σάσα, τουλάχιστον να αναγνωρίσει το παιδί.
     Ο Σίμος από μικρός φάνηκε ότι ήταν διαφορετικός «…άστραφτε από εξυπνάδα: προσθαφαιρούσε εύστοχα χωρίς μολύβι και χαρτί… και διάβαζε εφημερίδα». Η ιδιαίτερη εξυπνάδα του, σε συνδυασμό με τον τρόπο που ήρθε στη ζωή (δηλ. εκτός γάμου), ερέθισαν τα χειρότερα αντανακλαστικά του οικογενειακού περιβάλλοντος-με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις-και του κοινωνικού περίγυρου. Αντιμετώπισαν το παιδί με ζήλια, μοχθηρία, μικρόνοια και άκρατο συντηρητισμό. Από την άλλη, η μητέρα του, που είχε και αυτή τα δικά της προβλήματα υγείας, αδιαφορούσε πλήρως γι’ αυτόν. Ότι πετύχαινε το παιδί, το κατάφερνε με τις δικές του δυνάμεις. Μάλιστα ένιωθε τόσο έντονα το αίσθημα της απόρριψης, που πίστευε ότι τόσο ο ίδιος, όσο και ο υπόλοιπος κόσμος δεν είναι πραγματικός. «Ο Σίμος διάβαζε και προσπαθούσε να οργανωθεί απέναντι στο τρομακτικό ενδεχόμενο να είναι τόσο αυτός όσο και ο περίγυρός του προϊόν φαντασίας ενός άγνωστου συγγραφέα, τον οποίο μάταια αγωνιζόταν να φανταστεί».  
     Στο τέλος, ο Σίμος θα καταφέρει να ξεφύγει από το ασφυκτικό περιβάλλον που αποτελούσε τροχοπέδη και να ανοίξει τα φτερά του για να κατακτήσει τους δικούς του ορίζοντες και να πραγματοποιήσει τα όνειρά του.
     Για μια ακόμη φορά, ο Γιάννης Ξανθούλης εντυπωσιάζει με το νέο του έργο. Καταφέρνει να συνδυάσει την πραγματικότητα με τη φαντασία και το ρεαλισμό με μεταφυσικές αλλά και σουρεαλιστικές σκηνές που προκαλούν γέλιο (το βιβλίο π.χ. αρχίζει με εγκωμιαστικά λόγια για ένα… νεκροταφείο). Με το δικό του μοναδικό τρόπο γραφής, ακτινογραφεί διεισδυτικά και ξεκαρδιστικά την κοινωνία της Χαλκόπολης, αλλά και στηλιτεύει νοοτροπίες και συμπεριφορές. Μην παραλείψετε να το διαβάσετε, γιατί θα σας χαρίσει ώρες αναγνωστικής απόλαυσης. Εξαιρετικό!

     Κι επειδή αυτή είναι η τελευταία παρουσίαση του 2017, δράττομαι της ευκαιρίας, θα ευχηθώ σε όλους Καλή Χρονιά, με όσο το δυνατό λιγότερα προβλήματα και δυσκολίες και περισσότερα καλά αναγνώσματα. 

26 Δεκ 2017

ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΑΞΙΖΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

PETER SWANSON
Μετάφραση: ΦΩΤΕΙΝΗ ΠΙΠΗ
Εκδόσεις: ΔΙΟΠΤΡΑ
Σελ. 421, Σεπτέμβριος 2017

     Στη σημερινή παρουσίαση θα μας απασχολήσει το συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ «Σε Κάποιους Αξίζει Ο Θάνατος» του αμερικανού συγγραφέα P. Swanson.
     Ο Τεντ Σέβερσον, ένας πολύ εύπορος, παρά το νεαρό της ηλικίας του, σύμβουλος νεοφυών διαδικτυακών επιχειρήσεων, ετοιμάζεται να επιστρέψει στη Βοστόνη, μετά από ένα επαγγελματικό ταξίδι στο Λονδίνο. Είναι αναστατωμένος, γιατί λίγες μέρες πριν το ταξίδι, έχει ανακαλύψει ότι η σύζυγός του η Μιράντα τον απατά. Στο αεροδρόμιο του Χίθροου, όσο περιμένει να αναχωρήσει η πτήση του, γνωρίζει μια αμερικανίδα, τη Λίλη Χέιουορντ, η οποία ταξιδεύει με την ίδια πτήση. Έχοντας πιεί λίγο παραπάνω, εξομολογείται στη Λίλη τα προβλήματα που έχει και μισοαστεία-μισοσοβαρά, της λέει ότι είναι τόσο θυμωμένος που θέλει να σκοτώσει τη γυναίκα του. Με έκπληξη την ακούει όχι μόνο να τον προτρέπει να το κάνει, αλλά να τον δικαιολογεί και να υποστηρίζει την άποψή της με επιχειρήματα! «Ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι ο φόνος είναι τόσο κακό πράγμα όσο το κάνει ο κόσμος να φαίνεται. Όλοι πεθαίνουμε. Τι διαφορά έχει αν ρίξουμε μερικά σάπια μήλα καταγής λίγο πιο γρήγορα απ’ ότι προόριζε ο Θεός; Και κάτι τέτοιες, σαν τη γυναίκα σου για παράδειγμα, αξίζει να τις σκοτώσει κανείς».
     Ο Τεντ στη διάρκεια του ταξιδιού, εξακολουθεί να είναι έκπληκτος με αυτά που άκουσε, αλλά αρχίζει να το σκέφτεται πιο σοβαρά. «Τα λόγια της θαρρείς και ήταν ο αντίλαλος των επίμονων σκέψεων, των φαντασιώσεων να σκοτώσω τη γυναίκα μου, που με είχαν στοιχειώσει εδώ και μία εβδομάδα. Έλεγα στον εαυτό μου ότι, σκοτώνοντας τη Μιράντα, θα κάνω μια καλή πράξη για την κοινωνία. Και να, εμφανίστηκε ξαφνικά αυτή η συνταξιδιώτισσα και έδωσε το ηθικό έρεισμα για να πραγματοποιήσω τις επιθυμίες μου».
     Όταν το ταξίδι φτάνει στο τέλος του, ο Τεντ και η Λίλη, έχουν αποφασίσει να συναντηθούν ξανά σε μία εβδομάδα. Αν εμφανιστούν και οι δύο, θα προχωρήσουν στο σχεδιασμό της δολοφονίας. Αν κάποιος από τους δύο μετανιώσει και δεν εμφανιστεί, τότε δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ ξανά. «Ας διαλέξουμε ένα μέρος κι ας συναντηθούμε σε μια εβδομάδα. Αν αλλάξω γνώμη, δεν θα έρθω. Και αν αλλάξεις γνώμη εσύ, μην έρθεις ούτε εσύ. Θα είναι σαν να μην έγινε ποτέ αυτή η κουβέντα». Όταν όμως φτάνει η ώρα του ραντεβού, είναι και οι δύο παρόντες…

     Όπως γράφω και στην αρχή, το «Σε Κάποιους Αξίζει Ο Θάνατος», είναι ένα συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ. Ο συγγραφέας, δίνει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο τον λόγο σε καθέναν από τους τρεις κύριους χαρακτήρες του έργου, για να αφηγηθεί την συνέχεια της ιστορίας από τη δική του οπτική. Αυτό του επιτρέπει να χτίζει ψηφίδα-ψηφίδα το ψυχολογικό προφίλ τους, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό στην εξέλιξη του μύθου. Το μυθιστόρημα εκτός από τους καλοδουλεμένους χαρακτήρες, έχει πολύ καλή γραφή, αναπάντεχη εξέλιξη, κλιμακούμενο σασπένς και πολλές ανατροπές, με την πιο θεαματική να συμβαίνει στην τελευταία σελίδα, με τη μορφή ενός υστερόγραφου σε μια επιστολή

20 Δεκ 2017

ΠΑΡΤΙΔΑ ΓΙΑ ΠΕΝΤΕ

MARCO MALVALDI
Μετάφραση: ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΟΤΣΗ
Εκδόσεις: ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σελ. 206, Νοέμβριος 2017

     Το αστυνομικό μυθιστόρημα «Παρτίδα Για Πέντε» είναι το πρώτο της σειράς «Μπαρ Λούμε-Εγκλήματα Στην Τοσκάνη», που περιλαμβάνει επτά τίτλους. Όλες οι ιστορίες της σειράς, διαδραματίζονται στην φανταστική παραλιακή πόλη Πινέτα της Τοσκάνης. Αυτή η πόλη των δέκα χιλ. κατοίκων, στην οποία τα νέα και οι φήμες κυκλοφορούν πιο γρήγορα κι από τον άνεμο, από το 2000, έχει αρχίσει να γίνεται αυτό που λέμε τουριστικός προορισμός και συγκεντρώνει πολλούς ιταλούς αλλά και αλλοδαπούς τουρίστες. Εδώ βρίσκεται το Μπαρ Λούμε (σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «ίχνος» ή «ένδειξη») που ανήκει στον μάλλον ιδιόρρυθμο και ευφυή Μάσιμο. «Είναι γύρω στα τριάντα, με σγουρά μαλλιά, μούσι, η φυσιογνωμία του αποπνέει κάτι το αραβικό…». Το μπαρ επωφελείται από την τουριστική ανάπτυξη. Στον κήπο του μαζεύονται τουρίστες για να απολαύσουν έναν καφέ στη δροσιά. Αλλά οι σταθεροί και αμετακίνητοι πελάτες, είναι τέσσερις ηλικιωμένοι (όλοι είναι λίγο πάνω ή λίγο κάτω από τα ογδόντα), που πηγαίνουν εκεί κάθε μέρα, πρωί και απόγευμα, για να παίξουν χαρτιά, να τσακωθούν, να σχολιάσουν την επικαιρότητα και φυσικά να «χώσουν τη μύτη τους» στις υποθέσεις των άλλων. Όμως παρά τους συνεχείς λεκτικούς διαπληκτισμούς, ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι «Οι τέσσερις άντρες μάλλον είναι καλοί φίλοι, αν κρίνει κανείς από το πώς τσακώνονται: οι τρεις είναι καθισμένοι με παπική κοσμιότητα στις πλαστικές καρέκλες κι ο τέταρτος στέκεται όρθιος…».
     Στο πρώτο βιβλίο της σειράς, τις Αρχές απασχολεί ο φόνος μιας νεαρής κοπέλας, που βρέθηκε από έναν επίσης νεαρό μεθυσμένο, σε χώρο που προορίζεται για πικ-νικ. «…πρόσεξε ότι υπήρχε μια κοπέλα μες στον κάδο. Τη βρήκε μάλιστα αρκετά όμορφη. Σχεδόν ταυτόχρονα, κάτι μέσα του, του έλεγε ότι εκτός από όμορφη ήταν μάλλον και νεκρή». Το γεγονός αυτό, εκτός από τον αστυνόμο Φούσκο που είναι «μυγιάγγιχτος, θρασύς, ξεροκέφαλος, ξιπασμένος και ψωροφαντασμένος», κινητοποιεί και τα κουτσομπολίστικα αντανακλαστικά της παρέας του Μπαρ Λούμε. Οι ηλικιωμένοι με συνεχείς παρεμβάσεις προσπαθούν να πείσουν τον Μάσιμο να ασχοληθεί με την υπόθεση, για να έχουν πληροφόρηση από πρώτο χέρι, αλλά και γιατί δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στις ικανότητες του Φούσκο. Βέβαια αυτός έχει τις αντιρρήσεις του. «Κάνοντας παρέα με τους γέρους, σκέφτηκε, έχω καταντήσει κι εγώ γριά κουτσομπόλα. Έλα τώρα, Μάσιμο, κοίτα τη δουλειά σου και γύρνα στο μαγαζί σου να δουλέψεις». Όμως τελικά θα υποχωρήσει στις πιέσεις αλλά και την προσωπική του ανάγκη για την αποκάλυψη της αλήθειας, θ’ ασχοληθεί με την υπόθεση και θ’ ανακαλύψει το τι τελικά συνέβη.
     Πολύ καλό το πρώτο βιβλίο που μεταφράζεται στα ελληνικά του Μ. Μαλβάλντι. Ωραία δομημένος μύθος με όλα τα χαρακτηριστικά του αστυνομικού μυθιστορήματος, γραφή με χιούμορ, εξαιρετικά σκιαγραφημένοι χαρακτήρες, αναφορές σε άλλους συγγραφείς και έργα αστυνομικής-αλλά όχι μόνο-λογοτεχνίας και με μαεστρία απεικόνιση της κοινωνίας μιας μικρής πόλης, που παρά την εισβολή του μαζικού τουρισμού, επιμένει να κρατά αναλλοίωτα τα (καλά και «στραβά») στοιχεία του χαρακτήρα της.       


15 Δεκ 2017

ΑΜΑΡΤΩΛΑ ΝΥΣΤΕΡΙΑ

TESS GERRITSEN
Μετάφραση: ΠΟΛΥ ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις: ΩΚΕΑΝΙΔΑ
Σελ. 388, Ιούλιος 2017

     Σε δεύτερη έκδοση κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες το συναρπαστικό ιατρικό θρίλερ «Αμαρτωλά Νυστέρια» της αμερικανίδας Τ. Γκέριτσεν που είναι απόφοιτη της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια.
     Το νοσοκομείο Μπέισαϊντ της Βοστόνης είναι πολύ επιλεκτικό όσο αφορά της προσλήψεις του προσωπικού που εργάζεται εκεί και ειδικά στην περιώνυμη χειρουργική κλινική. «Η μεταμοσχευματική μας ομάδα ενδιαφέρεται μόνο για το καλύτερο. Επιζητεί ανθρώπους με προσόντα και άριστες επιδόσεις. Θα έλεγα ότι είμαστε κάπως εγωιστές στην επιλογή των χειρουργών μας». Η Άμπι Ντι Ματέο, είχε αυτές τις προϋποθέσεις κι έγινε δεκτή ως ειδικευόμενη στο συγκεκριμένο νοσοκομείο και μάλιστα στην ελίτ, την ομάδα μεταμοσχεύσεων. Η κούραση μεγάλη. «Ήταν ξύπνια τριάντα ώρες συνέχεια, με εξαίρεση ένα δεκάλεπτο υπνάκο στο Ακτινολογικό… Η ώρα κόντευε δέκα το πρωί και ούτε μπάνιο είχε κάνει ούτε τα δόντια της είχε πλύνει. Για πρόγευμα είχε φάει ένα σφιχτό αυγό κι ένα φλιτζάνι καφέ που σκέφτηκε να της φέρει κάποια προνοητική νοσοκόμα της εντατικής. Θα στεκόταν τυχερή αν κατάφερνε να φάει για μεσημέρι κι ακόμα πιο τυχερή, αν έφευγε από το νοσοκομείο στις πέντε για να φτάσει στο σπίτι της στις έξι. Προς το παρόν θεωρούσε πολυτέλεια το να σωριαστεί σε κάποια καρέκλα». Όσα υπέφερε τα αντιμετώπιζε με στωικότητα και υπομονή, αφού θεωρούσε τιμή της το να βρίσκεται δίπλα στους επιστήμονες υψηλού κύρους που εργαζόταν στο νοσοκομείο και να θεωρείται συνάδελφός τους.
     Μια μέρα, θα χρειαστεί να πάρει μια σημαντική απόφαση. Η υγιής καρδιά ενός θύματος τροχαίου, θα πρέπει να μεταμοσχευθεί σε έναν 17χρονο ασθενή που είναι πρώτος στη λίστα αναμονής, αφού η ζωή του βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο. Μαθαίνει όμως, ότι αντί γι’ αυτό η λίστα θα παρακαμφθεί και η καρδιά θα δοθεί στη σύζυγο του εκατομμυριούχου Βίκτορα Βος, με εντολή της διοίκησης του νοσοκομείου. Τότε δε θα διστάσει. Αποφασίζει να βοηθήσει τη δρ. Βίβιαν Τσάο, που κι  εκείνη θέλει να τηρηθεί η σειρά και μαζί θα αφαιρέσουν την καρδιά από τον δότη για να τη στείλουν στο άλλο μεγάλο νοσοκομείο της Βοστόνης, όπου έχει μεταφερθεί ο 17χρονος.
     Η απόφασή της αυτή, πυροδοτεί μια σειρά εξελίξεις. Ο Βος, ορκίζεται να την καταστρέψει και η διοίκηση του νοσοκομείου, παρά την ανάληψη της ευθύνης από την Τσάο, θέλει να την απολύσει. Την γλιτώνει μόνο το γεγονός ότι το νοσοκομείο θέλει να αποφύγει το σκάνδαλο που θα προκαλούσε η αποκάλυψη της παράκαμψης της λίστας. Η Ντι Ματέο, παρά τις απειλές, δεν τα παρατά και ψάχνει. Θέλει να βρει τι ακριβώς συμβαίνει, πως είναι δυνατό να παρακαμφθεί η λίστα, αλλά και πως η εκατομμυριούχος βρήκε τελικά άλλο μόσχευμα. Αντιλαμβάνεται όχι μόνο ότι η ομάδα μεταμοσχεύσεων του νοσοκομείου διενεργεί εμπόριο οργάνων, αλλά υποψιάζεται ότι με κάποιο τρόπο «δημιουργούνται» μοσχεύματα, που παραχωρούνται έναντι αδρής αμοιβής. Οι έρευνες και οι ερωτήσεις που κάνει, προκαλούν την οργισμένη αντίδραση όσων επωφελούνται από το επικερδές εμπόριο και σύντομα η νεαρή γιατρός, θα χρειαστεί να παλέψει για την ίδια της τη ζωή!

     Καλογραμμένο θρίλερ, που περιγράφει με διεισδυτικότητα το απεχθές εμπόριο των ανθρώπινων οργάνων και τους τρόπους που μετέρχονται όσοι εμπλέκονται για να αποκομίσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος.   

10 Δεκ 2017

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΟΛΛΑΡΟΥ


     Η Ιφιγένεια Κολλάρου γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακό στην Πολιτική των Επικοινωνιών (M.A. in Communications Policy Studies), στο City University του Λονδίνου. Εργάζεται στο χώρο της τηλεόρασης τα τελευταία είκοσι επτά χρόνια. Έργα της: «Μ’ Ένα Κλικ Αλλάζουν Όλα» (2010, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη), «Ο Τελευταίος Του Πάρτι» (2017, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη).
 
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας;
     Μια σειρά θανάτων και η κρίση. Το πώς και πόσο πολύ άλλαξαν οι ζωές μας εξ αιτίας της. Οι αναμνήσεις μιας πιο ανέμελης ζωής. Η αντιδιαστολή του χθες και του σήμερα

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το αυτό και ποιο είναι αυτό;
     Επειδή δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει καλό είναι να κάνουμε τη ζωή που θέλουμε. Αλλά να είμαστε σίγουροι - όσο γίνεται να είναι κάποιος σίγουρος για κάτι - ότι είναι πράγματι αυτό που θέλουμε εμείς κι όχι αυτό που μας «επιβάλλουν» ή περιμένουν από εμάς οι άλλοι.

Η λογοτεχνία και ποιο συγκεκριμένα το είδος που υπηρετείτε, μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;
     Δεν ξέρω αν είναι κοινωνική πράξη, αλλά σίγουρα είναι μια απόπειρα καταγραφής της πραγματικότητας και των όσων ζούμε… και μια απόπειρα ανάλυσής της.  

Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
     Απίστευτη χαρά και συγκίνηση. Γύρισα με τα πόδια από τη Σόλωνος, όπου είναι ο εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, στην Κυψέλη, με το βιβλίο στην τσάντα μου. Κάθε λίγο την άνοιγα και έριχνα μια ματιά. Περπατούσα με ένα τεράστιο χαμόγελο κολλημένο στα χείλη. Έπαιρνα φίλους στο τηλέφωνο και τους έλεγα τα νέα γεμάτη ενθουσιασμό. Μετά βρέθηκα με την αδερφή μου και τον παιδικό μας φίλο, τον Γιώργο και το γιορτάσαμε.

Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
     Το περίεργο είναι ότι τους σκέφτομαι ακόμα. Δεν το περίμενα. Αλλά σκέφτομαι τι να κάνουν τώρα; Τα κατάφεραν ή γύρισαν πάλι στα ίδια; Πως τους φαίνεται η κατάσταση που ζούμε τώρα; Ελπίζω να συνεχίζουν τη ζωή τους και στη φαντασία κάποιων άλλων ανθρώπων.

Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
     Ναι, αρκετά από τα συναισθήματα που περιγράφω τα έχω νιώσει. Την απώλεια, το πένθος, τον φόβο του έρωτα, τα υπαρξιακά, την κρίση ηλικίας, το τέλος μιας σχέσης, την ανασφάλεια για το μέλλον… νομίζω οι περισσότεροι που βρίσκονται κοντά στην ηλικία μου (και όχι μόνο) τα έχουν βιώσει.

Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωες σας;
     Χωρίς να μου μοιάζουν, όλοι οι ήρωές μου έχουν κάτι από εμένα. Όπως και στοιχεία από τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω μου. Όμως ο Ορέστης είναι λίγο πιο κοντά μου. 

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Η αδερφή μου και η μαμά μου. Και περιμένω με αγωνία να τελειώσουν την ανάγνωση και να ακούσω τις απόψεις τους. Ευτυχώς και οι δύο διαβάζουν γρήγορα.

Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;
     Εκείνος που αγαπά και απολαμβάνει το διάβασμα. Αλλά παίρνω πολύ μεγάλη χαρά όταν κάποιος που δεν πολυδιαβάζει μου λέει ότι διάβασε το βιβλίο μου και του άρεσε.  

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
     Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι μέσα από τα γραπτά μου έχω ανακαλύψει τις εμμονές μου. Διαβάζω καμιά φορά παλιά μου κείμενα – ακόμα και ημερολόγια - και βλέπω ότι κάποια θέματα και φράσεις, επανεμφανίζονται σταθερά μέσα στο χρόνο.

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Συνήθως αυτό το κάνει η ζωή και τα όσα συμβαίνουν σε εμάς και στους γύρω μας. Αν και για ν’ αλλάξουν τα βασικά πιστεύω του καθενός συνήθως χρειάζεται ένα ισχυρό σοκ. Τώρα κατά τη διάρκεια του γραψίματος, άλλαξα γνώμη για κάποια πράγματα - κάποιες εξελίξεις στους ήρωες για παράδειγμα - αλλά δεν είναι ότι ανατράπηκαν οι βασικές μου πεποιθήσεις. 

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
     Θα ήταν ψέματα αν έλεγα όχι. Φυσικά και μου αρέσει ν’ ακούω τη γνώμη άλλων για τα βιβλία μου, να το συζητάμε και να το αναλύουμε. Αφού καμιά φορά τηλεφωνώ στους φίλους μου και τους ρωτάω πως τους φάνηκε. Κάποιες φορές «συνομιλώ» με τους (υποψήφιους) αναγνώστες μου και την ώρα που γράφω. Εξάλλου σ’ αυτούς απευθύνομαι τελικά.

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
     Επειδή το διάβασμα είναι υποκειμενική υπόθεση και ο καθένας «ερμηνεύει» τα όσα διαβάζει σύμφωνα με τις δικές του προσλαμβάνουσες, είναι λογικό να έχω ακούσει αναλύσεις που δεν τις είχα στο νου μου. Και είναι χαρά να βλέπεις το έργο σου μέσα από τα μάτια των άλλων.
Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
     Υποσυνείδητα μας επηρεάζουν όλα όσα διαβάζουμε. Διαβάζω (με μανία) από μικρή, πολλά και διάφορα. Έχω περάσει φάσεις εμμονής με συγκεκριμένους συγγραφείς – Μάρκες, Έσε, Κούντερα, Ζέη, Καραγάτση, Μπουκόφσκι, Βιάν, ΜακΊνερνι, Μουρακάμι, Λένο Χρηστίδη, Ρόμπινς (και τον Τομ και τον Χάρολντ), Ουέλς, Κιουρέισι και εννοείται ότι ξεχνάω αρκετούς ακόμα -  σίγουρα έχουν παίξει όλοι  το ρόλο τους.

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
     Έχει κάποιες εύκολες στιγμές, εκείνες τις γεμάτες έμπνευση που το γράψιμο ρέει και οι σελίδες γεμίζουν, και έχει και ζόρια. Τη λευκή σελίδα, το κενό στο μυαλό, την αρχή που σκέφτεσαι τα τι και τα πως, τα αν και τα ίσως. Το γράψιμο για μένα είναι και εκτόνωση – ναι, ξέρω, είναι κλισέ. Είναι επίσης μια καλή ευκαιρία να διαπραγματευτώ θέματα με τον εαυτό μου. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι κάτι που μου αρέσει να κάνω. Περνάω καλά γράφοντας.

Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;
     Τώρα είμαι στο στάδιο που έχω βρει το επόμενο θέμα μου, διαβάζω και κρατάω τις σχετικές σημειώσεις, σκέφτομαι τους χαρακτήρες και γράφω κάποιες μικρές, πιθανές, ιστορίες τους.


Σας ευχαριστώ πολύ!

5 Δεκ 2017

ΤΑ ΚΟΚΑΛΙΝΑ ΡΟΛΟΓΙΑ

DAVID MITCHELL
Μετάφραση ΜΑΡΙΑ ΞΥΛΟΥΡΗ
Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
Σελ. 594, Ιούνιος 2017

     Το μυθιστόρημα «Τα Κοκάλινα Ρολόγια», είναι το πέμπτο του βρετανού συγγραφέα Ν. Μίτσελ, που μεταφράζεται στην ελληνική γλώσσα.
     Η Χόλι Σάικς, είναι μια 15χρονη έφηβη που ζει στο Γκρέιβσεντ της Αγγλίας, με την οικογένειά της. Ο πατέρας της είναι ιδιοκτήτης μιας παμπ, πάνω από την οποία είναι και η κατοικία της οικογένειας. Η Χόλι από μικρή έδειξε ότι είναι ένα  κάπως… διαφορετικό κορίτσι. Στα εφτά της χρόνια παρουσίασε ένα πρόβλημα. «Άκουγα φωνές στο κεφάλι μου. Όχι τρελές ή σαλιάρικες, ούτε καν ιδιαίτερα τρομακτικές, όχι στην αρχή. Ραδιανθρώπους τις έλεγα, επειδή αρχικά νόμιζα ότι ήταν από κάποιο ανοιχτό ραδιόφωνο  στο δίπλα δωμάτιο. Ήταν πιο καθαρές τη νύχτα, μα τις άκουγα και στο σχολείο, αν υπήρχε αρκετή ησυχία, την ώρα του διαγωνίσματος, ας πούμε. Τρεις ή τέσσερις φωνές θα μουρμούριζαν ταυτόχρονα, και ποτέ δεν καλοξεκαθάριζα τι έλεγαν». Το πρόβλημα εξαφανίστηκε, χωρίς φάρμακα,  όταν ένας κινέζος γιατρός (ενταγμένος στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας), της εφάρμοσε μια παραδοσιακή κινέζικη θεραπεία.
     Τώρα στα 15 της, είναι ερωτευμένη με τον 25χρονο Βίνι, κάτι που βρίσκει κάθετα αντίθετη τη μητέρα της. Όταν μετά από έναν έντονο καυγά αυτή τη χαστουκίζει, η Χόλι αποφασίζει να φύγει από το σπίτι και να πάει να ζήσει με τον αγαπημένο της. Στο σπίτι του όμως, την περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη, αφού τον βρίσκει στο κρεβάτι με μια άλλη! Έτσι η Χόλι, μη έχοντας άλλη εναλλακτική κι αφού δεν προτίθεται να επιστρέψει στην οικογενειακή εστία, ξεκινά μια περιπλάνηση, ελπίζοντας ότι θα επιβιώσει στον άγνωστο κόσμο που ξανοίγεται μπροστά της.

     Έτσι ξεκινά το μυθιστόρημα του Ν. Μίτσελ. Όμως ο συγγραφέας, δεν αφηγείται απλώς τις περιπέτειες μιας επαναστατημένης έφηβης. Το μυθιστόρημα είναι πολύ ευρύτερο ενδιαφέρον και γοητευτικό. Η πολυπλοκότητά του σε συνδυασμό με τους τρόπους και τις αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Μίτσελ καθώς και η εξαιρετική και με χιούμορ γραφή του, καθιστούν το μυθιστόρημα «Τα Κοκάλινα Ρολόγια», μια ιδιαίτερα καλή αναγνωστική επιλογή. 

30 Νοε 2017

ΟΙ ΑΝΕΙΔΙΚΕΥΤΟΙ ΔΕΝ ΒΓΑΖΟΥΝ ΚΙΧ

ΣΤΑΘΗΣ ΙΝΤΖΕΣ
Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
Σελ. 85, Ιούνιος 2017

     Την ιστορία ενός νέου άντρα και του έρωτά του περιγράφει στη νουβέλα του ο Στ. Ιντζές.
     Ο νέος αυτός άντρας, όταν δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του σε μια σχολή ηλεκτρολόγων, έπιασε δουλειά ως ανειδίκευτος στο εργοτάξιο μιας κατασκευαστικής εταιρείας. Ήρθε σε ρήξη με την οικογένειά του και αποφάσισε να ζήσει τη ζωή που ονειρευόταν. «Η κατρακύλα είχε τόση γοητεία όσο ποτέ άλλοτε… Όλες οι παρέες μου ήταν χτισμένες γύρω απ’ τον μύθο του αλκοόλ… Με τα μάτια ενός μικροαστού, η ζωή μου έμοιαζε με διαρκή πτώση, μακριά από την ασφάλεια του σπιτιού, από τον κονφορμισμό και την υπακοή στους νόμους. Νομοτελειακά θα απομακρυνόμουν απ’ την οικογένειά μου, το σπίτι μου, τους συγγενείς και την περιφρόνησή τους. Η αντίθεσή μου με τις συντηρητικές απόψεις τους και την προβλεπόμενη ηθική τους θα μεγάλωνε και, μολονότι είχα ανατραφεί σ’ εκείνο το περιβάλλον που επέτρεπε την παρουσία τους, σύντομα θα γινόμουν ξένος».
     Στο χώρο εργασίας, ανακάλυψε ότι το αριστερό του χέρι, είχε σχεδόν υπερφυσική δύναμη. «Η παλάμη του αριστερού μου χεριού είχε αεροδυναμική μονοθέσιου της Φόρμουλα 1. Ήταν η Ferrari των αριστερών χεριών. Έσκιζε τα κύματα του αέρα στα δύο και ακολουθούσε με άνεση την ταχύτητα κάθε οχήματος… Μπορούσα να βιοποριστώ από τη χρήση του αριστερού μου χεριού; Και αν ναι, τι σόι δουλειές θα έκανα;». Η πιο προφανής απάντηση είναι το μποξ. Έτσι αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Κούβα, όπου θεωρούσε ότι υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες για να προπονηθεί και να αναπτύξει τις ικανότητές του στο σπορ. Ένα βράδυ πριν αναχωρήσει, στο αποχαιρετιστήριο πάρτι, γνώρισε ένα κορίτσι, που όπως τελικά αποδείχτηκε δεν ήταν η περιστασιακή γνωριμία της μιας βραδιάς, αλλά ίσως-ακόμη κι αν ο ίδιος δεν ήθελε να το παραδεχτεί-μιας ολόκληρης ζωής.

     Ο Στ. Ιντζές, έχει πολύ καλό τρόπο γραφής, μια μοναδική ικανότητα στις περιγραφές των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των προσώπων του έργου του και διανθίζει το κείμενό του με γερές δόσεις καλού χιούμορ, κάτι που αποτελεί πάντα ατού. Ενδιαφέρον και διασκεδαστικό βιβλίο.  

24 Νοε 2017

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΞΟΔΟΣ

FEDERICO AXAT
Μετάφραση: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ
Εκδόσεις: ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Σελ. 490, Απρίλιος 2017

     Το «Τελευταία Έξοδος», είναι το τρίτο μυθιστόρημα του αργεντινού F. Axat, αλλά το πρώτο που έγινε διεθνής επιτυχία. Έχει ήδη μεταφραστεί σε 35 γλώσσες, ενώ αναμένεται η κινηματογραφική του μεταφορά.
     Ο Τεντ Μακέι, έδειξε από πολύ μικρή ηλικία ότι ήταν ένα ξεχωριστό παιδί. Όταν ήταν στο δημοτικό σχολείο, ήταν πρωταθλητής στο σκάκι. Αργότερα στο πανεπιστήμιο φάνηκε ότι «ήταν απίστευτα έξυπνος και προικισμένος επιπλέον με μια πρωτοφανή φωτογραφική μνήμη. Αυτό έκανε τον Τεντ να διακρίνεται τόσο στα αναλυτικά θέματα όσο και σε εκείνα που απαιτούσαν αποκλειστικά απομνημόνευση».
     Στην ενήλικη ζωή του, ο Μακέι τα έχει όλα: είναι πλούσιος από μια επιτυχημένη επιχείρηση και έχει μια υπέροχη οικογένεια. Όμως είναι «έτοιμος να ρίξει μια σφαίρα στον κρόταφο». Ο γιατρός του, του έχει ανακοινώσει ότι έχει έναν όγκο στον εγκέφαλο, ο οποίος θα επηρεάσει την ποιότητα της ζωής του. Δεν θέλει να το περάσει όλο αυτό κι επιλέγει την αυτοκτονία, ένα χρονικό διάστημα που η γυναίκα του με τις δύο κόρες τους βρίσκονται στη Φλόριντα για να επισκεφθούν τους παππούδες τους που ζουν εκεί.
     Την ώρα που είναι έτοιμος να τραβήξει τη σκανδάλη, επίμονα χτυπήματα στην πόρτα, τον αναγκάζουν να ανοίξει. Στην άλλη πλευρά βρίσκεται ένας νεαρός, που λέει στον Μακέι πως γνωρίζει τι πρόκειται να κάνει και πως έχει κάτι να του προτείνει. Ο Μακέι όταν ξεπερνά το αρχικό σοκ και την έκπληξη για το πόσο καλά πληροφορημένος είναι εκείνος ο άγνωστος νεαρός, δέχεται να τον ακούσει. Εκείνος του λέει «ότι ήταν μέλος μιας οργάνωσης αυτοχείρων που τον είχε στρατολογήσει για να μετριαστεί ο πόνος των αγαπημένων προσώπων κάνοντας τις αυτοκτονίες να φανούν σαν φόνοι. Κάθε αυτόχειρας σκοτώνει τον επόμενο. Και για να γίνεις μέλος της αλυσίδας πρέπει να πάρεις εκδίκηση για έναν άδικο θάνατο…». Όταν ο Μακέι λέει ότι δέχεται, δεν υποψιάζεται αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει.

     Έτσι ξεκινά το εξαιρετικό αυτό ψυχολογικό θρίλερ όπου-για να χρησιμοποιήσω μια κλισέ έκφραση-τίποτε δεν είναι αυτό που φαίνεται, κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και όπου οι ανατροπές είναι συνεχείς, όχι μέχρι την τελευταία σελίδα, αλλά μέχρι και την τελευταία πρόταση! 

18 Νοε 2017

ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

GILES MILTON
Μετάφραση ΟΥΡΑΝΙΑ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ
Σελ. 560, Ιούνιος 2017

     Στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, συμβαίνουν γεγονότα που είναι παράξενα, δραματικά, εντυπωσιακά, αστεία, απίστευτα, ανεξήγητα που παρά το ενδιαφέρον που μπορεί πρόσκαιρα να προκαλούν, είναι «μικρά» και δεν απασχολούν την επίσημη ιστοριογραφία. Απλώς υπάρχουν ως υποσημειώσεις σε κάποια βιβλία Ιστορίας στην καλύτερη περίπτωση, βρίσκονται καταχωρημένα σε κάποια αρχεία στα οποία επιθυμούν να έχουν πρόσβαση μόνο κάποιοι επιστήμονες ή βρίσκονται «ξεχασμένα» στις μέσα σελίδες κάποιων εφημερίδων και περιοδικών.
     Ποιος γνωρίζει για παράδειγμα για την αγγλίδα ερωμένη του Χίτλερ, η οποία κατά μία αφήγηση, ενδέχεται να γέννησε το παιδί του; Ή για τον Χίρο Ονόντα, έναν ιάπωνα στρατιώτη που δεν… αντιλήφθηκε ότι τελείωσε ο Β! παγκόσμιος πόλεμος και συνέχισε να πολεμά κρυμμένος στα δάση του νησιού Λουμπάνγκ των Φιλιππίνων, μέχρι το… 1974; Ή για τον άγγλο Ογκαστίν Κόρτλαντ, η σκηνή του οποίου «θάφτηκε» κάτω από τεράστιες ποσότητες χιονιού στη Γροιλανδία, αλλά αυτός επιβίωσε χάρη στις προμήθειες που είχε και διασώθηκε πέντε μήνες αργότερα; Ακόμη θα μάθουμε για τον Άλμπερτ Πιερπόιντ, που ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση έγινε ο πιο περιζήτητος… δήμιος της Βρετανίας. Ο οποίος «…του άρεσε να καυχιέται ότι έπαιρνε τους “πελάτες”  από τα κελιά τους, τους οδηγούσε στην κρεμάλα και τους απαγχόνιζε, κι όλα αυτά σε λιγότερο από ένα λεπτό» και την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 1945, οδήγησε στην αγχόνη 13 καταδικασμένους από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης ναζί εγκληματίες πολέμου.
     Εκατό τέτοιους είδους περιστατικά συνέλεξε ο ιστορικός και συγγραφέας Τ. Μίλτον και αφού τα μεταμόρφωσε με την εξαιρετική πένα του σε μικρά διηγήματα, μας τα παρουσιάζει σε αυτό το βιβλίο. Οι ιστορίες αυτές, που μας ταξιδεύουν σε μια χρονική περίοδο 20 αιώνων και σε κάθε ήπειρο της γης, έχουν πρωταγωνιστές διάσημους αλλά και καθημερινούς ανθρώπους, που κάποια στιγμή της ζωής τους, ενεπλάκησαν εκούσια ή ακούσια (τις περισσότερες φορές) σε κάποιο αξιοπερίεργο συμβάν.
     Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, που δείχνει ότι η ανάγνωση της Ιστορίας, εκτός από διδακτική είναι πολλές φορές και διασκεδαστική. 



12 Νοε 2017

ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ


     Ο Ισίδωρος Ζουργός, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Σπούδασε Παιδαγωγικά και υπηρετεί ως δάσκαλος στην εκπαίδευση. Έχει δύο παιδιά. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει συνεργαστεί με διάφορα έντυπα δημοσιεύοντας ποίηση, πεζογραφία και κριτικά σημειώματα. Έχει επίσης ασχοληθεί με θέματα της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο δημοτικό σχολείο, καθώς και με θέματα ιστορίας της εκπαίδευσης. Έργα του: «Φράουστ» (1995, Α.Α.Λιβάνης), «Αναπνέοντας Κιμωλία-Γραφές Εκπαιδευτικών» (1996, συλλογικό, εκδ. Σαββάλα), «Αποσπάσματα Από Το Βιβλίο Του Ωκεανού» (2000, Πατάκης), «Η Ψίχα Εκείνου Του Καλοκαιριού» (2002, Πατάκης), «Στη Σκιά Της Πεταλούδας» (2005, Πατάκης), «Η Αηδονόπιτα» (2008, Πατάκης), «Ζωολογία Του Πάνω Και Του Κάτω Κόσμου» (2009, συλλογικό, Πατάκης), «Ανεμώλια» (2011, Πατάκης), Βραβείο Αναγνωστών ΕΚΕΒΙ, «Τάξη Και Αταξία» (2011, συλλογικό, Ακρίτας), «Σκηνές Από Το Βίο Του Ματίας Αλμοσίνο» (2014, Πατάκης), «Ιστορίες Ταχυδρομείου» (2014, συλλογικό, ΕΛΤΑ), «Λίγες Και Μία Νύχτες» (2017, Πατάκης).

Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας;
Κάτι που αλιεύτηκε από την τοπική ιστορία της Θεσσαλονίκης σε συνδυασμό βέβαια με μια δέσμη από εσώτερες επιθυμίες, κάποιες από αυτές προϋπήρχαν στη σφαίρα του ασυνείδητου. Η αποτύπωση ιδιαίτερων λεπτομερειών στη συμπεριφορά των ανθρώπων όπως και διαρκής μανία της επινόησης περιπετειών και ανατροπών είναι οι απαραίτητοι κραδασμοί που κινούν τον μυθιστορηματικό κόσμο να κινηθεί.

Πως έγινε η επιλογή της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής;
     Η αφετηρία ήταν το ασυνήθιστο ιστορικό γεγονός της φυλάκισης του έκπτωτου σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄ στην έπαυλη Αλλατίνι. Αυτή τάραξε για μήνες την κοινωνική ζωή της πόλης, πυροδότησε φήμες και ευφάνταστα άρθρα στις εφημερίδες. Δεν ήταν λοιπόν δύσκολο να γεννήσει και την αρχή ενός μυθιστορήματος.

Η λογοτεχνία  μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;
     Προφανώς και είναι καθώς αποτελεί μια συνομιλία, μια συνάντηση ουσιαστικά με πολλούς ανθρώπους. Η γλώσσα ως φορέας, οι αφηγήσεις της, οι προβληματισμοί και τα ερωτήματά της αποτελούν μια άλλη μορφή του κοινωνείν.

Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
     Δεν είναι εύκολο να σας το περιγράψω αφενός γιατί ένα μέρος αυτού του βιώματος ανήκει αυστηρά στη σφαίρα της ιδιωτικότητας και αφετέρου πώς μπορεί να περιγραφεί η χειραψία ενός ανθρώπου με ένα από τα πιο παλιά και τολμηρά του όνειρα;
Αναπολείτε ήρωες από προηγούμενα μυθιστορήματά σας; Έχετε κάποιον αγαπημένο;
     Ναι, αναπολώ και μάλιστα πολύ συχνά. Με κάποιους ξέρετε έχουμε ζήσει χρόνια ολόκληρα μαζί. ΄Ετσι εξηγείται και ο πειρασμός που τυραννά πολλούς συγγραφείς να τους ξαναδώσουν πνοή μέσα από τις σελίδες ενός καινούριου βιβλίου.

Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
     Πολλά από αυτά που αναδύονται μέσα από τις περιπέτειες των χαρακτήρων ενός μυθιστορήματος είναι βιωμένα από τον ίδιο τον συγγραφέα ενώ κάποια άλλα πρέπει να τα υποθέσεις, να τα φανταστείς. Θυμηθείτε για παράδειγμα ότι σε αρκετά από τα βιβλία μου υπάρχουν φόνοι και μια σειρά από συναισθήματα τα οποία έπονται αυτής της πράξης. Ο συγγραφέας πρέπει να μιλήσει για μια αβίωτη ενοχή, για ένα τρόμο που μόνο να τον φανταστεί μπορεί.

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Η γυναίκα μου πάντα, από το πρώτο βιβλίο, δακτυλογράφος και η πρώτη αναγνώστρια.

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
     Αναπόφευκτα καθώς είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως σκαλίζοντας ψυχαναλυτικά την κρούστα της γραφής ανακαλύπτεις διάφορα κρυμμένα μυστικά και πολλά άλλα μοχθηρά κι ανείπωτα.

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Συνέβη μερικές φορές, όχι σε κάποιο ιδεολογικό θέμα αλλά πιο πολύ σε αποτιμήσεις αισθητικής αξίας, με άλλα λόγια σε βεβαιότητες ομορφιάς και αξίας δογμάτων γραφής, οι οποίες και κατά τη διάρκεια της συγγραφικής εμπειρίας υποχώρησαν.

Σας ανησυχεί αν ο αναγνώστης «διαβάσει» το βιβλίο σας με τρόπο που δεν συμφωνεί με τις προθέσεις σας;
     Η σχέση του αναγνώστη με το βιβλίο είναι ιδιοπρόσωπη, σχεδόν ιερή και δεν χρειάζεται καμιά έξωθεν ανησυχία και παρέμβαση.

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
     Ναι, και το κάνω πολύ συχνά. Είναι η εμπειρία μιας αμφίδρομης σχέσης που είναι ιδιαίτερα επωφελής και διασώζει τη γραφή ως γεγονός κοινωνικό, όπως αναφέραμε και στην αρχή της συνομιλίας μας

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
     Ναι, μου έχει συμβεί, όπως και στους περισσότερους συγγραφείς, έτσι νομίζω. Αυτή πάντως είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή της αναγνωστικής διαδικασίας, να νοηματοδοτεί ο κάθε αναγνώστης το κείμενο με τον καθαρά δικό του τρόπο.

Όταν τελειώσει ένα βιβλίο, τι συναισθήματα επικρατούν;
     Το έχω αναφέρει αρκετές φορές στο παρελθόν και ευχαρίστως θα το επαναλάβω και εδώ. Η αίσθηση στη χρονική στιγμή για την οποία με ρωτάτε είναι μια επιλόχειος μελαγχολία.

Όλοι έχουμε εμμονές διαφόρων ειδών. Εσείς έχετε συγγραφικές εμμονές;
     Όλοι οι συγγραφείς έχουν, γιατί εγώ να αποτελώ εξαίρεση, μπορώ μάλιστα να σας εξομολογηθώ και μερικές: το ταξίδι, η ιστορία της Θεσσαλονίκης, ο αγώνας του έρωτα απέναντι στη φθορά, οι σπηλιές και τα υπόγεια περάσματα, οι θάλασσες και τα πανιά…

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
     Για μένα καθόλου εύκολη, σχεδόν τυραννική αλλά στο τέλος λυτρωτική. Με ρωτάτε τι είναι η γραφή για μένα και το μόνο που θα μπορούσα να σας απαντήσω πως είναι αυτό που υπάρχει αδιάλειπτα στη ζωή μου από τότε που άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, αυτή η σταθερά ως σκοπός και όνειρο ως αγωνία και λαχτάρα.

Όσοι παρακολουθούν τη συγγραφική σας πορεία, ξέρουν ότι δεν εκδίδετε συχνά. Αυτό το λέω για να καταδείξω ότι για τα δικά σας δεδομένα είναι εξαιρετικά νωρίς. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό και θα ρωτήσω: ετοιμάζετε  κάτι καινούριο;
     Κατά μέσο όρο εκδίδω κάθε τρία χρόνια, δεν ξέρω αν αυτό τελικά είναι συχνό ή όχι. Εκδίδω όταν είμαι έτοιμος, αυτή είναι η πραγματικότητα. Νοερά ετοιμάζω κάτι καινούριο αλλά είναι εξαιρετικά νωρίς για εξομολογήσεις. Το μόνο που μπορώ να σας πω κλείνοντας είναι ότι σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία.

Σας ευχαριστώ!



6 Νοε 2017

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

ΤΡΕΙΣ ΓΕΝΙΕΣ, ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΛΕΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ
Εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
Σελ. 235, Ιούνιος 2017

     Έντεκα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση,  επανακυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Το Πέρασμα» της Ελ. Ανδρέου. Είναι η αφήγηση της ιστορίας μιας οικογένειας που ξεκίνησε από τη Σμύρνη τις μέρες της καταστροφής και αφού έζησε «πολλές τραγωδίες, πολλή δυστυχία, πολύ άδικο, που ο νους δεν το χωρούσε, η καρδιά δεν το άντεχε», κατάφερε να ξαναστήσει τη ζωή της στην ελληνική πρωτεύουσα.
     Την ιστορία αφηγείται η γιαγιά Μαντώ μέσα από το ημερολόγιό της, το οποίο «κληροδότησε» λίγο πριν πεθάνει το 1964 κι έχοντας πια περάσει τα ογδόντα πέντε χρόνια, στην εγγονή της Φοίβη. «Και αμέσως σηκώθηκε αργά κι άνοιξε την ντουλάπα της. Πήρε έναν φάκελο. Κάθισε πάλι και ανοίγοντάς τον, έβγαλε ένα χοντρό τετράδιο. Την κοίταζα. “Παρ’ το” μου είπε, “Μόλις προχθές το τελείωσα. Επιθυμώ να το διαβάσετε. Πρώτα όμως θέλω να το διαβάσεις εσύ. Ύστερα δωσ’ το και στους άλλους”. Και τον έβαλε στα χέρια μου».
     Μέσα από τις αφηγήσεις της γιαγιάς μαθαίνουμε για τις «άγριες» αλλά και τις «ήμερες» μέρες που πέρασε η οικογένεια. Που τα μέλη της, τις ώρες της καταστροφής της Σμύρνης, πέρασαν «δια πυρός και σιδήρου» μέχρι να καταφέρουν να μπουν σε ένα πλεούμενο που τους μετέφερε μακριά από τον τόπο που γεννήθηκαν και που τόσο αγαπούσαν, αλλά είχε γίνει πια πολύ επικίνδυνος. «Εδώ ειν’ ο τόπος μας. Εδώ έζησαν οι γονείς μας. Εδώ γεννηθήκαμε, εδώ ζούμε εμείς και τα παιδιά μας. Τον πονάμε τούτον τον τόπο». Για επόμενο τόπο εγκατάστασης, επέλεξαν τη Σύρο, όπου για καλή τους τύχη, τους περιέθαλψε η χήρα ενός καπετάνιου. Ώσπου, χάρη στην επιστημονική κατάρτιση του Νέστορα, του πατέρα (ήταν γιατρός), μπόρεσαν να πάνε στην Αθήνα, όταν αυτός διορίστηκε σε κάποιο νοσοκομείο και να δουν καλύτερες μέρες.
     Η συγγραφέας όμως, εκτός από τις περιπλανήσεις, εξετάζει και τις εσωτερικές διαδρομές των ηρώων της. Πως δηλ. και πόσο, τα όσα πέρασαν, επηρέασαν τον ψυχισμό τους και την ψυχική τους ισορροπία. Κι όχι μόνο όσα πέρασαν προσπαθώντας να διαφύγουν, αλλά και όσα αντιμετώπισαν όταν έφτασαν στην Ελλάδα. Οι γηγενείς, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, τους αντιμετώπισαν με επιφυλακτικότητα (όπως ευγενικά το θέτει η συγγραφέας), με ανοιχτή εχθρότητα θα έλεγα εγώ (το «τουρκόσπορος» ήταν η πιο ήπια βρισιά).

     Μέρος του μυθιστορήματος, που είναι γραμμένο με προσεγμένη γραφή, ρέει αβίαστα και διαβάζεται εύκολα, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Επίσης, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό, το μυθιστόρημα διδάχτηκε στο Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας!  

31 Οκτ 2017

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΚΟΥΛΑΓΚ

LEV KONSON
Μετάφραση ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ
Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Σελ. 164, Μάρτιος 2017

     Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την Οκτωβριανή επανάσταση, που είναι από τα σημαντικότερα γεγονότα στην παγκόσμια Ιστορία.
     Η εγκαθίδρυση του σοβιετικού καθεστώτος, μετά την ανατροπή από το κόμμα των μπολσεβίκων και των συμμάχων τους, της πρώτης εκλεγμένης κυβέρνησης της Ρωσίας, είχε δραματικές συνέπειες για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Ξεσπούν διώξεις κατά των ανθρώπων, που κατά τους μπολσεβίκους ήταν πιστοί υπηρέτες της τσαρικής εξουσίας. Εκτός από τους αξιωματούχους της τσαρικής αυλής και της κυβέρνησης, στο στόχαστρο μπήκαν γιατροί, δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, έμποροι, ιερείς κλπ. Κάποιοι από αυτούς-όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα-για να σώζουν τη ζωή τους, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα και να ζήσουν αυτοεξόριστοι σε χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Από το 1930 με αποκορύφωμα την περίοδο 1936-1939, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, κατηγορούνται-συνήθως ψευδώς-ως πράκτορες του εχθρού και ως εχθροί του λαού και οδηγούνται σε δίκες-παρωδίες. Όσοι δεν καταλήγουν στο απόσπασμα, μεταφέρονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους, από το 1921. Αυτό το κλίμα ζόφου και τρομοκρατίας, που κράτησε αμείωτο ως το 1953, αλλά και συνεχίστηκε και αργότερα με ηπιότερη όμως μορφή, είχε και μια διαφορετική πλευρά. «Ένας από τους πολυτιμότερους καρπούς αυτού του συστήματος, του συστήματος της βίας, της τρομοκρατίας, της καταπίεσης και του εξανδραποδισμού, ήταν η άνθιση της παράνομης λογοτεχνίας… Ένα από τα βιβλία αυτά είναι και το ανά χείρας. Γραμμένο από έναν Εβραίο που βρέθηκε στις μυλόπετρες της Ιστορίας, έζησε τον ζόφο στην κόλαση, επιβίωσε και πολλά χρόνια μετά την αποκατάστασή του κατά τη μετασταλινική εποχή έγραψε ένα  τμήμα των αναμνήσεων του».
     Για τον συγγραφέα του βιβλίου-που δεν είναι λογοτέχνης-ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Γεννήθηκε το 1927. Έχασε πατέρα και αδελφούς στο Β! παγκόσμιο πόλεμο και από την ηλικία των 16 ετών, φυλακίστηκε με την κατηγορία της αντισοβιετικής δράσης. Λίγο αργότερα «Στις 5 Αυγούστου του 1944 καταδικάζεται από τη Διεύθυνση Μόσχας του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων, δηλαδή χωρίς δίκη, σε εγκλεισμό σε στρατόπεδο με βάση το άρθρο 58 του σοβιετικού ποινικού κώδικα». Αποφυλακίστηκε το 1952, αλλά μέχρι το 1955 ζούσε εξόριστος. Έγραψε το βιβλίο το 1983. Εκδόθηκε την ίδια χρονιά από παρισινό εκδοτικό οίκο. «Τα κείμενα του Λεβ Κονσόν-ο ίδιος τα αποκαλεί “μικρά διηγήματα”-είναι σύντομα κείμενα-εικόνες . Η έκτασή τους είναι από μερικές γραμμές, μέχρι μερικές σελίδες…».

     Για να κλείσω την παρουσίαση του μικρού σε μέγεθος, αλλά μεγάλης αξίας βιβλίου, θα σας μεταφέρω ένα ακόμα απόσπασμα από την εμπεριστατωμένη και διαφωτιστική εισαγωγή του μεταφραστή των κειμένων Δ. Τριανταφυλλίδη «…το βιβλίο του Λεβ Κονσόν παραμένει εσαεί επίκαιρο και μια διαρκής υπόμνηση πως μετά από αυτή τη γνώση η σιωπή είναι συνενοχή»

25 Οκτ 2017

ΚΑΤΙ ΜΟΥ ΚΡΥΒΕΙΣ

ΜΑΝΙΝΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ
Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Σελ. 254, Ιούνιος 2017

     Το όγδοο μυθιστόρημα της Μ. Ζουμπουλάκη που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, θα μας απασχολήσει στην σημερινή παρουσίαση.
     Η Δώρα, είναι μια 45χρονη διαζευγμένη γυναίκα, που μέσα στις αντιξοότητες της εποχής, προσπαθεί να αναθρέψει τα δύο της παιδιά, που βρίσκονται στην εφηβική και πρώτη μετεφηβική ηλικία, αλλά και να καταφέρει να διατηρήσει την επικοινωνία καθώς και μια υγιή σχέση μαζί τους. Όταν είδε ότι η δουλειά στο φροντιστήριο δεν αποδίδει, παράτησε τη φιλολογία κι έγινε ξεναγός. «Εδώ και μερικά χρόνια, η Δώρα έχει “περάσει στην παρανομία”, όπως ένα σωρός κόσμος-έκλεισε τα βιβλία της σαν ελεύθερη επαγγελματίας, έπαψε να είναι φιλόλογος και άφησε πίσω της φροντιστηριακές αίθουσες, μισθούς, κρατήσεις και τα σχετικά. Μετά από ένα χρόνο σκληρής ανεργίας, άρχισε να δουλεύει σαν ξεναγός ειδικού τύπου, με αυτούς τους “ιδιαίτερους τουρίστες” που ήθελαν κάτι παραπάνω από το να δουν απλώς τα αρχαία». Ήθελαν δηλ. να εμβαθύνουν κάπως περισσότερο και να ακούσουν την ιστορία ή το μύθο που περιέβαλλε κάθε αρχαιολογικό χώρο, αλλά είχαν και άλλες ιδιαιτερότητες. Κάτι που ενθουσίαζε τη Δώρα, αφού της άρεσε να διηγείται επεισόδια της ελληνικής μυθολογίας
     Ακόμα, η Δώρα έχει κι ένα χάρισμα. «Να αισθάνεται πράγματα για τους άλλους, να καταλαβαίνει τα τρομερότερα, τα πιο τρομαχτικά, αυτά που τρώνε τους ανθρώπους από μέσα και δεν τα λένε ποτέ. Ή αυτά που συνέβησαν, τα φριχτά και τους βασανίζουν ακόμα. Μερικές φορές και αυτά που πρόκειται να συμβούν, είτε πρόκειται να γλιτώσουν οι άνθρωποι είτε όχι… Έβλεπε μερικές φορές δηλαδή, είτε το ήθελε είτε όχι, κυρίως όταν ήταν στρεσαρισμένη, στριμωγμένη, αναστατωμένη, τότε έβλεπε τρομαχτικές εικόνες που είχαν να κάνουν με ανθρώπους με τους οποίους είχε προσωπική σχέση». Όμως, σαν μια νέα Κασσάνδρα, δεν γινόταν πιστευτή-πέρα από ένα πολύ στενό κύκλο λίγων δικών της ανθρώπων-όταν έκανε αυτές τις προβλέψεις!
     Με τον πρώην άντρα της τον Δημήτρη, που είναι άνεργος αθλητικογράφος, διατηρούν μια πολύ καλή φιλική σχέση. Χώρισαν όταν της αποκάλυψε ότι είναι ομοφυλόφιλος και  διαπίστωσαν ότι εξαιτίας αυτού, αλλά και άλλων γεγονότων, ο γάμος δεν μπορούσε να προχωρήσει. Σε μια από τις επισκέψεις στο σπίτι της, της δίνει κάποια χρήματα και της λέει ότι σύντομα η ζωή του και τα οικονομικά του, θα διορθωθούν. Μετά τη δημοσίευση κάποιων άρθρων του με στοιχεία από τις έρευνες που έκανε για τις εθνικιστικές-φασιστικές οργανώσεις, τον προσέγγισε ο Αντώνης Μαρτάκος, νέος , επιφανής και ανερχόμενος πολιτικός, γόνος παλιάς κι ευκατάστατης αθηναϊκής οικογένειας με μια δελεαστική πρόταση. Αφ’ ενός να τον προσλάβει για να του γράφει έναντι αμοιβής τους λόγους του και αφ’ ετέρου, να χρηματοδοτήσει την έκδοση ενός βιβλίου με τα άρθρα του για τις εθνικιστικές οργανώσεις και τις βίαιες μεθόδους και πρακτικές τους. Όμως ο Δημήτρης «υποψιάζεται» ότι τα κίνητρά του, είναι και… ερωτικά. Πιστεύει ότι ο Μαρτάκης είναι γκέι- αν και διατηρεί προφίλ straight για ευνόητους λόγους- και θέλει να τον προσεγγίσει όχι μόνο για δημοσιογραφικούς λόγους, αλλά και για κάτι παραπάνω! Ακόμα λέει στη Δώρα ότι σύντομα θα συναντηθούν για να συζητήσουν τις λεπτομέρειες της συνεργασίας τους, στο διαμέρισμα του Δημήτρη.
      Όταν μετά από λίγες μέρες η Δώρα πληροφορείται από την αστυνομία ότι ο Μαρτάκης βρέθηκε δολοφονημένος στο διαμέρισμα του πρώην άντρα της και ότι ο ίδιος κρατείται ως βασικός ύποπτος, καταλαβαίνει ότι πρέπει να βάλει το «χάρισμά» της να δουλέψει υπερωρίες για να βρει την αλήθεια. Αλλά και να επιστρατεύσει όλη την πειθώ της, για να πείσει τους δύσπιστους να στρέψουν την έρευνα προς την κατεύθυνση που θα αποδεικνύει την αθωότητα του Δημήτρη.

     Ένα καλογραμμένο, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που θίγει θέματα όπως οι σχέσεις των ενηλίκων, οι σχέσεις γονιών-παιδιών, η βία των φασιστικών φιλοναζιστικών οργανώσεων, οι υπόγειες διαδρομές που συνδέουν αυτές τις οργανώσεις με φορείς του κρατικού μηχανισμού, οι σεξουαλικές επιλογές, αλλά και θέματα μεταφυσικά, όπως η ενόραση, η ισχυρή διαίσθηση και άλλα. Η συγγραφέας, αντιμετωπίζει τα θέματα με γνώση και σοβαρότητα, αλλά προσπαθεί-και τα καταφέρνει- να ελαφρύνει τον μύθο του βιβλίου, με τη γεμάτη χιούμορ γραφή της, που σε συνδυασμό με την ενδιαφέρουσα ιστορία που κλιμακώνεται μέχρι τις τελευταίες σελίδες, κάνουν το κείμενο ελκυστικό και ευκολοδιάβαστο. Πολύ ενδιαφέρον το εύρημα της παράθεσης τμημάτων της ελληνικής μυθολογίας –με ηρωίδες γυναίκες-στην αρχή κάθε κεφαλαίου.