29 Φεβ 2020

ΟΙ ΡΕΤΣΙΝΕΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ
Σελ. 452, Οκτώβριος 2019

     Το νέο μυθιστόρημα του Ι.Ζουργού, με τίτλο «Οι Ρετσίνες Του Βασιλιά», που κυκλοφόρησε τους τελευταίους μήνες του 2019, θα σας παρουσιάσω σήμερα.
     Στο μυθιστόρημα αυτό, ο συγγραφέας, αντλεί την έμπνευση από την τραγωδία του William Shakespeare «Βασιλιάς Ληρ». Με την εξαιρετική του πένα την μεταπλάθει λογοτεχνικά και μεταφέρει τη δράση της σε ένα ελληνικό χωριό με κεντρικό χαρακτήρα τον επιβλητικής μορφής, 70χρονο Λεόντιο Έξαρχο. «Αν τον παρατηρούσες, δεν θα μπορούσες να μην τον θαυμάσεις. Άντρας ψηλός, λυγερός για την ηλικία του, μ’ ένα επιμελώς σιδερωμένο παντελόνι στην τσάκιση, άσπρο πουκάμισο και σακάκι στο χρώμα της φωλιάς του σκαντζόχοιρου. Δερμάτινα παπούτσια μαλακά, κάπως μυτερά, στιλβωμένα […] Ένας άντρας που τα γαλανά του μάτια είχανε παρακολουθήσει παραστάσεις στην Όπερα του Σύδνεϋ, που είχε γευματίσει σε πλωτό εστιατόριο στον Ρήνο, είχε χορέψει σε roof garden απλησίαστο για τους κοινούς θνητούς στην Τεχεράνη και είχε τσουγκρίσει το ποτήρι του με γερουσιαστές στην Αστόρια».
     Είναι ένας κοσμοπολίτης, πολιτικός μηχανικός, συνιδιοκτήτης μιας κατασκευαστικής-τεχνικής εταιρίας, προικισμένος  με κοφτερό μυαλό κι εμπορικό δαιμόνιο κι αρκετά ευκατάστατος άντρας. «Οι φήμες για τον πλούτο και την επιρροή του αιωρούνταν πάνω απ’ το χωριό για καιρό, και με φανταστικές προσθήκες απ’ τον καθένα είχαν διογκωθεί και είχαν πάρει σχεδόν μυθικές διαστάσεις». Μετά τον θάνατο της γυναίκας του Ουρανίας, αποφασίζει να αποσυρθεί στην απομόνωση που του προσφέρει το μικρό χωριό, στο οποίο υπάρχει το πρόσφατα και ριζικά ανακαινισμένο αρχοντικό της οικογένειας-κληρονομιά της συζύγου του-που οι κάτοικοι της περιοχής, ονομάζουν «πύργο». Εκεί του δίνεται η ευκαιρία να αναστοχαστεί τη ζωή του, να αναμετρηθεί με το παρελθόν και να επανεξετάσει τις σχέσεις του. Με τη σύζυγό του, τον συνέταιρό του, τον δύστροπο και «σκοτεινό» πεθερό του που ποτέ δεν τον αποδέχτηκε, αλλά κυρίως με τις τρείς κόρες του. Στις οποίες ενώ έδωσε τα πάντα, όταν τις χρειάστηκε, δηλ. όταν έμεινε μόνος, αντί να βρει αγάπη, στοργή και προσοχή, ήρθε αντιμέτωπος με μια σκαιή συμπεριφορά από τις δύο μεγαλύτερες και με αδιαφορία από την τρίτη.
     Από τις πρώτες του μέρες στο χωριό, απέκτησε… ακόλουθο. Είναι ο Ζαχαρίας ή Μασούρης, ο τρελός του χωριού, που όπως ο γελωτοποιός του βασιλιά στο έργο του άγγλου βάρδου, γίνεται σκιά του και τον ακολουθεί παντού. Του δίνει μάλιστα κάποιες φορές απαντήσεις και συμβουλές τόσο εύστοχες και ακριβείς, που δεν δίνουν ούτε οι «γνωστικοί». Όταν όμως το μυαλό του κάνει ταξίδια σε κόσμους άλλους και βλέπει εικόνες που μόνο εκείνος μπορεί να δει, καταντά ανυπόφορος κι επικίνδυνος.
     Ο Λεόντιος, θέλοντας να συμφιλιωθεί με τις κόρες του, γράφει γράμματα που όμως ποτέ δεν πρόκειται να στείλει. Αρνείται να κάνει αυτός το πρώτο βήμα. Περιμένει από εκείνες να ξεκινήσουν την προσέγγιση, αφού πιστεύει ότι η συμπεριφορά τους απέναντί του, ήταν άδικη. Μόνο η μικρή του κόρη, η Κορίνα, που είναι πιο ελεύθερο κι ασυμβίβαστο πνεύμα, θα τον επισκεφθεί. Προσπαθεί να μαζέψει «τα κομμάτια του οικογενειακού μας αμφορέα που έσπασε και να τα ξανακολλήσω». Αυτός θα χαρεί με την επαναπροσέγγιση και θα της εξομολογηθεί και τους λόγους που τον έκαναν να επιλέξει να αποσυρθεί. «Αν πραγματικά θέλεις αυτές τις μέρες που ήρθες στο χωριό να ξανασυναντηθούμε, πρέπει αυτή τη λέξη να θυμάσαι: μεταμόρφωση. Αυτός ήταν και ο λόγος που ήρθα στο χωριό, να γίνω κάποιος άλλος, γιατί αυτό που ήμουν, που ήμασταν, δεν το ήθελα πια. Πικραμένος από τη συμπεριφορά σας, προδομένος τελικά κι απ’ τη γυναίκα μου όπως αποδείχτηκε, ήρθα εδώ για να ξαναμυρίσω το χώμα. Ήρθα να ξαναβρώ την ηδονή της ζωής, που την είχα ξεχάσει και την κρατάνε λίγες λέξεις: φαγητό, ποτό, γέλια και πλάκες, έρωτας όσο μου επιτρέπεται ακόμα. Απέτυχα. Η μεταμόρφωση έγινε αλλά μοιάζω σ’ εκείνον που τον διάβαζες παλιά, όνομα δεν θυμάμαι, αυτόν που ξύπνησε μια μέρα και κατάλαβε πως είχε γίνει κατσαρίδα».
     Το βιβλίο, τελειώνει με τον ίδιο δραματικό τρόπο που τελειώνει και η τραγωδία του Shakespeare.
      Για μια ακόμη φορά, ο Ι. Ζουργός, ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του αναγνώστη. Μπορεί ο μύθος του έργου να μην είναι πρωτότυπος, αλλά αυτό λίγη σημασία έχει. Γιατί στο μυθιστόρημα αυτό, απολαμβάνουμε τον εξαιρετικό και διεισδυτικό τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας δομεί τους χαρακτήρες του βιβλίου του, με έμφαση φυσικά στον Λεόντιο, του οποίου οι ψυχολογικές μεταπτώσεις αποδίδονται με τον καλύτερο τρόπο. Παράλληλα, σκιαγραφεί εντυπωσιακά την κοινωνία του χωριού, που ειδικά το καλοκαίρι με την έλευση των επισκεπτών, αποτελεί μικρογραφία της ελληνικής επαρχίας, ενώ απεικονίζει ιδανικά τις ανθρώπινες σχέσεις, σε όλες τις εκφάνσεις τους. Το μυθιστόρημα «Οι Ρετσίνες Του Βασιλιά» είναι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα.     

24 Φεβ 2020

IBBUR. ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

ΙΩΣΗΦ ΒΕΝΤΟΥΡΑΣ
Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
Σελ. 257, Δεκέμβριος 2018

     Την περιπέτεια και την τραγική μοίρα της εβραϊκής κοινότητας της Κρήτης, περιγράφει στο βιβλίο του ο ποιητής Ιωσήφ Βεντούρας.
     Τη συγγραφή και την έκδοση αυτού του βιβλίου τη θεώρησε ως ένα χρέος σ’ αυτούς που χάθηκαν. «Στον εβραϊκό μυστικισμό η λέξη «Ibbur» σημαίνει εγκυμοσύνη και αναφέρεται στην προσωρινή μετοικεσία άλλης πρόσθετης ψυχής στο σώμα ενός ζωντανού ανθρώπου, ώστε να επιτελεστεί ένα έργο. Αισθάνθηκα ότι οι ψυχές των Εβραίων της Κρήτης που χάθηκαν άδικα στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής του νησιού με στοίχειωσαν. Έτσι, ως ένα είδος χρέους σ’ αυτές, προσπάθησα να συγκεντρώσω σε μορφή μαρτυρίας-χρονικού αφηγήσεις, έγγραφα και φωτογραφίες ώστε ο αναγνώστης που δεν είναι εξοικειωμένος με την ιστορία του νησιού να αντιληφθεί την αδιάλειπτη παρουσία τους από το 1900, μια παρουσία η οποία προσέθεσε πολλά στην πολυμορφία του κοινωνικού ιστού, τον άδικο χαμό τους το 1944 και την περιπέτεια των ελάχιστων εκείνων που διασώθηκαν».
     Οι εβραίοι ζούσαν στην Κρήτη από την αρχαιότητα. Ρωμαίοι γεωγράφοι, κατατάσσουν την Κρήτη στις περιοχές «με μεγάλο εβραϊκό πληθυσμό». Στη διάρκεια της ενετικής κατοχής «…ο αριθμός των Εβραίων δεν ήταν μεγάλος. Όμως η δύναμη και η σημασία τους οφειλόταν στα μεγάλα χρηματικά κεφάλαια τα οποία κατείχαν». Σύμφωνα με ιστορικές πηγές της εποχής, ήταν υποχρεωμένοι να ζουν σε γκέτο, οι πύλες των οποίων έκλειναν το βράδυ. Επίσης υπήρχαν περιορισμοί, όσο αφορούσε την απόκτηση ακίνητης περιουσίας. Την ίδια εποχή, ανέπτυξαν έντονη πολιτιστική και θρησκευτική δραστηριότητα. Υπήρχαν ανάμεσά τους πολλοί λόγιοι και ποιητές. Ένας από τους πιο σημαντικούς ήταν ο ραβίνος Μιχαήλ μπεν Σαμπετάι Κοέν Μπάλμπο, που έγινε «γνωστός στην Ελλάδα για τον θρήνο του για την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453».
    Αν και οι σχέσεις ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες ήταν σε γενικές γραμμές καλές, στην πορεία των αιώνων, δεν έλειψαν οι αντισημιτικές εκδηλώσεις, όπως αυτές που έγιναν το 1861, 1870 και 1884. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι περισσότεροι εβραίοι ζούσαν στα Χανιά. Οι κοινότητες στις άλλες πόλεις συρρικνώθηκαν. Λίγο πριν από τον Β! παγκόσμιο πόλεμο, ζούσαν στα Χανιά περί τους 400 εβραίους, ενώ ελάχιστοι έμεναν στο Ηράκλειο. Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, οι εβραίοι αντιμετώπισαν διακρίσεις, όπως άλλωστε σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Κανείς όμως δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που θα ακολουθούσε.
     Μια μέρα του 1942, ο πατέρας του συγγραφέα, συνάντησε έναν φίλο του χριστιανό, που εργαζόταν στη Γκεστάπο, ο οποίος  «τον προέτρεψε να εγκαταλείψει το νησί, γιατί οι Γερμανοί ετοίμαζαν κάτι πολύ κακό για τους Εβραίους». Το δίλημμα για την οικογένεια ήταν μεγάλο. Τελικά μετά από πολύ σκέψη, αποφάσισαν να φύγουν. Μετά από ένα επικίνδυνο ταξίδι αρκετών ημερών μ’ ένα μικρό καΐκι που μετέφερε χαρούπια, έφτασαν στις ακτές της Αττικής. Με τον ίδιο τρόπο επέλεξαν να φύγουν και κάποιοι ακόμα εβραίοι, πού είτε προέβλεψαν το τι θα γινόταν, είτε είχαν ανάλογες πληροφορίες.
     Για όσους έμειναν όσα επακολούθησαν ήταν τραγικά. «Στις 21 Μαΐου 1944, πριν ακόμα χαράξει, η Γκεστάπο περικύκλωσε τα εβραϊκά σπίτια και συνέλαβε όλους τους Χανιώτες Εβραίους. Οι δύστυχοι για έντεκα μέρες έζησαν με κακουχίες κι εξευτελισμούς στις φυλακές της Αγυιάς…». Στη συνέχεια φορτώθηκαν στα αμπάρια του πλοίου «Ταναϊς», στις 8 Ιουνίου. Λίγο μετά τον απόπλου, το βρετανικό υποβρύχιο Vivid που περιπολούσε στην περιοχή, εντόπισε και τορπίλισε το πλοίο, αγνοώντας (;) ποιο ήταν το φορτίο του. Το πλοίο «…βυθίστηκε σε 15 λεπτά σε βάθος 1858 μέτρων». Το πλήρωμα διασώθηκε μπαίνοντας σε σωσίβιες λέμβους, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους επιβαίνοντες, που κατέληξαν στον υγρό τάφο. Σε κατάλογο του 1943, είναι γραμμένοι 279 εβραίοι των Χανίων, ενώ σε αντίστοιχο του Ηρακλείου αναγράφονται μόνο οι άρρενες, που είναι 26. Απ’ όλους αυτούς διασώθηκαν μόνο όσοι διέφυγαν εγκαίρως. Οι υπόλοιποι χάθηκαν στα νερά του Αιγαίου.
     Μετά την απελευθέρωση, επέστρεψε μόνο ένα ζευγάρι στην Κρήτη. «…ο Αλβέρτος Μινέρβας και η γυναίκα του Βικτωρία, αποφάσισαν να επιστρέψουν και να εγκατασταθούν στα Χανιά… διατηρώντας το θρήσκευμά τους».
     Ο Ι.Βεντούρας, η διάσωση της οικογένειας του οποίου υπήρξε δύσκολη και περιπετειώδης, συνέλλεγε υλικό για πολλά χρόνια. Όταν τον Ιούλιο του 2016 επέστρεψε στα Χανιά για να γιορτάσει με την οικογένειά του τη θρησκευτική ενηλικίωση των εγγονών του στην ιστορική συναγωγή Etz Hayyim που αναστηλώθηκε τη δεκαετία του ‘90, ξύπνησαν οι μνήμες της παιδικής του ηλικίας κι αποφάσισε αυτό το υλικό να το αξιοποιήσει. Έτσι «γεννήθηκε» αυτό το βιβλίο που περιλαμβάνει: Πολλές προσωπικές μαρτυρίες, ορισμένες από τις οποίες δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Έγγραφα επίσημων αρχών, αλλά και προσωπικά. Φωτοτυπίες δημοσιευμάτων. Πολλές φωτογραφίες κι εκτενή ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. Ένα πολύ καλό βιβλίο που εκτός από το πολύτιμο υλικό που περιλαμβάνει, φωτίζει μια από τις λιγότερο γνωστές πτυχές των κακουργημάτων των Ναζί σε βάρος των Ελλήνων εβραίων.      

18 Φεβ 2020

ΓΡΑΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΤΑΣΚΕΝΔΗ

ΜΕ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΣΕ ΣΕΝΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Σελ. 393, Οκτώβριος 2019

     Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω τη σημερινή παρουσίαση με μια προσωπική ιστορία. Όταν ήμουν μικρό παιδί-πριν πολλά χρόνια και πριν εισβάλλει η τηλεόραση στα ελληνικά σπίτια-συναντιόταν πολύ συχνά η οικογένειά μου, με την οικογένεια που έμεινε στο διπλανό σπίτι. Δεν ήμασταν συγγενείς, αλλά είχαμε πολύ καλή σχέση και είχαμε μάλιστα βρει τρόπο να πηγαίνουμε από το ένα σπίτι στο άλλο, χωρίς να χρειαστεί να κατεβαίνουμε στο δρόμο. Όταν βρισκόμασταν πότε στο ένα σπίτι και πότε στο άλλο, οι γονείς μας έπιναν ένα κρασί και τα έλεγαν, και μεις τα παιδιά καθόμασταν και παρακολουθούσαμε την κουβέντα. Όσο περνούσε η ώρα και τέλειωνε η συζήτηση για τα «καθημερινά»- στεναχώριες, βάσανα, χαρές, λύπες, επιτυχίες- κι όσο το κρασί χαλάρωνε τις καρδιές, η κουβέντα άλλαζε πορεία. Η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις οικογένειες ήταν απόλυτη κι έτσι μπορούσαν να μιλούν για θέματα «δύσκολα» σε χαλεπούς καιρούς, αλλά πάντα χαμηλόφωνα για ευνόητους λόγους. Αναφέρονταν σε αυτούς που έλειπαν. Αυτούς που βρίσκονταν στο «παραπέτασμα» όπως έλεγαν τότε. (Ο όρος «σιδηρούν παραπέτασμα» ήταν λεκτικό εφεύρημα του 1946  του Τσόρτσιλ και τον χρησιμοποιούσαν ΜΜΕ και δυτικές κυβερνήσεις σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου για να προπαγανδίζουν την απαγόρευση της ελεύθερης επικοινωνίας των πολιτών της ΕΣΣΔ και των δορυφόρων της με τον υπόλοιπο κόσμο). Στη Νάουσα, οι περισσότερες οικογένειες είχαν συγγενείς που ήταν πολιτικοί πρόσφυγες και ζούσαν σε χώρες του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ και κυρίως στην ΕΣΣΔ. Έτσι συχνά στην κουβέντα επανερχόταν πάντα χαμηλόφωνα, η λέξη Τασκένδη. Γι’ αυτό και η λέξη αυτή, στο μυαλό ενός μικρού παιδιού, είχε αποκτήσει μια άλλη διάσταση.
     Για τους Έλληνες που έζησαν στην Τασκένδη, την πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, που ήταν μία από τις σοβιετικές δημοκρατίες, μιλά το βιβλίο της Α. Παπαδημητρίου. Οι Έλληνες που βρέθηκαν στα βάθη της Ασίας, ήταν μαχητές του ΔΣΕ και άμαχοι, που μετά την ήττα το καλοκαίρι του 1949 στο Γράμμο και το Βίτσι, κατέφυγαν στην Αλβανία. «Τον Οκτώβριο του ‘49, αποφασίστηκε τους τραυματίες και ανάπηρους, τις μωρομάνες και τα παιδιά τους, όπως και τους γέρους, να τους στείλουν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης […] Τους νεότερους και γερούς, του έστειλαν στο μακρινό Ουζμπεκιστάν […] Εκεί οι Ρώσοι έστειλαν τα περισσότερα εργοστάσιά τους όταν ξέσπασε ο Β! Παγκόσμιος πόλεμος. Στην πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, την Τασκένδη, έφτασαν οι νέοι Έλληνες που τους προσέλαβαν αμέσως στα εργοστάσια και τις φάμπρικες».
     Οι άνθρωποι αυτοί, προσπάθησαν να ξαναστήσουν τη ζωή τους και να ορθοποδήσουν μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Πάντα όμως πρώτο τους μέλημα, ήταν να βρουν τρόπο να επιστρέψουν. «Αχ, αυτός ο ξενιτεμός! Μέσα από τα βάθη της ψυχής βγαίνανε οι εικόνες της παιδικής τους ζωής που την αναζητούσαν σε κάθε συνάντηση μεταξύ τους Σε κάθε κουβέντα που άκουγες, μιλούσαν για τους τόπους που αφήσανε οι μεγαλύτεροι, για την οικογένεια που έμεινε στην Ελλάδα, για τα αγαπημένα πρόσωπα, μια νοσταλγία για την πατρίδα που μεταδιδόταν και στα παιδιά τους που μεγάλωναν δίπλα τους». Επικρατούσε μάλιστα μεγάλος ενθουσιασμός, όταν κάποια οικογένεια κατάφερνε να πάρει την πολυπόθητη άδεια επαναπατρισμού. Το βιβλίο περιγράφει τους κόπους, τα βάσανα, τον διαρκή αγώνα σε ένα περιβάλλον που μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα κι εχθρικό. Ήταν αναγκασμένοι να συμβιώνουν με ένα λαό, τους Ουζμπέκους, με τελείως διαφορετική κουλτούρα, πολιτισμό και νοοτροπία. Μάλιστα δεν είχαν καν τα δικαιώματα των υπόλοιπων πολιτών. «Ουσιαστικά έως το 1964 οι Έλληνες της Τασκένδης είχαν ένα χαρτί κίτρινου χρώματος αντί ταυτότητας που έγραφε «άδεια παραμονής για πρόσωπα χωρίς ιθαγένεια». Τέτοιου είδους κίτρινο χαρτί είχαν και οι Σοβιετικοί πολίτες οι οποίοι έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα για διάφορα κακουργήματα ή παραπτώματα και δεν είχαν δικαίωμα μετακίνησης σε άλλους τόπους […] Μετά το 1964 πήραν τις νέες κάρτες-ταυτότητες, όπου το χωρίς ιθαγένεια αντικαταστάθηκε με το «πολιτικός μετανάστης». Πάλι δεν επιτρεπόταν το ταξίδι στις άλλες πόλεις του Ουζμπεκιστάν, ή τις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες, όπου είχαν συγγενείς και είχαν χρόνια να ειδωθούν με αυτούς». Αργότερα, ευτυχώς τα δεδομένα άλλαξαν. Τους δόθηκαν καινούρια σπίτια με περισσότερες ανέσεις, ενώ στα παιδιά τους δόθηκε η δυνατότητα να σπουδάσουν, αν και κάποια παιδιά, αντιμετώπισαν προβλήματα από κομματικούς εγκάθετους, γιατί ανήκαν σε οικογένειες μη αρεστές. Όμως ο νόστος, ήταν πάντα ο κρυφός πόθος, το όνειρο και-όταν κι όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες της κάθε χρονικής περιόδου-η πιο μεγάλη τους επιδίωξη.
     Το πολύ καλό αυτό βιβλίο, μας κάνει κοινωνούς, μιας λιγότερο γνωστής επίπτωσης που επέφερε ο Εμφύλιος στη ζωή των ανθρώπων. «Εκείνο που δεν έχει αναδειχθεί έως τώρα είναι το πώς βίωναν οι πολιτικοί πρόσφυγες και οι απόγονοί τους την ιδιαιτερότητα της εγκατάστασης και, γενικότερα, της ζωής τους εκεί. Το φαινόμενο δεν επιδέχεται σχηματικές γενικεύσεις, γιατί βέβαια αλλιώς το βίωσαν αυτοί που είχαν ενταχθεί στο ΔΣΕ με δική τους επιλογή, αλλιώς αυτοί που επιστρατεύτηκαν παρά τη θέλησή τους, αλλιώς τα μέλη των οικογενειών που επέλεξαν να ακολουθήσουν στον υποχρεωτικό εκπατρισμό τους δικούς τους ανθρώπους που συμμετείχαν στο πόλεμο, αλλιώς οι τελείως αμέτοχοι, οι οποίοι, από διάφορες συγκυρίες αναγκάστηκαν χωρίς να το θέλουν να ακολουθήσουν στον εκπατρισμό τους ηττημένους μαχητές, αλλιώς τα παιδιά που σημαδεύτηκαν από τις περιπέτειες του πολέμου και του ξεριζωμού που έζησαν ακολουθώντας τους μεγάλους, και αλλιώς εκείνα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην προσφυγιά». Ακόμα, μέσα από τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών, μαθαίνουμε για γεγονότα του αδελφοκτόνου Εμφυλίου πολέμου τα οποία σκοπιμότητες κάθε είδους, είχαν παρουσιάσει με άλλο τρόπο και υπό διαφορετική οπτική.
     Μια τελευταία παρατήρηση. Το βιβλίο «πάσχει» από επιμέλεια. Η οποία ή δεν έγινε καθόλου ή έγινε πρόχειρα κι επιφανειακά. Εντόπισα δεκάδες ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, καθώς και λάθη έκφρασης. Αν ήταν δύο-τρία, θα έλεγα ότι μπορεί να ξέφυγαν σε ένα τόσο πυκνογραμμένο κείμενο. Όμως είναι πολλά περισσότερα. Κάτι που πρέπει να προσεχθεί σε περίπτωση μελλοντικής έκδοσης του βιβλίου. Ήταν μια δυσάρεστη διαπίστωση, αφού τα βιβλία των εκδόσεων Επίκεντρο, είναι συνήθως πιο προσεγμένα.   

13 Φεβ 2020

ΘΑΛΕΙΑ ΚΟΥΝΟΥΝΗ

     Η Θάλεια Κουνούνη-Πολυβίου γεννήθηκε στην Αθήνα. Ζει με τον σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά τους στην Κύπρο. Έχει σπουδάσει Ακουολογία στο Λονδίνο και σήμερα διευθύνει εταιρεία που έχει αντικείμενο τον έλεγχο και την ενίσχυση της ακοής. Έργα της: «Το Τέλος Ήταν Μόνο Η Αρχή» (2009), «Όπου Και Να ‘Σαι Σ’ Αγαπώ» (2010),  «Κράτα Με… Η Κιβωτός Σαλπάρει» (2010), «Ευτυχία Εδώ Ή Λίγο Πιο Πέρα» (2013), «Δεν Υπήρξα Ποτέ» (2014), «Η Παναγία Των Δελφινιών» (2015), «Μαμά Μην Πας Στη Δουλειά» (2016), «Greek Θέραπι» (2016), «L.A.V. Θέραπι» (2017), «Τα Χρώματα Της Ζωής Μου» (2018), «Κασετίνα» (2019), όλα από τον Εκδοτικό Οργανισμό Α. Α. Λιβάνης.
     Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας Κασετίνα;
     Οι πρώτοι θάλαμοι αερίων στη Γερμανία για τους ψυχικά νοσούντες και τα ιατρικά πειράματα στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου.   
     Στον μύθο του βιβλίου περιλαμβάνονται στοιχεία της Ιστορίας της ναζιστικής Γερμανίας και του Ολοκαυτώματος. Χρειάστηκε να κάνετε κάποια έρευνα;                                                                                           Μεγάλη, πολυετή και επίπονη. Χρειάστηκε, επίσης, να επισκεφτώ το Βερολίνο, τη Δρέσδη, την Πίρνα και το Άουσβιτς.  
                                                                                                    
     Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το βιβλίο Κασετίνα και ποιο είναι αυτό;                                                                                                      
      Ένα νέο ολοκαύτωμα πάντα θα παραμονεύει αν, αγνοώντας το παρελθόν, επαναλάβουμε τα ίδια τραγικά λάθη. 
     Η λογοτεχνία μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;                                        Σίγουρα είναι και οφείλει να είναι. Η Κασετίνα, για παράδειγμα, είναι φόρος τιμής σ’ αυτούς που τόσο άδικα έχασαν τη ζωή τους και σε όλους όσοι αγωνίστηκαν υπέρ δικαίου. Είναι η φωνή όσων δεν πρόλαβαν να ακουστούν. Και όπως ανέφερα στην προηγούμενη ερώτησή σας, είναι η φωνή της συνείδησής μας. Η κραυγή του παρελθόντος, της Ιστορίας που μας εκλιπαρεί να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη
      Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;                                                                                              
     Συνεχίζουν να υπάρχουν μέσα από τον κόσμο που διαβάζει τα βιβλία.                                                                                             
     Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας; 
     Με κάποιους ήρωες σίγουρα.   
      Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωές σας;                                                 
     Πιστεύω πως, υποσυνείδητα τουλάχιστον, βάζω αρκετά στοιχεία του χαρακτήρα μου σε κάποιους ήρωές μου.   
      Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;                                              
     Το σκέφτηκα, αλλά δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση.                                                                            
     Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας; 
     Ναι.                                                                                                   
     Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;                                                                                                  
     Δεν νομίζω. Οι πεποιθήσεις δημιουργούνται μέσα από εντατική και πολύπλευρη μελέτη. Όταν ξεκινώ ένα έργο, άσχετα αν μέσα από αυτό θα προβληθούν πολλές απόψεις, έχω ήδη κατασταλάξει σε αυτό που ασπάζομαι και είμαι έτοιμη να το υποστηρίξω.                                                                                                           
     Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;              
     Πολύ.                                                                                                          
     Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;                                                                              
    Ναι, έχει συμβεί.                                                                               
     Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε; 
     Κάθε βιβλίο που με αγγίζει με επηρεάζει. Κάθε βιβλίο που με διδάσκει με επηρεάζει. Αλίμονο αν τα αναγνώσματα, ειδικά των παλαιότερων, δεν άφηναν το στίγμα τους μέσα μου.  
      Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;                                                                                                             
     Η διαδικασία της έρευνας είναι δύσκολη και θέλει έξυπνη και οργανωμένη τακτική. Η συγγραφή είναι ξεγύμνωμα ψυχής, επίπονη φιλοσοφία και ταυτόχρονα οξυγόνο.   
      Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;                                                              Έτοιμο βιβλίο όχι, ποικίλες σημειώσεις πολλές. Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη.
Εγώ σας ευχαριστώ για το χρόνο που διαθέσατε!

7 Φεβ 2020

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ

PIERRE LEMAITRE
Μετάφραση ΕΦΗ ΚΟΡΟΜΗΛΑ
Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ
Σελ. 629, Σεπτέμβριος 2019

     Το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας είναι το μυθιστόρημα του Π. Λεμέτρ με τίτλο «Τα Χρώματα Της Πυρκαγιάς», το οποίο όμως μπορεί χωρίς κανένα πρόβλημα να διαβαστεί ανεξάρτητα, αφού η σύνδεση με το προηγούμενο είναι «χαλαρή». (Πρόκειται για το «Καλή Αντάμωση Εκεί Ψηλά» που κυκλοφόρησε το 2014 και αναρτήθηκε παρουσίαση στο παρόν blog τον Απρίλιο του 2015).
     Βρισκόμαστε στο Παρίσι στις αρχές του 1927. Ο μεγάλος οικονομικός παράγοντας της Γαλλίας Μαρσέλ Περικούρ, φεύγει από τη ζωή επτά χρόνια μετά την τραγική αυτοκτονία του γιου του Εντουάρ, ο οποίος είχε τραυματιστεί σοβαρά ψυχολογικά και σωματικά στη διάρκεια του Α! παγκοσμίου πολέμου είχε μείνει χωρίς… πρόσωπο και για να έρχεται σε επαφή με τον κόσμο χρησιμοποιούσε μάσκες! Το βάρος της διεύθυνσης της οικονομικής αυτοκρατορίας που δημιούργησε ο πατέρας της και είχε σαν ναυαρχίδα την Τράπεζα Περικούρ, πέφτει στους ώμους της 37χρονης  κόρης του Μαντλέν. «Ήταν γεροντοκόρη. Διαζευγμένη για την ακρίβεια, αλλά εκείνα τα χρόνια ήταν το ίδιο. Ο πρώην σύζυγός της Ανρί ντ’ Ολνέ-Πραντέλ σάπιζε στη φυλακή μετά από μια δίκη που είχε κάνει πάταγο». Η Μαντλέν, είχε πλήρη άγνοια για τα οικονομικά και τη διοίκηση των επιχειρήσεων, γι’ αυτό αφήνει τη διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας στον έμπιστο διευθυντή της Τράπεζας, Γκιστάβ Ζουμπέρ.
      Την ημέρα της κηδείας, ο επτάχρονος γιος της Πολ, που προαλειφόταν για διάδοχος του παππού του μετά την ενηλικίωσή του, κάνει μια τραγική και ανεξήγητη πράξη, που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του ίδιου-θα καταλήξει σε αναπηρικό αμαξίδιο-και της μητέρας του.
     Η άγνοια της Μαντλέν για τα οικονομικά, επιτρέπει στον μοχθηρό και άπληστο Ζουμπέρ, με τις συμβουλές του, να την κατευθύνει-καταχρώμενος την εμπιστοσύνη της και προς δικό του όφελος, αλλά και για να ικανοποιήσει τον μοχθηρό χαρακτήρα του-προς λάθος επενδύσεις. «Στο τέλος του πρωινού της 10ης Μαρτίου του 1929[…] η Μαντλέν είχε επενδύσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της, σ’ ένα χαρτοφυλάκιο πετρελαϊκών μετοχών στη Ρουμανία και σε συνδεδεμένες εταιρείες και από το κεφάλαιο στην τράπεζα του πατέρα της, δεν είχε μείνει παρά το 0,97%».  Όταν η ρουμανική εταιρεία σε σύντομο χρονικό διάστημα καταρρέει, η Μαντλέν βρίσκεται χωρίς κανένα εισόδημα και για να επιβιώσει, αναγκάζεται να πουλήσει σε δυσανάλογα χαμηλή  τιμή την πατρική κατοικία και την οικοσκευή που αποτελείται από αντικείμενα υψηλής αισθητικής και οικονομικής αξίας. Μετακομίζει με τον γιό της σε ένα διαμέρισμα που αγόρασε με ένας μέρος όσων εισέπραξε από την πώληση και με τα υπόλοιπα, κάνοντας αιματηρές οικονομίες προσπαθούν να επιβιώσουν.
     Όμως, έχει κληρονομήσει το πείσμα των Περικούρ και δεν έχει πει ακόμη την τελευταία της λέξη. Επιστρατεύοντας την εξυπνάδα και την αποφασιστικότητά της, θα ψάξει και θα βρει τρόπο για να εκδικηθεί όσους έβλαψαν την ίδια και το γιό της.
     Για μια ακόμα φορά, ο Π. Λεμέτρ, αποδεικνύει ότι είναι μεγάλος τεχνίτης της γραφής. Δημιουργεί μια εξαιρετική ιστορία, πλάθει μοναδικά τους χαρακτήρες του μυθιστορήματός του και όλα αυτά τα συνδυάζει με τον υπέροχο τρόπο που συνθέτει την τοιχογραφία της εποχής του μεσοπολέμου. Μιας εποχής στην οποία σιγόκαιγε η πυρκαγιά που ξέσπασε στην Ευρώπη λίγο αργότερα, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία και του φασισμού στην Ιταλία, την Ισπανία και αλλού, και που οδήγησε στη μεγάλη σφαγή του Β! παγκοσμίου πολέμου.