ΣΤΕΦΗ ΚΟΡΤΗ-ΚΟΝΤΗ
Εκδόσεις
ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Σελ.
224, Φεβρουάριος 2020
Μια ερωτική ιστορία που εξελίσσεται στη Θεσσαλονίκη των πρώτων χρόνων μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, αφηγείται το νέο μυθιστόρημα της Σ. Κόρτη Κόντη.
Τρία μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση της πόλης από την τουρκική κυριαρχία που κράτησε σχεδόν πέντε αιώνες, η Θεσσαλονίκη δέχεται μια «ειρηνική εισβολή». Είναι Σεπτέμβριος του 1915. Ο πόλεμος που ονομάστηκε από τους ιστορικούς Πρώτος Παγκόσμιος, βρίσκεται σε εξέλιξη. Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τις ναυτικές δυνάμεις της Αντάντ, επιχειρείται επίθεση από ξηράς, μέσω της χερσονήσου της Καλλίπολης. Η άμυνα όμως είναι πολύ καλά οργανωμένη και η επίθεση αποτυγχάνει, με τεράστιο κόστος για τα συμμαχικά στρατεύματα. «Οι σύμμαχοι προσπάθησαν να επιτεθούν στην Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα και όταν δεν τα κατάφεραν επιχείρησαν να επιτεθούν από την ξηρά μέσω της χερσονήσου της Καλλίπολης. Αφού απέτυχαν και εκεί με πολλές απώλειες, πήραν τη διαταγή να πλεύσουν στη Θεσσαλονίκη καταπονημένοι και οπωσδήποτε απογοητευμένοι έχοντας αφήσει πίσω τους πολλούς νεκρούς, εδώ τουλάχιστον θα ξεκουραστούν για λίγο σε μια χώρα που είναι φιλική, αν και δεν έχει προσχωρήσει ακόμα επίσημα στο στρατόπεδό τους».
Ανάμεσα στους Γάλλους στρατιωτικούς που
αποβιβάζονται, βρίσκεται και ο έφεδρος υπολοχαγός Γκαστόν Λερουά. «Είναι
πολύ κουρασμένος. Είναι μόνο 26 ετών, αλλά η ρυτίδα στο μέτωπό του ανάμεσα στα
μάτια του, μαρτυρεί ότι τους λίγους μήνες της στράτευσής του έχει κιόλας
γνωρίσει καλά τη σκληρότητα και τη φρίκη του πολέμου». Πριν στρατευτεί,
είχε σπουδάσει αρχαιολογία στο Παρίσι, αλλά δεν κατάφερε να ασκήσει για πολύ
καιρό το επάγγελμά του. Ο πόλεμος ανέτρεψε όποιους σχεδιασμούς είχε κάνει για
τη ζωή του.
Όταν εγκαταστάθηκαν στα πρόχειρα
στρατόπεδα που δημιούργησαν σε περιοχές γύρω από τη Θεσσαλονίκη, άρχισαν
δειλά-δειλά να βγαίνουν για αναψυχή οι στρατιώτες και κυρίως οι αξιωματικοί,
στην παραλία και στα ρεστοράν της πόλης, Σε μια τέτοια έξοδο, ο Λερουά
αντικρίζει τη νεαρή Άρτεμη Γεωργίου, που με την οικογένειά της, απολαμβάνουν
ένα δείπνο στο πολύ σικ ξενοδοχείο Κρυστάλ. «Ο Γκαστόν δεν είχε ξαναδεί
τέτοια ομορφιά. Ένα θεσπέσιο πλάσμα, μάλλον ψηλή, λεπτή με καστανόξανθα μαλλιά
μαζεμένα πίσω σε ένα χαλαρό κότσο που αναδεικνύει τον φίνο λαιμό της και δύο
τεράστια γκριζογάλανα μάτια, που φωτίζουν ένα υπέροχο πρόσωπο».
Ο γάλλος υπολοχαγός μαγεύεται. Από εκείνη
τη στιγμή θα κάνει ότι είναι δυνατό για να την ξανασυναντήσει και να της
εκμυστηρευτεί τα αισθήματά του. Αλλά κι αυτή δεν είναι αδιάφορη για τον
γοητευτικό αξιωματικό, αν και ξέρει ότι ο πατέρας της, έχει συγκεκριμένη άποψη
για τους γάλλους. «Αυτοί είναι ξένο αίμα, βρε παιδί μου, δεν έχουν μεγαλώσει με τις δικές
μας αξίες και σίγουρα μας βλέπουν αφ’ υψηλού, ιδίως οι αξιωματικοί τους. Ο
Γεωργίου δεν έπαψε ποτέ να είναι το αρχοντοπαίδι από τη Βέροια, που μεγάλωσε σε
ένα προστατευμένο όσο και αυστηρό περιβάλλον, με τις αρχές του Ελληνισμού και
της Ορθοδοξίας, αλλά και με κάποια καχυποψία προς ότι μη ελληνικό. Ιδίως δεν θα
του άρεσε να πιάσουν τα παιδιά του φιλίες με τους Γάλλους και να επηρεαστούν
από τις ιδέες και τον τρόπο ζωής τους…».
Όμως τα αισθήματα των δύο νέων είναι πολύ
δυνατά. Θα κάνουν ότι είναι δυνατό για να αντιπαλέψουν τις αντιξοότητες, ώστε
να καταφέρνουν να επικοινωνούν κι όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, να
συναντιούνται έστω και για λίγο…
Με «όχημα» την ερωτική αυτή ιστορία, η
συγγραφέας έχει την ευκαιρία, να περιγράψει την ιστορία της Θεσσαλονίκης όπως
εξελίχθηκε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αναφέρεται στην άφιξη των
στρατευμάτων της Ανταντ. Στον εθνικό διχασμό που επακολούθησε μετά την διάσταση
των απόψεων του Ελ. Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου Α!, σχετικά με την
είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, αλλά και τις ταραχές που προκλήθηκαν. Την
αύξηση της εμπορικής δραστηριότητας (αλλά και άλλων… δραστηριοτήτων) λόγω της
παρουσίας των ξένων στρατιωτών. Την πυρκαγιά του 1917 και την ιδιαίτερα
σημαντική βοήθεια που προσέφεραν οι στρατιώτες των ξένων δυνάμεων τόσο στην
κατάσβεση της πυρκαγιάς όσο και στην περίθαλψη των πυροπαθών. Το σχέδιο του
αρχιτέκτονα Εμπράρ, που αν εφαρμοζόταν στην ολότητά του, σήμερα η Θεσσαλονίκη
θα ήταν μια εντελώς διαφορετική πόλη, αλλά όπως γίνεται συνήθως, προσέκρουσε σε
ιδιωτικά μικρά και μεγάλα συμφέροντα και δεν εφαρμόστηκε. (Μικρό δείγμα του
οράματος του Γάλλου αρχιτέκτονα για τη Θεσσαλονίκη είναι η πλατεία
Αριστοτέλους). Τέλος, μέσα από τις πράξεις και τις αντιδράσεις των κεντρικών
χαρακτήρων του μυθιστορήματος, έχουμε μια άποψη του τρόπου ζωής αλλά και της
νοοτροπίας, μιας μερίδας Θεσσαλονικέων ανερχόμενων οικονομικά.
Το «Στη Θεσσαλονίκη Του Μεγάλου Πολέμου» θα ικανοποιήσει τόσο αυτούς που
αρέσκονται να διαβάζουν ρομαντικές ιστορίες, όσο και αυτούς που ενδιαφέρονται
να ανακαλύψουν πτυχές της ιστορίας που δεν περιλαμβάνουν τα επίσημα βιβλία, μίας
πόλης που προσπαθεί να μετεξελιχθεί από οθωμανική σε ευρωπαϊκή.