Ο Δημ. Καλπούζος γεννήθηκε στην Αθήνα το
1988. Έχει σπουδάσει φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και
Δημιουργική Γραφή στο University
Of
Warwick.
Έζησε λίγα χρόνια στο Λονδίνο κι επέστρεψε στην Ελλάδα, αφού έγινε Δρ
Δημιουργικής Γραφής στο Royal
Holloway
University
of
London.
Έργα του: (με το ψευδώνυμο Δημήτρης Μελικέρτης) «Ουφόψαρα. Στα Πέρατα Του
Σύμπαντος» (2018. Πατάκης), «Ο Γιγαντοκυνηγός» (2018, Πατάκης), «Το Ιπτάμενο
Ξενοδοχείο» (2022, Πατάκης) (με το όνομα Δημήτρης Καλπούζος) «Ο Τετραπέρατος 1»
(2024, Χάρτινη Πόλη), «Ο Τετραπέρατος 2» (2024, Χάρτινη Πόλη). Συμμετοχή σε
συλλογικά έργα: «Τα Παραμύθια Του Κλώτσου Και Του Μπάτσου» (2022, Πατάκης).
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο
σας «Ο Τετραπέρατος», ένα βιβλίο με εξαιρετική εικονογράφηση και πολύ ξεχωριστή
εκτύπωση;
Ο «Τετραπέρατος», καρπός δουλειάς σχεδόν δύο
χρόνων, γεννήθηκε όταν, περιδιαβαίνοντας στο σύμπαν της φαντασίας, «σκόνταψα» σε
μια ιστορία η οποία μου κίνησε το ενδιαφέρον. Είναι η ιστορία μιας παρέας
παιδιών που καταστρώνουν ένα φρικιαστικό σχέδιο προκειμένου να εξοντώσουν τον
κύριο Φιλονίδη, τον συμπαθέστατο και εντελώς αθώο δάσκαλό τους. Έτσι γνώρισα
τον πρωταγωνιστή, τον Τετραπέρατο, και τους φίλους του, τον Σάλιαγκα, τη Μαρία
Φασαρία, τον Ρακούν, την Ελένη Τρελένη και τον Θύμιο τον Μούμια, ανακαλύπτοντας
παράλληλα τον κόσμο στον οποίο ζουν.Από την περιπέτειά τους προέκυψε και ο
υπότιτλος του πρώτου βιβλίου: «Πώς να εξοντώσετε τον δάσκαλό σας».
Βεβαίως,
όπως σημειώνετε, ευτύχησα σε αυτό το ταξίδι να έχω συνοδοιπόρους τον Κώστα
Θεοχάρη, ο οποίος εικονογράφησε με γοητευτικό τρόπο τον κόσμο του «Τετραπέρατου»,
και τις Εκδόσεις Χάρτινη Πόλη, που αποφάσισαν να καταστήσουν το βιβλίο αυτό μοναδικό
για τα ελληνικά εκδοτικά δεδομένα στην ηλικιακή του κατηγορία. Να είναι,
δηλαδή, ελκυστικό από κάθε άποψη, με σκληρό εξώφυλλο, έγχρωμη εικονογράφηση
σχεδόν σε κάθε σελίδα,προσαρμοσμένο μέγεθος κειμένου για ευχάριστη ανάγνωση και
πόσα άλλα, προσκαλώντας τα παιδιά να το γνωρίσουν και αποσκοπώντας να τα
απομακρύνει από τα μέσα και τις οθόνες που νεκρώνουν τη σκέψη και τη φαντασία.
Το βιβλίο είναι μέρος μιας σειράς. Από
πόσα βιβλία αποτελείται και σε πόσο καιρό αναμένεται να ολοκληρωθεί;
Μακάρι να ήμουν σε θέση να σας απαντήσω. Δεν
το γνωρίζω. Παρότι συνειδητά τάσσομαι ενάντια στη μυστικοποίηση της γραφής και
της δημιουργικής διαδικασίας, κατά τρόπο εντελώς παράδοξο δεν πιστεύω ότι
κατασκευάζω τις ιστορίες που γράφω. Σίγουρα είμαι υπεύθυνος για το πώς τις γράφω και εάν τις γράφω καλά, και από αυτό κρίνεται η
επιτυχία ή η αποτυχία τους, ωστόσο δε θεωρώ πως ευθύνομαι για τη δημιουργία τους
σε επίπεδο γένεσης. Διαισθάνομαι πως οι ιστορίες υπάρχουν ολοκληρωμένες και
ατόφιες κάπου εκεί έξω και μας περιμένουν να τις ανακαλύψουμε· οι φωνές των
μυθοπλαστικών ηρώων μάς ψιθυρίζουν, μας καλούν. Ο συγγραφέας πρέπει να
αφουγκράζεται διαρκώς και, κατόπιν, σαν αρχαιολόγος, να μοχθεί σκάβοντας και αφαιρώντας
οτιδήποτε περιττό για να τις φέρει στο φως. Να καταβυθίζεται στο έργο να τις
αποτυπώσει με αυθεντικότητα και να αφιερώνει όλη του τη μαεστρία για να τις
ντύσει με τη γλώσσα. Σημειωτέον, η άποψή μου δεν είναι πρωτότυπη·με παρόμοιο
τρόπο έχουν περιγράψει την εμπειρία τους πολλοί συγγραφείς στο παρελθόν, από
τον Στίβεν Κινγκ μέχρι τον Χανίφ Κιουρέισι.
Ως
εκ τούτου, δε γνωρίζω πόσες περιπέτειες ακόμα έχει να μου αφηγηθεί ο
Τετραπέρατος. Ξέρω μόνο πως, όταν σταματήσω ν’ ακούω τη φωνή του στον νου μου, θα
πρέπει να βάλω τελεία και ν’ αναζητήσω άλλους μυθοπλαστικούς ήρωες.
Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με αυτό
και ποιο είναι αυτό;
Προτιμώ να θέτω προβληματισμούς στον
αναγνώστη και να του επιτρέπω να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα, έχοντας ως
γνώμονα την πεποίθηση ότι η παιδική λογοτεχνία οφείλει να οξύνει την κριτική
σκέψη. Μοιραία, ωστόσο, παρεισφρέουν στο κείμενοοι πιο ισχυρές από τις
προσωπικές μου απόψεις, χωρίς βέβαια να παρουσιάζονται με τρόπο διδακτικό. Ανάμεσα
στα μηνύματα που προκύπτουν απ’ την ιστορία του «Τετραπέρατου», ξεχωρίζω την αξία
της οικογένειας και τη συμβολή της στη διαμόρφωση της ισορροπημένης προσωπικότητας
του παιδιού. Η συνεχής επικοινωνία των γονιών με τα παιδιά τους και ο ποιοτικός
χρόνος που μοιράζονται είναι, κατά την άποψή μου, οι μόνες επιρροές που μπορούν
να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στα φαινόμενα του σχολικού εκφοβισμού και της νεανικής
παραβατικότητας που παρατηρούμε και τα οποία εξετάζει ως ζητήματα το βιβλίο.
Η λογοτεχνία μπορεί να είναι μια κοινωνική
πράξη;
Σαφώς, μολονότι είναι αδύνατον να
υπολογιστεί το πραγματικό της εκτόπισμα. Για παράδειγμα, παρατηρείται από πρόσφατες
έρευνες ότι τα παιδιά που διαβάζουν συστηματικά λογοτεχνία είναι πιο
συμπονετικά και ανεκτικά από εκείνα τα οποία δεν ασχολούνται με την ανάγνωση, κι
αυτό γιατί μαθαίνουν να «ξεφεύγουν» απ’ την αυστηρά δική τους οπτική γωνία και καταφέρνουν
να συλλογίζονται καταστάσεις μπαίνοντας στη θέση των άλλων. Ωστόσο αυτή είναι
μονάχα μία από τιςευεργετικές επιρροές της λογοτεχνίας στον ανθρώπινο ψυχισμό. Το
καλό βιβλίο ενεργοποιεί τον στοχασμό, θέτει διλήμματα και προβληματισμούς,
μεταφέρει μηνύματα, αναδεικνύει ανθρώπινους χαρακτήρες και συμπεριφορές, γεννά
συναισθήματα, κτίζει αισθητική και εξερευνά τον πλούτο της γλώσσας μας. Σε
συλλογικό επίπεδο οι ψυχές μας είναι συγκοινωνούντα δοχεία και το βιβλίο
εντάσσεται στον ευρύτερο ανθρώπινο διάλογο που διεξάγεται απ’ τις απαρχές του
είδους μας. Γίνεται, όμως, να απεικονιστούν με στατιστικά δεδομένα οι
διεργασίες της ψυχής;
Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε
συγγραφέας;
Θεωρώ πως ήταν περισσότερο κάλεσμα παρά
συνειδητή επιλογή. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, σε μια οικογένεια που
λάτρευε τις ιστορίες. Διάβαζα μανιωδώς, κατανάλωνα παραμύθια χωρίς να προσέχω
ονόματα συγγραφέων και εκδοτικών οίκων. Κάποια στιγμή, στην Ε΄ ή ΣΤ΄ Δημοτικού,
οι ιστορίες υπερχείλισαν στον νου μου και άρχισα να γράφω δικές μου. Η τύχη μου
ήταν ότι είχα γονείς που δε με αποπήραν ούτε με έστρεψαν αλλού, αντιθέτως με
στήριξαν και με προέτρεψαν να κυνηγήσω το όνειρο. Δημιουργική Γραφή δεν υπήρχε τότε
στην Ελλάδα. Σπούδασα Φιλολογία και κατόπιν ακολούθησα σπουδές Δημιουργικής
Γραφής σε μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο στην Αγγλία. Παρότι δοκιμάστηκα
για περίπου μια δεκαετία σε όλα σχεδόν τα είδη του πεζού λόγου,δεν επιδίωξα να
εκδώσω κάτι. Μόνο όταν συνειδητοποίησα πως όλον αυτό τον καιρό εξακολουθούσα να
γράφω παραμύθια κάτι ξεκλείδωσε στη σκέψη μου και αντιλήφθηκα ότι ήθελα να
υπηρετήσω την παιδική λογοτεχνία.
Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε,
όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
Αναμφίβολα χάρηκα, επί της ουσίας όμως το
φυσικό αντίτυπο δεν περικλείει από μόνο του όλα όσα σημαίνει για μένα ένα
βιβλίο. Το πρώτο μου βιβλίο, όπως και κάθε άλλο, είναι άμεσα συνυφασμένο στον
νου μου με όσα συμβαίνουν στη ζωή μου, στις ζωές των δικών μου ανθρώπων και στον
κόσμο γενικότερα κατά τη διάρκεια της γραφής, πέραν φυσικά των προκλήσεων και
του περιεχομένου του ίδιου του έργου. Βιώνοντας ένα βιβλίο στην καθημερινότητά μου,
αποκτά μια επιπλέον υπόσταση και γίνεται μια οντότητα που αντιπροσωπεύει κάποια
συγκεκριμένη περίοδο της ζωής μου. Το φυσικό αντίτυπο είναι απλώς το μέσο για
να ταξιδέψει στα χέρια των αναγνωστών.
Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας,
όταν τελειώνει η συγγραφή;
Ελπίζω ότι συνεχίζουν να ζουν στη φαντασία
άλλων ανθρώπων. Στη δική μου πάντως σιωπούν, εκτός κι αν έχουν να μου αφηγηθούν
κάποια ακόμη περιπέτειά τους. Σε κάθε περίπτωση, όταν ένας ήρωας σε συντροφεύει
καθημερινά για μήνες ολόκληρους, παιδεύοντας για ατέλειωτες ώρες τη σκέψη σου,
όταν έχεις επενδύσει συναισθηματικά πάνω του και έχει γίνει κομμάτι της
καθημερινότητάς σου, ο αποχωρισμός μετά το πέρας της γραφής είναι πάντα
στενάχωρος. Σαν να χάνεις δικό σου άνθρωπο ή έναν πολύ κοντινό φίλο.
Έχετε βιώσει όταν ήσασταν παιδί,
συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
Ναι, συχνά οι ήρωές μου βιώνουν συναισθήματα
που αντλώ από την παιδική μου ηλικία, αν και όχι αποκλειστικά. Το ερώτημα που
με απασχολούσε στον «Τετραπέρατο», για παράδειγμα, ήταν το εξής: πώς μπορεί ένα
παιδί ν’ αποτινάξει τον φόβο του ώστε να μην παρασύρεται απ’ τους άλλους; Ο
Τετραπέρατος δίνει στο βιβλίο τη δική του απάντηση, ωστόσο ως θέμα ο φόβος και
πώς μπορεί κανείς να τον αποτινάξει με απασχολούσε και με απασχολεί σε ποικίλες
άλλες προεκτάσεις του.
Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των
κειμένων σας;
Οι πρώτοι αναγνώστες των κειμένων μου είναι
δύο, ο πατέρας μου και η σύντροφός μου. Είναι οι αυστηρότεροι κριτές της
δουλειάς μου, πράγμα που ορισμένες φορές γίνεται αφάνταστα εκνευριστικό όταν
διαφωνούμε, ωστόσο είναι οι μόνοι που αποδεδειγμένα διαθέτουν πανίσχυρο λογοτεχνικό
κριτήριο και επομένως μπορώ να τους εμπιστευτώ όταν το δικό μου λανθάνει.
Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;
Ο συνδημιουργός. Ο αναγνώστης που διαθέτει οξυμένη
σκέψη και ακονισμένη φαντασία, ώστε να είναι σε θέση να καταβάλλει το υπόλοιπο
50% της προσπάθειας που απαιτείται μετά τη συμβολή του συγγραφέα προκειμένου να
ζωντανέψει το βιβλίο στον νου του. Πρέπει να διαθέτει χιούμορ, καλή γνώση της
γλώσσας ή τη διάθεση να μάθει, να ξέρει να απολαμβάνει την ανάγνωση, να προβληματίζεται,
να διαθέτει αισθητική, να έχει απαιτήσεις. Τότε μόνο δένει η συνταγή.
Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για
τον εαυτό σας;
Ναι, καθώς η διαδικασία της γραφής αναγκάζει
τον συγγραφέα να διερωτηθεί για όσα πιστεύει και να αμφισβητήσει τις απόψεις
του. Προσπαθώντας να ερμηνεύσει τις επιλογές, τις αντιδράσεις και το θυμικό των
λογοτεχνικών ηρώων, είναι ενδεχομένως ευκολότερο να ανακαλύψει και να
παραδεχτεί πράγματαγια τον εαυτό του. Γράφοντας μηρυκάζουμε τρόπον τινά το
παρελθόν, βιώνουμε παλιότερες σκηνές της ζωής μαςαπό άλλη οπτική γωνία,
μετανιώνουμε, μεταβάλλουμε απόψεις ή αποκτούμεπιο ισορροπημένη θέαση των
πραγμάτων. Δεν ξεφεύγω κι εγώ από αυτόν τον κανόνα.
Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που
σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
Ανέκαθεν θεωρούσα ότι εκ γενετής συνυπάρχουν
μέσα μας το καλό και το κακό, σαν δύο λουλούδια τα οποία ανθίζουν αναλόγως με το
ποιο επιλέγει κανείς να ποτίσει.Κατά τη γραφή του «Τετραπέρατου» και
διερωτώμενος γιατί ένα μέλος της παρέας του θέλει με τόση λύσσα να εξοντώσει τον
εντελώς αθώο δάσκαλό τους, αναγκάστηκα να επανεξετάσω περιστατικά από το
παρελθόν, να ερευνήσω από ψυχαναλυτική σκοπιά συμπεριφορές και να ανατρέξω σε εκπαιδευτικά
και παιδαγωγικά συγγράμματα. Η αρχική μου πεποίθηση δεν ανατράπηκε ολοσχερώς,
ωστόσο αναδιαμορφώθηκε: προκειμένου ν’ ανθίσει το λουλούδι του καλού
χρειάζεται πολύς μόχθος και εστιασμένη προσπάθεια. Βεβαίως το λουλούδι του
κακού ανθίζει και δίχως νερό· το τρέφει η αδιαφορία.
Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους μικρούς
αναγνώστες σας;
Η επικοινωνία με τους μικρούς αναγνώστες
είναι πάντοτε ευχάριστη· ωστόσο με διακατέχει η αίσθηση της ευθύνης: να τους
προβληματίσω, να τους κινήσω το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, να κεντρίσω τη
σκέψη τους, να κινητοποιήσω τη φαντασία. Να μην τους αποθαρρύνω, να τους εμπνέω
αισιοδοξία, να μπορώ με λίγα λόγια να τους προσφέρω κάτι χρήσιμο ή όμορφο ή ξεχωριστό.
Τα
παιδιά αντιλαμβάνονται εντελώς διαφορετικά κάποιες καταστάσεις.
Σε συζητήσεις με τους μικρούς αναγνώστες, έτυχε να σας "υποδείξουν" πτυχές του έργου σας, που έσεις δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
Συμβαίνει συχνά –ειδικά στις μικρότερες
ηλικίες, όπου οι κανόνες του στείρου εκπαιδευτικού μας συστήματος σχετικά με το
πώς πρέπει να στεκόμαστε απέναντι σ’ ένα λογοτεχνικό έργο δεν έχουν ακόμη
εμπεδωθεί– τα παιδιά να οικειοποιούνται την ιστορία, να την παραλλάσσουν, να
την κατευθύνουν αλλού, να της δίνουν διαφορετικό τέλος, να την επεκτείνουν. Η
έμφυτη περιέργειά τους τα οδηγεί να ερμηνεύουν κατά εντελώς πρωτότυπο τρόπο τα
κίνητρα των ηρώων ή να φαντάζονται λεπτομέρειες που ούτε κατά διάνοια δεν
προκύπτουν απ’ το βιβλίο. Αυτό για μένα είναι ζητούμενο, μαγικό και άκρως
διασκεδαστικό.
Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε
ότι σας επηρέασε;
Πιστεύω ότι με επηρεάζουν, λίγο ή πολύ, όλοι
οι συγγραφείς των οποίων έργα έχω διαβάσει, σε κάθε λογοτεχνικό είδος.Στην
παιδική λογοτεχνία συγκεκριμένα θεωρώ ότι έχω διδαχτεί πολλά από μάστορες της
γραφής Έλληνες και ξένους, από τον Λουντέμη, την Πριοβόλου, τον Μανδηλαρά και
τον Μπουλώτη μέχρι τον Νταλ, τον Ροντάρι και τον Ουάιλντ. Ωστόσο νομίζω ότι μου
χρησιμεύουν περισσότερο τα κακογραμμένα βιβλία. Ευκολότερα εντοπίζεις το λάθος
βήμα παρατηρώντας αυτόν που συνεχώς στραβοπατά παρά εκείνον που βαδίζει με
χάρη.
Σκέφτεστε κάποια στιγμή να γράψετε ένα
μυθιστόρημα για ενήλικες;
Έχω γράψει μυθιστόρημα για ενήλικες, στο
πλαίσιο του διδακτορικού μου στη Δημιουργική Γραφή, ωστόσο δε σκοπεύω να το
εκδώσω. Δεν αποκλείω το ενδεχόμενο να το επιχειρήσω κάποτε, όμως σίγουρα δεν
είναι στα άμεσα σχέδιά μου, παρότι η λογοτεχνία για ενήλικες στην Ελλάδα παραμένει
λιγότερο παραμελημένη και υποτιμημένη από την παιδική λογοτεχνία. Συνεχίζω να
υπηρετώ τη δεύτερη.
Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η
συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
Μερικές φορές τείνω να σκέφτομαι τη γραφή
όχι ως τέχνη αλλά ως μια εξαντλητικά περίπλοκη μαθηματική εξίσωση με
αναρίθμητους παράγοντες και ζητούμενα. Ο συγγραφέας οφείλει
να καλλιεργεί τη γλώσσα, να οδηγεί αλάνθαστα την πλοκή, να προσφέρει βάθος στον
συναισθηματικό κόσμο των ηρώων, να κτίζει ατμόσφαιρα, να γεννά συναίσθημα, να
θέτει ερωτήματα και να προβληματίζει, να αναπαριστά με ζωντάνια τον κόσμο που
περιγράφει, να δημιουργεί μυστήριο, να αναδεικνύει χαρακτήρες και συμπεριφορές,
να στοχάζεται πάνω στην ανθρώπινη υπόσταση, να εξακοντίζει τη φαντασία… Ο
κατάλογος των υποχρεώσεών του δεν έχει τελειωμό. Ως εκ τούτου, άλλοτε η γραφή
είναι σαν να σκάβεις χέρσο χωράφι κι άλλοτε σαν να ξαπλώνεις σε ανθόκηπο.Για
μένα πλέον είναι τρόπος ζωής, η επιλογή να περνάς απ’ τον κόσμο και να τον
ερμηνεύεις μέσα από ιστορίες.
Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο
κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο
συρτάρι σας;
Έτυχε πριν από κάποιο διάστημα να «σκοντάψω»
στην ιστορία ενός αδέσποτου κουταβιού και φρόντισα να την καταγράψω. Μαθαίνω
ότι θα κυκλοφορήσει του χρόνου από τις Εκδόσεις Χάρτινη Πόλη, για μικρότερες
αυτή τη φορά ηλικίες. Νέα πρόκληση το παραμύθι για παιδιά τριών και τεσσάρων
ετών, απαιτεί οικονομία της γλώσσας. Θα την εφαρμόσω λοιπόν κι εδώ, μην τυχόν
και φανερώσω περισσότερα απ’ όσα πρέπει…Σας ευχαριστώ από καρδιάς για τη
φιλοξενία στη σελίδα σας και τις εύστοχες ερωτήσεις!
Κι εγώ σας ευχαριστώ!