31 Δεκ 2016

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΟΥΡΚΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΣ Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Σελ. 312, Σεπτέμβριος 2016

     Μια βιογραφία ενός πολύ «ιδιαίτερου» προσώπου, είναι το πέμπτο βιβλίο του γνωστού δημοσιογράφου Χ. Χριστοδούλου.
     Όπως γράφει κι ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου, ανακάλυψε την ύπαρξή του σχεδόν τυχαία. «Όταν ακόμα έγραφα το προηγούμενο βιβλίο μου «Οι τρείς ταφές του Χασάν Ταχσίν Πασά» (σ.σ. παρουσίαση 14 Ιουνίου 2013), ανακάλυψα μέσα στη σκόνη και τις υποσημειώσεις των ιστορικών «πηγών», την ύπαρξη ενός Έλληνα σκλάβου από τη Χίο, που έφτασε στην κορυφή: Έγινε Μεγάλος Βεζίρης, δηλαδή Πρωθυπουργός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έκτοτε και επί τρία χρόνια ασχολήθηκα με την περίπτωσή του. Θέλω να ελπίζω ότι ο κόπος δεν πήγε χαμένος».
     Πολλοί Οθωμανοί υπήκοοι ελληνικής καταγωγής, υπηρέτησαν κατά καιρούς την Υψηλή Πύλη και τους σουλτάνους. Τρανταχτό παράδειγμα οι Φαναριώτες. Στο ανώτατο αξίωμα όμως του Μεγάλου Βεζίρη, έφτασαν μόνο δύο. Πρώτος ο καταγόμενος από την Πάργα Ιμπραήμ Εντχέμ Πασάς, που η ανάρρηση του στο ύπατο αξίωμα έγινε όταν σουλτάνος ήταν ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής. Δεύτερος ο από μια «σατανική» σύμπτωση συνονόματος του, που είναι ο βιογραφούμενος στο βιβλίο που σας παρουσιάζω σήμερα.
     Πως όμως βρέθηκε αυτός ο έλληνας στην Υψηλή Πύλη; Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, ο Εντχέμ γεννήθηκε στη Χίο. Το όνομά του ίσως ήταν Γιώργης Πυρίκης ή Κωνσταντίνος Σκαραμαγκάς. Το 1822, όταν έγινε η καταστροφή του νησιού και η μεγάλη σφαγή, ήταν 4-5 ετών. Γλίτωσε τη σφαγή, αλλά αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στο σκλαβοπάζαρο της Κωνσταντινούπολης. Εκεί αγοράστηκε από τον πανίσχυρο Χουσρέβ Πασά, ο οποίος σύντομα διείδε ότι ο νεαρός σκλάβος, που είχε ήδη ασπασθεί τη μουσουλμανική πίστη, ήταν εξαιρετικά ευφυής. Έτσι με άλλους τρεις νεαρούς, στάλθηκε στο Παρίσι (!!) για περαιτέρω σπουδές. Επέστρεψε με το πτυχίο του μηχανικού μεταλλειολόγου και εντάχθηκε στο στρατό με το βαθμό του συνταγματάρχη. Αργότερα, αφού υπήρξε σύμβουλος και μέλος πολλών επιτροπών, βρέθηκε στο Βερολίνο ως πρεσβευτής, για να φτάσει το Φεβρουάριο του 1877, να επιλεγεί από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ, για το αξίωμα του Μεγάλου Βεζίρη.
     Όταν ανέλαβε το αξίωμα αυτό, η Οθωμανική αυτοκρατορία περνούσε μια δραματική φάση. «Ήταν η φάση που καθόρισε τη μοιραία πορεία της χώρας. Επαναστάσεις, σφαγές, λιμοί, πόλεμοι, βαρβαρότητες, επιδημίες, σεισμοί, εθνικισμοί, δολοφονίες, συνομωσίες καταγράφονταν σχεδόν καθημερινά. Η Υψηλή Πύλη βρισκόταν σε διαρκή κρίση. Από τη μία, ο καθημαγμένος λαός. Από την άλλη, οι σουλτανικές μηχανορραφίες και, τέλος, ο ασφυκτικός έλεγχος-οικονομικός, στρατιωτικός και διπλωματικός-των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Απέναντι οι Ρώσοι κι ο αναδυόμενος εθνικισμός των Βαλκανίων». Ο Ιμπραήμ Εντχέμ Πασάς, παρά τις προσπάθειες που έκανε δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την πολύπλευρη κρίση και απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του. Συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του από άλλες θέσεις, μέχρι που αποσύρθηκε οριστικά από τον δημόσιο βίο.
     Για μια ακόμη φορά, ο Χ. Χριστοδούλου μας εκπλήσσει ευχάριστα. Το εξαιρετικό του βιβλίο, αποτελεί αληθινό θησαυρό γνώσεων και πληροφοριών. Όχι μόνο για τον Ιμπραήμ Εντχέμ Πασά, η περίπτωση του οποίου ήταν ελάχιστα γνωστή στην Ελλάδα, αλλά και για πρόσωπα και γεγονότα της εποχής. Που αν και φαινομενικά αφορούν την Ιστορία της γειτονικής χώρας, ουσιαστικά επηρέασαν άμεσα και την πορεία της Ελλάδας. Αφ’ ενός γιατί μεγάλο μέρος της χώρας αποτελούσε τότε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αφ’ ετέρου, γιατί η πορεία των δύο χωρών εκούσια ή ακούσια είναι αλληλένδετη. Περιλαμβάνει πολλές και σπάνιες εικόνες, αλλά απουσιάζει μια βιβλιογραφία (στο κείμενο αναφέρονται κάποιοι τίτλοι), που θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη, χωρίς αυτή η έλλειψη να μειώνει την υψηλή αξία του έργου.


Η σημερινή, είναι η τελευταία παρουσίαση για το 2016. Από αύριο ξεκινά το 2017. Εύχομαι από βάθους καρδίας, καλή και δημιουργική χρονιά σε όλους.  

24 Δεκ 2016

Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ

BANDI
Μετάφραση ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ
Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Σελ. 254, Οκτώβριος 2016

     Πίσω από το ψευδώνυμο Μπαντί, κρύβεται ένας μάλλον γνωστός στην πατρίδα του τη Β. Κορέα συγγραφέας. Το βιβλίο του «Η Καταγγελία», είναι το πρώτο έργο βορειοκορεάτη συγγραφέα, που κυκλοφόρησε χωρίς την έγκριση της λογοκρισίας του ανελεύθερου, απολυταρχικού, ιδιότυπου, στυγνού καθεστώτος που κυβερνά από το 1945 τη χώρα. Το βιβλίο φυσικά δεν κυκλοφορεί στη Β. Κορέα. «Αυτοί οι τύποι είναι πραγματικά ανελέητοι, είναι τόσο αναίσθητοι όσο οι πέτρες και τα κούτσουρα».
     Το βιβλίο περιλαμβάνει ένα κείμενο του Ντο Χούι-Γιουν, υπεύθυνου της ΜΚΟ για τους βορειοκορεάτες πρόσφυγες, ένα κείμενο του δημοσιογράφου Κιμ Σίονκγ-ντονγκ, που αφηγείται τον μυθιστορηματικό τρόπο με τον οποίο το χειρόγραφο φυγαδεύτηκε κι έφτασε στη Νότια Κορέα και το κείμενο ενός πρόσφυγα που ζει στη Σεούλ από το 2014. Το κύριο σώμα όμως του βιβλίου, αποτελούν τα εφτά διηγήματα (συν ένας έμμετρος πρόλογος) του Μπαντί, που είναι μέλος της Ομοσπονδίας Συγγραφέων της Β. Κορέας, ζει ακόμη εκεί και του οποίου αν ποτέ αποκαλυφθεί η ταυτότητα, θα αντιμετωπίσει τη θανατική ποινή. Στα διηγήματα περιγράφει τη ζοφερή πραγματικότητα που ο ίδιος και οι συμπατριώτες του έχουν να αντιμετωπίσουν. Τον παραλογισμό, τη στενοκεφαλιά, τις εμμονές ενός καθεστώτος που ελέγχει ασφυκτικά την κοινωνική ζωή και που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να προκαλέσει το φόβο και τον τρόμο στους άτυχους υπηκόους του, ώστε να μην επιχειρήσουν να αντιδράσουν.
     Η Β. Κορέα, δεν έχει καμιά επαφή με τη Δύση. Υπάρχουν πολιτικοί κρατούμενοι, στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ οι δημόσιες εκτελέσεις συνεχίζονται. Οι 25 εκατ. κάτοικοι, ξυπνούν καθημερινά με σειρήνες που ηχούν σε όλη τη χώρα ταυτόχρονα. Υπάρχουν ελάχιστα αυτοκίνητα, τα τρόφιμα είναι χαμηλής θρεπτικής αξίας και λίγα, η πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι περιορισμένη και για λίγους, ενώ υπάρχει απαγόρευση ταξιδιών στο εξωτερικό και αυστηρός έλεγχος των μετακινήσεων στο εσωτερικό. Έχει ένα ιδιότυπο καθεστώς που ισχυρίζεται ότι είναι κομμουνιστικό (Λαϊκή Δημοκρατία), στο οποίο η εξουσία ουσιαστικά αποτελεί «κληρονομικό δικαίωμα» και μεταβιβάζεται από πατέρα σε γιό. Ένα καθεστώς που εξαναγκάζει τους πολίτες να βρουν τρόπο να δραπετεύσουν είτε δια ξηράς στην Κίνα, είτε δια θαλάσσης στη Νότια Κορέα, χωρίς να υπολογίζουν τους κινδύνους. «Όλοι μας όμως προτιμάμε να πεθάνουμε και να ξεχάσουμε αυτή τη ζωή, παρά να συνεχίσουμε να υπομένουμε αυτό το μαρτύριο. Να γιατί αποφασίσαμε χωρίς δισταγμό να δραπετεύσουμε, με κίνδυνο της ζωής μας. Αν η μοίρα φανεί σπλαχνική απέναντί μας, ίσως μπορέσουμε να ξεκινήσουμε μια νέα ζωή. Στην αντίθετη περίπτωση, ευχόμαστε απλώς η βάρκα μας, έτσι που θα παραδέρνει στα κύματα, να γίνει σύμβολο της καταδίκης αυτής της κοινωνίας, που έχει μετατραπεί σε μια εχθρική, ακατοίκητη έρημο».

     Ένα εξαιρετικό βιβλίο, στο οποίο, η κραυγή απόγνωσης ενός ανθρώπου που ζητά ελευθερία κι αξιοπρέπεια, μετατρέπεται σε υψηλού επιπέδου συγγραφική τέχνη. 

17 Δεκ 2016

ΟΙ ΕΛΑΙΩΝΕΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΒΟΥΡΔΟΥΝΗ
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Σελ. 431, Ιούνιος 2016

     Το πρώτο βιβλίο της Ι. Βουρδούνη, σας παρουσιάζω σήμερα. Είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, που σε τίποτα δε θυμίζει πρωτόλειο και ήδη απολαμβάνει την αποδοχή του αναγνωστικού κοινού.
     Ο Ιάκωβος Καλλέργης, γιατρός στο νοσοκομείο της Κέρκυρας, είναι πατέρας πέντε παιδιών κι απολαμβάνει ένα πετυχημένο γάμο. Ένα γάμο που όμως δεν έγινε αποδεκτός από τον πατέρα του, λόγω της καταγωγής της συζύγου Θοδώρας. Η Θοδώρα που αρχικά ονομαζόταν Σόνια, είναι το παιδί μιας οικογένειας Ρομά. Έφτασε στο νησί σαν μέλος του θιάσου ενός τσίρκου. «Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κάπου ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, στην αλήθεια και το ψέμα, στη λογική και την τρέλα, κάπου εκεί ανάμεσα την είδε. Ήταν πάνω σε μια μαύρη ουγγαρέζικη φοράδα, αντάξια της δικιάς της ομορφιάς, με τα μαύρα μακριά μαλλιά της να γλιστράνε πάνω στα καπούλια του αλόγου και τα μακριά της πόδια ν’ ανταγωνίζονται σε ομορφιά και δύναμη αυτά του ζώου… Εκείνη τη μέρα κάηκε ο Ιάκωβος». Την ίδια μέρα, η Σόνια έπαθε ένα σοβαρό ατύχημα. Ήταν αδύνατο να ακολουθήσει το τσίρκο κι έμεινε στο νησί. Ο Ιάκωβος την περιέθαλψε στο νοσοκομείο κι ένα χρόνο μετά απόκτησαν τα πρώτα τους παιδιά. Τους δίδυμους Σάββα και Βαλάντη. Ακολούθησαν η Ασπασία, ο Άρης κι ο Αργύρης, που γεννήθηκε κωφάλαλος. Αυτός αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς του!
     Την 1η Νοεμβρίου 1940, οι Ιταλοί χρησιμοποιώντας σαν ορμητήριο τα κοντινά αεροδρόμια που κατασκεύασαν στην Αλβανία, βομβαρδίζουν ανηλεώς την Κέρκυρα. Η Θοδώρα με τα τρία από τα πέντε παιδιά της, προσπαθούν να σωθούν στο υπόγειο του αρχοντικού τους. Ο πατέρας και η Ασπασία, που είναι και αυτή γιατρός, βρίσκονται στο νοσοκομείο, για να περιθάλψουν τους τραυματίες που φτάνουν εκεί με κάθε μέσο. Ο μόνος που λείπει είναι ο 17χρονος Άρης. Παρά τις συμβουλές των αδερφών και της μητέρας του να μην απομακρυνθεί από το σπίτι. Μέσα στην αναταραχή των βομβαρδισμών, η Θοδώρα εγκαταλείπει το καταφύγιο για να τον βρει, με κίνδυνο της ζωής της. «Τον αδερφό μου πολλές φορές τον μίσησα-ναι, τον μίσησα κι ας ήμουνα παιδί-εκείνη τη μέρα όμως τον σκότωσα μέσα μου για πρώτη φορά. Τον σκότωσα όταν είδα τα ξυπόλητα πόδια της μάνας μου να ξεκολλάνε απ’ το τελευταίο σκαλοπάτι και να βγαίνουν γυμνά έξω, στην κόλαση. Για ποιόν; Για χάρη αυτού που από την πρώτη μέρα που άνοιξε τα μάτια του μας μίσησε όλους, τη μάνα, τον πατέρα, τους δίδυμους, την Ασπασία, ακόμη κι εμένα, πριν καν γεννηθώ».
     Η ιταλική κατοχή του νησιού και η γερμανική στη συνέχεια, σε συνδυασμό με τον χαρακτήρα του Άρη και την «οργή και το μίσος που νιώθει για την οικογένειά του», θα ανατρέψει τις ζωές όλων των μελών της οικογένειας Καλλέργη και θα τους αναγκάσει να χωριστούν και να σκορπιστούν σε όλη την Ελλάδα, αλλά και τη Γερμανία.
     Όπως γράφω και στην αρχή, το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο, με γλαφυρή γλώσσα και περιγραφές κινηματογραφικές που δημιουργούν στον αναγνώστη ολοζώντανες εικόνες. Το ιστορικό υπόβαθρο, που παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του μύθου του βιβλίου, είναι προσεγμένο κι αντικειμενικό. Τέλος, οι χαρακτήρες είναι στέρεα δομημένοι και οι πράξεις τους, ακόμα κι όταν υπερβαίνουν την αναμενόμενη συμπεριφορά, είναι επαρκώς «αιτιολογημένες» από τις καταστάσεις στις οποίες ακούσια ή εκούσια εμπλέκονται.
     Και για όσους αναρωτιούνται αν υπάρχουν ελαιώνες στο Βερολίνο: «Μισόκλεισα τα μάτια μου και είπα από μέσα μου: Δεν είσαι εδώ, δεν είσαι εδώ γιατί η ψυχή σου αλητεύει ακόμη στις κατάφυτες πλαγιές της Κέρκυρας. Κι ήταν αλήθεια. Οι πρώτες ηλιαχτίδες της ανατολής, που φωτίζανε τις γκρίζες στολές των κρατούμενων, αντανακλούσανε στα μάτια μου το ασημένιο χρώμα των ελαιόδεντρων, κι όπως τα άψυχα κορμιά του στρατοπέδου υπάκουαν συγχρονισμένα στις εντολές των Γερμανών αξιωματικών, έβλεπα μπροστά μου τον άνεμο, σαν θεϊκό χάδι, να στροβιλίζεται στους ελαιώνες του Βερολίνου».
     Το μυθιστόρημα της Ι. Βουρδούνη, είναι εξαιρετική αναγνωστική επιλογή και αν η συνέχεια είναι ανάλογη, θα μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ο ελληνικός λογοτεχνικός κόσμος, κέρδισε μια πολύ καλή συγγραφέα.                          

11 Δεκ 2016

ΝΙΚΟΣ ΣΚΟΡΙΝΗΣ


      Ο Νίκος Σκορίνης γεννήθηκε στην Παλαιόβρυση Λακωνίας.
Εργάστηκε στον χώρο της μουσικής και του βιβλίου ως επιχειρηματίας επί τριάντα πέντε χρόνια.Υπήρξε εκδότης και διευθυντής του περιοδικού Άσμα το Ελληνικόν (1995). 
Αρθρογραφεί τακτικά στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο και συμμετέχει πολλά χρόνια στα κοινά για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο.Το 2012 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Δυτικοανατολικά της Γης, από τις Εκδόσεις Καμπύλη.


Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας;
      Η  ζωή μας ! Αυτή τροφοδοτεί τη κάθε σκέψη μας. Αυτή καθορίζει τη κάθε πράξη μας , τη κάθε μας στιγμή μέχρι και τον αποχωρισμό της . Από τη γέννα μας μέχρι και τον θάνατό μας, εμπνεόμαστε από το μεγαλείο και το δράμα του εφήμερου. Το επικό και το λυρικό που την διαπερνούν,  είναι το μεταξωτό ύφασμα πάνω στο οποίο καταγράφουμε  τις ευτυχισμένες  και δραματικές σχέσεις που αποκομίζουμε,  δρώντας,  οι ίδιοι, μέσα στα πιο βαθειά σπλάχνα της. Η χαρά και η λύπη, η προσμονή, η επιμονή μου για έναν καλύτερο κόσμο  λοιπόν, είναι οι πηγές μου.
Τα τελευταία  εφτά χρόνια , η λύπη , η αγανάκτηση , η αβεβαιότητα  σε πρωτοφανές  πλεόνασμα, παράγωγο των καταθλιπτικών μνημονίων, αφρόνων πολιτικών επιλογών, διέρρηξε πλήρως τις όποιες ισορροπίες, ευτυχίας –δυστυχίας.    Εδώ, υπάρχει αιτία και αιτιατό  , και αυτό, με οδήγησε  στη συγγραφή του! Η μερική αποκάλυψη,  μέσω της λογοτεχνίας, για όσα μας συμβαίνουν.

     Ο προσεκτικός αναγνώστης, που θα διακρίνει πραγματικά          πρόσωπα πίσω από χαρακτήρες του βιβλίου σας θα έχει δίκιο;
      Δίκιο και άδικο ταυτόχρονα! Αναγνωρίζουμε πρόσωπα, τα οποία μισούμε ή αγαπάμε ,εύκολα! παραγνωρίζοντας , πως μέσα τους, υπάρχει λάθρα, και η δική μας σκιά! Το πραγματικό και το εικονικό, ταυτόχρονα, σε μία ενιαία αλήθεια, την οποία, ακόμα και αν  αποδέχεσαι,  ταυτόχρονα, αρνείσαι να την κοιτάξεις έντιμα. Αμυνόμενος,  αναγνωρίζεις μόνο τ’  άλλα πρόσωπα κατά πως σε βολεύει , και έτσι, βγάζεις έντεχνα και ανέντιμα από το κάδρο , τον ερωτευμένο εαυτό σου! Συνεπώς επαφίεται  η      «καταδίωξη» , στην αναγνώστρια και τον αναγνώστη , για πιο πρόσωπο  θα αναγνωρίσει…

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με αυτό και ποιο
είναι αυτό;
     Πολλά και κανένα . Ομοιάζει, με  τον ταξιδιώτη μίας μεγάλης διαδρομής, ο οποίος, κάθεται πίσω από το παράθυρο ενός τρένου. Άλλοτε είναι προσεχτικός και άλλοτε αφηρημένος. Δεν  λαμβάνει όλες  τις εικόνες, και τα μηνύματα  που καταγράφουν αδιάκοπα τα μάτια  του . Άλλα λαμβάνονται, και άλλα μένουν πεντάρφανα. Έχουν αποστολέα , μα απουσιάζει συχνά ο αποδέκτης. Μερικά, φτάνουν συστημένα, παραλαμβάνονται με υπογραφή... Άλλα πάλι, μένουν ασυνόδευτα και χάνονται. Ο φόβος, για το περιεχόμενο τους, ίσως η ατέλειά τους , τα κατατάσσει σαν μη αναγνωσμένα. Προφανώς και επιχειρώ να στείλω κάποια σήματα.
Από τη γέννηση μας μέχρι τον θάνατό μας, υπάρχει μία ωραία διαδρομή για να διαβούμε! Κάποιοι λίγοι ,όμως, την μουτζουρώνουν, από την άμετρη πλεονεξία , και ταυτόχρονα βλακεία τους, μιας και είναι τόσο εφήμεροι.
Τι άλλο λοιπόν να σηματοδοτήσω;  Αντίσταση απέναντι στο κακό και την αδικία. Με την συμμετοχή και όχι την ανάθεση.    

Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
          Δέος!Ο εαυτός μου γυμνός , στη κρίση των«δικαστών!»  
     Υπέροχα ! Ένα διαφορετικό παιδί, μόλις με είχε αναγνωρίσει ως γονιό του!

 Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
     Αποκτούν  σάρκα ,οστά ,ψυχή. Γίνονται τρισδιάστατοι, και παίρνουν τον δικό τους δρόμο στη ζωή των αναγνωστών/τριών . Άλλοι πάνε πολύ μακριά , μένουν στις θύμισες , τους ακολουθούν· άλλοι, σκοντάφτουν σύντομα και εξαφανίζονται. Όπως ακριβώς συμβαίνει στην πραγματική ζωή.

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Φυσικά,  ο ταπεινός εαυτός μου! Μετά, η συντρόφισσα μου  Ράνια . Έχει την δύναμη, να μου πει, και εκείνο, που καθόλου δεν θα αρέσει. Τρίτη, η επιμελήτρια του μυθιστορήματος . Στην περίπτωση μας , η Φιλιώ!

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
     Τις αδυναμίες μου ! Τα καλά μου, τα θωρώ και μόνος μου. Όταν όμως,  σκιαγραφώ την ενσάρκωση των κακών ηρώων, και βλέπω  μέσα τους, δικές μου σκιές ανατριχιάζω… διορθώνομαι ..   

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Τι θα πει πεποίθηση ; Σε αυτόν τον κόσμο τον Μικρό και τον Μέγα , όλα είναι έτσι , όλα είναι και διαφορετικά. Χωρίς ανατροπές, θα είμαστε ζωντανοί νεκροί. Κάθε φορά που κάθομαι να γράψω,  τίποτα δεν υπάρχει σταθερό στο μυαλό και την ψυχή μου.  Αν, δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα μου παίρνατε  αυτή την συνέντευξη. Το βιβλίο μου, θα σας ήταν αδιάφορο, και εγώ, ακόμα πιο πολύ!

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας; 
     Φυσικά! Σε αυτούς απευθύνομαι  , αυτοί αποτελούν το «Κλεινόν μου Άστυ». Δίχως αυτούς δεν θα υπήρχα ως συγγραφέας. Διαφορετικά, θα ήμουν ένας ψωριασμένος εγωιστής… Τους ακούω, και προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω τις παρατηρήσεις , τα συναισθήματα που τους προκάλεσα. Φωτίζουν την επόμενη μου προσπάθεια. Μου δίνουν αγάπη , τους δίνω αδιαπραγμάτευτα την φιλία μου.  Προχωράμε μαζί!

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
     Πολύ συχνά. Νομίζω, μάλιστα, πως αυτό αποτελεί ένα βασικό κριτήριο, πως  το έργο μου, μάλλον κάτι αξίζει. Όταν δηλ. δίνει διαφορετικές οπτικές γωνίες . Γι αυτό τον λόγο, ακούω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κάθε φορά που παρουσιάζουν το βιβλίο μου, άγνωστοι σε μένα άνθρωποι , που μου κάνουν την τιμή,  την κρίση τους για τα μυθιστορήματα μου.  Όταν συμβαίνει, νοιώθω πολύ ωραία. Είναι σαν να έχω γράψει ένα άλλο μυθιστόρημα χωρίς να το γνωρίζω. 

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας
επηρέασε;
     Πρώτος ο Φ. Ντοστογιέφσκι  , όχι μόνο λόγω του μεγέθους του, αλλά γιατί τον «ρούφηξα», όντας, πολύ μικρός , στα χρόνια της αθωότητας μου, και χρειάστηκε να τον διαβάσω πολλές φορές, τότε, για να τον κατανοήσω. Αργότερα, πολλοί·  άλλοι  λιγότερο, άλλοι περισσότερο…Ό Σοπενχάουερ, ο Καμύ, ο Καζαντζάκης… η Ζατέλη. Όσο διαβάζεις, τόσο καθαρίζει το αίμα σου , από τ’ οξυγόνο που εκπέμπουν. Φυσικά οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι και στοχαστές, από τα σχολικά μου χρόνια, δρουν μέσα μου αδιάλειπτα  .
Καθώς λοιπόν κυλάει ο καιρός,  δεν ξεχωρίζεις ποιος ή ποία σε καθόρισε τελικά περισσότερο. Γίνεσαι έτσι ο εαυτός σου,  έχεις το δικό σου στίγμα .

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
      Ποτέ δεν έχω έτοιμο το σενάριο, τους ήρωες και ηρωίδες μου . Ξεκινώ σε κενό τοπίο και χρόνο. Παρ’ όλα αυτά,  δεν δυσκολεύομαι, όσο ίσως φαντάζεται κανείς. Είναι στιγμές, που νομίζω, πως κάποια κρυφή μούσα μου υπαγορεύει, και εγώ απλά γράφω. Δεν είναι λοιπόν περίεργο, πως σε πραγματικό χρόνο , μου αρκούν οκτώ μήνες, εκεί αργά, στα βράδια τα μεγάλα!
Με ρωτάτε, τώρα, τι είναι το γράψιμο για μένα;
Το εκχύλισμα  του μυαλού και της ψυχής μου, λίγο πριν διαρραγούν! Η  αναγκαία  εκτόνωση από την υπερφόρτιση  Είτε προέρχεται από πλεόνασμα  χαράς , είτε  από περίσσια πίκρα.

 Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο;
Ήδη ξεκίνησα, και ελπίζω, στις αρχές  του 2018 να είναι στα βιβλιοπωλεία. Να είναι καλύτερο από τα προηγούμενα και ο κόσμος επίσης πιο ευτυχισμένος. Τον τίτλο, τον κρατάω προσωρινά ,για μένα.
Να είσαι πάντα καλά , και καλή αντάμωση ξανά!
Κύριε Μουρατίδη, να σε ευχαριστήσω  για την συνομιλία!

Σας ευχαριστώ κι εγώ.


5 Δεκ 2016

ΜΕΣΑ ΑΠ' ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

ΒΑΣΩ ΚΟΖΩΝΗ ΤΟΥΜΠΑΝΟΥ
Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
Σελ. 315, Απρίλιος 2016

     Μεταξύ Καστροπολιτείας (Ναύπακτος) και Κωνστάντζας, κινούνται οι ήρωες του μυθιστορήματος της Β. Κοζώνη, το οποίο αφηγείται την περιπέτεια του βίου δύο οικογενειών, όπως την «είδε» ένας καθρέφτης, που χρόνια ολόκληρα βρισκόταν κρεμασμένος στον τοίχο του σπιτιού του Νικολάκη Δράκου. «Απέναντί της έστεκε ο μεγάλος βενετσιάνικος καθρέφτης, ο φερμένος απ’ την Κωνστάντζα… Ο καθρέφτης είχε ακούσει από πρώτο χέρι όλα τα περιστατικά. Τα περισσότερα μάλιστα τα ‘χε δει ολοζώντανα»
     Το 1964, στη Ναύπακτο, η Ευδοκία Δράκου, κάνει μια τελευταία επίσκεψη στο ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο πατρικό της σπίτι, πριν αυτό γκρεμιστεί για να αναγερθεί στο οικόπεδο μια πολυκατοικία. Σε μια γωνία, βρίσκει μια οικογενειακή φωτογραφία κι ένα σημειωματάριο. «Ένα καφέ δερματόδετο βιβλίο. «Μπα, τετράδιο είναι, πολυκαιρισμένο. Τα βερεσέδια θα είναι του μπαμπά». Τα φύλλα φαγωμένα στις άκρες. Νικολάκης Δράκος «Ημερολόγιον». Δεν είχε δει ποτέ τον πατέρα να γράφει κάτι άλλο εκτός από λογαριασμούς. Με τρεμάμενο χέρι γύρισε στη δεύτερη σελίδα. Άρχισε να διαβάζει».
     Το ημερολόγιο που γράφει ο Ν. Δράκος ξεκινά το 1855, όταν ο 15χρονος ορφανός από πατέρα νεαρός, έφυγε από τα βουνά της Ρούμελης, για να μεταναστεύσει στην Κωνστάντζα, όπου ζούσε ο άκληρος θείος του Διονυσάκης, ο οποίος ασχολούνταν με το εμπόριο και είχε δημιουργήσει αξιόλογη περιουσία. «Όταν με γύρεψε ο μπάρμπα-Διονυσάκης, ο αδελφός του πατέρα να πάω στην Κωνστάντζα για ψυχοπαίδι του, ήμουν νήπιο. Η μάνα τότε δεν μ’ έδωσε. Όταν δεκαπεντάρισα κι είδε κι αποείδε μου πε: «Ξύπνος είσ’ εσύ, καμάρι μ’, δεν κάνεις για τα γίδια. Άετε να βρεις την τύχη σ’. Άμα προκόψεις ματάλα». Με σταύρωσε με φυλαχτά και πίστρωσε την καπότα μου με τα μάτια στο χώμα».
     Ο Νικολάκης πλάι στο θείο του, μαθαίνει όλα τα μυστικά του εμπορίου και εξελίσσεται σε σημαίνον πρόσωπο του επιχειρηματικού κόσμου και την ελληνικής παροικίας της ρουμανικής πόλης. Είκοσι χρόνια μετά, το 1875, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη για να «κλείσει τα μάτια» της μάνας του. Τότε είδε και την κοπέλα που θα γινόταν γυναίκα του. «Δεκατεσσάρων χρονών, μου είπαν, μα φάνταζε είκοσι. Ψηλόλιγνη, μ’ ελαφίσιο λαιμό και κίνηση νεροφίδας. Ένα κεφάλι να το κόψεις. Η «Άνοιξη» του Μποτιτσέλι που είδα στη Φλοράντζα, όταν πέρασα προς τη Γένοβα για δουλειές του ναυτιλιακού γραφείου του μπάρμπα μου. Τέτοια ομορφιά! Οι πλεξούδες περιχυμένες με χρυσόμελο κι η θάλασσα λουσμένη στο χρυσωπό ήλιο αντιφέγγιζε στα μυγδαλωτά της μάτια. Με κοίταξε για μια στιγμή και το βλέμμα της πετάρισε μ’ ανήσυχα πρασινωπά κυματάκια που τράβαγαν τον καραβοκύρη ίσα καταπάνω τους. Όσο γνωστικός κι έμπειρος να ήταν κάποιος, θα τσακιζόταν πάραυτα στα κάλλη της Χρυσαφένιας».

     Η Ευδοκία, ανακαλύπτει όμως πως το «Ημερολόγιον» έχει πολλά κενά και αναλαμβάνει να συμπληρώσει αυτή την ιστορίας της οικογένειάς της, με όσα άκουσε και όσα έζησε.             Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, μεγάλης αφηγηματικής δύναμης, με πολύ καλή γραφή και γλώσσα. Όπου και όταν χρειάζεται για να αποδοθεί καλύτερα το κλίμα του τόπου και του χρόνου, η συγγραφέας χρησιμοποιεί στοιχεία της ντοπιολαλιάς. Αναπλάθει άριστα και μας μεταφέρει την τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής.  

30 Νοε 2016

ΑΚΥΜΑΝΤΟΙ

ΝΙΚΟΣ ΣΚΟΡΙΝΗΣ
Εκδόσεις Ε.Ο.ΛΙΒΑΝΗΣ
Σελ. 411, Μάιος 2016

     Ένα πολιτικό μυθιστόρημα είναι το δεύτερο βιβλίο του Νίκου Σκορίνη, που μέσα από το μύθο του, περιγράφει την πορεία μιας παρέας παιδιών που ξεκίνησε μετά τον πόλεμο και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.
     Σ’ ένα χωρίο του Ταΰγετου, την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1949, γεννιούνται με διαφορά λίγων λεπτών τέσσερα παιδιά! «Τα ονόματα δόθηκαν αμέσως από τους πατεράδες τους, που κατά τύχη βρέθηκαν όλοι στο ίδιο μαγαζί, αλλά σε διαφορετικά τραπέζια. Ο Θεός θα περίμενε αργότερα τη σειρά του για να τα ονοματίσει. Πέντε κιλά κρασί κέρασε τους θαμώνες έκαστος των γονιών για τη βάπτιση ενώπιον του λαού. Με τη σειρά, όπως γεννήθηκαν: Μάρκος, Μυρσίνη, Ροδάνθη, Άγης. Όλοι οι νεοσσοί, τέκνα του Αιγόκερου».
     Τα παιδιά όσο μεγάλωναν, γίνονταν φίλοι αχώριστοι. Μαζί στο σχολείο, μαζί και στα παιχνίδια. Όμως η ανέχεια, η υπανάπτυξη και η φτώχεια που ερήμωσαν την ελληνική επαρχία τα χώρισε. Οι γονείς τους αναγκάστηκαν να πάρουν ο καθένας το δικό του δρόμο της μετανάστευσης. Γρήγορα οι ξενιτεμένοι κατάλαβαν ότι η μετανάστευση δεν ήταν η ιδανική λύση και επέστρεψαν. «Μετά από τρία τέσσερα χρόνια ξενιτιάς, τα αιγοκεράκια, με διαφορά μηνός το ένα από το άλλο, γύρισαν πίσω στο χωριό του Ταΰγετου, μαζί με τις οικογένειές τους. Δεν ήταν όμως ίδιες πια. Πρώτος γύρισε ο Μάρκος με τη μάνα του. Ο πατέρας του άφησε τη ζωή του στο Βανκούβερ από την αρρώστια, μόλις πέντε μήνες νωρίτερα. Ακολούθησε η Ροδάνθη, χωρίς μάνα. Ο Άγης με πατέρα κουλό και τελευταία η Μυρσίνη χωρίς πατέρα».
     Παρά τις αντιξοότητες και μετά από μια ακόμα-εσωτερική αυτή τη φορά- μετανάστευση, τα παιδιά προόδευσαν. «Σπούδασαν όλοι. Ο Μάρκος Σερένης γιατρός, η Ροδάνθη Αυγερινού Ιστορία της Φιλοσοφίας και η Μυρσίνη Αποσπερίτη Κοινωνικές Επιστήμες. Ο Άγης Βρεττός έγινε σπουδαίος δικηγόρος». Τα τέσσερα παιδιά, όχι μόνο σπούδασαν, αλλά έγιναν επιτυχημένοι ο καθένας στον τομέα του. Πραγματικά επιτυχημένοι όμως κι όχι αυτό που θεωρούν οι νεοέλληνες επιτυχία, δηλ. τα πολλά-και κυρίως άνομα - λεφτά. «Μικροαστισμός και επιδειξιομανία! Έλληνας κακιάς κοπής ο Νεοέλληνας. Πολυτελή αυτοκίνητα, στα σκυλάδικα να σπάνε πιάτα… Να βγαίνουν οι… τενόροι και οι άριες μετά τη μία τα μεσάνυχτα και τα πλήθη στριμωγμένα γύρω από τα τραπέζια να εκστασιάζονται. Μια χαρά τον έφτιαξαν τον νέο Έλληνα! Τους βγάζω το καπέλο! ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έκαναν την Ελλάδα μισό αιώνα τώρα ένα απέραντο σκυλάδικο!».
     Μέχρι που ένας δυσεξήγητος φόνος κι ένα «περίεργο» ατύχημα, τους βάζουν σε ένα κυκεώνα γεγονότων και εξελίξεων που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν, να ερμηνεύσουν και να ελέγξουν.
     Ο Ν. Σκορίνης μέσα από το εξαιρετικό του μυθιστόρημα, που έχει ιδιαίτερη πλοκή κι έντονο σασπένς, προσπαθεί να δώσει τη δικιά του άποψη κι εξήγηση για γεγονότα που μας προβληματίζουν όλους (τα οποία θεωρεί ότι δεν είναι τυχαία, αλλά προσεκτικά σχεδιασμένα εδώ και καιρό στα σκοτεινά παρασκήνια της διεθνούς πολιτικής) και τις δικές του απαντήσεις σε ερωτήματα που θέτουμε και που αφορούν την πολύ πρόσφατη ιστορία του πολύπαθου αυτού τόπου.    


23 Νοε 2016

Ο ΑΝΤΕΡΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ

Ο ΑΝΤΕΡΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ
ΓΙΟΥΝΑΣ ΓΙΟΥΝΑΣΟΝ
Μετάφραση ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Σελ. 354, Σεπτέμβριος 2016

     Το άκρως διασκεδαστικό μυθιστόρημα του σουηδού Γ. Γιούνασον με τον τίτλο «Ο Άντερς Ο Φονιάς Και Οι Φίλοι Του», είναι το τρίτο βιβλίο του που κυκλοφορεί στα ελληνικά.
     Στην ρεσεψιόν της πανσιόν «Ακρωτήρι», εργάζεται ο νεαρός Περ Πέρσον. «Δεκατέσσερα δωμάτια. Διακόσιες είκοσι πέντε κορόνες τη βραδιά. Κοινή τουαλέτα και ντους. Καθαρά σεντόνια και πετσέτες μια φορά την εβδομάδα, αλλά μόνο αν τα χρησιμοποιημένα φαίνονταν αρκετά χρησιμοποιημένα». Ο Πέρ, από την εφηβική του ηλικία, οικτίρει διαρκώς τον από χρόνια πεθαμένο πάππου του, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο που αναγκάζεται να ζει σε μια συνεχή αβέβαιη οικονομική κατάσταση. «Ο γέρος ήταν από τους κορυφαίους εμπόρους υποζυγίων στη νότια Σουηδία. Ποτέ δεν έπεφτε το χρόνο κάτω από τα επτά χιλιάδες ζώα, όλα πρώτης τάξης. Όμως από το 1955 και μετά οι δόλιοι αγρότες, άρχισαν να αντικαθιστούν τα καματάρικα και καθαρόαιμα άλογα με τρακτέρ και με ταχύτητα που ο παππούς αρνιόταν να κατανοήσει. Οι επτά χιλιάδες συναλλαγές έγιναν επτακόσιες, μετά εβδομήντα και τέλος, επτά. Σε πέντε χρόνια, η πολλών εκατομμυρίων περιουσία της οικογένειας εξαφανίστηκε μέσα σε ένα σύννεφο καπνού από κινητήρες ντίζελ».
     Την πανσιόν «Ακρωτήρι» χρησιμοποιεί ως κατοικία του-όποτε είναι εκτός φυλακής-ένας άντρας που είναι γνωστός με το όνομα «Άντερς ο Φονιάς». Αυτόν τον καιρό έχει μόλις αποφυλακιστεί-για τρίτη φορά! «Στην πραγματικότητα ονομαζόταν Γιούχαν Άντερσον και είχε περάσει στη φυλακή σχεδόν όλη την ενήλικη ζωή του. Δεν τα κατάφερνε με τα λόγια και τις διατυπώσεις, αλλά είχε ανακαλύψει αρκετά νωρίς στη ζωή ότι μπορούσε να βρίσκει το δίκιο του αν πλάκωνε στα σκαμπίλια όποιον του έφερνε αντίρρηση ή έδινε έστω την εντύπωση ότι σκόπευε να το κάνει. Και να τον ξαναπλάκωνε αν ήταν αναγκαίο».
     Μια τυχαία συνάντηση στο γειτονικό πάρκο του Περ με μια νεαρή ιερέα, την Γιοχάνα Σελάντερ, θα προσθέσει ένα τρίτο μέλος στην «παρέα». «Ήταν πράγματι ιερέας. Του αφηγήθηκε, ενώ μασούσε και κατέβαζε ασταμάτητα τα τέσσερα σάντουιτς με χοιρομέρι του ρεσεψιονίστα, ότι μέχρι και την προηγούμενη είχε δική της ενορία, όταν κατά τη διάρκεια του κηρύγματος τη διέκοψαν και της ζητήθηκε από τον πρόεδρο του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου να κατέβει από τον άμβωνα, να μαζέψει τα πράγματά της και να πάρει δρόμο». Το γιατί συνέβη αυτό, θα το μάθει ο Περ (και μαζί του και εμείς οι αναγνώστες), αρκετές… σελίδες αργότερα, κι έχει σχέση με το ότι η Γιοχάνα δεν ήθελε με κανένα τρόπο να ακολουθήσει την ιερατική παράδοση της οικογένειας, αλλά εξαναγκάστηκε να το κάνει από τον πατέρα της.
     Η ιερέας και ο ρεσεψιονίστας, θέλοντας να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση, αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν την «ιδιαιτερότητα» του Άντερς. Ιδρύουν μια πρωτότυπη εταιρία… ξυλοδαρμών, που υπόσχεται εχεμύθεια, άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση των παραγγελιών και ξεκάθαρο τιμολόγιο. Δε διστάζουν μάλιστα να «χρησιμοποιήσουν» το αιματοβαμμένο παρελθόν του Άντερς, για να κάνουν γνωστή την εταιρία τους μέσω των ΜΜΕ, που όποτε οσμίζονται αίμα εκστασιάζονται και σπεύδουν. Έτσι αποκτούν ένα πελατολόγιο, που αποτελείται από τα χειρότερα αποβράσματα του σουηδικού υποκόσμου.
     Όμως οι φιλοσοφικές και θρησκευτικές «αναζητήσεις» του Άντερς, θα θέσουν σε κίνδυνο την αξιοπιστία της εταιρίας…
     Έξυπνο, καυστικό, πνευματώδες και αστείο το μυθιστόρημα, θα σας κάνει να χαμογελάτε διαβάζοντάς το, με τη χιουμοριστική αντιμετώπιση των καταστάσεων και να συμπαθήσετε τους «απατεώνες» ήρωες του, που βιώνουν αυτές τις καταστάσεις.


16 Νοε 2016

ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

PHILIP KERR
Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΑΓΚΟΣ
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Σελ. 431, Απρίλιος 2016

     Το πρώτο, μιας νέας σειράς βιβλίων που γράφει ο Φ. Κερ με πρωταγωνιστή τον Σκοτ Μάνσον, σας παρουσιάζω σήμερα.
     Ο Σκοτ Μάνσον, είναι βοηθός προπονητή με αυξημένες αρμοδιότητες στα αποδυτήρια, στην ποδοσφαιρική ομάδα Λόντον Σίτι, που αγωνίζεται στην Premier League της Αγγλίας, ιδιοκτησίας του ουκρανού δισεκατομμυριούχου Βίκτορ Σοκόλνικοφ. Υπήρξε πρώην ποδοσφαιριστής, αλλά η καριέρα του τελείωσε άδοξα το 2004 «…στις 23 Δεκεμβρίου, με βρήκαν ένοχο για βιασμό και καταδικάστηκα σε οχτώ χρόνια φυλάκισης…». Αφού έμεινε στη φυλακή 18 μήνες, τελικά αποδείχτηκε περίτρανα ότι ήταν αθώος, όπως ο ίδιος υποστήριζε. Όμως αστυνομικές αβλεψίες και η απόκρυψη στοιχείων από τον ντετέκτιβ που είχε αναλάβει την υπόθεση τον έστειλαν στη φυλακή.
     Ο πρώτος προπονητής της ομάδας, ο πορτογάλος Ζοάο Ζάρκο, πριν από ένα σημαντικό αγώνα με τη Νιούκαστλ, δεν εμφανίστηκε στα αποδυτήρια για την καθιερωμένη ομιλία, ενώ πριν από λίγη ώρα βρισκόταν στο γήπεδο. «Δεν υπήρχε καλύτερος στο να καταλαβαίνει και να εμψυχώνει τους παίκτες. Εμπνέει αφοσίωση και οι παίκτες θέλουν απλώς να παίξουν καλά για κείνον. Αν δεν ήταν προπονητής ποδοσφαίρου θα ήταν πολύ καλός στρατηγός… Το παιχνίδι υποτίθεται ότι θα ξεκινούσε στις 4 μ.μ., αλλά είχε πάει σχεδόν τρεις και ο Ζάρκο δεν είχε φτάσει ακόμα…». Κανείς όμως δεν μπορεί να φανταστεί τη συνέχεια.
     Η είδηση ότι ο ταλαντούχος προπονητής βρέθηκε νεκρός, πέφτει σαν «κεραυνός εν αιθρία» και συγκλονίζει όλο τον ποδοσφαιρικό κόσμο. «Ένας από τους άντρες της ασφάλειας του γηπέδου ανακάλυψε το πτώμα σε μια αυλίτσα για τους συντηρητές στην εξωτερική ατσάλινη κατασκευή… Είναι αρκετά απόμακρη, γι’ αυτό δεν τον βρήκαμε πιο νωρίς». Η κατάσταση του πτώματος παραπέμπει σε ανθρωποκτονία μετά από άγριο ξυλοδαρμό. «…τον τσάκισαν στο ξύλο απ’ ότι φαίνεται. Έτσι δείχνουν να έχουν τα πράγματα τέλος πάντων. Το κεφάλι του Ζάρκο ήταν πολύ πρησμένο… Η Σήμανση λέει ότι είχε τόσες πολλές κακώσεις, ώστε ακόμα κι αν είχε επιβιώσει, θα είχε κάποιου είδους εγκεφαλική βλάβη…».
     Ο ιδιοκτήτης της ομάδας καλεί τότε τον Μάνσον στο σπίτι του και με δέλεαρ τη θέση του πρώτου προπονητή, του αναθέτει να βρει ποιος δολοφόνησε τον Ζάρκο. Ο Μάνσον μετατρέπεται σε ντετέκτιβ και κάνοντας μια παράλληλη έρευνα με την αστυνομία, την οποία λόγω της προσωπικής του περιπέτειας αντιπαθεί και δεν εμπιστεύεται, προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια.

     Ο Κερ, αν και κινείται σ’ ένα χώρο και τόπο διαφορετικό από τα προηγούμενα έργα του, δημιουργεί έναν εξίσου ενδιαφέροντα και συμπαθητικό χαρακτήρα όπως ο Μπένι Γκούντερ, τις περιπέτειες του οποίου στο σκοτεινό και διεφθαρμένο παρασκήνιο του ποδοσφαίρου, θα απολαύσουμε, δοσμένες από την εξαιρετική πένα του βρετανού συγγραφέα, ο οποίος δηλώνει οπαδός της Άρσεναλ, από μικρό παιδί (κάτι που μου τον κάνει ακόμα πιο αγαπητό). 

11 Νοε 2016

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΡΑΚΗΣ



Ο Βασίλης Τσιράκης γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1961. Τα εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στον Βόλο, ενώ από το 1980 ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, όπου και σπούδασε στο φυσικό τμήμα του ΑΠΘ. Αρθογραφεί για θέματα τέχνης και πολιτισμού στον περιοδικό Τύπο και στο διαδίκτυο. Έργα του: «Οι Ποδηλάτες Του Χρόνου» (Κοχλίας, 2004), «Ακορντεόν, Βιολί Και Φυσαρμόνικα» (ΚΨΜ, 2007), «Σελανίκ» (Τόπος 2012), «Τα Χρόνια Ανάμεσα» (Τόπος, 2016), το θεατρικό «Μετεωρολογικό Δελτίο», το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «Θεσσαλονίκη 2003» και οι μυθοπλαστικές ταινίες μικρού μήκους "Το παγκάκι" και  "Ένα Συν Ένα".

Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας;
-         Η συμβίωση πέντε και πλέον διαφορετικών κοινοτήτων και τριών διαφορετικών θρησκευτικών δογμάτων, σε μια πόλη διαρκές άσυλο προσφύγων, όπου κατά τη διάρκεια της ημέρας η ώρα μετριόταν με δύο διαφορετικούς τρόπους και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας υπήρχαν δύο διαφορετικές ημέρες αργίας.

Το έργο σας περιλαμβάνει πολλά ιστορικά στοιχεία, αλλά και το πως διαμορφώθηκε η πόλη στο πέρασμα του χρόνου. Απαιτήθηκε έρευνα και πόσο καιρό διήρκεσε;
-      O μυθιστοριογράφος είναι ταυτόχρονα ένας ερευνητής, αλλά και ένας ρακοσυλλέκτης της ιστορίας. Η περιφορά στην πόλη και το ψάξιμο στους κάδους της μερικές φορές φτάνει και τρία και τέσσερα χρόνια.

Εκτός από τον τόπο στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία (Θεσσαλονίκη) υπάρχει άλλη σύνδεση με το προηγούμενο βιβλίο σας;
-         Εκτός από την ιστορία και την εξέλιξη της τοπογραφίας της πόλης, αξίζει ίσως να αναφέρουμε και τα πολλά ιστορικά πρόσωπα που «περνούν» από τα δύο μυθιστορήματα. Και τέλος το ότι κάποιοι από τους ήρωες στα «Χρόνια ανάμεσα» ίσως λοξοκοιτούν κάποιους από τους ήρωες του «Σελανίκ».

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το μυθιστόρημα αυτό και ποιο είναι;
-         Τα μηνύματα στα μυθιστορήματα θα πρέπει ίσως να μεταφέρονται όχι  από το συγγραφέα, αλλά από τους ήρωες, οπότε μάλλον είναι καλύτερα να απευθυνθούμε σε αυτούς.

Εκτός από τα ιστορικά πρόσωπα, το μυθιστόρημα περιλαμβάνει και φανταστικούς χαρακτήρες. Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
-         Συνεχίζουν να με καλούν σε συζήτηση και να με προβληματίζουν αν μετέφερα στο χαρτί όσο το δυνατόν πιστότερα το χαρακτήρα τους.

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
-         Συνήθως κάποιος φίλος.

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
-         Προφανώς η διαδικασία της γραφής είναι πριν απ’ όλα ένα ταξίδι αυτογνωσίας.

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
-         Υπήρξαν πολλές στιγμές που οι ήρωες μου ανέτρεψαν την πεποίθηση που είχα αρχικά γι αυτούς και απαίτησαν να του «φέρομαι» πιο δίκαια.

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
-         Η ζωντανή συζήτηση δεν μπορεί να υποκατασταθεί από καμιά άλλη, και αναφέρομαι προφανώς στο διαδίκτυο. Αρκεί να μην κυριαρχούν ερωτήσεις του «τι εννοεί ο ποιητής». Σε ένα καλλιτεχνικό έργο το ζητούμενο δεν είναι η απάντηση, αλλά η ερώτηση. Έτσι δεν έχει και μεγάλη σημασία το τι εννοεί ο «ποιητής», αλλά το πως κατανοεί ο αναγνώστης τα πιστεύω και τις πράξεις των ηρώων.

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
-         Από τη στιγμή που τυπώνεται το βιβλίο και ξεκινά το ταξίδι του δεν ανήκει πια στο συγγραφέα. Το έργο στην πορεία επανοηματοδοτείται από την κοινωνική συγκυρία και από το υπόβαθρο του κάθε αναγνώστη. Έτσι η άποψη του συγγραφέα δεν είναι παρά μια ακόμη άποψη, ισότιμη με όλων των άλλων που το διάβασαν. Με αυτή την έννοια και βέβαια μου έχουν υποδειχτεί πτυχές του έργου που ούτε καν είχαν περάσει από το μυαλό μου όταν το έγραφα.

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
-         Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα νομίζω άπτεται της δουλειάς των κριτικών λογοτεχνίας.

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
-         Στο βαθμό που η συγγραφή είναι εσωτερική ανάγκη και όχι ματαιοδοξία, είναι μια διαδικασία γνώσης και έρευνας, αλλά ταυτόχρονα και ένα ταξίδι αυτογνωσίας, μέσα από το οποίο ο συγγραφέας προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό του. Ένα ταξίδι επίπονο που όμως ταυτόχρονα εμπεριέχει το στοιχείο της πληρότητας και της απόλαυσης.


Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο;

-         Μετά το «Σελανίκ» και τα «Χρόνια ανάμεσα» ακολουθεί το τρίτο βιβλίο της τριλογίας της Θεσσαλονίκης που καλύπτει τα χρόνια από τον εμφύλιο πόλεμο ως την εξέγερση του Πολυτεχνείου.

7 Νοε 2016

ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΔΙΧΩΣ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ

JEAN CHRISTOPHE GRANZE
Μετάφραση ΜΑΡΙΑ ΓΑΒΑΛΑ
Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σελ. 956, Απρίλιος 2016

     Το έχω γράψει και άλλη φορά, ότι τα ογκώδη βιβλία δεν τα συμπαθώ και σπάνια τα πιάνω στα χέρια μου για να τα διαβάσω. Το συγκεκριμένο βιβλίο όμως, από τη στιγμή που αποφάσισα να το ξεφυλλίσω αρχικά και στη συνέχεια να διαβάσω κάποιες παραγράφους με συνάρπασε. Μπορώ να πω τώρα που το διάβασα-σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα σε σχέση με τον όγκο του, αφού δεν μπορείς εύκολα να το αφήσεις από τα χέρια σου-ότι δεν περισσεύει ούτε μια από τις 956 σελίδες του.
     Ο Ματίας Φρερ, είναι ένας ψυχίατρος που εδώ και λίγους μήνες μετακόμισε στο Μπορντώ από το Παρίσι, για να εργαστεί στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Πιέρ Ζανέ. Ένα σαββατόβραδο, που έκανε τη βάρδια του, η αστυνομία του έφερε έναν άνδρα που είχε χάσει τη μνήμη του. «Ο αμνήμων ήταν κολοσσός. Πρέπει να ‘ταν σχεδόν δύο μέτρα και πάνω από 130 κιλά. Φορούσε καπέλο-ένα αυθεντικό Στέτσον Τεξανού-και καουμπόικες μπότες από δέρμα σαύρας. Οι πλάτες ήταν στριμωγμένες σ’ ένα σκούρο παλτό… Τον άγνωστο τον είχαν βρει γύρω στα μεσάνυχτα κάποιοι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι σε μια καμπίνα γρασαρίσματος κατά μήκος της γραμμής 1. Όταν οι τεχνικοί τον είχαν ρωτήσει τι γύρευε εκεί πέρα, δεν είχε μπορέσει να τους απαντήσει κι ούτε ήξερε να τους πει το όνομά του… Δεν είχε μαζί του κανένα επίσημο χαρτί ούτε κάτι άλλο που θα επέτρεπε την ταυτοποίησή του. Ο τύπος φαινόταν να βρίσκεται σε κατάσταση σοκ. Δυσκολευόταν να μιλήσει. Μερικές φορές μάλιστα ακόμη και να καταλάβει τις ερωτήσεις που του έκαναν».
     Το ίδιο βράδυ η αστυνόμος Αναϊς Σατλέ έκανε τη δική της βάρδια που τη φέρνει –επιτέλους- αντιμέτωπη με μια υπόθεση που προσδοκούσε εδώ και δύο χρόνια που βρισκόταν στο Μπορντώ. Κάτι που θα τη βοηθούσε να δείξει την αξία της. «Η βάρδια του Σαββατόβραδου ξεκινούσε μ’ ένα πτώμα. Δολοφονία πραγματική με όλα τα συμπαρομαρτούντα, τελετουργικό και ακρωτηριασμούς. Με το που είχε λάβει την κλήση, είχε πάρει το αυτοκίνητό της και είχε κατευθυνθεί στον τόπο του συμβάντος: στο σταθμό Σαιν Ζαν. Ενόσω οδηγούσε, επαναλάμβανε τις πληροφορίες που της είχαν δώσει. Ένας νεαρός άντρας γυμνός. Πολλαπλά τραύματα. Σκηνοθεσία διαστροφική. Τίποτε το συγκεκριμένο, κάτι όμως που ανέδιδε τρέλα, ωμότητα, έρεβος…». Η αστυνόμος κινητοποιεί την ομάδα της, παρά το προχωρημένο της ώρας. Κάποιος την πληροφορεί για το περιστατικό τον αμνήμονα που βρέθηκε εκεί κοντά. Η αστυνόμος αποφασίζει να επισκεφτεί το νοσοκομείο, για να δει αν υπάρχει κάποια συνάφεια ανάμεσα στα δύο περιστατικά, αφού η ώρα και η περιοχή των συμβάντων συμπίπτουν. Εκεί συνάντα τον ψυχίατρο Φρερ και ξεκινούν οι ανατροπές. Σε ένα ανθρωποκυνηγητό που ξεκινά από το Μπορντώ, περνά από τη (γαλλική) χώρα των Βάσκων, συνεχίζεται στη Μασσαλία και στο Παρίσι για να καταλήξει και πάλι στο Μπορντώ, αποδεικνύεται ότι κανένας δεν είναι αυτός που φαίνεται, αλλά και αυτός που νομίζει ότι είναι…

     Το βιβλίο δεν είναι απλά ένα συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ. Είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, με πλοκή, σασπένς, κινηματογραφικές σκηνές, συνεχείς ανατροπές, γρήγορο αφηγηματικό ρυθμό και εξαιρετικούς χαρακτήρες μοναδικά σκιαγραφημένους. Βιβλίο που θα αποτελέσει εξαιρετική επιλογή ακόμα και για τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες.  

31 Οκτ 2016

MAESTRA

LISA S. HILTON
Μετάφραση ΣΟΦΙΑ ΤΑΠΑ
Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
Σελ. 399, Ιούνιος 2016

     Το μυθιστόρημα της Λίζα Χίλτον, που θα μας απασχολήσει σήμερα, είναι το πρώτο μιας τριλογίας (της οποίας τα επόμενα μέρη δεν γνωρίζω πότε θα κυκλοφορήσουν). Πριν προχωρήσω στην παρουσίαση του μύθου του βιβλίου, πρέπει να σας πω ότι η συγγραφέας, χρησιμοποιεί «ελεύθερη» γλώσσα, τόσο στις ερωτικές σκηνές, όσο και στις σκηνές ανθρωποκτονιών και οι περιγραφές που κάνει είναι πολύ ρεαλιστικές! Κάτι που μπορεί να ενοχλήσει ορισμένους. Όμως νομίζω ότι η χρήση της συγκεκριμένη γλώσσας και οι ρεαλιστικές περιγραφές, δεν έχουν να κάνουν τόσο με την πρόκληση του αναγνώστη, όσο με το ότι έτσι δείχνει μια ακόμη πτυχή του πολύπλευρου χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας του έργου της, που είναι και η αφηγήτρια της ιστορίας.
     Η Τζούντιθ Ράσλι, είναι μια νέα γυναίκα, που αφ’ ενός δεν μεγάλωσε σε αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «υγιές περιβάλλον» και αφ’ ετέρου, υπήρξε πολλές φορές θύμα bullying στη διάρκεια των μαθητικών της χρόνων. Μετά από εμπεριστατωμένες σπουδές στην Ιστορία της Τέχνη, έπιασε δουλειά σε έναν από τους σημαντικότερους οίκους δημοπρασιών του Λονδίνου, τον British Pictures. Εκεί εργάζεται ως βοηθός, αλλά παρά τη σκληρή προσπάθεια και τις γνώσεις της, δεν καταφέρνει να τραβήξει την προσοχή των προϊσταμένων της. Κάτι που θα έφερνε μια προαγωγή και κάποια αύξηση μισθού, που θα τη βοηθούσε να πάψει να φυτοζωεί και να ορθοποδήσει οικονομικά.
     Μια μέρα στο μετρό συναντά μια παλιά της συμμαθήτρια τη Λιάν, που χρησιμοποιεί το Μερσέντες ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο κι εργάζεται σε ένα «κλαμπ σαμπάνιας», το οποίο προσφέρει ποτά σε μοναχικούς άντρες με τη συντροφιά (αποκλειστικά και μόνο συντροφιά) όμορφων κοριτσιών. Της προτείνει να ζητήσει δουλειά για να ενισχύσει το εισόδημά της, αφού τα φιλοδωρήματα που κερδίζουν τα κορίτσια είναι αρκετά υψηλά. Η Τζούντιθ δελεάζεται και αποφασίζει να δοκιμάσει. «Η συνέντευξή μου για μια θέση στο Γκστάαντ Κλαμπ εκείνο το βράδυ συνοψίστηκε στη συνάντησή μου με τον Όλι, τον γιγαντιαίο, βαρύθυμο Φιλανδό, που ήταν ιδιοκτήτης, μετρ και μπράβος μαζί και που μ’ έκοψε από πάνω μέχρι κάτω… «Αντέχεις το ποτό;» με ρώτησε. «Απ’ το Λίβερπουλ είναι» χαχάνισε η Μερσέντες κι εκεί τελείωσε το θέμα. Κι έτσι, για τις επόμενες οχτώ εβδομάδες, κάθε Πέμπτη και Παρασκευή βράδυ, δούλευα στο κλαμπ».
     Χωρίς βέβαια να εγκαταλείψει την κανονική της δουλειά. Την οποία δεν μπόρεσε να κρατήσει για πολύ ακόμα. Όταν ανακάλυψε ότι ο Ρούπερτ, ο προϊστάμενός της, εμπλέκεται στην απάτη της πώλησης ενός πλαστού πίνακα που με τις κατάλληλες «επεμβάσεις» παρουσιάζεται ως γνήσιος, απολύεται πριν προλάβει να αποκαλύψει οτιδήποτε. Η ζωή της αλλάζει δραματικά κι αισθάνεται να βρίσκεται σε απόλυτο αδιέξοδο. Μέχρι να αποφασίσει τι θα κάνει, δέχεται την πρόταση του πιο ευκατάστατου από τους πελάτες του κλαμπ, για μια ολιγοήμερη «απόδραση» στη Ριβιέρα. Όμως εκεί τα πράγματα παίρνουν μια απρόσμενη τροπή. Και η περιπέτεια αρχίζει…

     Ένα έξυπνο θρίλερ, με δράση, σασπένς, πολύ ζωγραφική, «κινηματογραφική» δομή, ένταση, ανατροπές, του οποίου η γραφή και ο χαρακτήρας της Τζούντιθ, της κεντρικής ηρωίδας, προκάλεσαν συζητήσεις όπου κυκλοφόρησε το βιβλίο.   

26 Οκτ 2016

ΚΙ ΑΛΛΟ

ΧΑΚΑΝ ΓΚΙΟΥΝΤΑΪ
Μετάφραση ΣΤΕΛΛΑ ΒΡΕΤΟΥ
Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ
Σελ. 523, Απρίλιος 2016

     Με το τεράστιο και εξαιρετικά επίκαιρο θέμα της διακίνησης μεταναστών από τα παράλια της Τουρκίας προς την Ελλάδα, ασχολείται στο μυθιστόρημά του «Κι Άλλο» ο τούρκος συγγραφέας Χ. Γκουντάι.
     Ο Γκαζά, είναι ένας 9χρονος ορφανός από μητέρα τούρκος, που ζει σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, το Κάνταλι. Σ’ αυτή την τρυφερή ηλικία, αναγκάζεται να αφήσει το σχολείο-στο οποίο διαπρέπει-για να βοηθήσει τον πατέρα του Αχάντ στη «δουλειά» του. Ο Αχάντ, είναι ιδιοκτήτης και οδηγός ενός ειδικά διαμορφωμένου φορτηγού, που χρησιμοποιείται στην παράνομη διακίνηση μεταναστών. Τους παραλαμβάνει από ένα σημείο στα βουνά και αφού τους κρύψει (από λίγες ώρες μέχρι μερικές ημέρες) στο Κανταλί, τους μεταφέρει στα παράλια απέναντι από τα ελληνικά νησιά. Από εκεί αναλαμβάνουν άλλοι. Θέλει τον Γκαζά να τον βοηθάει. «Ώστε τσιράκι έψαχνε ο πατέρας μου. Ένα τσιράκι που θα του ανήκε ολοκληρωτικά, με τις σάρκες του, τα κόκαλά του, το μεδούλι του. Ήθελε να έχει συνένοχο το γιο του, για να μη μοιραστεί τα κέρδη του με κάποιον άλλο».
     Το κύριο καθήκον του νεαρού είναι να προσφέρει τροφή και νερό στους μετανάστες που κρύβονται σε μια υπόγεια δεξαμενή, για όσο διάστημα χρειαστεί μέχρι να ρυθμιστεί η μεταφορά τους. Μέχρι που λίγα χρόνια αργότερα, όταν πια ο Γκαζά είναι έφηβος, ένας θάνατος κι ένα περιστατικό θα ξυπνήσει το δυνάστη που ο κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του και περιμένει να διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες για να κάνει την εμφάνισή του. Μόνο που ο δυνάστης από μικρός που ήταν στην αρχή, κάθε μέρα γιγαντώνεται ακόμη περισσότερο. «Είχαμε συνεννοηθεί λοιπόν. Εκείνοι σκέφτονταν ότι ήμουν τέρας, εγώ γινόμουν τέρας. Επιπλέον, δεν χρειάστηκαν να το σκεφτούν πάνω από δέκα λεπτά προτού θυσιάσουν έναν δικό τους για χάρη μου».

     Εξαιρετικό μυθιστόρημα. Καλογραμμένο και επίκαιρο. Ο συγγραφέας με μοναδική μαεστρία συνθέτει το πορτραίτο και την πορεία του κεντρικού χαρακτήρα του μυθιστορήματός του, ενώ παράλληλα δίνει με ανατριχιαστικά ρεαλιστική αφήγηση τις παραμέτρους και τη φρίκη του σύγχρονου δουλεμπορίου που εκτυλίσσεται από τα τουρκικά παράλια προς τα ελληνικά νησιά, εδώ και μερικά χρόνια.