31 Μαρ 2019

ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΙΝ

HARALD GILBERS
Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΑΛΗΣ
Εκδόσεις: ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Σελ. 556, Δεκέμβριος 2018

     Το μυθιστόρημα «Οι Γιοι Του Όντιν», είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας του γερμανού συγγραφέα Η. Gilbers με τίτλο «Germania». Εκτυλίσσεται και αυτό στο Βερολίνο, αλλά λίγο αργότερα από το πρώτο μέρος: από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1945.
     Ο επιθεωρητής Ρίχαρντ Όπενχάιμερ, έχει αποταχθεί από το αστυνομικό σώμα, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του. «Είχε απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ως επιθεωρητής του εγκληματολογικού αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, όταν τέθηκαν σε ισχύ οι νόμοι περί φυλετικής καθαρότητας». Χάρη στη βοήθεια της φίλης του Χίλντε Φον Στράχβιτς, απέκτησε καινούρια ταυτότητα ως Χέρμαν Μάγιερ. Όλοι θεωρούσαν ότι ο Όπενχάιμερ, είχε σκοτωθεί σε μια υπόθεση που είχε εμπλακεί. Ζει μακριά από το παλιό του σπίτι και συναντιέται με τη γυναίκα του Λίζα, μόνο σε πολυσύχναστους χώρους και για ελάχιστα λεπτά, αφού πάρουν αμέτρητες προφυλάξεις. Με τη μεσολάβηση πάλι της Χίλντε έχει βρει δουλειά ως νυχτοφύλακας σε τράπεζα του Βερολίνου.
     Η πόλη ζει τραγικές στιγμές. Οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί είναι καθημερινοί και μάλιστα πολλές φορές γίνονται και πρωί και βράδυ. Έχει κατακλυσθεί από πρόσφυγες των ανατολικών επαρχιών που κινούνται προς την πρωτεύουσα, για να αποφύγουν την προέλαση του Κόκκινου Στρατού. Όμως και στο δυτικό μέτωπο τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Τα ναζιστικά στρατεύματα υποχωρούν συνεχώς, μπροστά στην πίεση που ασκούν οι Σύμμαχοι.
     Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό κλίμα, η Χίλντε βρίσκεται άσχημα μπλεγμένη. Ήταν παντρεμένη, αλλά βρισκόταν σε διάσταση με τον άντρα της εδώ και χρόνια. «Ο σύζυγός της Έριχ Χάουζερ, είχε σπουδάσει Ιατρική, όπως και η Χίλντε και όταν βρέθηκαν σε διάσταση εκείνος προσχώρησε στα Ες Ες. Αυτή το εξέλαβε ως αφορμή για να διακόψει κάθε επαφή μαζί του κι έτσι είχε μόνο ακουστά ότι ο άντρας της είχε εκπαιδευτεί ως στρατιωτικός γιατρός με τον βαθμό του αρχιλοχία και ότι αργότερα προήχθη σε λοχαγό. Η Χίλντε τον απεχθανόταν βαθιά, γιατί είχε συνταχθεί με την εθνικοσοσιαλιστικής έμπνευσης θεωρία της βιολογικής κληρονομικότητας και της φυλετικής υγιεινής». Όμως τον Ιανουάριο του 1945, ο Χάουζερ εμφανίστηκε στο σπίτι-ιατρείο της Χίλντε και της ζητά βοήθεια. Θέλει να αφαιρέσει χειρουργικά, το τατουάζ με την ομάδα αίματος, που είχαν όλα τα μέλη των Ες Ες, στο εσωτερικό του μπράτσου τους.
     Είναι προφανές ότι ο Χάουζερ είναι λιποτάκτης και προσπαθεί να καλύψει όλα τα ίχνη της δράσης του στον πόλεμο. Για να «χρηματοδοτήσει» την λιποταξία, η οποία μέσα στην αταξία και την ανακατωσούρα που επικρατεί δεν έχει γίνει ακόμα αντιληπτή, κάνει λαθρεμπόριο μορφίνης, στην οποία έχει πρόσβαση λόγω της ιατρικής του ιδιότητας. Όμως η επιχείρηση πώλησης της μορφίνης αποτυγχάνει. Λίγες μέρες αργότερα, ένα πτώμα που εικάζεται ότι ανήκει στον Χάουζερ, ανακαλύπτεται σε ένα διαμέρισμα του Βερολίνου. Ο αξιωματικός της Γκεστάπο που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει το έγκλημα, μετά από πρόχειρη κι επιπόλαια έρευνα, κατηγορεί τη Χίλντε, η οποία συλλαμβάνεται για να οδηγηθεί ενώπιον του Λαϊκού Δικαστηρίου, αφού ο φόνος ενός αξιωματικού των Ες Ες, θεωρείται ότι υπονομεύει την πολεμική προσπάθεια. «Ο πρόεδρος Ρόλαντ Φλάισερ ασχολείται ο ίδιος προσωπικά με όλες τις υποθέσεις και σαν να μην έφτανε αυτό δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την υπόθεση Χάουζερ. Η υπόθεση της Χίλντε μάλλον θα εκδικαστεί από το Πρώτο Τμήμα, στο οποίο προεδρεύει ο ίδιος […] Ο Οπενχάιμερ έτριψε το μέτωπό του, άφωνος από κατάπληξη. Ώστε λοιπόν η Χίλντε θα παρουσιαζόταν ενώπιον του Φλάισερ, ο οποίος ήταν ξακουστός ως ματωμένος δικαστής».
     Ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει τη Χίλντε να σωθεί από το περιβόητο για την αυθαιρεσία του δικαστικό σύστημα των Ναζί, είναι ο Οπενχάιμερ. Που πρέπει να κάνει το αστυνομικό του δαιμόνιο να λειτουργήσει για να ανακαλύψει ατράνταχτα στοιχεία που θα οδηγήσουν στην αθώωση της. Όμως αυτό που ανακαλύπτει ξεπερνά και την πιο γόνιμη φαντασία…
     Μια ακόμη εξαιρετική ιστορία που μας κάνει να σπεύσουμε να διαβάσουμε το τρίτο μέρος, με τίτλο «Οι Τελευταίες Μέρες» που μόλις κυκλοφόρησε.
   

25 Μαρ 2019

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΣ

JAMES SHIPMAN
Μετάφραση: ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ      
Σελ. 454, Οκτώβριος 2018

     Είναι γενικά παραδεκτό, ότι η άλωση της Κωνσταντινούπολης, αποτέλεσε κομβικό σημείο στην ευρωπαϊκή Ιστορία. «Για τους χριστιανούς, η πτώση της πόλης κατέστησε σαφή την απειλή της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη. Για τον ισλαμικό κόσμο, ένα από τα όνειρα του ίδιου του Προφήτη, γινόταν επιτέλους πραγματικότητα. Τόσο σε ατομικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, ο κόσμος δε θα ήταν ποτέ ξανά ίδιος». Στις ημέρες που προηγήθηκαν της άλωσης, αλλά και στις επιδιώξεις και τις αγωνίες των δύο «πρωταγωνιστών», του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και του σουλτάνου Μωάμεθ, αναφέρεται το ιστορικό μυθιστόρημα του Τ. Σίπμαν, με τίτλο «Κωνσταντίνου Πόλις».
     Ο Κωνσταντίνος ΙΑ! Παλαιολόγος, κλήθηκε να αναλάβει το θρόνο μιας αυτοκρατορίας που ουσιαστικά δεν υφίστατο! Η πάλαι ποτέ «ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία» (ο όρος «βυζαντινός» είναι εφεύρημα καθολικών μοναχών του 19ου αιώνα), έπνεε τα λοίσθια. Την «αυτοκρατορία» αποτελούσε πια μόνο η Κωνσταντινούπολη, που ήταν ένα φάντασμα του παλιού της εαυτού, αφού εντός των τειχών κατοικούσαν μόλις 50 χιλ. άνθρωποι (από τους 500 χιλ. που είχε κάποτε). Η οθωμανική δύναμη που είχε ξεχυθεί από τις ασιατικές στέπες, στο πέρασμα των αιώνων, σάρωσε και καθυπόταξε τα πάντα στο πέρασμα της δημιουργώντας νέα δεδομένα και μια νέα αυτοκρατορία. (η οποία, κάπου στα μέσα του 17ου αιώνα, «υπακούοντας» στην αδήριτη ιστορική αναγκαιότητα όλων των αυτοκρατοριών, άρχισε να καταρρέει). Ο Κωνσταντίνος ήξερε την απελπιστική κατάσταση, αλλά πίστευε ότι οι χριστιανοί της Δύσης, θα τον ενίσχυαν και σταδιακά, θα μπορούσε να απωθήσει τους Οθωμανούς από την Ευρώπη, ώστε στη συνέχεια να μπορέσει να αποκαταστήσει την αυτοκρατορία του ή έστω ένα μεγάλο μέρος της.
     Από την άλλη, ο 20χρονος Μωάμεθ Β!, είχε πάλι αναρρηθεί στο θρόνο μετά την πρώτη του αποτυχημένη «θητεία». Βρισκόταν υπό διαρκή αμφισβήτηση τόσο από τα μέλη του συμβουλίου, όπου κυριαρχούσε ο Μέγας Βεζίρης Χαλίλ, όσο και από την πλειονότητα του λαού. Χρειαζόταν επειγόντως μια εντυπωσιακή νίκη για να ισχυροποιήσει τη θέση του. «Ο Μωάμεθ σκόπευε να προτείνει κάτι ακόμη πιο τολμηρό: την κατάκτηση του μοναδικού μέρους που οι πρόγονοί του είχαν αποτύχει να αλώσουν. Σε περίπτωση επιτυχίας θα κέρδισε τη λατρεία του λαού του και θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Χαλίλ και όποιον άλλον ίσως του εναντιωνόταν». Η Πόλη, αποτελούσε πάντα το «αντικείμενο του πόθου» του Ισλάμ. Αυτός που θα την κατακτούσε να δοξαζόταν αιώνια! «Η Κωνσταντινούπολη αποτελεί κατάρα για το Ισλάμ. Δεν έχει πέσει οκτακόσια χρόνια τώρα, παρά τις τόσες προσπάθειές μας. Ο πατέρας σου και ο δικός του πατέρας δοκίμασαν επανειλημμένα […] Η πόλη αποτελεί αγκάθι στα πλευρά μας. Βρίσκεται στο κέντρο της αυτοκρατορίας μας […] Δεν θα καταστούμε ποτέ πραγματική αυτοκρατορία όσο η Κωνσταντινούπολη παραμένει στον έλεγχο των Ελλήνων. Πρέπει να την πάρουμε! Γεννήθηκα για να την πάρω! Είναι το θέλημα του Αλλάχ. Άραγε ο ευλογημένος Προφήτης, καλή του ώρα, δεν προέβλεψε την πτώση της και ότι εκείνοι που θα την κατακτήσουν θα είναι ευλογημένοι;». Έτσι παρά τις έντονες επιφυλάξεις του Χαλίλ και των άλλων συμβούλων της παλιάς γενιάς ξεκινά τον Απρίλιο του 1453 την πολιορκία. Παίζει τα πάντα σε μια… «ζαριά»! Αν πετύχει θα εδραιωθεί στο θρόνο και στη συνείδηση του λαού του. Αν αποτύχει θα χάσει όχι μόνο το θρόνο αλλά πιθανόν και την ίδια του τη ζωή.
     Ο συγγραφέας, εκτός από την επική ιστορία, περιγράφει με εξαιρετική δεινότητα, με ολοζώντανο κινηματογραφικό τρόπο, την προετοιμασία της πολιορκίας, τις σκηνές των ηρωικών μαχών, την απόγνωση των κατοίκων όταν ακούστηκε το «εάλω η Πόλις», αλλά κυρίως την σύγκρουση δύο εκ διαμέτρου αντίθετων χαρακτήρων και προσωπικοτήτων: του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και του Μωάμεθ. Ο ένας είχε την ελπίδα ότι θα καταφέρει να σώσει το λαό και την Πόλη και το προσπαθούσε απεγνωσμένα, ενώ ο άλλος ήθελε να καταφέρει το ακατόρθωτο και να κερδίσει την αιώνια δόξα. Οι δύο άντρες δεν συναντήθηκαν ποτέ, είτε σε καιρό εκεχειρίας, όταν αντιπροσωπείες επισκέπτονταν την Κωνσταντινούπολη και την Αδριανούπολη αντίστοιχα, είτε ακόμα σε καιρούς πολέμου. Έτρεφαν όμως ο ένας για τον άλλο σεβασμό και ιδιαίτερα ο νεαρός και άπειρος Μωάμεθ, για τον Κωνσταντίνο που με ελάχιστους πόρους αντιστάθηκε σθεναρά. Τέλος, περιγράφει τη σύγκρουση δύο πολιτισμών. Μια σύγκρουση που σφράγισε την ευρωπαϊκή Ιστορία, άλλαξε σχεδιασμούς και προκάλεσε εξελίξεις τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και στον τομέα των γραμμάτων και των επιστημών. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι κύριοι χαρακτήρες –πλην ενός- είναι πραγματικά ιστορικά πρόσωπα που έδρασαν εκείνους τους καιρούς.     

19 Μαρ 2019

ΜΙΣΗ ΟΡΘΙΑ ΜΙΣΗ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ

ΛΙΝΑ ΒΑΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
Σελ. 159, Δεκέμβριος 2018

     Το δεύτερο βιβλίο της Λ. Βαλετοπούλου, η νουβέλα «Μισή Όρθια Μισή Χαλάσματα» κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας, της Ανθούλας, που εγκλωβισμένη στα χαλάσματα του σπιτιού της, αναπολεί και αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο καλές και κακές στιγμές του βίου της. Με τις δεύτερες δυστυχώς να υπερτερούν.
     Πως όμως βρέθηκε σε αυτή τη δεινή θέση η Ανθούλα; Όλα έγιναν στον μεγάλο σεισμό της Αθήνας. «Τι ήταν αυτό που ‘παθα; Μέρα μεσημέρι, στα καλά καθούμενα, έμεινα με τ’ ακουστικό στο χέρι. Ακούστηκε ένα τουουουτ, μα τ’ άλλο το βουητό απέξω ήταν πιο δυνατό και το κουκούλωσε. Πέταξα το τηλέφωνο και πιάστηκα απ’ το κούφωμα της πόρτας. Τέτοιο κούνημα από σεισμό δεν το ‘χα νιώσει ποτές μου. Μπορεί να μου ανέβηκε η πίεση, μπορεί να ‘ταν κι απ’ την τρομάρα, βούλωσαν τ’ αυτιά μου. Έμεινα στυλωμένη στην πόρτα σαν τ’ άλογο και μετά έφυγα μαζί με το πάτωμα. Βρέθηκα ανάσκελα, θαμμένη μαζί με κάτι έπιπλα που κατρακύλησαν κι αυτά και σταμάτησαν το ταβάνι, ίσα-ίσα και δεν με πλάκωσε».
     Γεννήθηκε στο Βόλο το 1940. Από μικρή την έβαλαν να μάθει ραπτική δίπλα σε μια φημισμένη μοδίστρα. Εκεί γνώρισε τον άντρα της τον Στράτο. Όταν έφυγε από την όχι και τόσο προστατευτική και τρυφερή «αγκαλιά» της οικογένειάς της, άρχισε η ενήλικη ζωή της. Κι αυτή τη ζωή αφηγείται ενώ βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου. Αν δεν την εντοπίσουν έγκαιρα για να την απεγκλωβίσουν, μπορεί ένας μετασεισμός να αλλάξει την ευαίσθητη ισορροπία των χαλασμάτων και αυτά να την καταπλακώσουν, κόβοντας το νήμα της ζωής της. «Αχ τα πόδια μου κάπου σφήνωσαν, ένα κρύο και παγωμένο σίδερο νιώθω, δεν βλέπω κιόλας. Θα συνεχίσω να μιλάω, εδώ που έφτασα θα τα πω όλα, έστω κι απ’ τα έγκατα της γης».
     Η Ανθούλα μιλά για όλα. Για τον Στράτο, την φιλενάδα της την Κικίτσα, την «αντίζηλο» Φιλιώ, την πεθερά της, τις μοναχικές νύχτες, για τη γέννηση της κόρης της, της Μαριέττας, τον δικηγόρο Κρασόγλου, τα ματαιωμένα όνειρα, τη φυγή στην Αθήνα, τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς για να ανταπεξέλθει στα έξοδα της μεγάλης πόλης, την επαγγελματική αναγνώριση. Αλλά κυρίως οικτίρει τον εαυτό της, για το ότι ποτέ δεν διεκδίκησε το δίκιο της, για το ότι πάντα υποχωρούσε.
     Το καλογραμμένο αυτό βιβλίο, είναι ο μονόλογος μιας γυναίκας, χωρίς ιδιαίτερα φκιασίδια, όπως άλλωστε ταιριάζει στην ψυχοσύνθεσή της, που ο εγκλωβισμός της στα χαλάσματα που έφερε ο σεισμός, αν και δεν παύει να είναι πραγματικός, συμβολίζει και τον εγκλωβισμό της σε νοοτροπίες, κοινωνικές νόρμες, και ψυχολογικές αγκυλώσεις που την οδηγούν μονίμως στην ήττα, στην υποχωρητικότητα και στο περιθώριο. Ο απεγκλωβισμός της, μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά όχι μόνο για την επιβίωση, αλλά και για μια μεγάλη αλλαγή στην πορεία της. Πολύ καλή αναγνωστική επιλογή!

13 Μαρ 2019

ΜΑΚΗΣ ΜΑΛΑΦΕΚΑΣ

     Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Ασχολείται με την λογοτεχνία, την ποίηση, το σχέδιο και τη ζωγραφική. Ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Έργα του: «Λήμματα Από Την Εποχή Της Κρίσης» (Futura, 2011), «Η Απόλυτη Μειοψηφία» (Μελάνι, 2015), «Μάιλς Ντέηβις» (Μελάνι, 2017), «Δε Λες Κουβέντα» (Μελάνι, 2018).

Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας «Δε λες κουβέντα»;
     Μια αληθινή ιστορία. Είμαστε στον Ιούνιο του 2016, το καλοκαίρι που έγραφα μέρα νύχτα το προηγούμενο βιβλίο μου, «Μάιλς Ντέιβις, Εκτός κλίμακας». Ένα πρωί, πολύ νωρίς, καθόμουν έξω στη Βαλτετσίου για καφέ πριν πιάσω δουλειά και βλέπω να περνάει μια φίλη μου, βιαστική. Κάθεται λίγο μαζί μου, και μου λέει ότι έχει μόλις επιστρέψει από Ύδρα με έναν πίνακα που έκλεψε μεθυσμένη από ένα πάρτι που έγινε το προηγούμενο βράδυ, και ότι τώρα το έχει μετανιώσει και δεν ξέρει τι να κάνει. Της ζήτησα να μου εξηγήσει, επειδή δεν έβγαζαν και πολύ νόημα όλα αυτά, και τελικά προέκυψε μια πολύ καλή αρχή μυθιστορήματος. Το πάρτι-στην-Ύδρα ήταν τίγκα στους ανθρώπους της τέχνης, η μισή ομάδα της Ντοκουμέντα ήταν εκεί. Και ο πίνακας ήταν φτιαγμένος από σχέδια που είχαν κάνει οι καλεσμένοι. Αν έβαζα τον πίνακα αυτό να περιέχει ένα συγκεκριμένο μυστικό, ένα μήνυμα, τότε η τυχαία κλοπή του από τη φίλη μου θα μπορούσε να μετατραπεί σε έναν τρόπο αποκρυπτογράφησης της επερχόμενης, ακόμη τότε, Ντοκουμέντα, και μαζί ολόκληρου του αθηναϊκού καλοκαιριού που σαφέστατα προσδιόρισε. 

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το βιβλίο αυτό, και ποιο είναι αυτό;
     Θέλω να αναπαραστήσω τον κόσμο, την εποχή μου, ένα καλοκαίρι της, μία εβδομάδα του καλοκαιριού, με πειστικό και αληθινό τρόπο, δηλαδή με απλές φράσεις και με αληθινούς χαρακτήρες. Τόσο αληθινούς που να ακούγονται στ' αλήθεια οι φωνές τους. Δεν έχω κανένα απολύτως ηθελημένο μήνυμα να μεταφέρω πέρα από αυτήν την προσπάθεια.

Το νουάρ δεν έχει μακρά παράδοση στην ελληνική λογοτεχνία. Πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το είδος;
     Είναι αλήθεια αυτό. Όπως και με άλλα λογοτεχνικά είδη όπως ας πούμε η Επιστημονική Φαντασία – γενικά, με το Φανταστικό. Κομμάτι της ελληνικής κριτικής τα βλέπει με καχυποψία και συχνά με περιφρόνηση. Από αμορφωσιά, κυρίως. Δεν αποφάσισα να ασχοληθώ ακριβώς με το νουάρ εδώ βέβαια, παρόλο που το «Δε λες κουβέντα» έχει έντονα τέτοια στοιχεία. Είναι μια αναφορά στο νουάρ, ένα σχόλιο, και συγκεκριμένα στο Hardboiled με τους παράλογα σκληροτράχηλους αντι-ήρωες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Χάμμετ και λίγο αργότερα ο Τσάντλερ και πολλοί άλλοι, φτιάχουν μια λογοτεχνία που έχει νόημα, μπορεί να υπάρξει, μόνο μετά την κρίση του '29. Μιλάνε για μια κοινωνία ρευστή, για διεφθαρμένους θεσμούς, για ουσιαστική αμφισβήτηση των ρόλων καλού/κακού, του happy ending, κλπ. Είναι ένα είδος με αυστηρά δική του γλώσσα, άμεση, κοφτή και κυνική, που μπορεί να πει πράγματα για μια κοινωνία σε κρίση όπως ίσως κανένα άλλο είδος.

Η λογοτεχνία μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;
    Δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι. Γράφεις κάτι και κάποιος ή κάποιοι το διαβάζουν. Αυτό, ήδη, προϋποθέτει την ύπαρξη της κοινωνίας, και επιτελεί μια πολύ συγκεκριμένη λειτουργία κοινωνικής αναπαράστασης. Είναι κατεξοχήν κοινωνική, θα έλεγα.

Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε συγγραφέας;
     Πρέπει να έγινε την ίδια εποχή περίπου που σταμάτησα να ταυτίζομαι με τα αποκριάτικα κοστούμια μου, τότε που τέλειωναν οι απόκριες και έπρεπε να ξαναντυθείς κανονικά. Όταν έπαψα να μπορώ να είμαι καουμπόης και να καθαρίζω τους κακούς με το πλαστικό μου εξάσφαιρο.

Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
     Κοιμήθηκα μαζί του.

Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
     Εξαφανίζονται στον ορίζοντα. Είναι χαρακτήρες που έρχονται από το πουθενά, συναντιούνται τυχαία, ανακατεύονται, κάνουν ό,τι κάνουν και ξαναφεύγουν, χωρίς καμία ηθογραφία, χωρίς σώψυχα, οικογενειακές ιστορίες... Εξαφανίζονται για πάντα, γι' αυτό και μπορεί να ξανασυναντηθούν. 

Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
     Κάθε μέρα. Οι ήρωες του «Δε λες κουβέντα» δεν έχουν τίποτα το υπερφυσικό στη σύλληψή τους. Τα συναισθήματά τους είναι απολύτως καθημερινά και οικεία, μέχρι και στην υπερβολή τους. Οι αντιδράσεις τους απέναντι στους κώδικες της σύγχρονης τέχνης, στην καθίζηση της κοινωνίας, στη συνωμοσιολογία, στην ένταση, στην έλξη, κλπ., είναι συχνά η κωδικοποίηση των δικών μου πιθανών αντιδράσεων. Κι όταν δεν είναι, τότε και πάλι η περιγραφή τους περνάνει μέσα από το φίλτρο της συναισθηματικής νοημοσύνης του Μιχάλη Κρόκου που καλείται να τα διαχειριστεί. 

Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωες σας;
     Ναι, αρκετοί. Εκτός από το δεδηλωμένο alter ego του κεντρικού ήρωα, του Κρόκου, που είναι και ο αφηγητής, υπάρχουν δυο τρεις άλλοι που σίγουρα έχουν κάποια χαρακτηριστικά μου. Αλλά μπλέκονται εκεί και τα χαρακτηριστικά των φίλων μου, που τα χρησιμοποίησα κατά κόρον, και τα γενικά χαρακτηριστικά της γενιάς μου.

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Ο αδελφός μου και δύο πολύ κοντινοί μου φίλοι. Είναι άνθρωποι προσεκτικά επιλεγμένοι που έχουν παράδοξα δικαιώματα πάνω στο κείμενό μου, όπως να μπορούν να με βρίζουν επειδή μια φράση είναι ψεύτικη, επειδή ο Κρόκος «δεν θα το έλεγε έτσι αυτό», επειδή «είσαι μαλάκας και φλώρος αν τον βάλεις να μιλάει για τον Χέμινγουεϊ επειδή και καλά είναι συγγραφέας» – «βάλτον καλύτερα να μιλάει για τον Χαρδαβέλλα», ή που μπορούσαν να έρχονται ξαφνικά στις δύο το πρωί για να τους διαβάσω δυνατά ό,τι είχα γράψει εκείνη τη μέρα με διαθέσεις διθυράμβου ή ροχάλας, ανάλογα, ή για να μάθουν άμεσα πώς σκοπεύω να χειριστώ μια πραγματική εξέλιξη στην Ντοκουμέντα που συνέβη μόλις, και τι αντίκτυπο θα έχει αυτή στη μυθιστορηματική εκδοχή του βιβλίου...

Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;
     Δεν ξέρω κατά πόσο υπάρχουν ιδανικοί αναγνώστες, ή ιδανικοί οτιδήποτε, αλλά καλό θα ήταν κάποιος να μπαίνει μέσα σε ένα κείμενο όσο μπορεί απαλλαγμένος από τα λιβανίσματα που έχει υποστεί περί αριστουργημάτων, βραβείων, μεγάλων λογοτεχνών, και λοιπά. Να μπαίνει μέσα μόνο με τα δικά του προσωπικά διαμορφωμένα κριτήρια και το δικό του γούστο, το πραγματικό, του εαυτού του και κανενός άλλου.

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
      Έχω διαπιστώσει ότι είμαι πολύ πιο υπομονετικός και μεθοδικός απ' όσο νόμιζα. Και ίσως και άλλα πράγματα τα οποία όμως δεν είμαι σε θέση να περιγράψω αυτή τη στιγμή γιατί, ξέρετε, ένα βιβλίο, τη δύναμή του, την υφίστασαι όσο ακόμα το γράφεις. Όταν τελειώσει, τότε αυτό φεύγει από πάνω σου και μαζί του κι όλη αυτή η περίοδος που το έγραφες ως διαρκής επίγνωση του εαυτού σου. Ευτυχώς.  

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Ναι, αυτήν της «ευκολίας» της γραφής. Της δικής μου γραφής. Στο ένα τέταρτο περίπου του μυθιστορήματος κατάλαβα ότι ο ήρωας δεν ήταν ο Μάκης Μαλαφέκας αλλά ο Μιχάλης Κρόκος, που είναι κάτι πολύ διαφορετικό, και τότε όλα σταμάτησαν. Φράκαρε το σύστημα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, έγραφα τρεις-τέσσερις σελίδες τη μέρα και προχωρούσα προς τον αρχικό μου στόχο που  ήταν να βγει το βιβλίο στη διάρκεια της Ντοκουμέντα. Ένα μεγάλο διήγημα εκατό σελίδων, είχα πει. Όταν ο ήρωας χρειάστηκε να κάνει κάτι που εγώ δεν θα έκανα, να πει κάτι που εγώ δεν θα έλεγα, δεν μπορούσα πια να τον σκιαγραφήσω χωρίς να μου φαίνεται ψεύτικος, εξώτερος και διανοητικός. Εκεί σταμάτησα τελείως, για δυο βδομάδες, και σκεφτόμουν ότι δεν γίνεται καν να συνεχίσω, ότι έχει τελειώσει το θέμα. Ώσπου βρήκα έναν τρόπο, ένα λογοτεχνικό σουίνγκ, τον έβαλα να με αντιληφθεί, εμένα, τον Μαλαφέκα, ως ξεχωριστή παρουσία κάπου στην οδό Μεθώνης, και τον έκανα να υπάρξει και πάλι, ακόμη πιο ελαφρύς γιατί με είχε πλέον ξεφορτωθεί.

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
     Εξαρτάται.

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
     Ναι. Συνέβη και πρόσφατα αυτό. Σε μια παρουσίαση του βιβλίου που κάναμε στο Λεξικοπωλείο με τη Χίλντα Παπαδημητρίου και τον Δημήτρη Μανιάτη, στο τέλος, μιλήσαμε με τον Νίκο Σιγάλα, έναν πολύ καλό φίλο που είχε διαβάσει το βιβλίο μόλις την προηγούμενη μέρα. Αυτός, μου υπέδειξε, ακριβώς όπως το λέτε, ένα βασικό χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος που είναι ο τρόπος κίνησης και ροής των διαφόρων απόψεων μέσα στο κείμενο: Ότι όλοι οι χαρακτήρες εκφράζουν απόψεις, από εμπεριστατωμένες μέχρι αφοριστικές, χωρίς ποτέ να φαίνεται ή να υπονοείται ποια είναι η «ορθή» ή σε ποια βρίσκεται, έστω, ο δικός μου λόγος. Κι ότι αυτό εκφράζεται σαν μία διαρκής ισορροπία που πρέπει κανείς να περπατήσει για να δει τι και πού θα βγάλει.

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
     Ο Χάμμετ και ο Τσάντλερ σίγουρα. Μπορώ να σας πω ότι τους  μελέτησα προσεκτικά για να καταλάβω τι κάνουν. Κυρίως τον Τσάντλερ, εδώ, για την απίστευτα άνετη χρήση του πρώτου προσώπου και την ελλειπτική κατασκευή του ήρωα. Ο Χέμινγουεϊ, για την απλότητα των φράσεων, ο Σελίν, πάντα, για το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει την προφορικότητα... Και φυσικά ο Μπουκόφσκι. Το «Παλπ» και το «Χόλιγουντ» ήταν διαρκώς δίπλα στον υπολογιστή όταν έγραφα, τα πρωτότυπα και οι ελληνικές μεταφράσεις, παλιές και καινούριες – οι  δυνατές και ευρηματικές μεταφράσεις του Μπαμπασάκη. Ίσως η γλώσσα του κινηματογράφου να με έχει επηρεάσει ακόμα περισσότερο από όλα αυτά: οι αδελφοί Κοέν, ο Σκορτσέζε... Αλλά όλα αυτά είναι πράγματα που συνδέονται, ούτως ή άλλως.

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
     Είναι μια δραστηριότητα πνευματικά ακραία, και σίγουρα αρκετά επικίνδυνη. Αλλά είναι και ένας τρόπος να είσαι ελεύθερος. Η ευκολία ή η δυσκολία είναι μάλλον θέμα τεχνικής. Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αναιρεθεί η διάσταση του κινδύνου. Αν η γραφή δεν είναι επικίνδυνη, τότε δεν είναι ακριβώς γραφή, είναι σύνταξη κειμένου, διατύπωση, τέτοια πράγματα.

Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;
     Γράφω το επόμενο βιβλίο του Κρόκου. Παράλληλα, υπάρχουν σχέδια για μία δεύτερη ποιητική συλλογή μετά την «Απόλυτη μειοψηφία» (Μελάνι, 2015), και ένα διήγημα που θα μιλάει για τα Πευκάκια Νεαπόλεως, όταν ακόμη αυτά υπήρχαν σαν διακριτή γειτονιά του κέντρου.

Σας ευχαριστώ πολύ!



7 Μαρ 2019

ΔΕ ΛΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΑ

ΜΑΚΗΣ ΜΑΛΑΦΕΚΑΣ
Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
Σελ. 263, Ιούνιος 2018

     Τις αναπάντεχες περιπέτειες στις οποίες εμπλέκεται ο συγγραφέας Μιχάλης Κρόκος, αφηγείται στο μυθιστόρημα του, με τίτλο «Δε Λες Κουβέντα», ο Μ. Μαλαφέκας.
     Ο Μ. Κρόκος, είναι ένας συγγραφέας που ζει μεταξύ Αθήνας και Παρισιού. Το θερμό καλοκαίρι του 2017, θα βρεθεί για λίγες μέρες στην Αθήνα, για να ασχοληθεί με τα διαδικαστικά της έκδοσης και της παρουσίασης του νέου του βιβλίου «Χάλκινο Τρένο», που αναφέρεται στον γνωστό μουσικό της τζαζ, Τζον Κολτρέιν. Την ίδια εποχή, προς μεγάλη απογοήτευση του Κρόκου, διεξάγεται στην Αθήνα η Documenta 14. Η Documenta, είναι μια παγκόσμια έκθεση σύγχρονης τέχνης, που διεξάγεται κάθε πέντε χρόνια στο Κάσελ της Γερμανίας. Το 2017, για πρώτη φορά, διεξάγεται σε δύο πόλεις: το Κάσελ και την Αθήνα. Οπότε ο Κρόκος δικαιολογημένα αναρωτιέται ποιος θα έρθει στη δική του παρουσίαση, όταν την ίδια εποχή στην Αθήνα θα βρίσκεται «μια παγκόσμια απαρτία της τέχνης».
     Σύντομα όμως θα καταλάβει, ότι αυτό είναι το πιο μικρό του πρόβλημα. Ένα βράδυ σε ένα μπαράκι, συναντά μια φίλη του, τη Χριστίνα (Κρις όπως την αποκαλούν όλοι). Βρίσκεται εκεί με τη Μέττε, μια γερμανίδα που εργάζεται για τη Documenta. Φεύγοντας από το μαγαζί και αφού καληνυχτίσουν την Μέττε, η Κρις θα του εμπιστευτεί για κάτι που συνέβη και την έχει βάλει σε μπελάδες. «Στο σπίτι ενός φίλου, στην Ύδρα, έγινε ένα τρελό πάρτι. Ήταν το βράδυ μετά από κάτι εγκαίνια έκθεσης. Βάλαμε στοίχημα με μια παρέα φίλων, ποιος θα πάρει έναν συγκεκριμένο πίνακα. Και τελικά το έκανα εγώ, στις έξι το πρωί. Δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Για πλάκα έγινε η φάση. Ήμασταν όλοι μεθυσμένοι, καταλαβαίνεις; Κι έχω μπλέξει τώρα…». Ο Κρόκος δεν το θεωρεί κάτι σημαντικό. Ο πίνακας μπορεί να επιστραφεί ανά πάσα στιγμή. Όμως η Κρις του λέει ότι ο ιδιοκτήτης είναι πολύ θυμωμένος και δεν δέχεται ούτε να την ακούσει. «…έστειλα μήνυμα στον Χάρι ότι τον είχα πάρει εγώ, κι ότι σόρρυ και θα σ’ τον γυρίσω πίσω και τέτοια. Αλλά αυτός πρέπει να τα είχε πάρει τρελά. Και μ’ έβρισε και μου ‘πε να τον κρατήσω. Του είπα μέχρι και να του τον έστελνα ταχυδρομικά, αν δεν ήθελε να με δει. Δεν μου απάντησε καν». Το ίδιο βράδυ, κάποιος μπήκε στο διαμέρισμα της Κρις κι έκλεψε μόνο τον πίνακα! Παράλληλα γίνεται γνωστό ότι η Μέττε αγνοείται.
     Η Κρις παρακαλά τον Κρόκο να τη βοηθήσει να βρει κάποια άκρη. Όταν αυτός δέχεται, δεν μπορεί ούτε στο ελάχιστο να υποψιαστεί σε τι κυκεώνα εξελίξεων και γεγονότων θα εμπλακεί. «Θέλω να πω, και τελείως θεωρητικά αν το δεις, πως είναι δυνατόν να μου είχαν συμβεί όλα αυτά μέσα σε τρεις τέσσερις μέρες; Πάω να πιω ένα ποτό, συναντάω δυο γκόμενες, η μία πέφτει θύμα κλοπής κι η άλλη απαγωγής. Πάω στην Ύδρα, στου φίλου μου του Χάρι, να τσεκάρω για τον πίνακα, την επόμενη μέρα ένας από τους καλεσμένους του δολοφονείται. Πάω να δω τον εκδότη μου, προκύπτει φίλος του θύματος. Πάω στο Leftys να μάθω το έγινε εκεί πέρα, πέφτω πάνω στη Ρεβέκκα, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας του φόνου. Ούτε στημένο να ‘ταν».
     Έξυπνο, καλογραμμένο και με χιούμορ μυθιστόρημα, στο οποίο, εκτός από την ευφάνταστη ιστορία, παίρνουμε και μια ιδέα για τις μεθόδους που μετέρχονται όσοι κινούνται στο χώρο της σύγχρονης τέχνης, για να μετατρέψουν εύκολα, την φήμη και την αναγνωρισιμότητα σε ευρώ.