30 Απρ 2020

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ Μ@Λ@Κ@

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Επιμέλεια JEAN FRANCOIS MARMION
Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑΣ
Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Σελ. 301, Δεκέμβριος 2019

     Μια συλλογή περισσότερων από τριάντα κειμένων, περιλαμβάνει ο τόμος που σας παρουσιάζω σήμερα. Είναι γραμμένα από ειδικούς σε διάφορους τομείς της επιστήμης: Νευρολογία, Ψυχιατρική, Ψυχολογία κυρίως, αλλά και Φιλοσοφία, Συμπεριφ. Οικονομικά, Γνωσιακή Επιστήμη, Πληροφορική, Διεθνείς Σχέσεις, Φυσικές Επιστήμες κ. α. Αναφέρονται όλα στα προβλήματα που μας προκαλεί καθημερινά η συμπεριφορά ορισμένων ανθρώπων, σε όποιον τομέα των ανθρώπινων σχέσεων κι αν τους συναντάμε, που με μια λέξη αποκαλούμε μαλάκες. Και δεν εννοώ φυσικά αυτούς που αρέσκονται στη σεξουαλική συμπεριφορά του βιβλικού Αυνάν (Γένεσις κεφ. 38). «Πέρα από αυτό το μικρό καθημερινό βουητό της μαλακίας, έχουμε δυστυχώς να αντιμετωπίσουμε και τους βρυχηθμούς από τους Μαλάκες με κεφαλαίο Μ, τους μαλάκες με περικεφαλαία. Οι εν λόγω μαλάκες, είτε τους συναντούμε στη δουλειά, είτε στην οικογένεια, σαφώς επηρεάζουν τη ζωή μας. Μας καταθλίβουν και μας ταλαιπωρούν με την εμμονή τους στη σκουριασμένη βλακεία και την αδικαιολόγητη αλαζονεία. Επιμένουν, τονίζουν και ευχαρίστως θα ξέγραφαν μονοκοντυλιά τη γνώμη μας, τα συναισθήματά μας, την αξιοπρέπειά μας. Μας μολύνουν το ηθικό και κλονίζουν την πίστη μας σε κάθε έννοια δικαιοσύνης στον μάταιο τούτο κόσμο […] Σαν να μην του φτάνει που μας κάνει τη ζωή μίζερη, ο φορτικός μαλάκας καμαρώνει κιόλας γι’ αυτό. Ακλόνητος. Απρόσβλητος από κάθε επιφυλακτικότητα. Σίγουρος για το δίκιο του. Ο μακάριος βλαξ σας τα σπάει χωρίς να χολοσκάει».
    Τα κείμενα του τόμου είναι έξυπνα διαρθρωμένα. Το ένα άρθρο, συμπληρώνει και αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου-αν και είναι γραμμένο από διαφορετικό συγγραφέα και πολλές φορές εντελώς διαφορετικής ειδικότητας, ώστε στο τέλος να λαμβάνουμε μια σφαιρική αντίληψη για το θέμα, το οποίο εξετάζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο και τόσο ενδελεχώς για πρώτη φορά. Αφού «Η ψυχολογική έρευνα, αντί να μελετά τον μαλάκα ως αντικείμενο, επιτρέπει κυρίως να καταλάβουμε γιατί οι άνθρωποι συμπεριφέρονται ενίοτε ως μαλάκες».
     Το βιβλίο είναι χρήσιμο για έναν ακόμα λόγο. Δίνει κάποιες πολύ απλές αλλά πολύτιμες συμβουλές, για το πώς θα αποφύγουμε και θα απαλλαγούμε από τις συνέπειες της συμπεριφοράς του μαλάκα, αφού πολλές φορές «Το είδος βίας που ασκεί και διακηρύσσει (ρητά και υπόρρητα) την πελώρια αίσθηση ανωτερότητας του απέναντι στον κόσμο, δημιουργεί στους συνομιλητές του είτε έντονο και ανεξέλεγκτο θυμό, είτε μια παραλυτική σαστιμάρα […] δυστυχώς τα τερτίπια του μαλάκα μπορούν να αφήσουν ανεξίτηλα ίχνη στον ψυχισμό όσων είναι λιγότερο μαλάκες από εκείνον…».
     Πρόκειται για ένα αξιόλογο βιβλίο, που αποτελεί μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική και πολύπλευρη περιγραφή ενός τύπου ανθρώπου καθώς και της συμπεριφοράς και ιδιοσυγκρασίας του, που είναι ενοχλητικός (για να το θέσω ευγενικά) για τον περίγυρο. Περίγυρος που μπορεί να είναι φιλικός (αν κάποιος αντέχει να έχει τέτοιο φίλο), κοινωνικός, εργασιακός και οικογενειακός.     Πριν κλείσω την παρουσίαση, να σημειώσω, ότι στα σημεία που παρατίθεται βιβλιογραφία, ο μεταφραστής (ή ο έλληνας επιμελητής;) φρόντισε να κάνει έρευνα, να βρει ποια από τα βιβλία που αναφέρονται κυκλοφορούν στα ελληνικά και να δώσει πλήρη στοιχεία, ώστε να τα αναζητήσει εύκολα, όποιος ενδιαφέρεται να εντρυφήσει περισσότερο! Κάτι που σπάνια συμβαίνει, γι’ αυτό αξίζουν συγχαρητήρια σε όποιον το σκέφτηκε και το υλοποίησε.    

25 Απρ 2020

Ο ΧΑΡΑΚΙΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόσεις Ε.Ο. ΛΙΒΑΝΗ
Σελ. 638, Ιανουάριος 2020

     Η τριπλή κατοχή (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία) της Ελλάδας στη διάρκεια του Β! παγκοσμίου πολέμου, έδωσε την ευκαιρία να βλαστήσουν πολλά και κάθε είδους επιβλαβή ζιζάνια. Αναφέρομαι στους δοσίλογους που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και σκόρπισαν τον τρόμο στον πληθυσμό των πόλεων αλλά κυρίως των χωριών. Κάποιοι από αυτούς (Πούλος, Δάγκουλας, Παπαδόπουλος, Διαμάντης κ.α.) δημιούργησαν ένοπλες ομάδες, οι οποίες αποτελούνταν κατά βάση από έναν εσμό εγκληματιών, αποβρασμάτων και κακοποιών. Εξοπλίστηκαν από τις δυνάμεις Κατοχής με ότι πιο σύγχρονο υπήρχε εκείνη την εποχή και ξεχύθηκαν να σκορπίσουν τον τρόμο. Αν και όπως λέει ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του πανεπιστήμιου της Λοζάνης Πιέρ Ντε Σεναρκλάν «οι ιδεολογίες δικαιολογούν τα ξεσπάσματα βίας», εν τούτοις, η ένταξη των αποβρασμάτων στις ομάδες αυτές, δεν είχε ιδεολογική χροιά. Αντίθετα έγινε για λόγους ξεκαθαρίσματος παλιών διαφορών και «λογαριασμών», για λόγους παράνομου πλουτισμού και πολύ συχνά για την ικανοποίηση σαδιστικών και φονικών ενστίκτων. Με το πρόσχημα της καταπολέμησης του «μπολσεβικισμού» και υπό την πλήρη κάλυψη των κατοχικών αρχών, αποδόθηκαν σε ένα όργιο δολοφονιών, βιασμών, ξυλοδαρμών, λεηλασιών και πλιάτσικου. «Θα ‘λεγε κανείς πως τούτη η απάνθρωπη επέλαση των Ούννων, τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους εννοώ, καθώς και των φαντασμένων Ιταλών, που πίστεψαν οι άμοιροι πως μπορούσαν να αναστήσουν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, θα ‘λεγε κανείς πως απελευθέρωσε ένστικτα άγρια και βαρβαρικές καταβολές, που ως Έλληνες πιστεύαμε πως είχαμε αφήσει πίσω μας χρόνια πριν. Ένστικτα πρωτόγονα, που τα θάψαμε από τα χρόνια της ιώνιας επανάστασης της σκέψης, τότε που δείξαμε στον κόσμο την αξία της λογικής, αλλά και από τα χρόνια του Χριστού και μετά, όταν οι Πατέρες μας δίδαξαν να είμαστε άνθρωποι αγαθοί και αλληλέγγυοι. Τούτος ο πόλεμος, όμως, μας αποκτήνωσε. Γινήκαμε σαν τους άλλους και χειρότεροι!».
     Ένα από αυτά τα αποβράσματα, είναι ο Χαρακιάς. Το όνομά του ήταν Τέγος (Στέργιος) και ήταν ένας βλάχος από το χωριό Μεγάλο Λιβάδι του Πάικου. Το προσωνύμιο «Χαρακιάς» -και το οποίο δεν του άρεσε καθόλου-το είχε λόγω των δύο ουλών που απέκτησε στη διάρκεια της πολυτάραχης ζωής του, μία σε κάθε παρειά. Το 1920, ο Χαρακιάς, που πλησιάζει τα 30 του χρόνια και δεν έχει αποκτήσει ακόμα τις ουλές, ετοιμάζεται να παντρευτεί. Η τυχερή- αφού πολλές τον ήθελαν- είναι η Ντάφα (Δάφνη), κόρη του μεγάλου τσέλιγκα με τα χίλια διακόσια γιδοπρόβατα, του γέρο Τίκα (Αριστείδης). «Ο γαμπρός ήταν ομορφάντρας. Πανύψηλος και μελαχρινός, με φαρδύ μέτωπο και πλάτες, μεγάλα μαύρα μάτια, κοντό γένι και στριφτό μουστάκι. Είχε τη φήμη δεινότατου πότη και γλεντοκόπου. Έπινε πολύ, αλλά ποτέ κανείς δεν τον είδε μεθυσμένο. Αλλά ήταν και άντρας εργατικός, που ‘πιάναν τα χέρια του. Καλός στα μαστορέματα, στο τσομπανιλίκι, στο σφάξιμο και στην κουρά. Όλα τα ‘κανε. Δουλειά όμως δεν στέριωνε κι ήταν από δω και από κει. Καθ’ ότι ήταν χαρακτήρας ιδιόμορφος με πολλές παραξενιές […] Κι άλλο στραβό είχε αλλά γι’ αυτό λίγοι μιλούσαν. Ακουγόταν πως είχε ύποπτα αλισβερίσια με ρουμανίζοντες και πιο πριν με Βούλγαρους εξαρχικούς». Για όλα αυτά τα «κουσούρια» του, ο Τίκας δεν τον ήθελε για γαμπρό του, αλλά υπέκυψε στην επιμονή της κόρης του, που «τα ‘χε τα χρονάκια της. Πάνω από είκοσι»!!!
     Λίγο καιρό αργότερα, μετά τη γέννηση του γιού του, απέκτησε την πρώτη χαρακιά, όταν στη διάρκεια ενός έντονου καβγά, η Ντάφα του επιτέθηκε με ένα μαχαίρι. Μετά από το επεισόδιο αυτό, ο Χαρακιάς έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, όπου έζησε σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ασχολούμενος με μάλλον ύποπτες δραστηριότητες. Μετά τον πόλεμο και την εισβολή των Γερμανών, πήγε στη Λάρισα. Εκεί, με τη στήριξη της ιταλικής διοίκησης, βλάχοι ιταλόφρονες, επιχειρούσαν να «αναστήσουν» τη νοοτροπία των ρωμαϊκών λεγεώνων και να δημιουργήσουν το Πριγκιπάτο της Πίνδου. Εκεί ξεκίνησε την «πολεμική δράση» του. Παράλληλα, κρυφά από όλους, προσπαθεί να παρακολουθεί την πορεία της ζωής του γιού του, που γύρισε τραυματισμένος από το μέτωπο και νοσηλεύεται σε νοσοκομείο της Λάρισας. «Ο Μίχας γύρισε σακάτης απ’ τον πόλεμο, ενώ αυτός «πολεμούσε» εκ του ασφαλούς. Γερμανό ή Ιταλό ή και Βούλγαρο ακόμη, δεν είχε σκοτώσει. Μόνον Έλληνες είχε περάσει απ’ το μαχαίρι του». Αυτός είναι και ο μεγάλος του καημός. Ο γιος του και πως θα τον προσεγγίσει κι αν εκείνος τον δεχτεί, αφού για τόσα χρόνια ήταν απών. Όμως, η μοίρα θα παίξει ένα ακόμη παιχνίδι, που ξεπερνά και την πιο ζωηρή φαντασία…
     Την ιστορία του Χαρακιά, αφηγείται ένας απόγονός του, που αποφάσισε να ασχοληθεί με την οικογενειακή ιστορία. «Λένε πως όσο μεγαλώνουμε η επιθυμία μας να ψάξουμε για το παρελθόν μας γίνεται εντονότερη. Είναι γεγονός! Το διαπίστωσα στον εαυτό μου. Ήθελα να ξέρω από πού ήρθα, να ξέρω που στέκομαι και που πατώ. Κι ίσως να μάθω για πού πάω. Στην αρχή δειλά κι ύστερα με μεγαλύτερη ζέση, άρχισα να σκαλίζω το παρελθόν της οικογενείας μου κι ακόμη περισσότερο την ιστορία του τόπου όπου γεννήθηκα και ζούσα».
     Πρόκειται για ένα πολύ καλογραμμένο ιστορικό μυθιστόρημα. Ο μύθος του βιβλίου είναι ευφάνταστος και ο τρόπος που είναι γραμμένος εξαιρετικός. Ο συγγραφέας προσεγγίζει τα ιστορικά γεγονότα με προσοχή και την απαραίτητη νηφαλιότητα και περίσκεψη, ώστε να αποδώσει «τα του καίσαρος τω καίσαρι», και να μην αδικήσει κάποιον. Παράλληλα, μέσα από την αφήγηση, μαθαίνουμε για την δύσκολη ζωή των βλάχων-νομάδων, καθώς και για τα ήθη και έθιμα τους, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στην πορεία των αιώνων. Μια εξαιρετική αναγνωστική πρόταση, που θα ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη.

21 Απρ 2020

ΕΤΣΙ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΛΑ

RACHEL ABBOT
Μετάφραση ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Σελ. 432, Ιανουάριος 2020

     Το βιβλίο που θα σας παρουσιάσω σήμερα, είναι το δεύτερο της βρετανίδας συγγραφέως Ρ. Άμποτ. Το πρώτο με τίτλο «Μόνο Οι Αθώοι Υποφέρουν», κυκλοφόρησε το 2013. Έχει τίτλο «Έτσι Άρχισαν Όλα» και είναι ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ, με συνεχείς ανατροπές. 
     Η αρχιφύλακας Στέφανι Κινγκ, πηγαίνει ένα βράδυ να ερευνήσει το τι ακριβώς συνέβη στην παραθαλάσσια βίλα του πολύ γνωστού φωτογράφου Μαρκ Νορθ, που βρίσκεται σε έναν οικισμό κάπου στη νοτιοδυτική Αγγλία. Ο Νορθ, μετά τον θάνατο της συζύγου του σε ένα περίεργο ατύχημα, είχε κλειστεί στον εαυτό του και είχε γίνει απόμακρος κι αντικοινωνικός, παρά τις προσπάθειες της αδελφής του Κλίο να τον κάνει να το ξεπεράσει. Όμως, τον τελευταίο χρόνο, χάρη σε μια νέα γνωριμία, η συμπεριφορά του βελτιώθηκε. «Για ποιο λόγο όμως η Κλίο δεν μπορούσε να τη συμπαθήσει περισσότερο; Στην Ίβι χρωστούσε το γεγονός ότι είχε ανασύρει τον Μαρκ απ’ το ζοφερό τέλμα στο οποίο είχε βυθιστεί μετά τον θάνατο της Μία, μα θέλοντας και μη, ένιωθε ένα σούβλισμα κακίας επειδή η Ίβι είχε πετύχει κάτι στο οποίο η ίδια είχε αποτύχει ολοκληρωτικά».
     Εκείνο το βράδυ, η αστυνομία δέχτηκε μια κλήση από τη βίλα. Ακούστηκε μια γυναίκα να ζητάει βοήθεια και στη συνέχεια η κλήση ξαφνικά διακόπηκε. Όταν η Κινγκ, με τη βοήθεια της εταιρίας security που είχε το κλειδί μπήκε στη βίλα, αντίκρισε ένα αποτρόπαιο θέαμα. «Το κρεβάτι ήταν ένα χάος από ανακατεμένα σεντόνια, τυλιγμένα γύρω απ’ τα πόδια και τα μπράτσα δύο ανθρώπων-η Στέφανι δεν μπορούσε να δει κατά πόσο επρόκειτο για άντρες ή γυναίκες από το σημείο όπου στεκόταν. Η μεταλλική οσμή επιβεβαίωνε το θέαμα που αντίκριζε. Και τα δύο σώματα κείτονταν ασάλευτα, ενώ τα λευκά κλινοσκεπάσματα ήταν μούσκεμα στο πηχτό σκούρο αίμα».
     Τα σώματα ήταν του φωτογράφου Μαρκ Νορθ και της συντρόφου του και μητέρας του οχτώ μηνών κοριτσιού τους, Ίβι Κλαρκ. «Η Στέφανι πήρε μια βαθιά ανάσα και ανάγκασε τον εαυτό της να κάνει το πρώτο βήμα κι έπειτα το δεύτερο πλησιάζοντας αργά τα πτώματα. Στην αρχή νόμισε πως την γελούσαν τα μάτια της. Ένα πόδι τρεμούλιασε. Έπειτα από μια στιγμή το απόμακρο ήχο του παιδιού που έκλαιγε συνόδεψε ένας ήχος πιο μπάσος, πιο βαθύς: ένα μουγκρητό πόνου. Και προερχόταν απ’ το κρεβάτι. Ο ένας από τους δύο ήταν ζωντανός». Ενώ ο φωτογράφος είναι νεκρός, φέροντας βαθύ τραύμα στο λαιμό, η σύντροφός του είναι ζωντανή αν και τραυματισμένη –ελαφρά όπως αποδείχτηκε αργότερα.
     Η αστυνομία, μετά τις πρώτες έρευνες, συλλαμβάνει την Ίβι, με την κατηγορία της δολοφονίας του συντρόφου της. Η ίδια δεν το αρνείται, αλλά λέει ότι ήταν ο μόνος τρόπος να γλιτώσει από την κακοποίηση του Νορθ, που συνέβαινε κάθε φορά που αναχωρούσε ή επέστρεφε από ταξίδι. Άλλωστε πολλές φορές είχε εμφανιστεί με τραύματα στις λίγες φίλες της, τα οποία απέδιδε σε ατυχήματα ή σε απροσεξία. «Το θέμα είναι, ότι δεν πρόκειται για το πρώτο ατύχημα που της συμβαίνει, έτσι δεν είναι; Και πάντα συμβαίνει λίγες ώρες αφότου φύγει ο Μαρκ».
     Το «Έτσι Άρχισαν Όλα», είναι ένα συναρπαστικό θρίλερ, με συνεχείς ανατροπές κι εξαιρετικά σκιαγραφημένους χαρακτήρες. Η συγγραφέας, με μεγάλη τέχνη, έχει «στήσει» με τέτοιο τρόπο την πλοκή, ώστε κάθε φορά, η εκδοχή της «αλήθειας» του κάθε χαρακτήρα να μοιάζει η σωστή, η πραγματική. Έτσι να διαμορφώνει και ο αναγνώστης την ανάλογη άποψη. Όμως με μια μικρή φράση, να καταφέρνει να διαλύσει όλες του τις βεβαιότητες. Κι αν αυτά που μόλις διαβάσατε σας φαίνονται λίγο δυσνόητα, αυτό γίνεται γιατί αν προσπαθήσω να τα γράψω πιο αναλυτικά, θα ήμουν αναγκασμένος να αποκαλύψω στοιχεία της πλοκής, που πρέπει να ανακαλύψει μόνος του ο αναγνώστης, για να μην χαθεί το σασπένς.    

15 Απρ 2020

VICTORIA HISLOP


     Γεννήθηκε στο Λονδίνο. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στην Οξφόρδη και έχει εργαστεί στον εκδοτικό χώρο αλλά και ως δημοσιογράφος, προτού στραφεί στη συγγραφή. Αντλώντας έμπνευση από μια επίσκεψη στη Σπιναλόγκα, την εγκαταλειμμένη αποικία των λεπρών στα ανοιχτά της Κρήτης, έγραψε Το Νησί το 2005. Το βιβλίο έχει πουλήσει πάνω από 5 εκατομμύρια αντίτυπα και έχει μεταφραστεί σε 35 γλώσσες, ενώ έγινε σειρά στην ελληνική τηλεόραση το 2010. Αναδείχθηκε κορυφαία Πρωτοεμφανιζόμενη Συγγραφέας στα British Book Awards και απέσπασε πολλές διακρίσεις στη Γαλλία. Επίσης, το μυθιστόρημά της  Το Νήμα μπήκε στη βραχεία λίστα των British Book Awards. Το «Όσοι Αγαπιούνται» κατέλαβε κατευθείαν την πρώτη θέση στα μπεστ σέλερ της Sunday Times με το που εκδόθηκε, τον Ιούνιο του 2019. Μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην Αγγλία και την Ελλάδα. Μιλάει άψογα γαλλικά και ελπίζει να φτάσει στο ίδιο επίπεδο και στα ελληνικά. Πρόσφατα αναγορεύτηκε Επίτιμη Διδάκτωρ των Γραμμάτων από το Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ στη Θεσσαλονίκη. Έργα της: «Το Νησί» (2007, Διόπτρα), «Ο Γυρισμός» (2009, Διόπτρα), «Το Νήμα» (2011, Διόπτρα), «Ο Τελευταίος Χορός» (2013, Διόπτρα), «Η Ανατολή» (2014, Διόπτρα), Οι Καρτ Ποστάλ» (2016, Διόπτρα), «Όσοι Αγαπιούνται» (2019, Ψυχογιός).

     Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας «Όσοι Αγαπιούνται»;
     Όταν πρωτοαντίκρισα την Μακρόνησο γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να γράψω για την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Είχα επισκεφθεί τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου για διακοπές, αλλά δεν είχα ακούσει ποτέ για την Μακρόνησο. Σύντομα έμαθα ότι ήταν ένας τόπος φυλακής για δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστές. Φαίνεται ότι η Ελλάδα είχε τη δική της Νήσο Ρόμπεν, αλλά κανείς δεν μιλούσε γι΄ αυτήν. Έτσι πέρασα μία δεκαετία διαβάζοντας και ερευνώντας για εκείνη την εποχή.

     Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το αυτό και ποιο είναι αυτό;
     Αν υπάρχει κάποιο μήνυμα σε αυτό το βιβλίο αντανακλάται στον τίτλο του. Η μέγιστη ελπίδα για κάθε άνθρωπο είναι να αγαπηθεί, γιατί η αγάπη μπορεί να μας δώσει κάποιο είδος αθανασίας.

     Στο μυθιστόρημα η σύγχρονη Ελληνική Ιστορία παίζει καθοριστικό ρόλο. Χρειάστηκε να κάνετε έρευνα για να αποτυπώσετε τα ιστορικά γεγονότα;
     Ναι, χρειάστηκε έρευνα πολλών ετών. Διάβασα, έψαξα αρχεία, είδα φωτογραφίες, επισκέφθηκα τόπους όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα εκείνης της εποχής καιφυσικά, μίλησα με ανθρώπους που έζησαν ή γνώριζαν εκείνη την περίοδο.

     Η πλειοψηφία του συγγραφικού σας έργου διαδραματίζεται στην Ελλάδα. Μπορείτε να μας πείτε γιατί συμβαίνει αυτό; Υπάρχει κάτι στη χώρα μας που σας εμπνέει;
     Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο, αλλά τόσο η ιστορία όσο και ο τόπος με εμπνέουν. Πάντα έβλεπα την Αγγλία σαν έναν τόπο που είχε την ευτυχία της σταθερότητας κατά τον 20ο αιώνα, σε αντίθεση με την Ελλάδα που συνεχώς ήταν σε κατάσταση αναταραχής (κατοχή, εμφύλιος, χούντα, οικονομική κρίση κλπ).

     Έχετε σκεφτεί ποτέ την πιθανότητα να γράψετε κάποια στιγμή απευθείας στα ελληνικά;
     Το να γράψω στα ελληνικά είναι κάτι που το δουλεύω και αποτελεί φιλοδοξία μου. Μαθαίνω ελληνικά τα τελευταία χρόνια και ο χρόνος που περνάω στην Ελλάδα με βοηθάει να βελτιώνομαι. Έχω γράψει μία εκδοχή για παιδιά του βιβλίου μου «Το Νησί» και ήταν ιδιαίτερα απολαυστικό. Ίσως επειδή το λεξιλόγιό μου αντιστοιχεί σε εκείνο ενός οκτάχρονου παιδιού και ήταν ακριβώς ότι χρειαζόμουν! Ελπίζω στο μέλλον να εξελίξω την ικανότητά μου στον γραπτό λόγο και να γράψω στα ελληνικά. Λατρεύω αυτή τη γλώσσα.

     Η λογοτεχνία μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;
     Με τον όρο «κοινωνική πράξη» μπορούν να εννοηθούν πολλά πράγματα. Αν εννοείτε ότι θα πρέπει να έχει μια αιτία, κάτι σαν κοινωνική συνείδηση, η απάντησή μου είναι όχι. Πιστεύω ότι η λογοτεχνία μπορεί να είναι μια μορφή δραπέτευσης και όχι απαραίτητα να έχει έναν ηθικό σκοπό. Αν εννοείτε ως «κοινωνική πράξη» ότι μπορεί να φέρει σε επαφή τους ανθρώπους, τότε ναι, μπορεί να το κάνει. Τα βιβλία μπορούν να αποτελέσουν πηγή διαλόγου.

     Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε συγγραφέας;
     Πάντα αγαπούσα το γράψιμο, έστω και αν δεν έγραφα ιστορίες. Μου άρεσε να γράφω για το τι ακριβώς συνέβη, από την παιδική μου ηλικία -όταν κρατούσα ημερολόγιο, και αργότερα όταν έγινα δημοσιογράφος. Λατρεύω τη διαδικασία της δημιουργίας μιας πρότασης και της αποτύπωσής της στο χαρτί -κάτι που έκανα και όταν εργαζόμουν στον τομέα της διαφήμισης και των δημοσίων σχέσεων. Ξεκίνησα να γράφω μυθιστορήματα όταν επισκέφθηκα την Σπιναλόγκα το 2001 και αισθάνθηκα ότι υπήρχε ένα βιβλίο που έπρεπε να γραφτεί.

     Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
     Ήμουν ενθουσιασμένη. Είναι πραγματικά ιδιαίτερο να βλέπεις το κείμενό σου τυπωμένο σε βιβλίο.

     Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
     Υπάρχουν κάπου εκεί έξω… Κάποιες φορές τους σκέφτομαι.

     Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
      Φυσικά! Είναι συγκεκριμένα τα συναισθήματα που μπορούν να βιώσουν οι άνθρωποι! Πιστεύω ότι έχω νιώσει αρκετά που μοιάζουν με εκείνα των ηρώων μου.

     Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωες σας;
     Δε νομίζω… Δεν είμαι Ελληνίδα και όλοι οι ήρωές μου είναι Έλληνες.

     Από το σύνολο του συγγραφικού σας έργου, υπάρχει κάποιος χαρακτήρας τον οποίο αγαπάτε ιδιαίτερα;
     Αγαπώ την Θέμιδα, την ηρωίδα του βιβλίου μου « Όσοι Αγαπιούνται». Είναι περίπλοκη, συγκρούεται, κάνει λάθη, είναι αντιηρωίδα, βιώνει μεγάλη ανασφάλεια. Όμως όλα αυτά την κάνουν αληθινή, σε αντίθεση με τους ιδανικούς χαρακτήρες. 

     Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Εγώ. Δεύτερη είναι η 29χρονη κόρη μου. Έχει ένα θαυμάσιο μυαλό κα γράφει πολύ καλά.

     Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;
     Είναι εκείνος που θέλει να μάθει, αλλά και να νιώσει. Νομίζω αυτός ο συνδυασμός γεγονότων και συναισθημάτων που υπάρχει στα βιβλία μου είναι εκείνος που -ελπίζω- να ανταμείβει τους αναγνώστες.

     Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Όταν έγραφα το βιβλίο μου «Όσοι Αγαπιούνται» ανακάλυψα ότι υπήρχαν κακοί και στις δύο πλευρές. Επίσης, ενδυναμώθηκε η άποψή μου ότι σε έναν εμφύλιο πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές, για την ακρίβεια όλοι χάνουν. Είναι οι χειρότερες πράξεις αυτοκαταστροφής.

     Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
     Ναι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αγγλία μου αρέσει πολύ να κάνω παρουσιάσεις και να συναντώ αναγνώστες.

     Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
     Ναι κάποιες φορές ένας αναγνώστης μπορεί να επισημάνει κάτι που δεν είχα προσέξει καν. Ίσως να ερμηνεύσει ένα γεγονός με τρόπο που μπορεί να τον συνδέσει προσωπικά με την ιστορία.

     Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
     Είμαι μεγάλη θαυμάστρια του McEwan, είναι Άγγλος συγγραφέας που του αρέσει να γράφει λακωνικά. Επίσης, λατρεύω την ποίηση του Καβάφη, γιατί γράφει για το συναίσθημα, αλλά με έναν τρόπο βαθύ και συγκρατημένο.

     Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
     Είναι ταυτόχρονα εύκολη και δύσκολη. Πιστεύω ότι τα καλύτερα κείμενα ενός συγγραφέα είναι εκείνα που ρέουν αβίαστα από το μυαλό στο χαρτί. Όταν κολλήσουμε ή προσπαθούμε πολύ σκληρά, αυτό αποτυπώνεται στην ιστορία μας. Το πιο δύσκολο όταν γράφεις ένα βιβλίο είναι οι χιλιάδες ώρες που απαιτούνται και χρειάζεται αυτοπειθαρχία για να το καταφέρεις.

     Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;
     Ναι, ετοιμάζω. Γράφω ακόμη ένα βιβλίο για την Ελλάδα. Φαντάζομαι δεν θα αποτελέσει έκπληξη για κάποιον αυτό!

Σας ευχαριστώ πολύ!


10 Απρ 2020

ΟΣΟΙ ΑΓΑΠΙΟΥΝΤΑΙ

VICTORIA HISLOP
Μετάφραση ΦΩΤΕΙΝΗ ΠΙΠΗ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Σελ. 540, Οκτώβριος 2019

     Όπως πολλά από τα προηγούμενα βιβλία της, έτσι και το νέο μυθιστόρημα της Β. Χίσλοπ, που έχει τίτλο «Όσοι Αγαπιούνται» (μια φράση που περιλαμβάνεται στο εμβληματικό έργο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου), αντλεί την έμπνευσή του, από την Ελλάδα και την ελληνική Ιστορία.
     Το μυθιστόρημα ξεκινά με την περιγραφή μιας ειδυλλιακής σκηνής. «Σ’ ένα μικρό αθηναϊκό διαμέρισμα, τέσσερις γενιές μιας οικογένειας ήταν μαζεμένες για να γιορτάσουν κάποια γενέθλια. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα με ασημιά μαλλιά χαμογελούσε, ενώ τα δισέγγονα της έτρεχαν χαρωπά τριγύρω από την ομήγυρη…». Η γυναίκα είναι η Θέμις Σταυρίδη και γύρω της η οικογένεια που με πολλές δυσκολίες δημιούργησε, αφού της έλαχε να ζήσει σε μια δύσκολη και σκληρή εποχή. Αυτή τη μέρα της γιορτής της-τα ενενηκοστά γενέθλια της γιορτάζει η οικογένεια-αποφάσισε να αφηγηθεί στα δύο πιο αγαπημένα της εγγόνια την ιστορία της πολυτάραχης ζωής της. «Στη διάρκεια εκείνης της μέρας, με όλη την οικογένειά της στριμωγμένη μέσα στο μικρό διαμέρισμα, η Θέμις είχε αναλογιστεί με κάποια θλίψη ότι δεν είχε τίποτα να αφήσει στα παιδιά και στα εγγόνια της. Ήταν ελάχιστα τα αντικείμενα αξίας […] Ή μήπως είχε κάποιου άλλου είδους κληρονομιά να τους αφήσει; […] Η ιστορία της ζωής της μπορεί να μην ήταν οικογενειακό κειμήλιο, ήταν όμως ότι είχε και δεν είχε, και ήθελε να το δώσει σ’ αυτούς τους δύο νέους». Έτσι ξεκινά να αφηγείται ξεκινώντας από το 1930 όταν είναι τεσσάρων χρονών κι έχει τις πρώτες αναμνήσεις για να φτάσει στο 2016.
     Η Θέμις ήταν το τέταρτο –και τελευταίο-παιδί του Παύλου και της Ελευθερίας Κοράλη. Ενός ναυτικού και της κόρης μιας οικογένειας εμπόρων. Ο πατέρας λόγω του επαγγέλματος, εμφανιζόταν σπάνια στο σπίτι. Η μητέρα, την οποίας η οικογενειακή περιουσία εξανεμίστηκε λόγω κακών χειρισμών, ήταν παρούσα-απούσα. Υπέφερε από κατάθλιψη και όλη την ημέρα την περνούσε ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι. Η κατάστασή της μάλιστα τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’30 επιδεινώθηκε τόσο, που κρίθηκε απαραίτητος ο εγκλεισμός της σε ίδρυμα. Έτσι το δύσκολο έργο της ανατροφής των τεσσάρων παιδιών, (Θανάσης, Πάνος, Μαργαρίτα, Θέμις) ανέλαβε η γιαγιά τους.
     Από νωρίς φάνηκε ότι τα παιδιά θα ακολουθούσαν αντίθετες πορείες στη ζωή τους. «Ήδη από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας τους, τα δύο αγόρια είχαν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της χώρας τους. Ο Θανάσης τασσόταν υπέρ του Μεταξά […] Ο Πάνος από την άλλη αποστρεφόταν την αυστηρή επιβολή της τάξης που εκπροσωπούσε ο Μεταξάς». Τις απόψεις του Θανάση συμμεριζόταν και η Μαργαρίτα, ενώ η Θέμις όταν ήταν πια αρκετά μεγάλη για να έχει πληρέστερη αντίληψη των καταστάσεων, τάχθηκε ανοιχτά υπέρ του Πάνου.
     Από αυτό το σημείο ξεκινά ουσιαστικά η αφήγηση του βιβλίου. Οι περιπέτειες της Θέμιδας, δίνουν την ευκαιρία στη συγγραφέα να διατρέξει την νεώτερη ελληνική Ιστορία. Δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην Εθνική Αντίσταση και στα Δεκεμβριανά. Παράλληλα στηλιτεύει τις λανθασμένες αποφάσεις που πήραν κι εφάρμοσαν τα κόμματα και οι πολιτικές ηγεσίες, καθώς και τη γνωστή διαβρωτική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» του Τσόρτσιλ και του Foreign Office, που οδήγησαν στην διόγκωση των αντιθέσεων και τελικά στο ξέσπασμα του εμφύλιου πολέμου. Ενός πολέμου «άδικου» και «αχρείαστου» του οποίου οι πραγματικές  μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην οικονομική, πολιτική και κυρίως κοινωνική ζωή δεν έχουν γίνει πλήρως κατανοητές και που θα ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία για πολλά χρόνια ακόμα, παρά τις πολλές προσπάθειες που καλώς γίνονται, για να επέλθει η λήθη και η συμφιλίωση.  

5 Απρ 2020

ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ

MATS STRANDBERG
Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΘΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Σελ. 400, Οκτώβριος 2019

     Μετά το μυθιστόρημα «Η Κρουαζιέρα Του Τρόμου» (παρουσίαση Αύγουστος 2019), κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα ακόμα βιβλίο του σουηδού συγγραφέα M. Στραντμπεργκ που κινείται κι αυτό στα πλαίσια της λογοτεχνίας του φανταστικού.
     Μετά από είκοσι χρόνια, ο Γιούελ Έντλουντ, επιστρέφει στο Σκρέντσμπι, μια μικρή πόλη της Σουηδίας, όπου βρίσκεται το πατρικό του σπίτι, στο οποίο ζει η χήρα μητέρα του. Ο Γιούελ όλα αυτά τα χρόνια ζούσε στη Στοκχόλμη, έχοντας πολλά προβλήματα συμπεριφοράς κι εξαρτήσεων. Τώρα επιστρέφει στη γενέτειρα του, για να φροντίσει τη μητέρα του που εμφανίζει συμπτώματα άνοιας.  Έχει εξασφαλίσει μια θέση στο ίδρυμα φροντίδας ηλικιωμένων «Σκιά του Έλατου». «Το ισόγειο κτίριο είναι φτιαγμένο από τούβλα και βρίσκεται έξω από τον οικισμό […] Είναι ένα συμπαγές κτίριο με παραλληλόγραμμο σχήμα. Δεν έχει περιττές λεπτομέρειες για να του χαρίζουν ομορφιά. Μια φαρδιά σκάλα, πλαισιωμένη από ράμπες για αναπηρικά καροτσάκια, οδηγεί προς τις πόρτες […] Το κτίριο δεν είναι μεγάλο. Έχει μόνο τέσσερις διαδρόμους που σχηματίζουν ένα πλαίσιο γύρω από το αίθριο, το οποίο αποκαλείται κοινόχρηστο σαλόνι […] Κάθε διάδρομος αποτελεί ένα τμήμα με οχτώ διαμερίσματα το καθένα. Τα διαμερίσματα είναι μικρά […] Έχουν μπάνιο αλλά όχι κουζίνα». Στο ίδρυμα φιλοξενούνται άνθρωποι που πάσχουν από εκφυλιστικές ασθένειες του εγκεφάλου (άνοια, αλτσχάϊμερ κλπ), των οποίων η φροντίδα είναι δύσκολη για τους οικείους τους και απαιτεί κάποια εξειδίκευση από το προσωπικό.
     Εδώ εργάζεται η Νίνα, παιδική φίλη του Γιούελ. Μεγάλωσαν μαζί και τους έδεσε μια δυνατή φιλία. Έβρισκε ο ένας στο πρόσωπο του άλλου, τον «σύμμαχο» που θα τον βοηθούσε να ξεπεράσει το bullying των συμμαθητών τους. Όμως από το τέλος της εφηβείας τους, δεν έχουν ξαναμιλήσει, όταν οι δρόμοι τους χώρισαν με οδυνηρό τρόπο κι ενώ φαινόταν να τους ανοίγονται ευοίωνες καλλιτεχνικές προοπτικές . Έτσι, ο ήδη διαταραγμένος ψυχικός κόσμος του Γιούελ, θα υποστεί μια ακόμα δοκιμασία, αφού θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τις αναμνήσεις από το κοινό του παρελθόν με τη Νίνα.
     Μετά την εισαγωγή της στη «Σκιά του Έλατου», η συμπεριφορά της Μόνικα άλλαξε. Ενώ ήταν μια γυναίκα ήρεμη «που δεν έχει ποτέ κακολογήσει άνθρωπο», μετατρέπεται σε ένα βίαιο πλάσμα. «Το ντοσιέ του προσωπικού γεμίζει με περισσότερες αναφορές για βίαια περιστατικά. Η Μόνικα φτύνει, δαγκώνει και γδέρνει με τα νύχια της τα μέλη του προσωπικού». Ακόμη, επιτίθεται λεκτικά μιλώντας για περιστατικά και γεγονότα που δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει και πληγώνουν τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνονται.
     Ο Γιούελ και η Νίνα που γνωρίζουν πολύ καλά τη Μόνικα, καταλαβαίνουν ότι αυτή η συμπεριφορά και τα βίαια ξεσπάσματα δεν είναι απότοκα της ασθένειας, αλλά οφείλονται σε κάτι άλλο. Η ηλικιωμένη γυναίκα αλλά και οι ίδιοι, αντιμετωπίζουν μια τρομακτική απειλή και πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν τους εαυτούς τους!
     Ένα καλοδουλεμένο μυθιστόρημα, με ιδιαίτερους χαρακτήρες, και μεγάλη ανατροπή στη τελευταία σελίδα. Διαβάζεται ευχάριστα από  όλους τους αναγνώστες, αλλά ειδικά οι φίλοι της λογοτεχνίας του φανταστικού θα το λατρέψουν!