25 Ιουν 2017

Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

LUCA D' ANDREA
Μετάφραση ΑΜΠΥ ΡΑΪΚΟΥ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Σελ. 472, Μάρτιος 2017

     Στη σειρά «Crime», κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες το θρίλερ του ιταλού συγγραφέα Λ. Ντ’ Αντρέα «Η Ουσία Του Κακού».
     Ο Τζερεμάια Σάλιντζερ, είναι σεναριογράφος τηλεοπτικών εκπομπών (κυρίως ντοκιμαντέρ). Με τον αχώριστο φίλο και συνεργάτη του Μάικ Μακ Μέλαν, δημιούργησαν μια εταιρία, που ετοίμασε μια σειρά εκπομπών με τίτλο «Road Crew». Το θέμα της σειράς, ήταν το προσωπικό που προηγείται των συγκροτημάτων της ροκ μουσικής και είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να συναρμολογεί και να αποσυναρμολογεί σε ελάχιστες ώρες τη σκηνή, τα μηχανήματα φωτισμού, τις ηχητικές εγκαταστάσεις και ότι άλλο χρησιμοποιείται στις μεγάλες συναυλίες. Η σειρά έχει αναπάντεχη επιτυχία και συνεχίζεται για τέσσερις σεζόν, χαρίζοντάς τους δόξα, αναγνώριση, χρήμα αλλά και… κούραση. Έτσι ο Σάλιντζερ, αποφασίζει το Δεκέμβρη του 2012, να κάνει ένα διάλειμμα για να ξεκουραστεί και να περάσει λίγο χρόνο με τη γυναίκα του Ανελίζ και την κόρη τους, την 5χρονη Κλάρα. Μετά από παρότρυνση της συζύγου του, διαλέγει σαν τόπο διακοπών του χωριό Ζίμπενχουχ του Νότιου Τιρόλο, στις πλαγιές των Άλπεων της βόρειας Ιταλίας, όπου κατοικεί και ο πεθερός του και όπου γεννήθηκε η σύζυγός του. «Οι φωτογραφίες που μου είχε δείξει η Ανελίζ από το Ζίμπενχουχ, δεν απέδιδαν την ομορφιά αυτού του μικρού χωριού, σκαρφαλωμένου σ’ ένα υψόμετρο χιλίων τετρακοσίων μέτρων…».
     Τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονται ευνοϊκά για τον Σάλιντζερ στο χωριό, αφού βιώνει μια τραυματική εμπειρία, ενώ κινηματογραφεί τις προσπάθειες διάσωσης μιας τραυματισμένης τουρίστριας σ’ έναν παγετώνα, από το ελικόπτερο της τοπικής ομάδας διάσωσης. Ενώ προσπαθεί να αναρρώσει, ακούει σε κάποια συζήτηση για τη σφαγή του Μπλέτερμπαχ, που είναι ένα φαράγγι κοντά στο χωριό, είναι γεμάτο απολιθώματα και αποτελεί πόλο έλξης χιλιάδων τουριστών απ’ όλο τον κόσμο. Από τις πρώτες πληροφορίες που συγκεντρώνει, ανακαλύπτει ότι το 1985, όταν το χωριό δεν ήταν ακόμη διάσημο, ο Κουρτ Σάλτζμαν, ο Μάρκους Μπάουμαγκάρτνερ και η αδελφή του Εύη, δολοφονούνται στο φαράγγι με τρομακτικό τρόπο. Οι τρεις νέοι ανέβηκαν για μια εκδρομή στο βουνό. Τους βρήκε μια πολύ ισχυρή καταιγίδα και κάποιος κυριολεκτικά τους κατακρεούργησε, στο σημείο που είχαν επιλέξει για να διανυκτερεύσουν! «Αυτό όμως που συνέβη σ’ εκείνα τα τρία κακόμοιρα παιδιά στο Μπλέτερμπαχ το 1985 δεν ήταν απλώς σκοτωμός. Ήταν μια σφαγή που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο».
     Η ιστορία εξιτάρει τον Σάλιντζερ, που αποφασίζει ν’ ανακαλύψει τι ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ, αφού τόσα χρόνια μετά, το έγκλημα παραμένει ανεξιχνίαστο. Σκοπός του, εκτός από την εξιχνίαση του εγκλήματος, είναι να δημιουργήσει ένα ντοκιμαντέρ, που θα προωθήσει η εταιρία του, στα τηλεοπτικά δίκτυα των ΗΠΑ. Πολλοί, ανάμεσά τους και ο πεθερός του, άνθρωπος με κύρος στη μικρή κοινωνία του χωριού, προσπαθούν να τον αποτρέψουν να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα.  «Αυτό είναι το είδος της εμμονής από το οποίο προσπαθώ να σε σώσω. Αν πριν από τριάντα χρόνια κάποιος… μου είχε επιστήσει την προσοχή, ίσως όλα να είχαν εξελιχτεί διαφορετικά». Όμως ο Σάλιντζερ είναι αγύριστο κεφάλι, κάτι που θα τον βάλει σε μπελάδες και θα τον κάνει να διακινδυνεύσει τη ζωή του και τη σχέση του με τη γυναίκα και την κόρη του…

     Θρίλερ με ευφάνταστο μύθο, πολλές ανατροπές, εξαιρετικές περιγραφές του τοπίου, πολύ καλό στιλ γραφής και διεισδυτική ματιά στη νοοτροπία των ορεσίβιων κατοίκων που εν πολλοίς διαμορφώνεται από τον χώρο στον οποίο ζουν. 

19 Ιουν 2017

ΤΡΙΑ ΜΑΥΡΑ ΝΟΥΦΑΡΑ

MICHEL BUSSI
Μετάφραση ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΟΥΛΑ
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Σελ. 485, Νοέμβριος 2016

     Τον συγγραφέα του βιβλίου «Τρία Μαύρα Νούφαρα», τον γνωρίσαμε από το έργο του «Το Κορίτσι Της Πτήσης 5403», που άρεσε στους έλληνες αναγνώστες. Πιστεύω ότι το ίδιο θα συμβεί και με αυτό το βιβλίο.
     Το Ζηβερνί, είναι ένα μικρό χωριό της Νορμανδίας, περίπου 70 χλμ από το Παρίσι. Το εντόπισε από το παράθυρο του τρένου ο κορυφαίος ιμπρεσιονιστής ζωγράφος Κλωντ Μονέ, σε ένα από τα ταξίδια του. Τον εντυπωσίασε η ηρεμία που απέπνεε, το εξαιρετικό τοπίο και τα παιχνιδίσματα του φωτός! Το 1879, η σύζυγος του Μονέ, Καμίλ πέθανε. Λίγα χρόνια αργότερα ο ζωγράφος με τα δύο του παιδιά και τη γυναίκα που θα γινόταν στο μέλλον η δεύτερη σύζυγός του, εγκαταστάθηκαν στο χωριό. Ο ζωγράφος έδωσε εντολή να χτιστεί εκεί το σπίτι του (το περίφημο ροζ σπίτι) και να δημιουργηθεί ένας κήπος, για τη διαμόρφωση του οποίου εργάστηκαν αρκετοί κηπουροί υπό τη στενή επίβλεψη του. Ένας κήπος ο οποίος αποτελεί από μόνος του ένα έργο τέχνης. Στον κήπο δεσπόζει η λίμνη με τα νούφαρα, τα οποία αποτέλεσαν το θέμα μιας σειράς από περίπου 250 πίνακες διαφόρων μεγεθών. Τον γάλλο ζωγράφο, ακολούθησαν και άλλοι ομότεχνοί του, κυρίως αμερικανοί, καθιερώνοντας το μικρό νορμανδικό χωριό, σαν το κέντρο του ιμπρεσιονισμού. Ο Μονέ έζησε σ’ αυτό το χωριό, σ’ αυτό το σπίτι και σ’ αυτό τον κήπο τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Πέθανε το 1926.
    Μετά το θάνατο του Μονέ, το Ζηβερνί «ξεχάστηκε». Όμως με την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το έργο του ζωγράφου, κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, έγινε δημοφιλής προορισμός των φιλότεχνων απανταχού της γης, με αποτέλεσμα στις μέρες μας, να δέχεται πλήθος τουριστών κάθε χρόνο.
     Στο Ζηβερνί και τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται γύρω από την πνευματική κληρονομιά του Μονέ, αναφέρεται το βιβλίο «Τρία Μαύρα Νούφαρα». Ο συγγραφέας βρίσκει μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία, να γράψει ένα εξαιρετικό «αστυνομικό» μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται γύρω από το «ροζ σπίτι» του ζωγράφου και που ξεκινά με την εύρεση του πτώματος ενός επιφανούς κατοίκου του χωριού, σ’ ένα ρέμα. «Μόνο που το κόκκινο αυτό δεν προέρχεται από μια παλέτα που κάποιος ζωγράφος ξέπλυνε στο ποτάμι, αλλά από το τσακισμένο κρανίο του Ζερόμ Μορβάλ. Βίαια τσακισμένο, μάλιστα. Το αίμα κυλάει από μια βαθιά εγκοπή στο πάνω μέρος του κρανίου του, ευκρινή, πεντακάθαρη, ξεπλυμένη από το ρυάκι του Επτ μέσα στο οποίο βρίσκεται βυθισμένο το κεφάλι του».
     Την υπόθεση αναλαμβάνει ο επιθεωρητής Λοράνς Σερενάκ με βοηθό τον Σίλβιο Μπεναβίντες, αλλά η υπόθεση θα αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη.
     Όπως δύσκολη αποδείχθηκε και η προσπάθειά μου να γράψω την παρουσίαση αυτού του βιβλίου. Και η δυσκολία έγκειται στο ότι πρέπει να είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός, στο ποιες από τις πτυχές του μύθου μπορώ να αποκαλύψω, ώστε να μην προϊδεάσω τον αναγνώστη γι’ αυτό που θα συμβεί και «καταστρέψω» έτσι το στοιχείο της έκπληξης. Σ’ αυτή την ιστορία όπου το παρόν μπλέκεται αξεδιάλυτα με το παρελθόν, στις τελευταίες σαράντα σελίδες, όλες οι απορίες θα λυθούν, αφού όμως πρώτα ανατραπούν όλες οι βεβαιότητες και θα αποδειχθεί περίτρανα πως σ’ αυτό το χωριό, τίποτα και κανείς δεν είναι αυτό που φαίνεται ή αυτό που εμείς οι αναγνώστες νομίζαμε.

     Εξαιρετικό μυθιστόρημα, που θα συναρπάσει με την πλοκή, το συγκλονιστικό ύφος γραφής, τους ξεχωριστούς χαρακτήρες και φυσικά με την «μεγάλη ανατροπή» των τελευταίων σελίδων. 

13 Ιουν 2017

ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

     Η Χίλντα Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Καλλιθέα το 1957. Μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα κι ακούγοντας Neil Young και Bob Dylan. Σπούδασε Νομικά. Για μια εικοσαετία είχε το δισκάδικο στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Από το 1994, ασχολείται επαγγελματικά με τη μετάφραση. Έχει γράψει δύο μονογραφίες για τους Beatles και τους Clash (εκδόσεις Απόπειρα). Υπήρξε συνεργάτης μουσικών εντύπων και είναι συντάκτης του διαδικτυακού μουσικού περιοδικού MIC. Έργα της: «Για Μια Χούφτα Βινύλια» (Μεταίχμιο, 2011), «Έχουνε Όλοι Κακούς Σκοπούς» (Μεταίχμιο, 2013) και «Η Συχνότητα Του Θανάτου» (Μεταίχμιο, 2016).
 
Η αστυνομική λογοτεχνία έχει μικρή παράδοση στην Ελλάδα. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το είδος
     Μεγάλωσα διαβάζοντας τα φτηνά (pulp) αστυνομικά περιοδικά Μάσκα και Μυστήριο, τα βιβλία της Άγκαθα Κρίστι, και βλέποντας ασπρόμαυρα  χολιγουντιανά b-movies. Αργότερα, μελέτησα πιο σοβαρά το αστυνομικό genre και παρακολούθησα την έκρηξη του ευρωπαϊκού αστυνομικού μυθιστορήματος, στα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Ξεκίνησα το γράψιμο επειδή αγαπώ το αστυνομικό είδος. Κι ευτυχώς, βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να δημιουργείται και στην Ελλάδα μια παράδοση καλογραμμένων αστυνομικών κάθε ύφους. Για πρώτη φορά υπάρχουν υποψήφια αστυνομικά βιβλία στις λίστες έγκριτων βραβείων κι ένα μάλιστα (το «Πίσω Κάθισμα» της Ευτυχίας Γιαννάκη) πήρε το βραβείο αναγνωστών που απονέμει κάθε χρόνο μια αλυσίδα βιβλιοπωλείων.

μους της και στηταλά και τα κακ΄χολσΞεκίνησα
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας;
     Σε όλα τα βιβλία μου υπάρχει ένας πυρήνας που σχετίζεται με τη μουσική - τη μουσική βιομηχανία, τη μουσική ενημέρωση, την αγάπη των ανθρώπων για τη μουσική. Αφού ασχολήθηκα με τα δισκάδικα («Για μια Χούφτα Βινύλια») και τις μικρές ανεξάρτητες δισκογραφικές («Έχουνε Όλοι Κακούς Σκοπούς»), στη «Συχνότητα του Θανάτου» μιλώ για τους ιδιωτικούς μουσικούς ραδιοσταθμούς και το σχεδόν προκαθορισμένο τέλος τους. Μια δεύτερη πηγή έμπνευσης ήταν η αλλαγή της Αθήνας την τελευταία δεκαετία, συγκεκριμένα μετά το 2008 και τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, οι απαρχές της κρίσης και ο πολλαπλασιασμός των άστεγων στο κάποτε λαμπερό κέντρο της πόλης.

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το βιβλίο σας και ποιο είναι αυτό;
     Τα βιβλία μου θέλω να τα θυμούνται περισσότερο για την αναγνωστική απόλαυση που ίσως προσφέρουν και λιγότερο για κάποια μηνύματα. Αλλά αν θέλουμε οπωσδήποτε να μιλήσουμε για μήνυμα, θα έλεγα ότι αυτό αφορά τη σημασία του μουσικού ραδιοφώνου στη διαμόρφωση μουσικής άποψης, την προσφορά του εν είδει παρέας έτοιμης να μας παρηγορήσει ανά πάσα στιγμή. Αλλά και η ανάγκη να ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε την πόλη όπως είναι πραγματικά, με τα καλά και τα κακά της, με τους αστέγους και τους χίπστερς να συνυπάρχουν στους δρόμους της και στη ζωή.

Η λογοτεχνία, και πιο συγκεκριμένα το είδος που εσείς υπηρετείτε, μπορεί να είναι κοινωνική πράξη;
     Θα επαναλάβω κάτι που είναι πλέον πασίγνωστο, σε σημείο να μοιάζει με κλισέ: το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το κατεξοχήν πολιτικό είδος της εποχής μας. Κατεβαίνει στους δρόμους, αναζητάει τους φόβους και τα πάθη των ανθρώπων, προσπαθεί να πετύχει την κάθαρση του αναγνώστη - έστω πλασματική, αφού το χάος και η αδικία είναι σύμφυτα με την καθημερινή ζωή μας.

Ποια ήταν τα συναισθήματα που νιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
     Βαθιά συγκίνηση και καμάρι. Και σκέφτηκα ότι θα ήθελα να ζούσε ο πατέρας μου και να το έπιανε στα χέρια του. Και αμέσως μετά τον πανικό μπροστά στην έκθεση - των ιδεών, των συναισθημάτων, της ψυχής μου, όσο κι αν αυτό ακούγεται κάπως μελό.

Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
     Συνεχίζουν τη ζωή τους ανεξάρτητα από μένα, παλεύουν να τα βγάλουν πέρα με τις καθημερινές αντιξοότητες, βλέπουν σινεμά, διαβάζουν βιβλία, ακούνε μουσική. Και όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, με ειδοποιούν για να ξαναπιάσω το νήμα της ζωής τους.

 Έχετε βιώσει συναισθήματα όμοια με των ηρώων σας;
     Κάποια απ' αυτά - κυρίως την αγάπη για τα ζώα, τη συμπόνια για τον Άλλο και την ανάγκη για την τέχνη, χωρίς την οποία η ζωή θα ήταν κόλαση.

Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωές σας;
     Κατηγορηματικά όχι. Από την αρχή, δεν ήθελα να καταλάβω την κεντρική θέση στην πλοκή και να μιλήσω, ομφαλοσκοπώντας, για μένα. Κάποιες μουσικές εμμονές μου έχω χαρίσει στους ήρωές μου, αλλά τίποτα περισσότερο.

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Οι Δύο Σωματοφύλακες - δύο πολύ καλοί φίλοι, έμπειροι αναγνώστες, στους οποίους στέλνω τα κείμενά μου για να ακούσω τη γνώμη τους. Συνήθως, διορθώνω ξανά το γραπτό μου, ενίοτε λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις τους, και τότε πια νιώθω  μια﷽﷽﷽﷽﷽﷽υτεη για τα ζ΄και τότι το κείμενο είναι έτοιμο για παράδοση.

Ποιος αναγνώστης είναι ο ιδανικός για σας;
     Ο αναγνώστης με χιούμορ, που αγαπάει όλες τις εκφάνσεις της τέχνης και καταλαβαίνει τις αναφορές μου, ένας άνθρωπος που μπαίνει στο βιβλίο χωρίς προκαταλήψεις και ρουφάει την πλοκή εν επιγνώσει ότι είναι ένα παιχνίδι διανοητικό και όχι η πραγματικότητα.

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
     Μάλλον όχι. Ξαναθυμήθηκα απλώς διάφορες μουσικές εμμονές, εικόνες που είχαν χαθεί στο βάθος του μυαλού μου, μυρωδιές και υφές, γεύσεις και γωνιές της πόλης που είχαν εντυπωθεί στο ασυνείδητό μου. 

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Πάλι αρνητικά θα απαντήσω. Η συγγραφή είναι για μένα ένα παιχνίδι κι όχι μια διαδικασία ψυχοθεραπείας. Διαμόρφωσα την κοσμοθεωρία μου πριν πολλά χρόνια, και παρά τις κάποιες διορθώσεις, οι βασικές μου πεποιθήσεις θα έλεγα ότι παραμένουν η ανεκτικότητα και η αλληλεγγύη προς τον Άλλο, η συμπ μια﷽﷽﷽﷽﷽﷽υτεη για τα ζ΄και τόνια, η αγάπη για τα ζώα και η λατρεία της τέχνης. Κι αυτά δεν νομίζω, δεν θέλω να αλλάξουν μια﷽﷽﷽﷽﷽﷽υτεη για τα ζ΄και τ

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
     Είναι τεράστια η χαρά που νιώθω όταν συνομιλώ μαζί τους, μου αρέσει να ακούω τις απόψεις τους, να μαθαίνω τη διαφορετική ανάγνωση που κάνει ο καθένας. Και με συγκινεί το γεγονός ότι έχουν αγαπήσει τους ήρωές μου σχεδόν όσο τους αγαπώ κι εγώ.

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
     Μου έχει τύχει, πράγματι. Κι αυτρι.﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽εν οραπ' αυτήν έμαθα ίμου σχεδικός είναι από τους λόγους που ταξιδεύω σε άλλες πόλεις, γιατί μου αρέσει να γνωρίζω αυτούς τους «άγνωστους» αναγνώστες και να ακούω τις σκέψεις τους.

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
     Επειδή διάβαζα πάρα πολύ από τότε που ο πατέρας μου με έμαθε ανάγνωση, σε ηλικία 4 ετρι.﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽εν οραπ' αυτήν έμαθα ίμου σχεδικών, νομίζω ότι με έχουν επηρεάσει συνολικά τα διαβάσματαρι.﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽εν οραπ' αυτήν έμαθα ίμου σχεδικτα που έχω κάνει. Με επηρέασαν καλοί και λιγότερο καλοί συγγραφείς, ο καθένας με τον τρόπο του. Πιο ειδικά, θα αναφέρω τον μουσικόφιλο Νικ Χόρνμπι, τις βρετανίδες συγγραφείς του αστυνομικού Μινέτ Γουόλτερς και Ρουθ Ρέντελ, τον Σκοτσέζο Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον και τον Ρέι Μπράντμπερι. Και όσο κι αν ακούγεται περίεργο, πιο πολύ ίσως απ' όλους η δημοσιογράφος, συγγραφέας και σεναριογράφος Νόρα Έφρον, γιατί απ’ αυτήν έμαθα ότι μπορεί κανείς να διαχειριστεί τα πιο οδυνηρά πράγματα με χιούμορ. Φόρος τιμής στην Έφρον είναι το όνομα του ήρωά μου, Χάρης - από το «Όταν ο Χάρυ γνώρισε τη Σάλυ».

Σας έχει τύχει να ξεκινήσετε ένα έργο και να το αφήσετε στη μέση;
     Δεν έχω πολλά χρόνια που ασχολούμαι με το γράψιμο και δεν έχω υλικό στο συρτάρι.

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
     Θα απαντήσω χρησιμοποιώντας μια παράγραφο του αγαπημένου Γιώργου Ιωάννου:
«Το γράψιμο είναι πολύ μεγάλη δοκιμασία. Εγώ αισθάνομαι, από χρόνια τώρα, και πολύ μεγάλη πίεση, για να καθίσω να γράψω μερικά πράγματα, τα οποία ποτέ δεν είναι και πολύ συγκεκριμένα μέσα μου. Αισθάνομαι και δυσάρεστα, όταν είναι να γράψω. Νιώθω σαν να πρόκειται να δώσω αίμα. 'Η να υποστώ μια εγχείρηση, ας πούμε.
Απ’ αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα απαλλάσσομαι, αφού προχωρήσει αρκετά το γράψιμο, και δω ότι κάτι γίνεται
. Ότι λέω μερικά πράγματα με ουσία. Με κάποιον ήχο, όπως θα τον ήθελα εγώ».

Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο;
     Προς το παρόν ασχολούμαι με την άλλη μεγάλη αγάπη μου, τη μετάφραση. Εντωμεταξύ, μαζεύω εικόνες, σκέψεις και ιδέες. Πάντοτε, πριν ξεκινήσω το γράψιμο ενός καινούργιου βιβλίου, ξέρω την αρχή και το τέλος του. Αυτή τη στιγμή ξέρω την αρχή και περιμένω να βρω το τέλος του επόμενου. Μετά δεν απομένει παρά «η πολύ δύσκολη μέση».
 Σας ευχαριστώ πολύ!

9 Ιουν 2017

ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΟΧΗΣ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΡΟΥΣΣΟΥ
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Σελ. 464, Ιούνιος 2017

     Την ιστορία της οικογένειας Μακρή από τη Νάουσα και της οικογένειας Γκούση από την Έδεσσα, που εξελίσσεται στη διάρκεια μισού αιώνα (1896-1945), αφηγείται στο δεύτερο μυθιστόρημα της, η Χ. Ρούσσου.
     Η ιστορία ξεκινά το 1896, όταν τα αδέλφια Αχιλλέας και Νίκος Μακρής, λόγω της ανέχειας, αποφάσισαν να κάνουν το μεγάλο βήμα και να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Ήθελαν να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον για τους ίδιους, να βοηθήσουν οικονομικά τους γονείς τους, αλλά και να προικίσουν τη Λέγκω, τη μικρή τους αδελφή. «Οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά. Τι να βγάλουν από δύο μικρά αμπέλια; Μόλις που κάλυπτε η οικογένεια τα έξοδά της κάθε χρόνο. Και να ‘ταν μόνο αυτό, αισθάνονταν ανασφάλεια στον τόπο τους. Η Μακεδονία όπως και άλλα μέρη της Βόρειας Ελλάδας, δεν είχαν ελευθερωθεί ακόμη. Οι Βούλγαροι, στην προσπάθειά τους να εκβουλγαρίσουν τους κατοίκους της Μακεδονίας, έκαναν επιδρομές, λεηλατούσαν, έσφαζαν, έκαιγαν σπίτια, άρπαζαν κοπάδια, κατέστρεφαν τις καλλιέργειες, ρήμαζαν τον τόπο. Παρ’ όλη την οικονομική ανάπτυξη, ο πολύς ο κόσμος δεν είχε παράδες, αντίθετα με τους ολίγους, τους πλούσιους βιομήχανους και τσιφλικάδες της περιοχής. Ή θα δούλευαν εργάτες στα εργοστάσια ή για λογαριασμό των μεγάλων γαιοκτημόνων».
     Τα δύο αδέλφια έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη με πλοίο για τον Πειραιά και στη συνέχεια για τη Γένοβα, όπου θα άλλαζαν καράβι. Στο λιμάνι της ιταλικής πόλης στη διάρκεια της πολύωρης αναμονής μέχρι να επιβιβαστούν στο αμερικάνικο υπερωκεάνιο, γνώρισαν τον Αντώνη Γκούση από τα Βοδενά, όπως ονομαζόταν τότε η Έδεσσα. Μετανάστης και αυτός, αλλά άλλου είδους. Ταξίδευε στην Αμερική για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Ιατρική. Στο Νέο Κόσμο τον έστειλε ο θείος του, ο οποίος τον φιλοξενούσε στη Βιέννη, στο πανεπιστήμιο της οποίας σπούδαζε ο Αντώνης, για να τον απομακρύνει από την αυστριακή πρωτεύουσα και την Ευρώπη. Γιατί ο Αντώνης γύρισε κρυφά στην πατρίδα για να μπει στον αγώνα. «Ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν, στο τελευταίο έτος των σπουδών μπερδεύτηκε σε οργάνωση για την απελευθέρωση της υποδουλωμένης Ελλάδας. Έριξε στο βρόντο το πτυχίο και κρυφά απ’ τον θείο και τον πατέρα του κατέβηκε στη Μακεδονία, που άτυπα είχε αρχίσει ο αγώνας για να πάρει τα όπλα».
     Ο θείος του, ανήσυχος και φοβούμενος ακόμη και για τη ζωή του ανιψιού του, τον εντόπισε και ανέλαβε να τον νουθετήσει, αλλά και «τον έπεισε να μεταναστεύσει στην Αμερική και να συνεχίσει εκεί την ειδικότητά του… «Πολύ πιο χρήσιμος θα είσαι στο έθνος ως γιατρός. Πάρε το πτυχίο σου, την ειδικότητά σου και μετά κάνε ότι θέλεις. Ρίξου στον αγώνα με όλες σου τις δυνάμεις. Ο πατέρας σου και γω δεν σου επιτρέπουμε να μην αξιοποιήσεις το καλό μυαλό που σου έδωσε ο Κύριος. Σε δέχθηκαν στην ιατρική σχολή στα δεκαέξι σου χρόνια. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Μην χαραμίσεις το μυαλό σου». Ο θείος είχε «από κοντά» τον ανιψιό μέχρι να δώσει όσα μαθήματα χρωστούσε για το πτυχίο και όταν το έπιασε στα χέρια του και είδε «Αντώνιος Γκούσης του Αποστόλου», ταξίδεψε μαζί του μέχρι το λιμάνι της Γένοβας και τον ξεπροβόδισε για την Αμερική».
     Από το σημείο αυτό, οι τρεις έγιναν αχώριστοι και προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν ο καθένας το δικό του όνειρο στη νέα Γη της Επαγγελίας, μέχρι που η μοίρα θα αποφασίσει διαφορετικά…
     Το δεύτερο μυθιστόρημα της Χ. Ρούσσου, είναι πολυπρόσωπο με διαφορετικούς χαρακτήρες που σκιαγραφούνται με διεισδυτικότητα, έχει εξαιρετική αφήγηση, συναρπαστική πλοκή και πολλές ανατροπές. Παρουσιάζει με ευστοχία την ασφυκτική, συντηρητική κοινωνία της μικρής και απομονωμένης πόλης, στην οποία η πλειοψηφία των κατοίκων κάθε κοινωνικής βαθμίδας, έχαναν την ουσία και ενδιαφερόταν περισσότερο για το «τι θα πει ο κόσμος» και τη δημόσια εικόνα τους. Αλλά και τη σκληρή ζωή των μεταναστών στην Αμερική, που είχαν να παλέψουν και να αντιμετωπίσουν εντελώς άλλες συνθήκες και νοοτροπίες από αυτές που είχαν συνηθίσει και αξίες διαφορετικές από αυτές με τις οποίες είχαν ανδρωθεί. Κι όλα αυτά, μέσα από τις ανατροπές που φέρνουν στις ζωές των ανθρώπων τα «γυρίσματα» της Ιστορίας, που ειδικά στο χρονικό διάστημα που διαδραματίζεται το μυθιστόρημα, στη Μακεδονία, είναι πολύ σημαντικά και ενδιαφέροντα. Το «Στα Πέρατα Της Αντοχής» είναι μια πολύ καλή αναγνωστική επιλογή.

     

6 Ιουν 2017

Ο ΑΓΡΙΑΝΘΡΩΠΟΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΤΟΣ
Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σελ. 214, Απρίλιος 2017

     Το τέταρτο μυθιστόρημα του Γ. Κωνσταντάτου, με τίλο «Ο Αγριάνθρωπος» κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες.
     Ο Μάριος Σιολέτης, είναι ένας νεαρός δάσκαλος, που παίρνει τον πρώτο διορισμό του σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου. Στο χωριό πήγε αρκετές μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία για να γνωριστεί με τους ανθρώπους και τον τόπο, αλλά και να τακτοποιήσει τα τυπικά θέματα, όσο και τα ουσιαστικά, όπως η εύρεση στέγης κλπ. Μια μέρα, πριν ακόμη την έναρξη της σχολικής χρονιάς, αποφάσισε να εκδράμει με το αυτοκίνητό του στο παρακείμενο βουνό, απ’ όπου όπως πίστευε θα απολάμβανε τη θέα. Για κακή του τύχη όμως, το αυτοκίνητο παρουσίασε βλάβη. Και σα να μην ήταν αυτό αρκετό, ξέσπασε και μια καταρρακτώδης βροχή. «Περπατούσα περίπου για μισή ώρα, αφού το ψυγείο του αυτοκινήτου μου με πρόδωσε στην κορυφή σχεδόν του βουνού όπου είχα έρθει για ν’ απολαύσω τη θέα. Πόσο ανόητος αισθανόμουν τώρα δεν περιγράφεται με λέξεις, αφού είχα αποφασίσει να εκδράμω μόνος σε μια περιοχή που μου ήταν τελείως άγνωστη και με τον καιρό από το πρωί να με προειδοποιεί με τα μαύρα σύννεφά του. Το χειρότερο ήταν πως δεν είχα κινητό τηλέφωνο, αφού είχα αποφασίσει να κάνω την επανάστασή μου στις συνήθειες της εποχής μου. «Αφού όλοι έχουν κινητό, εγώ δεν θα έχω»! ήταν η απόφασή μου».
     Κι ενώ βαδίζει μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο ψάχνοντας για βοήθεια, με την απελπισία να τον καταλαμβάνει λίγο-λίγο, θυμάται την προειδοποίηση του βενζινά του χωριού. «Που πας, βρε φίλε, μ’ αυτόν τον χαμό; Θα βρέξει πολύ και δεν θα σταματήσει για μέρες, ο καιρός είναι πολύ φορτωμένος. Κι αν αρχίσει εδώ πάνω, ξεχνάει να σταματήσει». Λίγο πιο κάτω αντικρίζει την σιδερένια πύλη μιας περίφραξης με μια παράξενη πινακίδα: «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ-ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΑ ΖΩΑ». Παρά την… απειλητική πινακίδα, η απελπισία του νικάει τους φόβους του ενδεχόμενου κινδύνου και μπαίνει στην ξεκλείδωτη-όπως αποδείχτηκε-πύλη. Αυτό που αντικρίζει όμως τον γεμίζει τρόμο. «Ένας άντρας με μακριά γενειάδα στεκόταν απέναντί μου και με σημάδευε με μια καραμπίνα. «Ακίνητος!» μου είπε με βροντερή φωνή. Τα έχασα. Πάγωσε το αίμα μου βλέποντας την καραμπίνα να με σημαδεύει… Θα με σκότωνε ο τρελός, θα με έθαβε στο δάσος και δεν θα μ’ έβρισκαν ούτε οι λύκοι…».
     Παρά την εχθρική υποδοχή όμως, ο «αγριάνθρωπος» θα παράσχει καταφύγιο στον ταλαιπωρημένο δάσκαλο, αλλά όχι μόνο…. Μέσα από τη συζήτηση που κράτησε όλο σχεδόν το βράδυ, θα του αναλύσει με οξυδέρκεια τα πολυποίκιλα αίτια της βαθιάς κρίσης που διέρχεται η χώρα, τα οποία δεν εδράζονται στο σήμερα ή έστω στο κοντινό παρελθόν, αλλά ανάγονται στο βάθος του χρόνου. «…το νεοελληνικό κράτος γεννήθηκε πάνω σε ερείπια και στάχτες, δίχως υποδομές, θεσμούς και νόμους. Το χειρότερο, δίχως καν αστική τάξη, αλλά μόνο με τους προύχοντες και τους προεστούς των τοπικών κοινωνιών, που αντικατέστησαν τους Τούρκους στη διοίκηση, κόβοντας και ράβοντας το νέο κράτος στα μέτρα τους. Αυτά πληρώνουμε μέχρι σήμερα και σ’ αυτά βρίσκονται οι ρίζες της κακοδαιμονίας της ελληνικής ζωής, όπου δεν άρχει ο νόμος αλλά το μικροσυμφέρον».

      Με εξαιρετική γραφή και με πολύ καλή γνώση και χρήση της γλώσσας, το ενδιαφέρον αυτό και καλογραμμένο μυθιστόρημα, μέσα από την ευφάνταστη ιστορία του, θα χαρίσει ώρες αναγνωστικής απόλαυσης, αλλά παράλληλα θα προβληματίσει κάθε αναγνώστη, που ενδιαφέρεται για την πορεία και το μέλλον αυτού του τόπου. Ο συγγραφέας του, που είναι δημόσιο πρόσωπο (Δήμαρχος Αργυρούπολης-Ελληνικού), αναλύει –χρησιμοποιώντας το «τέχνασμα» του μυθιστορήματος και μέσω του κεντρικού χαρακτήρα του βιβλίου του που είναι ο… αγριάνθρωπος- με καθαρή σκέψη και νηφαλιότητα την σημερινή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και θέτει προτάσεις για το μέλλον. Όλα αυτά χωρίς τη χρήση του «ξύλινου» λόγου που χρησιμοποιούν συνήθως οι πολιτικοί,  χωρίς μισόλογα και υπεκφυγές και έντεχνα ενταγμένα στη δομή του μύθου του βιβλίου, ώστε ο αναγνώστης να λαμβάνει τα μηνύματα, χωρίς να κουράζεται ή να δυσανασχετεί.   

1 Ιουν 2017

Η ΤΖΑΖ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ

RAY CELESTIN
Μετάφραση ΜΑΡΙΑ ΡΟΖΑ ΤΡΑΪΚΟΓΛΟΥ
Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
Σελ. 525, Νοέμβριος 2016

     Το πρώτο μυθιστόρημα του λονδρέζου σεναριογράφου και διηγηματογράφου Ρ. Σελεστιν, σας παρουσιάζω σήμερα.
     Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται το 1919 στον αμερικάνικο Νότο και πιο συγκεκριμένα στην πόλη της Νέας Ορλεάνης, που την εποχή αυτή «ήταν βίαιη και ανελέητη, πλημμυρισμένη από εγκληματίες και κοινότητες μεταναστών που συμπεριφέρονταν αναμεταξύ τους με εχθρότητα και καχυποψία. Ταυτόχρονα όμως ήταν μια πόλη με μια γοητευτική ενέργεια, μια λαμπερή και πλούσια σαγήνη. Παρά το φυλετικό διαχωρισμό και την κακεντρέχεια, τους άθλιους δρόμους και την ξεθωριασμένη δόξα της, ήταν εύκολο να μαγευτείς από την πόλη της Νέας Ορλεάνης». Σ’ αυτό το «ειδυλλιακό» περιβάλλον, βρίσκει το πρόσφορο έδαφος να δράσει ένας εγκληματίας που ξεχωρίζει για την αγριότητα του. Έχει ξεκινήσει τη δράση του εδώ και λίγο καιρό και κανείς δεν ξέρει την ταυτότητα του. «…ο δολοφόνος που ο Τύπος είχε βαφτίσει Πελεκητή είχε εισβάλει στις κατοικίες των θυμάτων του βράδυ και, όπως υποδήλωνε το παρατσούκλι, τα είχε σκοτώσει με τσεκούρι, φανερώνοντας πως αντλούσε σημαντική ευχαρίστηση από αυτό που έκανε, και χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για ληστεία ή σεξουαλική κακοποίηση». Ο Τύπος, θέλοντας να δώσει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον στα ρεπορτάζ, σκιαγραφούσε τον Πελεκητή, ως ον με υπερφυσικές δυνάμεις. Τα θύματά του, ήταν τέσσερις οικογένειες  Ιταλών μεταναστών, που εκτός από την καταγωγή, δεν είχαν κάποιο άλλο κοινό χαρακτηριστικό, ούτε φαινόταν να τους συνδέει κάποιος δεσμός συγγενικός ή άλλου είδους! Τα επόμενα θύματά του όμως (ένας δικηγόρος και η γυναίκα του), είναι βορειοευρωπαϊκής καταγωγής κάτι που ανατρέπει τα μέχρι στιγμής δεδομένα.
     Ο υπαστυνόμος Μάικλ Τάλμποτ που έχει αναλάβει την υπόθεση, δεν έχει το παραμικρό στοιχείο, το παραμικρό ίχνος για να ακολουθήσει και να οδηγηθεί στη διαλεύκανση της υπόθεσης. Όμως δεν έχει και ιδιαίτερη βοήθεια από τους άντρες της αστυνομίας της Ν. Ορλεάνης. Τον θεωρούν «καρφί» επειδή κατέθεσε εναντίον συναδέλφου του, που είχε παραπεμφθεί με την κατηγορία της διαφθοράς. Κάτι που στη Νέα Ορλεάνη και σε κάθε έκφανση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής, αποτελούσε ενδημικό φαινόμενο. Όμως υπάρχει και κάτι ακόμη «βαρύτερο». Ο Τάλμποτ συζεί με μια μαύρη γυναίκα, την Ανέτ,  με την οποία έχει και δύο παιδιά, ενώ στην πόλη ισχύει αυστηρά ο φυλετικός διαχωρισμός. Για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, ο Τάλμποτ αποφάσισε να δηλώσει ότι η Ανέτ, είναι οικιακή βοηθός του! Όλοι όμως στην υπηρεσία του, γνωρίζουν την πραγματικότητα.
     Χωρίς ο Τάλμποτ να το γνωρίζει, δύο ακόμη άνθρωποι ψάχνουν τον Πελεκητή. Ο ένας είναι ο πρώην αστυνομικός Λούκα Ντ’ Αντρέα που μόλις αποφυλακίστηκε. Είναι ο άνθρωπος που κατέδωσε ο Τάλμποτ και ψάχνει τον μανιακό δολοφόνο για λογαριασμό των Ματράνγκα, της «οικογένειας» της Μαφίας που ελέγχει την πόλη. Όλη αυτή η αναστάτωση που έχει προκληθεί, κάνει κακό στις «επιχειρήσεις» και κυρίως στην παροχή προστασίας. Οπότε το πρόβλημα πρέπει να λυθεί σύντομα και… οριστικά.
     Ο άλλος, ή μάλλον η άλλη είναι η νεαρή Άιντα Ντέηβις, υπάλληλος του παραρτήματος στη Νέα Ορλεάνη, του Εθνικού Πρακτορείου Ντετέκτιβ Πίνκερτον. Αν και είναι νέγρικής καταγωγής, το δέρμα της είναι αρκετά λευκό για να «ξεγελά» όσους δεν την γνωρίζουν. Έτσι άλλωστε προσλήφθηκε στο Πρακτορείο. Πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη ότι βρισκόμαστε σε εποχές που ο φυλετικός διαχωρισμός ισχύει ακόμη. Στο Πρακτορείο αν και προσλήφθηκε ως ερευνήτρια, ασχολούνταν κυρίως με γραφική εργασία και γραμματειακή υποστήριξη, περιμένοντας να της ανατεθεί μια πραγματική έρευνα. Όταν προέκυψε η υπόθεση του Πελεκητή, η Άιντα το είδε σαν την ευκαιρία που θα τη επέτρεπε να ξεδιπλώσει το ερευνητικό της ταλέντο. Έτσι κρυφά από το αφεντικό της και με τη βοήθεια του Λούις Άρμστρονγκ (ναι, του γνωστού τρομπετίστα της τζαζ), προσπαθεί να λύσει το μυστήριο.

     Συναρπαστικό και γοητευτικό βιβλίο. Ο συγγραφέας καταφέρνει να μας συνεπάρει με τη γραφή του, τον μύθο του βιβλίου, αλλά και με την απεικόνιση μιας μεγάλης τοιχογραφίας της ιδιαίτερης αυτής πόλης του αμερικάνικου Νότου, όπου φυλές, πολιτισμοί και θρησκείες συνυπάρχουν, αντιμάχονται αλλά και αλληλεπιδρούν. Ένα βιβλίο με πολλαπλά επίπεδα  ανάγνωσης που καταφέρνει να «συλλάβει» το πνεύμα, την ατμόσφαιρα και τις αντιθέσεις αυτής της πόλης, αλλά και τη διάθεση των κατοίκων για γλέντι. Ένα βιβλίο που είναι πλημμυρισμένο με τους ήχους της τζαζ. Κλείνοντας θέλω να σας αναφέρω, ότι το μυθιστόρημα βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.