18 Φεβ 2020

ΓΡΑΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΤΑΣΚΕΝΔΗ

ΜΕ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΣΕ ΣΕΝΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Σελ. 393, Οκτώβριος 2019

     Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω τη σημερινή παρουσίαση με μια προσωπική ιστορία. Όταν ήμουν μικρό παιδί-πριν πολλά χρόνια και πριν εισβάλλει η τηλεόραση στα ελληνικά σπίτια-συναντιόταν πολύ συχνά η οικογένειά μου, με την οικογένεια που έμεινε στο διπλανό σπίτι. Δεν ήμασταν συγγενείς, αλλά είχαμε πολύ καλή σχέση και είχαμε μάλιστα βρει τρόπο να πηγαίνουμε από το ένα σπίτι στο άλλο, χωρίς να χρειαστεί να κατεβαίνουμε στο δρόμο. Όταν βρισκόμασταν πότε στο ένα σπίτι και πότε στο άλλο, οι γονείς μας έπιναν ένα κρασί και τα έλεγαν, και μεις τα παιδιά καθόμασταν και παρακολουθούσαμε την κουβέντα. Όσο περνούσε η ώρα και τέλειωνε η συζήτηση για τα «καθημερινά»- στεναχώριες, βάσανα, χαρές, λύπες, επιτυχίες- κι όσο το κρασί χαλάρωνε τις καρδιές, η κουβέντα άλλαζε πορεία. Η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις οικογένειες ήταν απόλυτη κι έτσι μπορούσαν να μιλούν για θέματα «δύσκολα» σε χαλεπούς καιρούς, αλλά πάντα χαμηλόφωνα για ευνόητους λόγους. Αναφέρονταν σε αυτούς που έλειπαν. Αυτούς που βρίσκονταν στο «παραπέτασμα» όπως έλεγαν τότε. (Ο όρος «σιδηρούν παραπέτασμα» ήταν λεκτικό εφεύρημα του 1946  του Τσόρτσιλ και τον χρησιμοποιούσαν ΜΜΕ και δυτικές κυβερνήσεις σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου για να προπαγανδίζουν την απαγόρευση της ελεύθερης επικοινωνίας των πολιτών της ΕΣΣΔ και των δορυφόρων της με τον υπόλοιπο κόσμο). Στη Νάουσα, οι περισσότερες οικογένειες είχαν συγγενείς που ήταν πολιτικοί πρόσφυγες και ζούσαν σε χώρες του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ και κυρίως στην ΕΣΣΔ. Έτσι συχνά στην κουβέντα επανερχόταν πάντα χαμηλόφωνα, η λέξη Τασκένδη. Γι’ αυτό και η λέξη αυτή, στο μυαλό ενός μικρού παιδιού, είχε αποκτήσει μια άλλη διάσταση.
     Για τους Έλληνες που έζησαν στην Τασκένδη, την πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, που ήταν μία από τις σοβιετικές δημοκρατίες, μιλά το βιβλίο της Α. Παπαδημητρίου. Οι Έλληνες που βρέθηκαν στα βάθη της Ασίας, ήταν μαχητές του ΔΣΕ και άμαχοι, που μετά την ήττα το καλοκαίρι του 1949 στο Γράμμο και το Βίτσι, κατέφυγαν στην Αλβανία. «Τον Οκτώβριο του ‘49, αποφασίστηκε τους τραυματίες και ανάπηρους, τις μωρομάνες και τα παιδιά τους, όπως και τους γέρους, να τους στείλουν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης […] Τους νεότερους και γερούς, του έστειλαν στο μακρινό Ουζμπεκιστάν […] Εκεί οι Ρώσοι έστειλαν τα περισσότερα εργοστάσιά τους όταν ξέσπασε ο Β! Παγκόσμιος πόλεμος. Στην πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, την Τασκένδη, έφτασαν οι νέοι Έλληνες που τους προσέλαβαν αμέσως στα εργοστάσια και τις φάμπρικες».
     Οι άνθρωποι αυτοί, προσπάθησαν να ξαναστήσουν τη ζωή τους και να ορθοποδήσουν μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Πάντα όμως πρώτο τους μέλημα, ήταν να βρουν τρόπο να επιστρέψουν. «Αχ, αυτός ο ξενιτεμός! Μέσα από τα βάθη της ψυχής βγαίνανε οι εικόνες της παιδικής τους ζωής που την αναζητούσαν σε κάθε συνάντηση μεταξύ τους Σε κάθε κουβέντα που άκουγες, μιλούσαν για τους τόπους που αφήσανε οι μεγαλύτεροι, για την οικογένεια που έμεινε στην Ελλάδα, για τα αγαπημένα πρόσωπα, μια νοσταλγία για την πατρίδα που μεταδιδόταν και στα παιδιά τους που μεγάλωναν δίπλα τους». Επικρατούσε μάλιστα μεγάλος ενθουσιασμός, όταν κάποια οικογένεια κατάφερνε να πάρει την πολυπόθητη άδεια επαναπατρισμού. Το βιβλίο περιγράφει τους κόπους, τα βάσανα, τον διαρκή αγώνα σε ένα περιβάλλον που μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα κι εχθρικό. Ήταν αναγκασμένοι να συμβιώνουν με ένα λαό, τους Ουζμπέκους, με τελείως διαφορετική κουλτούρα, πολιτισμό και νοοτροπία. Μάλιστα δεν είχαν καν τα δικαιώματα των υπόλοιπων πολιτών. «Ουσιαστικά έως το 1964 οι Έλληνες της Τασκένδης είχαν ένα χαρτί κίτρινου χρώματος αντί ταυτότητας που έγραφε «άδεια παραμονής για πρόσωπα χωρίς ιθαγένεια». Τέτοιου είδους κίτρινο χαρτί είχαν και οι Σοβιετικοί πολίτες οι οποίοι έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα για διάφορα κακουργήματα ή παραπτώματα και δεν είχαν δικαίωμα μετακίνησης σε άλλους τόπους […] Μετά το 1964 πήραν τις νέες κάρτες-ταυτότητες, όπου το χωρίς ιθαγένεια αντικαταστάθηκε με το «πολιτικός μετανάστης». Πάλι δεν επιτρεπόταν το ταξίδι στις άλλες πόλεις του Ουζμπεκιστάν, ή τις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες, όπου είχαν συγγενείς και είχαν χρόνια να ειδωθούν με αυτούς». Αργότερα, ευτυχώς τα δεδομένα άλλαξαν. Τους δόθηκαν καινούρια σπίτια με περισσότερες ανέσεις, ενώ στα παιδιά τους δόθηκε η δυνατότητα να σπουδάσουν, αν και κάποια παιδιά, αντιμετώπισαν προβλήματα από κομματικούς εγκάθετους, γιατί ανήκαν σε οικογένειες μη αρεστές. Όμως ο νόστος, ήταν πάντα ο κρυφός πόθος, το όνειρο και-όταν κι όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες της κάθε χρονικής περιόδου-η πιο μεγάλη τους επιδίωξη.
     Το πολύ καλό αυτό βιβλίο, μας κάνει κοινωνούς, μιας λιγότερο γνωστής επίπτωσης που επέφερε ο Εμφύλιος στη ζωή των ανθρώπων. «Εκείνο που δεν έχει αναδειχθεί έως τώρα είναι το πώς βίωναν οι πολιτικοί πρόσφυγες και οι απόγονοί τους την ιδιαιτερότητα της εγκατάστασης και, γενικότερα, της ζωής τους εκεί. Το φαινόμενο δεν επιδέχεται σχηματικές γενικεύσεις, γιατί βέβαια αλλιώς το βίωσαν αυτοί που είχαν ενταχθεί στο ΔΣΕ με δική τους επιλογή, αλλιώς αυτοί που επιστρατεύτηκαν παρά τη θέλησή τους, αλλιώς τα μέλη των οικογενειών που επέλεξαν να ακολουθήσουν στον υποχρεωτικό εκπατρισμό τους δικούς τους ανθρώπους που συμμετείχαν στο πόλεμο, αλλιώς οι τελείως αμέτοχοι, οι οποίοι, από διάφορες συγκυρίες αναγκάστηκαν χωρίς να το θέλουν να ακολουθήσουν στον εκπατρισμό τους ηττημένους μαχητές, αλλιώς τα παιδιά που σημαδεύτηκαν από τις περιπέτειες του πολέμου και του ξεριζωμού που έζησαν ακολουθώντας τους μεγάλους, και αλλιώς εκείνα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην προσφυγιά». Ακόμα, μέσα από τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών, μαθαίνουμε για γεγονότα του αδελφοκτόνου Εμφυλίου πολέμου τα οποία σκοπιμότητες κάθε είδους, είχαν παρουσιάσει με άλλο τρόπο και υπό διαφορετική οπτική.
     Μια τελευταία παρατήρηση. Το βιβλίο «πάσχει» από επιμέλεια. Η οποία ή δεν έγινε καθόλου ή έγινε πρόχειρα κι επιφανειακά. Εντόπισα δεκάδες ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, καθώς και λάθη έκφρασης. Αν ήταν δύο-τρία, θα έλεγα ότι μπορεί να ξέφυγαν σε ένα τόσο πυκνογραμμένο κείμενο. Όμως είναι πολλά περισσότερα. Κάτι που πρέπει να προσεχθεί σε περίπτωση μελλοντικής έκδοσης του βιβλίου. Ήταν μια δυσάρεστη διαπίστωση, αφού τα βιβλία των εκδόσεων Επίκεντρο, είναι συνήθως πιο προσεγμένα.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου