21 Ιουλ 2021

ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΗΤΑΝ ΑΠΑΙΣΙΟΙ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ
Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
Σελ. 271, Απρίλιος 2021

 

     Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με αναφορές στα σκοτεινά χρόνια της χούντας και των υποθέσεων βασανισμών στα μπουντρούμια της Ασφάλειας είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Γ. Μόσχου. Μετά το «Τόκορορο», που εκτυλίσσεται στον αμερικάνικο νότο, το νέο του μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην Ελλάδα, τον πρώτο χρόνο της μεταπολίτευσης.

     Τον Οκτώβριο του 1975, ο δοτός, διορισμένος από τη χούντα, πρώην νομάρχης Μαγνησίας Σταύρος Σούλας, βρίσκεται δολοφονημένος σε μια περιοχή κοντά στον Βόλο. «Το πτώμα γυμνό. Μια πληγή γεμισμένη, πλέον, με χώματα και λάσπες ξεχώριζε στο κούτελο και μαρτυρούσε ότι εκεί χτυπήθηκε με κάτι. Χτυπήματα στον κορμό δεν φαινόταν, ούτε τραυματισμοί. Αυτό που ήταν ξεκάθαρο όμως, ήταν η κατάσταση των ποδιών. Σακατεμένα πόδια, ξεπετσιασμένα και μαύρα. Κατάμαυρα, μελανιασμένα από χτυπήματα […] Λες και κάποιος είχε μανία με τα πόδια και τα χτυπούσε μέχρι να τα μακελέψει».

     Ο διοικητής χωροφυλακής Μαγνησίας, αστυνόμος Ηλίας Μπάρδας, ομοϊδεάτης του Σούλα, αναθέτει την υπόθεση, πονηρά σκεπτόμενος, στον υποβαθμισμένο σε δουλειά γραφείου και αρχειοθετήσεων όλα τα προηγούμενα χρόνια, υπομοίραρχο Μάνο Πετράκη. Ο οποίος αποτελεί μονίμως, αντικείμενο χλευασμού και χυδαίων προσβολών από τους «παλιούς», που είναι και τα πρωτοπαλίκαρα του Μπάρδα. Σκοπός του διοικητή είναι να αποδείξει ότι οι πιέσεις που προέρχονται από την πολιτική ηγεσία για την ανάδειξη νέων στελεχών είναι μια λανθασμένη τακτική. Πιστεύει ότι ο άπειρος Πετράκης θα αποτύχει παταγωδώς, οπότε θα αποδειχθεί ότι έχει δίκιο. «Αυτοί οι καινούργιοι δεν σέβονταν ούτε ιεραρχίες ούτε προϋπηρεσίες. Αυτός είχε κάνει τα πάντα για το έθνος και τώρα έπρεπε να συμβουλεύει και να μαθαίνει τη δουλειά στον κάθε άσχετο χωροφύλακα, γιατί, λέει, πρέπει να αυξήσουμε τα επίπεδα επικοινωνίας και συνεργασίας. Πάνε οι μέρες που απλά διέταζε. Τώρα, στο πλαίσιο του εκδημοκρατισμού της χωροφυλακής πρέπει οι αξιωματικοί να συνεργάζονται και η υπηρεσία να εκμεταλλεύεται όλο το ανθρώπινο δυναμικό».

     Ο υπομοίραρχος με τη μηδενική εμπειρία στην έρευνα, ξεκινά να βρει την άκρη του νήματος από τα Μετέωρα, όπου σύμφωνα με τις πληροφορίες, ήταν το τελευταίο σημείο όπου ο Σούλας εθεάθη ζωντανός. Βρίσκοντας ένα ίχνος κάθε φορά, προσπαθεί να ξεδιαλύνει την υπόθεση. «Ναι έπρεπε να πετύχει με κάθε κόστος, έτσι, για τους Πετράκηδες του κόσμου. Ο στόχος του μεγάλωσε και πήρε μορφή. Θα πετύχαινε, ναι. Έβλεπε τον στόχο μπροστά του να μεγαλώνει, να γεμίζει και μαζί του να γεμίζει και η καρδιά του».

     Στις προσπάθειές του, οι συνάδελφοί του, όχι μόνο δεν τον βοηθούν, αλλά θέτουν εμπόδια και προσπαθούν να στρέψουν την προσοχή του σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, δίνοντάς του δήθεν «φιλικές» συμβουλές και πληροφορίες, όταν τα πτώματα αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται. Όμως αυτός με πρωτόγνωρο πείσμα και αυτοπεποίθηση συνεχίζει, ακόμη κι όταν αντιλαμβάνεται ότι αυτό θα του κοστίσει και θα σηματοδοτήσει τεράστιες ανατροπές στη ζωή του όπως την ήξερε μέχρι τώρα.

     Η κατάχρηση εξουσίας, η κατάφωρη παραβίαση κάθε έννοιας νομιμότητας και η διαφθορά, ήταν από τα χαρακτηριστικά που διέκριναν κάποιους από τους κεντρικούς χαρακτήρες του «Τόκορορο». Το ίδιο συμβαίνει και σ’ αυτό το μυθιστόρημα, μόνο που το πλαίσιο και οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Το «Και Οι Τέσσερις Ήταν Απαίσιοι», είναι ένα ακόμα καλογραμμένο μυθιστόρημα, που αναφέρεται σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της χούντας και χρησιμοποιεί το πραγματικό αυτό γεγονός, για να δείξει σε ένα δεύτερο επίπεδο την αδυναμία που αισθάνεται ο πολίτης, όταν βρίσκεται απέναντι σε ένα πλέγμα διαφθοράς πολιτικών, αστυνομίας και δικαιοσύνης και προσπαθεί απελπισμένα να το σπάσει για να βρει το δίκιο του.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου