ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Σελ. 369, Νοέμβριος 2010
Το πιο ώριμο μέχρι τώρα μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου είναι το "Πως Να Κρυφτείς" που παρουσιάζουμε σήμερα.
Το καλοκαίρι του 1974, ο Στέφανος Υψηλάντης, γιος επιφανή αρχιτέκτονα, σε ηλικία τεσσάρων ετών κι ενώ περνά τις διακοπές του με την οικογένειά του σε κάποιο θέρετρο του Κορινθιακού, πέφτει θύμα απαγωγής. "Κι έτσι εγώ που γεννήθηκα μετά την απαγωγή, ήξερα μόνο τα βασικά. Ότι οι Γερμανοί νοίκιαζαν το σπίτι με τις καλαμιές εκείνο το καλοκαίρι. Ότι ο Στέφανος έμοιαζε τρομερά με το γιο τους που είχε πεθάνει. Ότι τον βούτηξαν το βράδυ που έκλεινε τα τέσσερα πάνω στον πανικό του πάρτι. Ότι κανείς δεν υποψιάστηκε τους Γερμανούς, επειδή ο άντρας ήταν έτσι κι αλλιώς άφαντος κι η γυναίκα έμεινε πίσω- την έβλεπαν πότε πότε να ποτίζει με λάστιχο. Ο άντρας έβαλε τον Στέφανο στο αυτοκίνητο και ταξίδεψαν μέσω πρώην Γιουγκοσλαβίας. Είχαν δώσει ραντεβού με τη γυναίκα του στο Δυτικό Βερολίνο, όπου άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, θα άρχιζαν τη νέα τους ζωή."
Οι γονείς του βέβαια δεν έπαψαν ποτέ να τον ψάχνουν. Κολλούσαν τη φωτογραφία του σε κάθε χώρο που προσφέρονταν γι' αυτό: λιμάνια, αεροδρόμια, πύλες εξόδου από τη χώρα. Και πάντα είχαν ελπίδες ότι θα βρεθεί. Μέχρι που εφτά ολόκληρα χρόνια αργότερα, μια πολύ παρατηρητική ελληνίδα φοιτήτρια, όταν τον είδε στο Βερολίνο, τον αναγνώρισε από τις φωτογραφίες αυτές, ειδοποίησε την αστυνομία και ο Στέφανος επέστρεψε στην οικογένειά του, η οποία όμως του ήταν παντελώς άγνωστη.
Τώρα, στα 35 χρόνια του, ο Στέφανος επιστρέφει στο Βερολίνο ως δάσκαλος σε ελληνικό σχολείο και παράλληλα ψάχνει τους Σουλτς, το ζευγάρι των απαγωγέων του. Μια έρευνα δύσκολη, αφού το Σουλτς, είναι κοινό επίθετο στη Γερμανία, που του γίνεται έμμονη ιδέα και του "τρώει" χρόνο και ενέργεια. Η περιπέτεια που πέρασε, η διπλή ολοκληρωτική αλλαγή περιβάλλοντος και οικογένειας, έχει επηρεάσει το χαρακτήρα του και τον έχει κάνει εσωστρεφή και λιγομίλητο. Αυτό σε συνδυασμό με την εμμονή στην αναζήτηση των Σουλτς, επηρεάζει άμεσα -αρνητικά φυσικά- τις προσωπικές του σχέσεις, φιλικές και ερωτικές.
Και ακριβώς λόγω αυτής του της ιδιαιτερότητας, ότι δηλ. μιλάει λίγο και σε λίγους, την ιστορία του αναλαμβάνουν να αφηγηθούν άλλοι (εύρημα που πιστώνεται στα θετικά του βιβλίου και δίνει επιπλέον ενδιαφέρον, αφού ο κάθε αφηγητής, προσλαμβάνει διαφορετικά τη συμπεριφορά και τις ενέργειες του Στέφανου): η Φοίβη, μια έφηβη φίλη του ανιψιού του, η μικρή του αδελφή η Έλλη που ήταν αγέννητη όταν έγινε η απαγωγή. Η Σεσίλια, μια γυναίκα μεγαλύτερή του, με την οποία έχει ερωτική σχέση και η οποία έχει τα δικά της προβλήματα και ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρόν και κυρίως με το παρελθόν. "Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που το έλεγαν Σεσίλια. Όποτε έβλεπε συμμαθήτριές της με τους πατεράδες τους ένιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Όποτε άκουγε τη φράση "ο μπαμπάς μου είπε, ο μπαμπάς μου ξέρει, ο μπαμπάς μου έχει", ήθελε να την καταπιεί η γη. Ήλπιζε ολόψυχα ότι μια μέρα θα εμφανιζόταν ξαφνικά στη γωνιά του δρόμου ο δικός της πατέρας και θα τη φώναζε με τ' όνομά της, θα ήξερε τα πάντα για κείνην. Θα ήταν όμορφο και λογικός, θα είχε μια πειστική ιστορία που θα την έκανε ν' αναφωνήσει "Έτσι εξηγούνται όλα". Και για να της αποδείξει πόσο καλός πατέρας υπήρξε, θ' άρχιζε να απαριθμεί σκηνές από το παρελθόν, σκηνές που θυμόταν η Σεσίλια και στις οποίες συμμετείχε κι εκείνος εν αγνοία της, κρυμμένος πίσω από κάποιο θάμνο ή τοίχο". Ο -πεθαμένος πια- πατέρας του μέσω ενός "θησαυρού" σημειωμάτων, φωτογραφιών και δημοσιευμάτων που κληροδότησε στο Στέφανο και τέλος ο Βίκτορ Σουλτς, ο άνδρας που τον απήγαγε.
Αυτά είναι τα "εξωτερικά" γνωρίσματα του μυθιστορήματος Ο μύθος γύρω από τον οποίο η συγγραφέας με μαεστρία πλέκει ένα κουβάρι σχέσεων, αντιθέσεων, συμπεριφορών και ερωτημάτων, που καλείται ο κάθε αναγνώστης να αποκωδικοποιήσει και να ερμηνεύσει, σύμφωνα με τη δική του οπτική.