Η Ελευθερία Μεταξά γεννήθηκε στο Αιγάλεω
το 1970. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών (τμήμα Φιλοσοφίας-
Παιδαγωγικής- Ψυχολογίας), της δραματικής σχολής "Διομήδη Φωτιάδη"
και του Εργαστηρίου Ελευθέρων Σπουδών ΑΝΤ1 (Τμήμα δημοσιογραφίας). Μέχρι το
1998 εργάστηκε ως ηθοποιός, λαμβάνοντας μέρος σε θεατρικές παραστάσεις και
τηλεοπτικές σειρές, ενώ το καλοκαίρι του 1998 δούλεψε στο δελτίο ειδήσεων του
ΑΝΤ1 ως ασκούμενη δημοσιογράφος. Σήμερα εργάζεται ως φιλόλογος, ενώ παράλληλα
ασχολείται με την επιμέλεια βιβλίων. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης
Λογοτεχνών. Το 2016 έλαβε μέρος στον 34ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό που προκήρυξε η
Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, αποσπώντας έπαινο για το διήγημά της «Το τελευταίο
ταξίδι». Είναι παντρεμένη και έχει ένα γιο. Έργα της: «Όταν Μιλούν Τα Φεγγάρια»
(2012, Ωκεανός), «Μαύρα Σαν Τον Έβενο Μαλλιά» (2013, Ωκεανός), «Μην Κοιτάξεις
Πίσω» (2014, Ωκεανός), «Σπασμένος Καθρέφτης» (2016, Ωκεανός), «Ποιος Σκότωσε
Την Ιφιγένεια» (2017, Ωκεανός), «Τα Τρία Πρόσωπα Της Εκάτης» (2019, Μίνωας),
«Αθώοι Ένοχοι» (2020, Μίνωας).
Ποια
ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας «Αθώοι Ένοχοι»;
Πηγή έμπνευσης για το βιβλίο ήταν μια
συζήτηση που έκανα πριν από αρκετό καιρό με φίλους σχετικά με την αυτοδικία.
Μερικοί υποστήριζαν ότι πρέπει να αφήνουμε τη δικαιοσύνη να αποφασίζει για την
αθωότητα ή την ενοχή κάποιου και να επιβάλλει ποινές, ενώ άλλοι ότι πολλές
φορές οι κυρώσεις που επιβάλλονται δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στο μέγεθος του
εγκλήματος και προσβάλλουν το «κοινό αίσθημα» για το δίκαιο. Αυτή η διχογνωμία
αλλά και η διαφορετική αντίληψη των ατόμων περί δικαίου γέννησε την ιδέα για το
συγκεκριμένο βιβλίο.
Θέλετε
να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το αυτό και ποιο είναι αυτό;
Το βασικό μήνυμα του βιβλίου είναι το
μάταιο της εκδίκησης. Κατανοώ απόλυτα την ανάγκη κάποιων ανθρώπων που
αισθάνθηκαν προδομένοι από τη δικαιοσύνη να επιζητήσουν άλλους τρόπους επιβολής
της τιμωρίας στον ένοχο, όμως μια τέτοια διαδικασία μόνο σε αδιέξοδο μπορεί να
οδηγήσει, είναι ιδιαίτερα επώδυνη και επιφέρει την απώλεια του μέτρου και της
ηθικής γενικά, μετατρέποντας την κοινωνία μας σε ζούγκλα.
Τον
τρόπο που διαπράττονται τα εγκλήματα στο βιβλίο, θα τον χαρακτήριζα… πρωτότυπο.
Πως προέκυψε αυτή η έμπνευση;
Όταν έγραφα το βιβλίο, αναζητούσα έναν
ακραίο τρόπο διάπραξης εγκλήματος που θα είχε ταυτόχρονα και την έννοια της
τιμωρίας. Ειδικά το δεύτερο με οδήγησε στον Μεσαίωνα και στις πραγματικά
απάνθρωπες μεθόδους που εφαρμόζονταν για να τιμωρηθεί όποιος κρινόταν ένοχος.
Έκανα μια αρκετά χρονοβόρα και λεπτομερή έρευνα για την
εποχή
εκείνη και ειλικρινά έμεινα άναυδη από τη σκληρότητα και τη διαστροφή που
χαρακτήριζε όσους επινόησαν αυτά τα μέσα βασανισμού.
Ο
κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, η ψυχολόγος Έλσα Γληνού, είναι εκ
ολοκλήρου πλάσμα της φαντασίας ή βασίζεται σε κάποιο πραγματικό πρόσωπο; Η Έλσα Γληνού είναι ένας χαρακτήρας που
γέννησε η φαντασία μου. Πρωτοεμφανίστηκε στο βιβλίο «Μαύρα σαν τον έβενο μαλλιά»
και είναι μια ηρωίδα που αγάπησα πολύ. Από τότε που εκδόθηκε το συγκεκριμένο
βιβλίο, θεωρούσα ότι «χρωστάω» κάτι στην Έλσα, ότι οι δρόμοι μας δεν έχουν
χωρίσει οριστικά. Έτσι, στο βιβλίο «Τα τρία πρόσωπα της Εκάτης», όταν
χρειάστηκα έναν ειδικό για να αναλύσει το ψυχολογικό προφίλ του εγκληματία
Απόλλωνα Ροδόπουλου, άδραξα την ευκαιρία να την επαναφέρω στο προσκήνιο, έστω
και στις τελευταίες σελίδες. Τότε γεννήθηκε και η σκέψη της συνεργασίας της με
τον αστυνόμο Βαρσάμη, έναν ήρωα που επίσης κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά
μου. Έτσι, οι δυο τους αποτελούν το πρωταγωνιστικό δίδυμο στο «Αθώοι Ένοχοι»
αλλά και στο νέο βιβλίο που ολοκλήρωσα πριν από λίγο καιρό.
Η
αστυνομική λογοτεχνία, άρχισε να «απενοχοποιείται» στη συνείδηση του
αναγνωστικού κοινού σχετικά πρόσφατα. Εσείς πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε με
το συγκεκριμένο είδος;
Από τότε που ήμουν μικρή μου άρεσαν πολύ οι
γρίφοι και τα μυστήρια. Στα δέκα μου χρόνια ανακάλυψα την Αγκάθα Κρίστι και
εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο με τον οποίον έπλεκε τις ιστορίες της κι έπαιζε με
το μυαλό του αναγνώστη. Πάντα ήμουν αυτό που λέμε «βιβλιοφάγος», αλλά από τότε
που
«συναντήθηκα» για πρώτη φορά με τον Πουαρό και τη Μις Μαρπλ ανέπτυξα μια
προτίμηση για την αστυνομική λογοτεχνία. Στην αρχή σκάρωνα μικρές ιστορίες
μυστηρίου που τις έβλεπα σαν ένα παζλ. Κάθε κομμάτι έπρεπε να μπει στη θέση του
για να ολοκληρωθεί η εικόνα. Κάπως έτσι έγραψα και το πρώτο μου μυθιστόρημα, το
«Όταν μιλούν τα φεγγάρια», και το έστειλα στις εκδόσεις Ωκεανός που αποφάσισαν
να το εκδώσουν.
Η
αστυνομική λογοτεχνία μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;
Η βία και το έγκλημα αποτελούν φαινόμενα
κοινωνικής παθογένειας. Επομένως, εξ ορισμού, πιστεύω ότι η αστυνομική
λογοτεχνία αποτελεί κοινωνική πράξη, καθώς αναζητά τις ρίζες αυτών των
φαινομένων και ρίχνει φως στις αιτίες που τα προκαλούν.
Πότε καταλάβατε ότι
θέλετε να γίνετε συγγραφέας;
Δεν ξέρω πότε το κατάλαβα, αυτό όμως που
μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι ανέκαθεν μου άρεσε να γράφω, άλλοτε στίχους,
άλλοτε σκέψεις, άλλοτε μικρές ιστορίες. Επειδή ως παιδί υπήρξα ιδιαίτερα
εσωστρεφής και ανασφαλής, η γραφή ήταν για μένα ο τρόπος να εκφράσω όσα δεν
είχα το θάρρος να πω. Ποτέ, βέβαια, δεν έδειχνα σε κανέναν αυτά που έγραφα,
γιατί φοβόμουν την αποδοκιμασία και την απόρριψη. Μεγαλώνοντας ανακάλυψα ότι,
παρότι είχα ξεπεράσει την ανασφάλεια και την εσωστρέφειά μου, η γραφή
εξακολουθούσε να αποτελεί για μένα ανάγκη. Κάπως έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε το δικό
μου ταξίδι στον μαγικό κόσμο της συγγραφής.
Ποια
ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
Δεν νομίζω ότι μπορώ να περιγράψω εκείνα τα
συναισθήματα, αυτή τη χαρά, την πληρότητα, τη συγκίνηση, το μούδιασμα, το
χτυποκάρδι. Είναι τα ίδια συναισθήματα που νιώθω κάθε φορά που παίρνω στα χέρια
μου κάθε καινούργιο βιβλίο. Θυμάμαι πως όταν έφυγα απ’ τον εκδοτικό οίκο με το
«Όταν μιλούν τα φεγγάρια» δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού, μπήκα στο
αυτοκίνητο και ξεκίνησα τρέμοντας για το σπίτι. Δεν έβλεπα την ώρα να φτάσω,
για να το δείξω στους δικούς μου. Ήταν Δεκέμβριος, αργά το απόγευμα, και είχε
ήδη σκοτεινιάσει. Στη διαδρομή έκλαιγα από χαρά και δεν έδινα σημασία ούτε στο
μποτιλιάρισμα, ούτε στα κορναρίσματα που άκουγα, ούτε στα φώτα που μου
αναβόσβηναν κάποιοι οδηγοί. Μόνο όταν σταμάτησα σε ένα φανάρι και από το
διπλανό αυτοκίνητο ο οδηγός μου φώναξε σε άπταιστα «Γαλλικά» ότι δεν έχω ανάψει
τα φώτα μου, συνειδητοποίησα γιατί μου κόρναραν όλοι! Κατάπια την ντροπή μου,
ζήτησα χίλια συγγνώμη και του έδειξα το βιβλίο προσπαθώντας να δικαιολογηθώ και
να του εξηγήσω. Μάλλον αυτός δεν συγκινήθηκε, όμως, γιατί μου έδειξε την
ανοιχτή του παλάμη! (Δίκιο είχε ο χριστιανός, βέβαια! Πού να ξέρει ότι εγώ
πετούσα στα ουράνια και… πού μυαλό για φώτα;)
Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν
τελειώνει η συγγραφή;
Κάποιοι χάνονται για πάντα από τη ζωή μου,
άλλοι -όπως ο αστυνόμος Βαρσάμης και η Έλσα Γληνού- εξακολουθούν να με
συντροφεύουν και να με οδηγούν σε νέους δρόμους, μου δημιουργούν την ανάγκη να
μην τους αποχωριστώ και να συνεχίσω να πορεύομαι μαζί τους. Όταν γράφω τη λέξη
«Τέλος» στο βιβλίο, τα συναισθήματα που με κατακλύζουν είναι ανάμεικτα. Από τη
μια μεριά υπάρχει η χαρά, απ’ την άλλη όμως η συγκίνηση και η στενοχώρια.
Είναι σαν να βιώνω έναν χωρισμό, σαν να πέρασαν από τη ζωή μου κάποιοι
άνθρωποι, έμειναν για ένα διάστημα και μετά έφυγαν, αφήνοντας το δικό τους
στίγμα στην ψυχή μου.
Έχετε
βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
Στον βαθμό που τα συναισθήματα των ηρώων μου
είναι αυτά ενός μέσου ανθρώπου, σαφώς και τα έχω βιώσει. Όπως εκείνοι, έτσι κι
εγώ νιώθω χαρά, οργή, θυμό, αποστροφή, ικανοποίηση, αδικία, αγάπη. Κάποια
ακραία συναισθήματα, όπως το μίσος και την ανάγκη για εκδίκηση, ευτυχώς δεν τα
έχω αισθανθεί, ίσως γιατί δεν βρέθηκα ποτέ στη θέση των ηρώων μου.
Σας μοιάζει κάποιος από
τους ήρωες σας;
Νομίζω πως μοιραία, στην προσπάθειά μου να
δημιουργήσω ήρωες αληθινούς, δανείζομαι χαρακτηριστικά ανθρώπων που γνωρίζω
καλά. Φυσικά, το πιο οικείο σ’ εμένα πρόσωπο είναι ο ίδιος μου ο εαυτός,
επομένως είναι λογικό να δίνω στους ήρωές μου δικά μου στοιχεία. Για
παράδειγμα, με την Έλσα Γληνού μοιράζομαι την ίδια λατρεία για τα παιδιά, την
έντονη αίσθηση του δικαίου και την παρατηρητικότητα, ενώ με τη Μάρθα Τζόουνς (την
ηρωίδα από «Τα τρία πρόσωπα της Εκάτης») την αγάπη για την αρχαία Ελλάδα.
Ποιος
είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
Ο πρώτος άνθρωπος που διαβάζει τα βιβλία μου
είναι η αγαπημένη μου αδελφή, η Υπατία, και μάλιστα τη στιγμή που γράφονται.
Μόλις ολοκληρωθεί ένα κεφάλαιο, της το στέλνω κι εκείνη, αφού το διαβάσει
προσεκτικά, μου κάνει πάντα καίριες παρατηρήσεις. Είναι πολύ αυστηρή μαζί μου
και
δεν μου χαρίζεται ποτέ. Πρέπει να
ομολογήσω ότι επειδή είναι νοσηλεύτρια, συχνά εκμεταλλεύομαι τις ιατρικές της
γνώσεις, όταν το απαιτεί η πλοκή της ιστορίας μου. Θα της χρωστάω για πάντα
ευγνωμοσύνη, γιατί εκείνη με παρότρυνε να στείλω το πρώτο μου βιβλίο σε
εκδοτικό οίκο.
Ποιος
είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;
Δεν μπορώ να κατατάξω τους αναγνώστες σε
ιδανικούς και μη. Σέβομαι και ευχαριστώ όλους όσοι πήραν στα χέρια τους ένα
βιβλίο μου και το διάβασαν, ανεξάρτητα από το αν τους άρεσε ή όχι, από το αν η
κριτική τους ήταν θετική ή αρνητική. Με τιμούν με την επιλογή τους και για μένα
αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Γράφοντας,
έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
Φυσικά! Αρκετές φορές, αναλύοντας την
ψυχολογία ενός ήρωα, συνειδητοποιώ πράγματα για μένα που μέχρι τότε δεν τα είχα
ανακαλύψει. Ξέρετε, ψυχογραφώντας τους ήρωες, ψυχολογούμε στην ουσία τον ίδιο
μας τον εαυτό, αφού εμείς πλάθουμε τους χαρακτήρες και τους δίνουμε υπόσταση.
Υπήρξε
κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
Επειδή γενικά ως άνθρωπος είμαι μάλλον
απόλυτη στις πεποιθήσεις μου, γράφοντας ανακάλυψα ότι έγινα πολύ πιο
διαλλακτική, συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει μόνο το άσπρο και το μαύρο, αλλά
και όλες οι αποχρώσεις του γκρι.
Σας αρέσει να
συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
Η συνομιλία με τους αναγνώστες είναι κάτι το μοναδικό, είτε γίνεται δια
ζώσης είτε διαδικτυακά. Μεταξύ μας υπάρχει μια οικειότητα και μια ζέση, παρότι
δεν γνωριζόμαστε, γιατί έχουμε μοιραστεί κομμάτια της ψυχής μας. Με κάποιους,
μάλιστα,
έχουμε γίνει φίλοι, βρισκόμαστε για καφέ, συζητάμε τα προσωπικά μας, μιλάμε για
τα προβλήματά μας. Γενικά, απολαμβάνω τις συζητήσεις με τους αναγνώστες και
αφουγκράζομαι πολύ προσεκτικά τις απόψεις τους σχετικά με τα βιβλία.
Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας
«υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
Κάθε αναγνώστης, ανάλογα με τις εμπειρίες, τα
ερεθίσματα, τη διάθεση, τις γνώσεις και τον χαρακτήρα του, μπορεί να εκλάβει
μια πτυχή της ιστορίας με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που εγώ ανέπτυξα ή ακόμα
και να την εξελίξει. Για παράδειγμα, στο τελευταίο μου βιβλίο, το «Αθώοι
Ένοχοι», κάποιοι μου είπαν ότι δικαιολογώ την αυτοδικία και τη θεωρώ
επιβεβλημένη σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ εγώ πιστεύω ότι αυτό που προκύπτει
μέσα απ’ την ιστορία είναι ότι ως Ελευθερία κατανοώ μεν τα κίνητρα και την οργή
όποιου παίρνει τον νόμο στα χέρια του, δεν μπορώ όμως να αποδεχτώ την αυτοδικία
ως τρόπο απόδοσης δικαίου σε μια πολιτισμένη κοινωνία. Γενικά, οι απόψεις των
αναγνωστών είναι πολύτιμες, ιδιαίτερα οι αρνητικές, γιατί με βοηθούν να
ανακαλύψω τις αδυναμίες της γραφής μου και να προσπαθήσω να τις διορθώσω.
Υπάρχει
κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
Νομίζω ότι όλοι οι συγγραφείς έχουν
επηρεαστεί από όσα έχουν οι ίδιοι διαβάσει. Δεν εννοώ, βέβαια, ότι αντιγράφουν
κάποιον συγγραφέα, αλλά προσλαμβάνουν στοιχεία από το ύφος, το λεξιλόγιο, τα
μηνύματα που αναδύονται μέσα από τις σελίδες των βιβλίων, τα εκφραστικά μέσα,
τη λειτουργία της πλοκής. Το ίδιο πιστεύω ότι συνέβη και σ’ εμένα, διαμόρφωσα
δηλαδή υποσυνείδητα έναν τρόπο έκφρασης -τον οποίον συνειδητά προσπαθώ να
εξελίξω- μέσα απ’ τα δικά μου διαβάσματα.
Είναι
εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
Η συγγραφή είναι μια μαγική και συνάμα
επίπονη διαδικασία. Κατ’ αρχάς, πρέπει να γίνει η απαραίτητη έρευνα -όσο
χρονοβόρα κι αν είναι αυτή- για να συγκεντρωθούν όλα τα στοιχεία που
χρειάζονται, ώστε να εξασφαλιστεί η αλήθεια. Είναι πολύ απογοητευτικό να διαβάζει
κάποιος ένα βιβλίο γεμάτο ανακρίβειες και λάθη. Όταν γράφω, έχω πάντα στο μυαλό
μου την αρχή και το τέλος της ιστορίας. Επειδή δεν χρησιμοποιώ σκαλέτα, αφήνω
κατά κάποιον τρόπο τους ίδιους τους ήρωες να με οδηγήσουν στο τέλος που έχω
επιλέξει κι αυτό είναι κάτι πολύ δημιουργικό αλλά και δύσκολο. Παράλληλα,
πρέπει να συνθέσω μια ιστορία στην οποία όλα τα κομμάτια θα ενωθούν με
ακρίβεια, για να οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου δίχως κενά και παραλείψεις
που μπορεί να δημιουργήσουν απορίες στους αναγνώστες. Όπως ανέφερα και
παραπάνω, αντιμετωπίζω την πλοκή σαν ένα παζλ. Είναι απαραίτητο να βρω το σωστό
κομμάτι και να το τοποθετήσω στην κατάλληλη θέση, ώστε να συμπληρωθεί η εικόνα.
Από την άλλη μεριά, θέλω οι χαρακτήρες να είναι αληθινοί, άνθρωποι που μπορούμε
να συναντήσουμε στον δρόμο μας, οι ανατροπές να πείθουν, η συγκίνηση και η
αγωνία να μην εκβιάζονται αλλά να γεννιούνται αβίαστα μέσα από την εξέλιξη της
ιστορίας. Η συγγραφή είναι για μένα ένα υπέροχο ταξίδι, μια ανάγκη που δεν λέει
να κοπάσει μέσα μου. Είναι το απάγκιο μου, το λιμάνι μου.
Αν
και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε
κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;
Τον Σεπτέμβριο, με το καλό, θα
επανακυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μίνωας το βιβλίο μου «Μαύρα σαν τον
έβενο μαλλιά», το οποίο είχε κυκλοφορήσει το 2013 από τον Ωκεανό. Νιώθω πολύ
μεγάλη χαρά που η Έλσα Γληνού θα συστηθεί ξανά στους αναγνώστες και θα τους
διηγηθεί την ιστορία της, γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο κατέχει στην καρδιά μου
μια θέση ξεχωριστή. Εν τω μεταξύ, έχω ήδη καταθέσει στον εκδοτικό μου οίκο, τον
Μίνωα, το επόμενο βιβλίο μου και έχω ξεκινήσει την έρευνα για να συλλέξω τα
στοιχεία που χρειάζομαι για την καινούργια ιστορία που γεννήθηκε στο μυαλό μου.
Σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία και για την όμορφη συζήτηση κι εύχομαι πάντα
επιτυχίες σε ό,τι κάνετε. Να είμαστε όλοι καλά και να συνεχίσουμε να αγαπάμε
και να στηρίζουμε το βιβλίο!
Κι
εγώ σας ευχαριστώ πολύ.