ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Ο Σ. Χριστοδούλου, γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1963. Σπούδασε Νομικά στην
Αθήνα, αλλά δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία, αφού ήδη από το τέλος της δεκαετίας
του ’80 τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Εργάστηκε ως διευθυντής περιοδικών στην
Κύπρο και στην Ελλάδα. Σήμερα εργάζεται ως διευθυντικό στέλεχος στο εκδοτικό
συγκρότημα «Ο Φιλελεύθερος» στην Κύπρο. Το «Hotel National» είναι το πρώτο του
μυθιστόρημα.
Από
πού εμπνευστήκατε την ιστορία του βιβλίου σας;
Δεν υπήρξε κάποιο μεμονωμένο γεγονός. Ήταν
πολλά πράγματα που σωρεύτηκαν μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια… Προσωπικά βιώματα,
αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν τη μεγάλη περιπέτεια της Αριστεράς και αναπάντητα
ερωτήματα με κυρίαρχο το τι έφταιξε τελικά και μια ολόκληρη γενιά είδε τα
όνειρά της να συνθλίβονται στα γρανάζια της εξουσίας. Πρώτα λοιπόν γεννήθηκε η
ανάγκη να μιλήσω γι’ αυτές τις διαψεύσεις και μετά η ιστορία.
Υπάρχει
κάποιος ειδικός λόγος που επιλέξατε τη Ρουμανία ως χώρο που εκτυλίσσεται η ιστορία;
Και το ρωτώ επειδή υπάρχουν και άλλες χώρες που φιλοξένησαν έλληνες πολιτικούς
πρόσφυγες.
Με τη Ρουμανία είχαμε οικογενειακούς δεσμούς
οπότε τη γνώριζα καλά. Στο Βουκουρέστι υπήρχε ένα ανάλογο Hotel
National
–περίκλειστο ξενοδοχείο για την κομματική ελίτ επί Τσαουσέσκου- όπου έμεινα ως
παιδί. Στο Βουκουρέστι επίσης ζούσε ένας έλληνας πολιτικός πρόσφυγας που με
επηρέασε βαθιά στο τρόπο που σκέφτομαι και αντικρίζω τον κόσμο. Εκεί έζησε και ο
πατέρας μου τη δεκαετία του ’50. Μέσα από τις δικές του αφηγήσεις άντλησα πολλά
στοιχεία για την εποχή… Χρησιμοποίησα λοιπόν την πόλη ως καμβά γιατί μου ήταν
οικεία, η δράση όμως δεν περιορίζεται στη Ρουμανία. Εξίσου σημαντικό ρόλο
παίζει τόσο η Κύπρος όσο και η Ελλάδα.
Θα
χαρακτηρίζατε το μυθιστόρημά σας ιστορικό;
Όχι, δεν θα το έλεγα ιστορικό. Είναι όμως
ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται σε ένα ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο. Αν και
μυθοπλασία, ήθελα οι ήρωες μου να αντλούν την αλήθεια τους μέσα από γεγονότα
ιστορικά επιβεβαιωμένα.
Το
επάγγελμά σας είναι απαιτητικό όσο αφορά τα ωράρια κλπ. Σας δυσκόλεψε στη
διάρκεια της συγγραφής;
Αυτοχαρακτηρίζομαι «συγγραφέας του
σαββατοκύριακου». Το πρόβλημα με τη δημοσιογραφική δουλειά δεν είναι τόσο τα
ωράρια όσο οι κάθε λογής πληροφορίες που φορτώνουμε το μυαλό μας καθημερινά.
Εγώ για να γράψω χρειάζομαι συνθήκες απομόνωσης και καθαρό μυαλό. Δεν θα έλεγα
λοιπόν ότι δυσκολεύτηκα αλλά ότι επί δύο χρόνια αξιοποιούσα κάθε ελεύθερη ημέρα
εκτός δουλειάς.
Θέλετε
να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το βιβλίο σας;
Το βιβλίο δεν ήθελα να είναι διδακτικό. Με την
έννοια ότι δεν με αφορά να μεταφέρω μηνύματα ή πολύ περισσότερο να καταλήξω σε
ασφαλή συμπεράσματα. Αυτό που προσπάθησα είναι να αφηγηθώ μια ιστορία με ένα ρυθμό
που θα κρατούσε το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος. Απ’ εκεί και πέρα
υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης –οι διαψεύσεις που λέγαμε πριν- το οποίο
αποτελεί και το βασικό ζητούμενο της συγγραφής.
Πόσο
μέσα είστε σε αυτό;
Μοιραία είμαι, χωρίς να ταυτίζομαι όμως με
κανένα από τους ήρωες. Χρησιμοποίησα προσωπικά μου βιώματα τα οποία είναι
διάσπαρτα στο βιβλίο. Αν φανταστούμε την ιστορία σαν ένα ψηφιδωτό, η «μεγάλη
εικόνα» δεν υπήρξε ποτέ. Οι μικρές ψηφίδες απ’ την άλλη, στην πλειονότητά τους
είναι αληθινές. Κάποιες από αυτές ανήκουν σε μένα…
Από
πότε ξεκινά η σχέση σας με τη λογοτεχνία; Δηλ. διαβάζατε από νεαρή ηλικία;
Υπήρξα τυχερός γιατί μεγάλωσα σε ένα σπίτι
με μια μεγάλη βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία. Ξεκίνησα λοιπόν να διαβάζω αβίαστα από
πολύ μικρός. Το ότι δεν με πίεσε ποτέ κανείς για να το κάνω υποθέτω συνέβαλε
στο να έχω μια υγιή –και όχι ψυχαναγκαστική- σχέση με τη λογοτεχνία. Το χρωστάω
αυτό στους γονείς μου…
Υπάρχουν
κάποιοι συγγραφείς που σας επηρέασαν;
Πολλοί. Τόσοι πολλοί που δεν θα είχε νόημα
να ξεχωρίσω κάποια ονόματα. Είναι σαν να προσπαθούσα να επιλέξω εικόνες από τα
ταξίδια μιας ολόκληρης ζωής. Πώς να εστιάσεις στις λεωφόρους όταν είχες την
τύχη να βιώσεις συγκλονιστικές εμπειρίες και σε δρομάκια που ανέλπιστα σου
αποκαλύφθηκαν;
Ποιος
είναι ο πρώτος αναγνώστης των λογοτεχνικών κειμένων σας;
Το Hotel
National
είναι το πρώτο μου λογοτεχνικό εγχείρημα. Είχα την τύχη να το διαβάσουν, και να
ακούσω τις καίριες παρατηρήσεις τους, δυο πολύ κοντινοί μου άνθρωποι που
εμπιστεύομαι την κρίση τους.
Τυπωμένα
κείμενά σας έχετε δει πολλά. Πως όμως νοιώσατε όταν πήρατε το πρώτο αντίτυπο
του βιβλίου στα χέρια σας;
Απερίγραπτη χαρά! Είμαι στον χώρο των
εκδόσεων 25 χρόνια αλλά αυτό το συναίσθημα δεν το ξανάνιωσα. Το χρωστώ αυτό
στον Εκδοτικό Οίκο Καλέντη που πίστεψε στο βιβλίο μου.
Γράφοντας
έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
Λειτούργησε αντίστροφα. Για να μπορέσω να γράψω
με ειλικρίνεια έπρεπε να ανακαλύψω τα φανερά και τα κρυμμένα μέσα μου.
Η
συγγραφή σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
Πολλές φορές πέφτουμε στην παγίδα να
πιστεύουμε ότι έχουμε κατακτήσει τις αλήθειες μας. Ότι ξέρουμε που βαδίζουμε,
ότι μας ξέρουμε αφού εμείς καθορίζουμε τα θέλω μας. Ανέκαθεν υποψιαζόμουν πως
δεν υπάρχει τίποτε πιο γελοίο από τις κατακτημένες βεβαιότητες. Η συγγραφή με
βοήθησε να το εμπεδώσω όταν είδα τους ήρωες μου –δημιουργήματα της φαντασίας
μου- να αυτονομούνται και εν τέλει να εκπλήσσουν ακόμα και εμένα με τις
επιλογές τους.
Θα
σας άρεσε να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
Μ’ αρέσει να ακούω τα σχόλιά τους γιατί τις
περισσότερες φορές μου φωτίζουν οπτικές που εγώ δεν είχα σκεφτεί. Είναι
εξαιρετικά ενδιαφέρον πόσες διαφορετικές αναγνώσεις επιδέχεται ένα βιβλίο. Για
τον συγγραφέα είναι ευτυχία η αποκάλυψη όλων αυτών των πολλαπλών όψεων.
Τι
σημαίνει η συγγραφή για σας;
Για μένα είναι ένας άλλος τρόπος έκφρασης.
Εντελώς διαφορετικός από τη δημοσιογραφική γραφή που υπακούει σε αυστηρούς
κανόνες. Από τα χρονοδιαγράμματα μέχρι τον αριθμό των λέξεων… Όλη αυτή η άπλα
ελευθερίας βρίσκω ότι είναι συναρπαστική.
Το
βιβλίο είναι το πρώτο που τυπώνεται. Υπάρχουν και άλλα στα συρτάρια ή στη
διαδικασία συγγραφής;
Δουλεύω εδώ και μερικούς μήνες το δεύτερο
μου μυθιστόρημα. Καθόλου πολιτικό αλλά και πάλι σαν ένα παιχνίδι με τον χρόνο.
Από τη Βουδαπέστη του 1985 μέχρι την Αθήνα του 2012 όπου εκτυλίσσεται η
ιστορία…
Σας
ευχαριστώ πολύ!