30 Νοε 2018

ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ

HARALD GILBERTS
Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΑΛΗΣ
Εκδόσεις: ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Σελ. 525, Μάιος 2018

     Το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με το γενικό τίτλο «Germania», είναι το μυθιστόρημα «Σκοτεινό Βερολίνο» του γερμανού συγγραφέα H. Gilbers.
     Το Βερολίνο την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944, σφυροκοπείται καθημερινά, από σμήνη αεροσκαφών των συμμάχων, που ρίχνουν τόνους βομβών. Παρά τη ζοφερή ατμόσφαιρα και παρά τις μεγαλοστομίες των ναζί περί πάταξης της εγκληματικότητας, ένας serial killer, απαγάγει νεαρές γυναίκες. Τα πτώματά τους τοποθετούνται τελετουργικά κοντά σε μνημεία που είναι αφιερωμένα στον Α! παγκόσμιο πόλεμο. Πριν ο δολοφόνος τις στραγγαλίσει, τις έχει βασανίσει, ενώ μετά το θάνατό τους, ακρωτηριάζει φρικτά τα γεννητικά τους όργανα. «Ένας αδιανόητα αδίστακτος άνθρωπος, έχει κάνει αυτή την πράξη. Μόνο κάποιος με κτηνώδη ένστικτα μπορεί να ακρωτηριάσει ένα πτώμα με τέτοιον φρικτό τρόπο και να το εκθέσει κιόλας σε δημόσια θέα».
     Ο Ρίχαρντ Οπενχάιμερ, είναι ένας εβραίος πρώην επιθεωρητής της Δίωξης Κοινού Εγκλήματος. Βρίσκεται εδώ και κάποια χρόνια σε διαθεσιμότητα, λόγω των φυλετικών νόμων των ναζί. Έχει γλιτώσει-για την ώρα-το στρατόπεδο συγκέντρωσης, επειδή είναι παντρεμένος με τη Λίζα, που θεωρείται καθαρή άρια. Όταν μέσα στη νύχτα ένας άνδρας της Γκεστάπο εισέβαλε στο διαμέρισμα του «εβραϊκού σπιτιού» στο οποίο είχαν υποχρεωθεί να μετακομίσουν, ο Οπενχάιμερ σκέφτηκε ότι ήρθε το τέλος. Ο ασφαλίτης τον μετέφερε σε ένα κτίριο των Ες Ες, όπου ένοιωσε την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής του, όταν άκουσε τον λοχαγό Φόλγκερ. «Κύριε Οπενχάιμερ, θα σας κάνω αυτή την πρόταση μια και μοναδική φορά. Υπάρχει ένας δολοφόνος που θέλω να συλλάβω με κάθε κόστος. Σας παρέχεται η δυνατότητα να συμμετάσχετε στην έρευνα με την ιδιότητα του συμβούλου. Για εσάς δεν θα υπάρξει καμιά αρνητική επίπτωση. Πρέπει να αποφασίσετε εδώ και τώρα. Αν δεν δεχτείτε την πρόταση τώρα, δεν θα υπάρξει δεύτερη φορά».
     Ο πρώην επιθεωρητής, δέχεται την πρόταση σχεδόν χωρίς κανένα δισταγμό. Τον δελεάζει η προοπτική να μπει ξανά στην ενεργό δράση, αν και στο πίσω μέρος του μυαλού του, τον τρομάζει η σκέψη ότι τα Ες Ες τον «θυμήθηκαν» και ότι ίσως μετά τη διαλεύκανση της υπόθεσης ή αφού πάψει να τους είναι χρήσιμος, θα ακολουθήσει τη μοίρα όλων των εβραίων.
     Έτσι ο Οπενχάιμερ βρέθηκε να συνεργάζεται και να βοηθά ανθρώπους που χωρίς δισταγμό και δεύτερη σκέψη, θα τον έστελναν στο θάλαμο αερίων και στα κρεματόρια. Μόνη του ελπίδα ότι μέχρι την πλήρη εξιχνίαση της υπόθεσης, κάτι θα προκύψει ώστε να βγει αλώβητος από αυτή την περιπέτεια και να καταφέρει να επιβιώσει τόσο αυτός, όσο και η αγαπημένη του Λίζα που κινδυνεύει ούσα σύζυγος εβραίου!
     Ένα μυθιστόρημα που εκτός της συναρπαστικής αστυνομικής ιστορίας, περιγράφει με τα ζωηρότερα χρώματα την καθημερινή ζωή στο Βερολίνο, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1944, όταν οι κάτοικοι είχαν να αντιμετωπίσουν αφ’ ενός τις ελλείψεις, την πείνα, την ωμότητα των ναζί και αφ’ ετέρου τους καθημερινούς βομβαρδισμούς που μετέτρεψαν την πόλη σε σωρό ερειπίων.  Το δεύτερο μέρος της τριλογίας με τίτλο «Οι Γιοί Του Όντιν» θα κυκλοφορήσει τις επόμενες εβδομάδες, ενώ το τρίτο μέρος με τίτλο «Οι Τελευταίες Μέρες» την άνοιξη του 2019.

28 Νοε 2018

Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΜΑΟΥΡΟ


ANDREA CAMILLERI
Μετάφραση ΦΩΤΕΙΝΗ ΖΕΡΒΟΥ
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ
Σελ. 211, Μάιος 2018

     Το βιβλίο που σας παρουσιάζω σήμερα, δεν ανήκει στη άτυπη «σειρά» των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Α. Καμιλλέρι, που έχουν πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο κι εξελίσσονται στην φανταστική σικελική πόλη Βιγκάτα.
     Αυτή τη φορά, ο κεντρικός χαρακτήρας ονομάζεται Μάουρο Ασσάντε. Είναι ένας 50χρονος οικονομολόγος, που εργάζεται ως επιθεωρητής σε μια υπηρεσία που εδρεύει στη Ρώμη και είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο των ιταλικών τραπεζών. Είναι παντρεμένος εδώ κι εφτά χρόνια με την Μούττι (την μοναδική γυναίκα που κατάφερε να «ξεκλειδώσει» την καρδιά του) κι έχουν ένα γιο, τον Στέφανο. Λόγω χαρακτήρα και ιδιοσυγκρασίας, είναι αυτό που λέμε «ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση», αφού ως επιθεωρητής, οφείλει να είναι αδιάφθορος, για να έχουν οι εκθέσεις που συντάσσει και το ανάλογο κύρος. «…είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα του, λατρεύει το γιό του, δεν έχει κακές συνήθειες και αδυναμίες, δεν έχει ερωμένες, δεν έχει πολλές φιλίες, είναι υποδειγματικός υπάλληλος, τακτικός, συνεπής, το απρόβλεπτο και το ανεξήγητο τον ενοχλούν, επειδή η λογική είναι κυρίαρχο στοιχείο της προσωπικότητας του, δεν είναι κοινωνικός…».
     Εκείνο το καλοκαίρι, η σύζυγος και ο γιος του, βρίσκονται για διακοπές σε βουνό, αφού «ο παιδίατρος του Στέφανο είπε ότι θα ωφελούσε την υγεία του παιδιού, ο καθαρός αέρας». Ο Μάουρο, για πρώτη φορά μετά από εφτά χρόνια, θα ζούσε μόνος για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο ίδιος δεν μπορεί να ακολουθήσει την οικογένεια. Του έχει ανατεθεί ο έλεγχος της Τράπεζας Σανταμαρία, μια δουλειά «ιδιαίτερα δύσκολη, μπελαλίδικη». Υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι η τράπεζα έχει μετατραπεί σε «ταμείο» ενός πολιτικού κόμματος. «Η έρευνα στην Τράπεζα Σανταμαρία θα ήταν σαν ν’ άγγιζες καλώδιο υψηλής τάσης με γυμνά χέρια».
     Ο Μάουρο κάνει ευσυνείδητα τη δουλειά του. Αυτά που ανακαλύπτει θορυβούν τους εμπλεκόμενους, οι οποίοι κινδυνεύουν να πάνε φυλακή όταν αποκαλυφθούν οι ατασθαλίες. Όμως όσο πλησιάζει ο καιρός που πρέπει να υποβάλλει την έκθεσή του, αρχίζουν να συμβαίνουν παράξενα και ασυνήθιστα πράγματα: τον παρακολουθεί ένας άντρας με μηχανάκι, κάποιος προσποιούμενος ότι είναι ο γραμματέας του (που δεν έχει), παίρνει το αυτοκίνητό του από το parking της γειτονιάς για να το παρκάρει λίγο αργότερα κάτω από το σπίτι του, γυρίζει σπίτι του και οι γείτονες τον ενημερώνουν ότι άφησε την πόρτα ορθάνοικτη ενώ ο ίδιος είναι σίγουρος ότι την έκλεισε και κλείδωσε, κάποιος άλλος προσποιούμενος τον αστυνομικό, για να ξεγελάσει την οικιακή βοηθό, προσπαθεί να μπει στο σπίτι του όταν ο ίδιος απουσιάζει, και το πιο σημαντικό, τον επισκέπτεται μια εκθαμβωτικά όμορφη νεαρή κοπέλα, που προφανώς… έκανε λάθος στη διεύθυνση!
     Για μια ακόμη φορά ο Α. Καμιλλέρι είναι εντυπωσιακός. Κι αυτή τη φορά όχι μόνο με την ιστορία του, αλλά κυρίως με τους ολοζώντανους χαρακτήρες που δημιουργεί, την πορεία των οποίων παρακολουθούμε με την εξέλιξη της ιστορίας. Και όπως το συνηθίζει, μας επιφυλάσσει ένα ευρηματικό κι αναπάντεχο φινάλε. 

22 Νοε 2018

ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΕΠΛΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΜΤΣΙΟΣ
Εκδόσεις BELL
Σελ. 270, Νοέμβριος 2018

     Μετά από πέντε βιβλία η θεματολογία των οποίων κινούνταν στα πλαίσια της λογοτεχνίας του φανταστικού, ο Γ. Δάμτσιος, μας παρουσιάζει μια άλλη πλευρά του συγγραφικού του ταλέντου, στρεφόμενος στο θρίλερ.
     Ένας νέος άντρας, ο οποίος είναι και ο αφηγητής της ιστορίας, γίνεται θύμα και μάρτυρας μιας τρομοκρατικής επίθεσης στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. «Το σταματημένο αυτοκίνητο σκορπούσε τον πανικό. Είδα ότι από το πίσω αριστερά παράθυρο είχε βγει μισός έξω ένας κουκουλοφόρος. Κρατούσε ένα υποπολυβόλο και έριχνε βολή κατά βολή. Δεν τον διευκόλυνε και πολύ η θέση του, αφού όσο έριχνε πάλευε να βολευτεί καλύτερα, άλλοτε βγάζοντας και άλλοτε βάζοντας πάλι μέσα στο αυτοκίνητο τον αριστερό του αγκώνα. Παρ’ όλα αυτά, επειδή έξι άνθρωποι βρίσκονταν σχεδόν στην ίδια ευθεία με την κάνη του όπλου του, είχε ήδη κάνει αρκετή ζημία». Ο ίδιος δέχεται δύο σφαίρες στο μπράτσο, αλλά ο πιο σοβαρός τραυματισμός, γίνεται από ένα… κινητό τηλέφωνο. «Εκείνη που τελικά έκανε κάτι για μένα ήταν η μεσήλικη γυναίκα […] Το χέρι της, εκείνο που κρατούσε το κινητό της, μπήκε σε απόλυτη ευθεία με τη γραμμή πυρός […] Ήταν τυχερή. Η σφαίρα πέτυχε μόνο την αντίχειρά της. Μαζί πέτυχε και τη συσκευή, η οποία αποσπάστηκε με πολύ μεγάλη ταχύτητα από την παλάμη της […] Σ’ ένα παράξενο παιχνίδι της τύχης, η συσκευή ολοκλήρωσε την πορεία της, καταλήγοντας με ακρίβεια στο μέτωπό μου. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Ένιωσα τα πάντα να σκοτεινιάζουν…».
     Ξύπνησε μετά από λίγες ώρες σε ένα νοσοκομειακό θάλαμο, από τις προσπάθειες ενός μάλλον συνομήλικου του, που συστήθηκε ως Δημήτρης, που έκπληκτος αντιλαμβάνεται ότι ο τραυματίας, ο Λούκα, δεν θυμάται απολύτως τίποτα. « “Νομίζω ότι αν δεν μου το έλεγες, δε θα θυμόμουν καν το όνομά μου” του είπα στη συνέχεια, αναστατωμένος από τα ίδια μου τα λόγια. “ Ούτε εσένα θυμάμαι. Βασικά το μόνο που θυμάμαι, είναι κάτι όνειρα που έβλεπα λίγο πριν με ξυπνήσεις. Από κει και πέρα… σκοτάδι”».
     Ο Δημήτρης προσπαθεί να πείσει τον Λούκα να φύγουν από το νοσοκομείο γιατί κινδυνεύει η ζωή τους. Αυτός παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε σύγχυση από τραύματα και την αμνησία, τον ακολουθεί. «Οι απορίες μου κάθε στιγμή αυξάνονταν αντί να μειώνονται, αλλά σταμάτησα πραγματικά τις ερωτήσεις. Από τη στιγμή που αποφάσισα να τον εμπιστευτώ και να τον ακολουθήσω, τώρα θα άκουγα και τις οδηγίες του. Στο κάτω κάτω, η γλώσσα του σώματός του φανέρωνε αγωνία και πραγματική προθυμία για βοήθεια».
     Έτσι ο Λούκα μπαίνει σε ένα γαϊτανάκι εξελίξεων, των οποίων τις παραμέτρους δεν μπορεί να αντιληφθεί ολοκληρωτικά. Το μόνο που ξέρει είναι ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο και ότι αντιδρά όπως πρέπει, όταν φτάνει η ώρα να προστατευτεί. Από αυτό αντιλαμβάνεται ότι είναι εκπαιδευμένος. Αλλά δεν ξέρει αν είναι θύτης ή θύμα. Αν εργάζεται για να υπερασπιστεί το καλό, αν είναι ένα πληρωμένος εκτελεστής ή ένας αδίστακτος τρομοκράτης. Ακόμη δεν ξέρει ποιους απ’ όσους βρέθηκαν κοντά του πρέπει να εμπιστευτεί. Και κυρίως την όμορφη γυναίκα που στοίχειωνε τα ταραγμένα του όνειρά , που τώρα τη γνώρισε με σάρκα και οστά και για την οποία νοιώθει μια ακατανίκητη έλξη.
     Ο Γ. Δάμτσιος, για μια ακόμη φορά, μας δείχνει ότι είναι ένας πολύ καλός συγγραφέας. Το μυθιστόρημα του, έχει εξαιρετικές και ολοζώντανες περιγραφές γεγονότων, καταστάσεων και συναισθημάτων, πολύ καλή πλοκή, σασπένς που κορυφώνεται με μια αγωνιώδη κινηματογραφική καταδίωξη, καλοδουλεμένους χαρακτήρες, αμφισημία κι εναλλαγή αντιδράσεων των χαρακτήρων που κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Το «Σκοτεινό Πέπλο» είναι πραγματικά ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο!   

18 Νοε 2018

Ο ΔΥΤΗΣ

ΜΙΝΩΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
Σελ. 243, Οκτώβριος 2018

     Το δεύτερο μυθιστόρημα του Μ. Ευσταθιάδη με «ήρωα» τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Κρις Πάπας, κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες.
     Ο Κ. Πάπας (Χρήστος Παπαδημητρακόπουλος), είναι ένας ελληνο-γερμανός ιδιωτικός ερευνητής, που δραστηριοποιείται στο Αμβούργο. Το «δραστηριοποιείται» χρησιμοποιείται καθ’ υπερβολήν, αφού οι υποθέσεις που αναλαμβάνει είναι λίγες και του αποφέρουν τα ελάχιστα που του επιτρέπουν απλώς να φυτοζωεί. Έχει για «βοηθό» την κυρία Κενό, της οποίας το διαμέρισμα βρίσκεται δίπλα στο χώρο που χρησιμοποιεί ως γραφείο και κατοικία. «Κυρία Κενό, Γαλλίδα χήρα από τον Γερμανό σύζυγό της, κάτοικος Αμβούργου για πέντε δεκαετίες. Κρίς Πάπας, Ελληνογερμανός εργένης, κάτοικος Αμβούργου για δύο δεκαετίες. Κυρία Κενό, η γοητευτικότερη βοηθός ντετέκτιβ του γαλαξία. Κρις Πάπας, ο φτηνότερος ντετέκτιβ της πόλης».
     Μια μέρα δέχεται την επίσκεψη ενός υπέργηρου άντρα. «Σταχτί φιδίσιο δέρμα, σιδηρόδρομοι ρυτίδων, δύο ξεφτισμένες γραμμές αντί για φρύδια και ούτε μια τρίχα πουθενά… Πόσων χρονών μπορεί να είναι; Εκατό; Παραπάνω;». Ο άντρας αυτός θέλει να του αναθέσει μια παρακολούθηση. «Κύριε Πάπας, θα ήθελα να παρακολουθήσετε μια κυρία. Ονομάζεται Εύα Ντέμπλινγκ και μένει εδώ στο Αμβούργο. Είναι σαράντα ενός ετών και εργάζεται ως γραμματέας σε δικηγορικό γραφείο… Θα ήθελα να μην την αφήσετε από τα μάτια σας για σαράντα οκτώ ώρες. Αδιάκοπα». Ο Πάπας δέχεται το θεόσταλτο δώρο που του κάνει αυτός ο άντρας, που αποφεύγει να αποκαλύψει την ταυτότητά του, και του δίνει μόνο τον αριθμό ενός κινητού τηλέφωνου για επικοινωνία.  Όμως στην πρώτη του προσπάθεια αποτυγχάνει οικτρά! Όταν τηλεφωνεί για να του επιστρέψει την προκαταβολή, ο άντρας του αναθέτει ξανά την ίδια αποστολή!
     Την επόμενη μέρα, δέχεται την επίσκεψη δύο ανδρών της αστυνομίας, οι οποίοι του ζητούν πληροφορίες για τον άγνωστο, υπέργηρο άντρα, ο οποίος  βρέθηκε νεκρός σε ξενοδοχείο. Ο Πάπας αρνείται ότι έχει οποιαδήποτε σχέση μαζί του. Όταν αργότερα μαθαίνει από φίλο του αστυνομικό ότι η γυναίκα που του ανατέθηκε να παρακολουθήσει αναχώρησε για το Αίγιο, χωρίς να διστάσει λεπτό, αποφασίζει να την ακολουθήσει στο τόπο από τον οποίο κατάγεται.
     Εκεί θα μπει σε έναν κυκεώνα γεγονότων και εξελίξεων, που ενώ αρχικά δίνουν την εντύπωση πως πρόκειται για ασύνδετες μεταξύ τους συμπτώσεις, στο τέλος αποδεικνύεται ότι μόνο τέτοιες δεν είναι. Πρόκειται για ιστορίες και πληγές παλιές, που ενώ εδράζονται στο παρελθόν, καθορίζουν, διαμορφώνουν και στοιχειώνουν το παρόν πολλών ανθρώπων και επηρεάζουν έντονα τον ψυχισμό τους. Τον οποίο, ο Μ. Ευσταθιάδης, με διεισδυτικότητα ανατέμνει και περιγράφει με ακρίβεια.
     Ο Μ. Ευσταθιάδης, με το μυθιστόρημά του «Το Δεύτερο Μέρος Της Νύχτας», δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες για τη συνέχεια. Αυτές τις επαληθεύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο με το νέο του μυθιστόρημα, «Ο Δύτης». Εξαιρετική γραφή, ευφάνταστη πλοκή, απρόσμενη  εξέλιξη με πολλές ανατροπές, κι ένας κεντρικός χαρακτήρας αξιαγάπητος. Ένα αξιοπρόσεκτο μυθιστόρημα. 

12 Νοε 2018

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ

Ο Γιάννης Γρηγοράκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1950, όπου και ζει. Σπούδασε νομικά και για πάνω από τριάντα χρόνια άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Έργα του: «Η Συνωμοσία Των Αγγέλων» (2001, Σύγχρονοι Ορίζοντες), «Καφέ Προκόπ» (2004, Ελληνικά Γράμματα), «Ο Διαβήτης Του Πλάτωνα» (2009, Κέδρος), «Μαύρη Πέτρα» (2011, Κέδρος), «Η Καταιγίδα Έρχεται, Συνέχισε Να Τρέχεις» (2012, Κέδρος), «Τέταρτος Κόσμος» (2013, Κέδρος), «Κόκκινο Και Γυμνό» (2015, Κέδρος), «Αληθινοί Και Ονειροπόλοι» (2018, Κέδρος).

Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας «Αληθινοί Και Ονειροπόλοι»;
     Ήθελα να γράψω ένα είδος σάγκα. Μια οικογένεια διατρέχει την ιστορία του τόπου σε βάθος αιώνα. Ένα όνειρό της που γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’20 περιμένει το αύριο, δηλαδή καλύτερες μέρες, για να πάρει σάρκα και οστά. Ένα καλύτερο αύριο περιμένει και η χώρα. Δυο ομόκεντρες ιστορίες με πυρήνα το όνειρο. Έκανα τους κεντρικούς ήρωες αμπελουργούς και ονόμασα το όνειρό τους. Μια μέρα, πρώτα ο Θεός, θα έφτιαχναν ένα οινοποιείο στην Μαντίνεια. Η ιδέα λειτούργησε δημιουργικά επειδή μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω για πολλά πράγματα, και κυρίως για το κρασί που είναι ο αρμός ανάμεσα στη μνήμη και την αφήγηση.    

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το αυτό και ποιο είναι αυτό;
     Το στόρι αρχίζει και τελειώνει με ένα πνεύμα υπαρξιακής ειρωνείας. Η προσδοκία για καλύτερες μέρες θα υπάρχει πάντα, θα μας σημαδεύει σε κάθε μας αναζήτηση, αλλά είμαστε αιχμάλωτοι του εαυτού μας. Επίσης δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την μεταφυσική δύναμη της τύχης που επεμβαίνει απρόβλεπτα και μας σκορπίζει μια στιγμή που νομίζουμε ότι όλα πάνε καλά. Οι θεωρητικοί του χάους λένε ότι μελετούν το χείλος του γκρεμού όπου ισορροπεί η ύλη, αλλά εκεί νομίζω ισορροπεί ο κόσμος στο σύνολό του.     

 Η λογοτεχνία μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;
Δεν πιστεύω ότι η συγγραφή ενός βιβλίου είναι από μόνης της κοινωνική πράξη. Εξαρτάται από το τι γράφει κανείς. Αν ο μύθος που επιλέγει ο συγγραφέας να αφηγηθεί αγγίζει ως θέμα το κοινωνικό γίγνεσθαι και τη διαμόρφωσή του, τότε ναι, είναι μια κοινωνική πράξη. Παρουσιάζοντας όψεις του κόσμου, και φωτίζοντας τον παραλογισμό των καιρών μας, χωρίς διδακτικές κατευθύνσεις, είσαι στο σωστό δρόμο.

Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
     Έγραφα για χρόνια χωρίς να είναι στις προθέσεις μου να εκδώσω κάτι, αλλά μια τραυματική εμπειρία άλλαξε ριζικά την άποψή μου για κάποια πράγματα. Είπα τότε να καθίσω να γράψω ένα βιβλίο. Όταν το πήρα στα χέρια μου τυπωμένο ένιωσα μια γλυκιά έξαψη που όμως κράτησε λίγο. Ακολούθησε ένα προοδευτικό ξεφούσκωμα. Σκέφτηκα: Αυτό ήταν όλο;

 Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
     Όσο το βιβλίο υπάρχει έστω και σε μια βιβλιοθήκη τίποτα δεν τους απειλεί. Μια μέρα κάποιος θα απλώσει το χέρι του και θα το πάρει να το διαβάσει. Μπορεί να γίνει είκοσι χρόνια μετά, δεν έχει καμιά σημασία. Σημασία έχει η καινούργια μαγεία, το διαπλανητικό άλμα που επιχειρούν οι ήρωες από τις σελίδες ενός βιβλίου στο μυαλό ενός αναγνώστη του μέλλοντος.

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Η γυναίκα μου. Έχει καλό ένστικτο και είναι αυστηρός κριτής. Στον “Τέταρτο κόσμο” μού είπε ότι το τέταρτο κεφάλαιο πρέπει να πάει πρώτο. Δεν την άκουσα. Αν ποτέ επανεκδοθεί, το κεφάλαιο αυτό θα πάει πρώτο.

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
     Ανακαλύπτω συνέχεια. Ο εαυτός μου είναι μια ανεξερεύνητη ήπειρος, όπως και του καθενός. Στο “Κόκκινο και γυμνό” διέσχισα ένα βαθύ, ορμητικό ποτάμι που ανακάλυψα ανάμεσα στην καρδιά και στους πνεύμονες. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι η συνείδησή μου κοιμάται όταν δεν γράφω.

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Συμβαίνει το εξής παράδοξο: Μέσα από την διαφορετικότητα των χαρακτήρων που επινοείς αναπτύσσονται απόψεις και θέσεις που συγκροτούν την αντικειμενική ματιά, αυτήν που στερείσαι στην ιδιωτική σου ζωή, επειδή είσαι προσκολλημένος άλλοτε στον εγωισμό, άλλοτε στην ημιμάθεια. Στην πορεία συνειδητοποιείς ότι η αντικειμενική ματιά που καταθέτουν οι ήρωές σου, ή μερικοί από αυτούς είναι πιο κοντά στην αλήθεια και ότι κάποια πράγματα τα έβλεπες λάθος. Για παράδειγμα το ότι ο κόσμος εξελίσσεται χωρίς απαραίτητα να προοδεύει, το ανακάλυψα γράφοντας. Μετά από τόσες ηθικές επαναστάσεις, Μάης του 68, Γούντστοκ, και λοιπά, πίστευα ότι είμαστε σε καλό δρόμο. Όχι, ο κόσμος είναι χειρότερος.

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
     Φυσικά, είναι μια όμορφη εμπειρία, είτε μιλάμε πάνω σε θέματα σχετικά με την λογοτεχνία και τη γραφή, είτε πάνω σε βιβλία που έχω γράψει, είτε πάνω σε κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συζητήσεις πάνω σε βιβλία μου που συμβαίνει να περιέχουν συμβολισμούς και αλληγορίες. Το “Η μητρόπολη του χάους” μου πρόσφερε πολλές τέτοιες χαρές, επειδή είναι ένα σκοτεινό βιβλίο, δυστοπικό, όπου η συνείδηση του αναγνώστη βρίσκεται συνεχώς κάτω από ψυχολογική πίεση, πράγμα που την εξωθεί σε μια εμμονική επιθυμία ερμηνείας κάθε παραδοξότητας, κάθε σκιάς. Σε περιπτώσεις σαν αυτές καταλαβαίνω πόσο βαθιές είναι οι ρίζες μας με το μεταφυσικό, το υπερβατικό, το φαινομενικά ξένο και ανοίκειο προς την ανθρώπινη φύση. Δεδομένου ότι η ανάγνωση είναι εσωτερική διαδικασία συχνά οι αναγνώστες δίνουν ερμηνείες που ποτέ δεν είχα σκεφτεί, ωστόσο έχουν ισχυρά ερείσματα. Αυτές τις συζητήσεις τις απολαμβάνω επειδή μου δίνουν την αίσθηση ότι ένα βιβλίο που έγραψα πριν από πολλά χρόνια βρίσκεται σε φάση αναδημιουργίας.   

Υπάρχει κάποιο θέμα για το οποίο θα θέλατε να γράψετε, αλλά δεν έχετε βρει ακόμη τον τρόπο να το προσεγγίσετε;
          Ναι. Κάποια στιγμή θα γράψω ένα μυθιστόρημα με    ιστορικές αναφορές στην πόλη που γεννήθηκα και ζω. Είναι μια παλιά οφειλή προς τον εαυτό μου. Η Θεσσαλονίκη είναι ένας ενεργητικός δαίμονας, που με κεντρίζει διαρκώς. Είναι μια άκρως συντηρητική πόλη. Πάντα ήταν. Αλλά ισχύει αυτό που λέτε, δεν έχω βρει τον τρόπο να προσεγγίσω το θέμα. Θα ήθελα πολύ να είναι το επόμενο βιβλίο μου.

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
     Αυτό που λέγεται ότι είμαστε ό,τι έχουμε διαβάσει ισχύει. Σίγουρα κάποιοι από τους συγγραφείς που έχω διαβάσει έχουν επηρεάσει τη σκέψη μου, αυτό έχει περάσει και στο “Κόκκινο και γυμνό” όπου υπάρχουν πολλές αναφορές στον Καμύ, τον Κέρουακ και άλλους, αλλά δεν είμαι σε θέση να κρίνω αν επηρέασαν την γραφή μου, το στυλ της αφήγησης, και λοιπά. Αυτό μπορούν να το καταλάβουν μόνον οι τρίτοι.  
  
Όλοι έχουμε εμμονές διαφόρων ειδών. Εσείς έχετε συγγραφικές εμμονές;
     Τα περισσότερα βιβλία μου έχουν ένα σχεδόν αμφίσημο τέλος ή ένα απατηλό τέλος, ένα τέλος που σκόπιμα απατά. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί εμμονή, όμως και οι αναγνώστες έχουν τις εμμονές τους. Συνήθως εστιάζουν στο τέλος του βιβλίου και στην πλειονότητά τους θέλουν αυτό να είναι καλό, ή τουλάχιστον ευοίωνο. Ίσως γιατί στην αληθινή ζωή κυριαρχούν οι αυταπάτες. Το ανεκπλήρωτο, η ματαίωση. Ένα σπαρακτικό βιβλίο απωθεί πολύ κόσμο.

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
     Είναι δύσκολη διαδικασία. Μερικά βιβλία τα έγραψα τρεις και τέσσερις φορές μέχρι να φτάσουν στο τυπογραφείο. Συχνά κάπου κολλάω και τότε χάνω τον ύπνο μου. Στο μεταξύ γερνάω. Αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο. Αλλά αν υπάρχει μια πυρά της ανησυχίας αυτή είναι το γράψιμο.  

Σας ευχαριστώ πολύ!






6 Νοε 2018

GOLDEN GIRL

GOLDEN GIRL
ΕΙΡΗΝΗ ΤΣΑΛΗ
Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
Σελ. 438, Ιούνιος 2018

     Το πρώτο μυθιστόρημα της νέας συγγραφέως Ειρ. Τσαλή κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες.
     Η Ζωή Χατζή, είναι μια 30χρονη γυναίκα, που γεννήθηκε σε ένα χωριό 254 κατοίκων της ορεινής Κορινθίας, το Σκαλάκι. Σπούδασε με αρκετές δυσκολίες Οικονομικές επιστήμες, αφού έχασε τον πατέρα της, τον αρτοποιό του χωριού, όταν ήταν ακόμη στο δημοτικό. Είχε όμως πάντα στήριγμα τη μητέρα της, που είχε αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. Χάρη σε υποτροφίες έκανε μεταπτυχιακές σπουδές και με αυτά τα «εφόδια» βρήκε μια καλοπληρωμένη δουλειά στο City του Λονδίνου, το οικονομικό κέντρο της υφηλίου, στην τράπεζα GBI. «Η GBI, είναι η πιο μεγάλη επενδυτική τράπεζα στον κόσμο, έχει χοντρικά 100.000  υπαλλήλους, σε 80 χώρες και ο τζίρος της είναι ίσος με το ΑΕΠ μιας μικρής χώρας». Τα στελέχη που εργάζονται στα επενδυτικά τμήματα «είναι πανέξυπνοι άνθρωποι, με τόνους πτυχίων και δουλεύουν 24/7 (εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα/εφτά μέρες την εβδομάδα)». Η Ζωή προσαρμόζεται στις συνθήκες εργασίας και ανέρχεται σχετικά σύντομα την ιεραρχία. Τώρα, έξι χρόνια μετά, βρίσκεται στη θέση του vice president και στις επερχόμενες προαγωγές, ελπίζει ότι θα γίνει director!
     Η δουλειά της, γίνεται η ζωή της. «Συνεχόμενες συναντήσεις από το πρωί μέχρι το βράδυ, γεύματα και μεταφορές από γραφείο σε γραφείο, από τη μια αίθουσα συσκέψεων στην άλλη… Τα email πάνε κι έρχονται όλη την ώρα… και-εννοείται-πρέπει να απαντάω σε όλα, άμεσα, γρήγορα, αποτελεσματικά». Το ωράριο είναι άγνωστη λέξη, όπως επίσης και το σαββατοκύριακο, στα ταξίδια που κάνει σε πόλεις της Ευρώπης για υποθέσεις της GBI βλέπει μόνο το αεροδρόμιο και η προσωπική της ζωή, βρίσκεται σε επίπεδα με αρνητικό πρόσημο. Όταν κοιμηθεί έστω και δέκα λεπτά περισσότερο από έξι ώρες θεωρεί ότι έκανε τρομακτική σπατάλη χρόνου. Βρίσκεται διαρκώς στην… πρίζα.
     Όταν μια μέρα την καλούν να μεταβεί επειγόντως στο τμήμα Ανθρώπινων Πόρων, νιώθει ότι η μεγάλη στιγμή έφτασε: θα γίνει η νεότερη director της τράπεζας. Όμως αυτά που ακούει δεν της αρέσουν καθόλου. «Τις τελευταίες εβδομάδες ίσως θα έχεις ακούσει ότι πραγματοποιούνται μια σειρά από συσκέψεις στις Ηνωμένες Πολιτείες στα κεντρικά γραφεία της GBI, αποσκοπώντας στη χάραξη ενός στρατηγικού σχεδιασμού που θα θωρακίσει, όσο το δυνατόν, την εταιρεία μας απέναντι στους πιστωτικούς, επιτοκιακούς κι άλλους μεγάλους κινδύνους της εποχής μας… Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αποφασίστηκε να καταργηθούν μερικές θέσεις εργασίας και ως εκ τούτου κάποια τμήματα, μεταξύ άλλων και το δικό σου, κρίθηκαν υπεράριθμα». Ένας από αυτούς που «περισσεύουν» είναι και η Ζωή! Η απόλυση την εξουθενώνει. Πάνω στην απελπισία της, αποφασίζει να πάει για λίγες μέρες στο πατρικό της στο Σκαλάκι. «Έχω χάσει τον εαυτό μου. Είμαι εξαθλιωμένη. Μπορεί να μην είμαι μια εξαθλιωμένη άστεγη που ψάχνει στα σκουπίδια, αλλά δυστυχώς είμαι κάτι εξίσου λυπηρό, μια εξαθλιωμένη ύπαρξη, ψυχικά και συναισθηματικά. Έχω φτάσει στα όρια της εσωτερικής μου αντοχής… Από την άλλη, θα μπορούσα πράγματι να πάω στο Σκαλάκι για μερικές μέρες. Δεν θα με έβλαπτε καθόλου. Ίσα-ίσα, είναι ευκαιρία να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά, να εκπονήσω ένα σχέδιο δράσης και να ξαναγυρίσω στο Λονδίνο με την ψυχολογία του μαχητή. Την ψυχολογία του νικητή, που δεν το βάζει κάτω και προχωράει».
     Πράγματι, η παραμονή στο Σκαλάκι την αναζωογονεί, η προσωπική της ζωή αλλάζει, βάζει άλλες προτεραιότητες, κάνει άλλες αξιολογήσεις, κατεβάζει ταχύτητα, ηρεμεί και καταλαγιάζει. Κι εντελώς τυχαία, κάνει κάποιες συναντήσεις και μαθαίνει κάποια μυστικά, που ανατρέπουν πολλά απ’ όσα θεωρούσε δεδομένα στην επαγγελματική της ζωή και την καριέρα της.
     Το «Golden Girl», είναι ένα έξυπνο, γραμμένο με χιούμορ και σαρκαστική διάθεση μυθιστόρημα, που θα διασκεδάσει τον αναγνώστη, αλλά και μέσα από τις «περιπέτειες» του κεντρικού χαρακτήρα, θα τον προβληματίσει για τις προτεραιότητες, που βάζει ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του.