28 Δεκ 2013

ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟ ΜΑΤΙ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗΣ
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
Σελ. 145, Φεβρουάριος 2013

     Ο Γ. Μακριδάκης, είναι ένας νέος άνθρωπος που ζει κι εργάζεται σε αυτό που ονομάζουμε «περιφέρεια», δηλ. στη γενέτειρα του, τη Χίο. Σπούδασε μαθηματικά, αλλά σύντομα αντιλήφθηκε ότι η «κλίση» του ήταν διαφορετική. Ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών «Πελινναίο» (το όνομα το πήρε από το βουνό του νησιού), ασχολήθηκε με την Ιστορία του τόπου του κι εκδίδει περιοδικό με σχετικές μελέτες που γράφει ο ίδιος και άλλοι συμπατριώτες του. Παράλληλα ασχολήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία με τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων (μυθιστορήματα και νουβέλες). Αυτό που παρουσιάζω σήμερα είναι το έβδομο λογοτεχνικό βιβλίο (έχει γράψει και δύο ιστορικά).
     Ήρωας του έργου είναι ο Θόδωρος, γνωστός ως Πεπόνας, που είναι ένα «παρατσούκλι» που κληρονόμησε από τον παππού του. Συνταξιούχος πια κι αφού έχει χάσει τη σύζυγό του, έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο χωράφι του, στο οποίο καλλιεργεί κάθε είδους ζαρζαβατικά. Για να τα προστατέψει από τα πουλιά, κατασκευάζει κάθε χρόνο στις αρχές της άνοιξης ένα σκιάχτρο, που του δίνει το όνομα Διομήδης!! Έτσι και φέτος. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του, αφηγείται επεισόδια του βίου του. «Τώρα, άμα μπορούσες να μιλήσεις, κακομοίρη μου κι εσύ, θα μου ‘λεγες, σε ποιόν τα λες αυτά, ρε Πεπόνα, σε ποιόν τα λές; Και θα ‘χες και δίκιο. Διότι ακόμα ούτε το σκέδιό σου δεν έχω φτιαγμένο. Ίσα ίσα τα δύο ξύλα σου ‘χω καρφωμένα. Έκαμα τον σταυρό για να σε κρεμάσω απάνω. Ακόμα δεν σου ‘χω δώσει ούτε τη μορφή σου. Μονάχα μες στη φαντασία μου σε βλέπω ακόμα κι έπιασα να σου λέω τον πόνο μου. Μα δεν πειράζει, δείξε κατανόηση, ρε Διομήδη. Δεν έχω άλλονε κανέναν για να τα πω εδώ μέσα»
     Έτσι ο Διομήδης εκών-άκων, γίνεται ο «εξομολόγος» του Πεπόνα κι ακούει για ότι τον βασανίζει. Για τη σχέση του με τη γυναίκα με την οποία συμβιώνει και τις δύο κόρες της, τη σύγχρονη υβριδική γεωργία, για την οποία υποστηρίζει ότι είναι καταστροφική, την κρίση που ταλανίζει τους πάντες, την πολιτική, το κόμμα που υποστηρίζει. Στο οποίο, παρά τις παλινωδίες, παραμένει πιστός και ψέγει αυτούς που το εγκαταλείπουν τώρα στα δύσκολα. Θεωρεί χρέος τιμής την υποστήριξη και «τον ψήφο» του, αφού το κόμμα διόρισε τόσο αυτόν, μετά το ναυάγιο και τον τραυματισμό του, όσο και το γιό του, τον οποίο υπεραγαπά.  Έτσι η μεγαλύτερη έννοια του, είναι να πάει να ψηφίσει στις εκλογές. Που από «σατανική σύμπτωση» συμπίπτουν με την πρώτη μέρα που ο Πεπόνας, ξεκινά τη φύτευση του χωραφιού του, που γι’ αυτόν είναι από τις σημαντικότερες του χρόνου. «Άμα δεν ήτανε ο Φραγκούλης, ούτε που θα πήγαινα να ψηφίσω. Είχ’ αποξεχαστεί ολωσδιόλου με τις δουλειές όλη μέρα. Κάτσαμε κιόλας το μεσημέρι εκεί στον μαγκανόγυρο και δωσ’ του τα ρακιά και οι κουβέντες, τι εκλογές και ξεκλογές, τίποτα δεν θυμήθηκα. Φύγανε απ’ το μυαλό μου εντελώς και παραλίγο να πάει ο ψήφος μου χαμένος».
     Ο Γιάννης Μακριδάκης, σκιαγραφεί με μοναδικό τρόπο έναν απολαυστικό χαρακτήρα, που ζώντας μέσα στη μοναξιά του, μόνο συμπάθεια μπορεί να προκαλέσει. Με γραφή ρέουσα που αποδίδει τον λαϊκό προφορικό λόγο, διανθισμένη με λέξεις της ντοπιολαλιάς του νησιού και μας δίνει έναν εξαιρετικό ανάγνωσμα που θα απολαύσει ο κάθε αναγνώστη

17 Δεκ 2013

ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΣΜΥΡΝΗ (1905-1912)
ΣΠΥΡΟΣ ΓΟΓΟΛΟΣ
Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Σελ. 319, Μάιος 2013

     Ένα εξαιρετικό ιστορικό μυθιστόρημα έφτασε πριν από λίγους μήνες στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, γραμμένο από τον ιστορικό Σ. Γόγολο. Είναι από τα βιβλία, που μόλις ξεκινάς την ανάγνωση, αντιλαμβάνεσαι ότι πρόκειται για ιδιαίτερη περίπτωση.
   Ο ηλικιωμένος δημοσιογράφος Άλκης Αναγνωστάκης, γόνος ευκατάστατης αλεξανδρινής οικογένειας, βρίσκεται για ένα διαβαλκανικό δημοσιογραφικό συνέδριο στα Σκόπια της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, όταν χάνει τις αισθήσεις του. «Οι σειρήνες του ασθενοφόρου ούρλιαζαν καθώς διέσχιζε την περιοχή του Κάπιστετς. Ο ηλικιωμένος ασθενής είχε χάσει τις αισθήσεις του και οι γιατροί αμφέβαλαν αν θα έφτανε ζωντανός στο νοσοκομείο, καθώς άφηνε ένα βρυχηθμό που έμοιαζε με επιθανάτιο ρόγχο». Καθώς είναι προσωπικός φίλος του προέδρου Τίτο, απολαμβάνει ιδιαίτερες φροντίδες. Μια από αυτές είναι και η παροχή αποκλειστικής νοσοκόμας. Είναι η Μιργιάννα, μια ελληνόφωνη 25χρονη κοπέλα, κόρη κομμουνιστών από χωριό της Φλώρινας, που με τη λήξη του πολέμου, κατέφυγαν στη γειτονική χώρα. Με την περιποίησή της και την αγωγή των γιατρών, οι αισθήσεις του ορισμένες φορές επανέρχονται και πιάνει κουβέντα με τη νεαρή νοσοκόμα. «Μπορούσε να κάθεται ώρες ολόκληρες και να τον ακούει να της λέει διάφορες ιστορίες από τη ζωή του και τη δουλειά του». Μια πλούσια σε εμπειρίες ζωή, μέσα από ένα επάγγελμα που την εποχή εκείνη είχε ιδιαίτερο κύρος. Εκτελώντας δημοσιογραφικές αποστολές που του ανέθετε η εφημερίδα, βρέθηκε στην καρδιά γεγονότων σημαντικών για την ελληνική και ευρωπαϊκή Ιστορία και συνάντησε ανθρώπους που κίνησαν τα νήματα και δρομολόγησαν αυτές τις εξελίξεις.
     Η πρώτη του αποστολή είναι στην πολυφυλετική, υπό Οθωμανική διοίκηση Θεσσαλονίκη, του 1905, με το φλέγον μακεδονικό ζήτημα σε έξαρση. Στους δρόμους της πόλης, κινούνται κατάσκοποι, τρομοκράτες, αναρχικοί, εθνικιστές, τέκτονες και σιωνιστές που ο καθένας επιδιώκει την επίτευξη των δικών του σκοπών. Οι κάτοικοι κυρίως της υπαίθρου υποφέρουν και διχάζονται από την ελληνική και βουλγαρική προπαγάνδα. Από την άλλη, δολοφονικές απόπειρες και βομβιστικές επιθέσεις διαταράσσουν την καθημερινότητα της πόλης. Ο Αναγνωστάκης, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει το κουβάρι, συζητά με όλους τους εμπλεκόμενους: τον έλληνα πρόξενο Κορομηλά, τον εβραίο Κάρολο Αλατίνι, έναν από τους πλουσιότερους Θεσσαλονικείς, τον επιθεωρητή Χιλμί Πασά, τον νεότουρκο αξιωματικό Εμβέρ μπέη και τον βούλγαρο Σοπώφ, που εργαζόταν ως εμπορικός αντιπρόσωπος, αλλά ήταν και από τα σκληρά μέλη του βουλγαρικού κομιτάτου.
     Στη δεύτερη αποστολή, ταξιδεύει το 1907 στην Κωνσταντινούπολη. Η αποστολή γίνεται κατ’ εντολή του υπουργείου Εξωτερικών και της βρετανικής πρεσβείας. Σκοπός είναι να συναντήσει τον Αμπνούλ Χαμίτ, τον επονομαζόμενο και «κόκκινο σουλτάνο» όχι φυσικά λόγω…πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά λόγω των σφαγών των Αρμενίων. Το «κόκκινος» προερχόταν από το χρώμα του αίματος. Με πρόσχημα μιας συνέντευξης, θα πρέπει να διερευνήσει τις προθέσεις του σουλτάνου, σχετικά με το με ποια πλευρά θα ταχθεί σε περίπτωση πολέμου στην Ευρώπη. «Θα συνταχθεί με τη Βρετανία ή με τους Γερμανούς με τους οποίους τα τελευταία χρόνια “ερωτοτροπεί”;». Η προσέγγιση του σουλτάνου τελικά αποδείχθηκε τελικά ποιο εύκολη απ’ ότι περίμενε. Μάλιστα, ο σουλτάνος τον συμπάθησε τόσο, που όχι μόνο του έδωσε μια αποκαλυπτική συνέντευξη, αλλά έκαναν μαζί μια κρουαζιέρα στο Βόσπορο με τη θαλαμηγό του.
     Τέλος, η τρίτη δημοσιογραφική αποστολή των πρώτων του χρόνων στο επάγγελμα, έγινε το 1912 στη Σμύρνη. Εκεί βρέθηκε γιατί έπρεπε μετά το θάνατο του παππού του, ο οποίος ζούσε εκεί, να τακτοποιήσει κληρονομικά θέματα. Με την ευκαιρία, συναντήθηκε με τους επιφανέστερους έλληνες της πόλης αλλά κι επιφανείς ξένους, αφού η Σμύρνη κατοικούνταν λόγω της σημασίας της στο διεθνές εμπόριο, από υπηκόους όλων των κρατών του αναπτυγμένου κόσμου. Έγινε κοινωνός των προβληματισμών τους για το μέλλον της πόλης. Αλλά και της αγάπης των ελληνικής καταγωγής κατοίκων για τη μητέρα-πατρίδα.
     Το βιβλίο όπως γράφω και στην αρχή είναι εξαιρετικό και ΠΡΕΠΕΙ να διαβαστεί από κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. Η συγγραφή του κράτησε τρία χρόνια. Είναι προϊόν κόπου και συστηματικής κι εξονυχιστικής έρευνας. Είναι γραμμένο με νηφαλιότητα όσο αφορά τα ιστορικά γεγονότα. Ο συγγραφέας, αποφεύγει τους «εθνικούς μύθους» και τις ιδεοληψίες με τους οποίους έχει εμποτιστεί η ελληνική ιστορία και το κείμενο αποπνέει ανεκτικότητα και κατανόηση. Αποτελεί φωτεινό παράδειγμα του πως θα έπρεπε να διδάσκονται την Ιστορία τα παιδιά μας. Για να φωτίζεται το μυαλό τους κι όχι να συσκοτίζεται. Με ανοιχτό πνεύμα, χωρίς εθνικιστικές «κορώνες» μίσους και διχασμού. Είναι κορυφαίο στο είδος του και από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τους τελευταίους μήνες.   

7 Δεκ 2013

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΗΤΑΝ Η ΖΑΧΑΡΗ

ΤΕΣΥ ΜΠΑΪΛΑ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Σελ. 531, Ιούνιος 2013


     Το τρίτο μυθιστόρημα της Τέσυ Μπάιλα παρουσιάζω σήμερα.
      Μέσα από την αφήγηση της κεντρικής ηρωίδας, της Κατίνας, περνά όλη η ιστορία μιας οικογένειας στην Κρήτη (και στον Πειραιά) και καλύπτει πολλές δεκάδες χρόνια. Παράλληλα σε ένα δεύτερο επίπεδο μέσω αυτής της αφήγησης, περνούν έθιμα, παραδόσεις, πτυχές της κοινωνικής ζωής, αλλά και σελίδες της Ιστορίας της Κρήτης. Η αφήγηση ξεκινά με την απαγωγή της μητέρας της από τον πατέρα της, όταν ακόμη ήταν ανήλικοι και οι δύο! Η οικογένεια της κοπέλας αποδέχτηκε το γεγονός (σε αντίθετη περίπτωση θα ακολουθούσε αιματοχυσία) και όταν δυο-τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκαν, έκαναν μια όμορφη οικογένεια. Το τελευταίο παιδί αυτής της οικογένειας είναι η Κατίνα. Δεν ανήκαν στους πιο ευκατάστατους του χωριού, αλλά ζούσαν καλά. Η μικρή αγαπούσε τους γονείς της, αλλά σε όλη της τη ζωή δεν μπόρεσε να τους συγχωρήσει το γεγονός ότι ενώ ήταν άριστη μαθήτρια, δεν της επέτρεψαν να συνεχίσει στο γυμνάσιο αφού τελείωσε το δημοτικό. Αντίθετα, την έστειλαν σε μια θεία της, η οποία με τη σειρά της την έστειλε σε μοδίστρα για να μάθει την τέχνη. Αυτή η άρνηση την έκανε να θέλει πάντα να φύγει από το χωριό και να ζήσει σε μεγάλη πόλη.
     Η ζωή της άλλαξε, όταν-μετά τον πόλεμο- η αδελφή της παντρεύτηκε και πήγε να ζήσει με τον άντρα της στον Πειραιά. Η Κατίνα απαίτησε και κατάφερε να πάει μαζί της, με πρόσχημα για να τη βοηθάει στο νοικοκυριό, αλλά κυρίως για να πραγματοποιήσει το όνειρό της: να φύγει από το χωριό της, το Αρμενοχώρι.
     Ο γαμπρός της ο Λευτέρης, είχε ένα φίλο τον Θέμελη. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν το καλύτερο παιδί, αλλά ο Λευτέρης επειδή ήθελε να «ξεφορτωθεί» την Κατίνα γιατί έπρεπε να τη φροντίζει και η γενικότερη οικονομική κατάσταση δεν ήταν καλή, του την προξένεψε. Όταν ο Θέμελης την είδε, σκέφτηκε ότι «η Κατίνα θα μπορούσε να γίνει μια ολοφώτεινη χαραυγή στη ζωή του» και ότι θα μπορούσε να νοικοκυρευτεί. Από την άλλη και της Κατίνας της άρεσε. «Μόλις τον είδα, είπα: Αυτός είναι που θα γίνει άντρας μου, πάει και τελείωσε. Τον έβλεπα με το μαύρο του μαλλί χτενισμένο κοκοράκι κι έλεγα μέσα μου πως αυτόν θα πάρω».
     Μετά το γάμο στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Όμως, σύντομα, ο Θέμελης επέστρεψε στις παλιές του συνήθειες: το ποτό, το χασίς, την τεμπελιά και τη…Ρόζα, μια γυναίκα που γνώρισε στον αγαπημένο του τεκέ. Η ζωή της Κατίνας μετατρέπεται σε κόλαση. Ζει στην απόλυτη ένδεια. Πολλές φορές δεν είχε ούτε μια μπουκιά να δώσει στον μονάκριβο γιό της και ζει χάρη στην βοήθεια της αδερφής της, ενώ το ξύλο ήταν συχνή πρακτική. Κι όμως…η Κατίνα δε σκέφτηκε ούτε μια φορά να φύγει από κοντά του, παρά το γεγονός ότι «για εκείνη ένας ζυγός ήταν αυτός ο άνθρωπος και τίποτε παραπάνω. Μια φυλακή που κλείδωσε την ψυχή της κι έγινε ο άντρας της ο δεσμοφύλακας, κομματιάζοντάς της τα φτερά».
     Την ιστορία αφηγείται η ίδια η ηρωίδα στη νύφη της, όταν ηλικιωμένη χήρα πια, ζει με τον γιό της, αφού δεν είναι ικανή να αυτοεξυπηρετηθεί. «Προσπαθώ να τη φέρω στο νου όπως θα ήταν αρκετά χρόνια πριν. Τότε που, κοπέλα ακόμη, προσπαθούσε να ζήσει την οικογένειά της. Τότε που μεγάλωνε εντελώς μόνη της, το παιδί της, μ’ έναν άντρα που, αν και την αγάπησε βαθιά, ποτέ δεν κατάφερε να την κάνει ευτυχισμένη. Τη φαντάζομαι βουτηγμένη στη φτώχεια, ντυμένη ωστόσο την αξιοπρέπεια της περηφάνιας της. Κοντούλα και μικροκαμωμένη με όμορφα κατάμαυρα μαλλιά μέχρι τους ώμους κι έναν μόνιμο φόβο να διαπερνά το βλέμμα της».
     Για μια ακόμη φορά η Τέσυ Μπάιλα μας εκπλήσσει ευχάριστα. Στο βιβλίο της αυτό, αναλαμβάνει να συνθέσει και να αφηγηθεί μια πολυπρόσωπη και με μεγάλη χρονική έκταση ιστορία και τα καταφέρνει με τον καλύτερο τρόπο. Πιο ώριμη από ποτέ, συναρπάζει τον αναγνώστη με τη γραφή, το μύθο και την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων που αναπτύσσει αναλυτικά, εύστοχα και με μαεστρία. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι τελευταίες σελίδες, οι οποίες εξηγούν το πώς και το γιατί της σχέσης Κατίνας-Θέμελη και κυρίως γιατί η Κατίνα έμεινε σε ένα γάμο «θηλιά» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η συγγραφέας. Συγκινητικές και «διδακτικές» (για όσους δεν τις ξέρουν ή επιμένουν να τις αγνοούν) είναι και οι περιγραφές των όσων υπέστησαν οι Κρητικοί από τους γερμανούς κατακτητές. Κάτι ακόμα που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, είναι το ότι η συγγραφέας καταφέρνει να δώσει την αίσθηση της κρητικής λαλιάς, χρησιμοποιώντας ελάχιστες, αλλά καίριες λέξεις κι εκφράσεις
     Αξιοπρόσεκτο βιβλίο, που διαβάζεται εύκολα (κι αυτό δεν είναι ψόγος, είναι έπαινος) και κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.