31 Οκτ 2015

Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΤΩΝ ΤΡΕΝΩΝ

ΜΑΡΛΕΝΑ ΠΟΛΙΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Σελ. 421, Ιούνιος 2015

     Μια ακόμη υπόθεση αναλαμβάνει να ερευνήσει και να διαλευκάνει ο Παύλος Γ. , γιος του αστυνόμου Αναστάση Γεωργούλα, που έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στο Σώμα και σε όσους τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του.
     Ο Παύλος είναι αρχιτέκτονας και λόγω της ευκολίας του στο σχέδιο, για πολλά χρόνια συνεργαζόταν με την αστυνομία ως σκιτσογράφος, ενώ ακόμη διατηρεί τον τίτλο του «ειδικού συμβούλου» του Τμήματος Ανθρωποκτονιών. Ο πατέρας του, πρώην διοικητής της Ασφάλειας, πριν πεθάνει, του κληροδότησε μια βαλίτσα με φακέλους άλυτων υποθέσεων («ο γέρος του άφηνε βερεσέδες για να τον βασανίζει και να τον επιμορφώνει»). Και ο Παύλος που έχει το ένστικτο αλλά και το «μικρόβιο» του ντετέκτιβ, προσπαθεί από καιρού εις καιρόν, να λύσει κάποιες από αυτές. «Ήταν ολοφάνερο πια σε αυτή τη δεύτερη αναμέτρηση με την πατρική κληρονομιά που έκρυβε η βαλίτσα στο γραφείο του πατέρα του, πως ο γέρος του δεν είχε αφήσει απλώς κάποιες ανεξιχνίαστες περίπλοκες υποθέσεις που τον βασάνιζαν ως αστυνομικό, αλλά υποθέσεις στις οποίες είχε μικρότερη ή μεγαλύτερη συναισθηματική εμπλοκή».
     Ο φάκελος που θα ανασύρει αυτή τη φορά από τη μικρή δερμάτινη βαλίτσα, έχει τίτλο «Η Πηνελόπη των τρένων». Αφορά το φόνο ενός έλληνα μετανάστη, του Στρατή Κοκκινίδη, στο σταθμό του Μονάχου το 1965, τη μέρα που με το Ακρόπολις Εξπρές, έφτανε στη γερμανική πόλη ο Στέλιος Καζαντζίδης με τους συνεργάτες του, (Μαρινέλα, Χρ. Νικολόπουλος, Μίμης Παπαϊωάννου κ. ά.) για μια σειρά συναυλίες. Παρά τις αμφιβολίες που έχει, παρακινούμενος και από μια σύγχρονη υπόθεση με πακιστανούς μετανάστες στην Αθήνα, αποφασίζει τελικά να ασχοληθεί. «Ποιος νοιάζεται γιατί σκοτώθηκε ένας φουκαράς εργάτης στον σταθμό του Μονάχου πριν πενήντα σχεδόν χρόνια; Εμένα γιατί να με νοιάζει; Γιατί να ασχοληθώ; Επειδή το απαιτεί με τον γνωστό τρόπο του, και από τον Παράδεισο ο πατέρας; Μου άφησε κληρονομιά επτά ανεξιχνίαστες υποθέσεις. Την προηγούμενη φορά έψαξα έναν φόνο που είχε σχέση με τον Εμφύλιο (σημ. η υπόθεση στην οποία αναφέρεται είναι αυτή που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Η Μνήμη Της Πολαρόιντ»). Να καταλάβω την ιστορία: αντάρτες, στρατιωτικοί, παρακρατικοί, έρωτας, πόλεμος. Τώρα πρέπει να φάω μερικούς μήνες από τη ζωή μου για να καταλάβω τους έλληνες μετανάστες στη Γερμανία».
     Τα ίχνη τον οδηγούν στη Νάουσα, τόπο καταγωγής του Κοκκινίδη και όπου ζουν πολλά από τα πρόσωπα που τον γνώρισαν όταν βρισκόταν στο Μόναχο. Εκεί θα αντιληφθεί ότι όλοι γνωρίζουν ένα τμήμα της ιστορίας. «Όλοι έχουμε μια εικόνα, αλλά σε όλους λείπει ένα κομμάτι της. Διαφορετικό στον καθένα. Αν καταφέρεις να βρεις τα κομμάτια που λείπουν, ίσως καταλάβεις». Ο Παύλος προσπαθεί να βρει την άκρη σε ένα «γαϊτανάκι» που περιλαμβάνει ερωτικά μυστικά, δοσίλογους, λίρες ύποπτης προέλευσης, στελέχη του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, ανεξήγητες συμπεριφορές και πολύ… Καζαντζίδη!

     Ένα καλογραμμένο πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις, αφού πέρα από την «αστυνομική» ιστορία, θίγει πολλά κι ενδιαφέροντα θέματα, με προεξάρχον, αυτό της ελληνικής μετανάστευσης στην Γερμανία. 

24 Οκτ 2015

ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

JAMES HENEAGE
Μετάφραση ΤΙΤΙΝΑ ΣΠΕΡΕΛΑΚΗ
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ
Σελ. 635, Απρίλιος 2015

     Το πρώτο μέρος της «τριλογίας του Μυστρά» είναι το πολύ ενδιαφέρον ιστορικό μυθιστόρημα που σας παρουσιάζω σήμερα.
     Το πρώτο αυτό μέρος, εκτυλίσσεται στα τέλη του 14ου αιώνα στην ανατολική Μεσόγειο, όπου τέσσερις αυτοκρατορίες συναντούνται και συγκρούονται. Η Οθωμανική που εξακολουθεί να είναι ορμητική και κατακτά συνεχώς νέες γαίες, η Ενετική που κρατά τα σκήπτρα στη θάλασσα και το εμπόριο, η φθίνουσα Βυζαντινή αλλά και η αναδυόμενη Μογγολική.
     Το έργο ξεκινά με ένα επεισόδιο που έλαβε χώρα στις 12 Απριλίου του 1204, τη μέρα που οι Φράγκοι μπήκαν στην Πόλη. Μια ομάδα βαράγγων, δίνει αναφορά στον αυτοκράτορα Αλέξιο Ε!. Οι βάραγγοι αποτελούσαν ένα επίλεκτο σώμα ατρόμητων πολεμιστών, ήταν η προσωπική φρουρά του εκάστοτε αυτοκράτορα, πολεμούσαν πάντα δίπλα του και ορκίζονταν τυφλή πίστη και υπακοή. «…είχαν έρθει με τα πλοία τους από ένα νησί πέρα στη Δύση, ένα νησί τυλιγμένο στην ομίχλη που λεγόταν Αγγλία… είχαν σαλπάρει με τα καράβια για να ξεφύγουν από τους Νορμανδούς, που είχαν σκοτώσει το βασιλιά τους, καρφώνοντάς του ένα βέλος στο μάτι. Είχαν έρθει να υπηρετήσουν έναν αυτοκράτορα που χρειαζόταν γενναίους και αξιόμαχους άνδρες για να πολεμήσει τους δικούς του Νορμανδούς. Είχαν έρθει με μίσος στην καρδιά ώστε να γίνουν οι πρώτοι Άγγλοι Βάραγγοι».
     Ο αυτοκράτορας τους ζητάει να φύγουν παίρνοντας μαζί τους και το «κιβώτιο». Πράγματι, χάρη στην άρτια εκπαίδευσή τους, οι άντρες φτάνουν στην προβλήτα, μπαίνουν σε ένα πλοίο με σημαία της Βενετίας και μέσα στην αναταραχή που επικρατεί σαλπάρουν για το Μυστρά.
     Διακόσια σχεδόν χρόνια αργότερα, η αυτοκρατορία καταρρέει. Έχει συρρικνωθεί δραματικά, ενώ ο Βαγιαζήτ, ετοιμάζεται να πολιορκήσει την Πόλη. Στο Μυστρά, ο Λουκάς Μαγκόρις, ένας 17χρονος βάρραγος, θα ψάξει να βρει το κιβώτιο που οι πρόγονοί του μετέφεραν εκείνο το βράδυ του Απριλίου του 1204. «Ο Λουκάς ήξερε πως, μια νύχτα φωτιάς και καταστροφής, ένας θησαυρός είχε μεταφερθεί στον Μυστρά από τέσσερις Βάραγγους με επικεφαλής τον πρόγονό του, για να θαφτεί κάπου στους λόφους του. Ήταν ένας θησαυρός που έλεγαν ότι θα μπορούσε κάποια μέρα να σώσει την αυτοκρατορία, ένας θησαυρός που οι Βάραγγοι και οι απόγονοί τους, είχαν ορκιστεί να φρουρούν όσο θα χρειαζόταν. Όταν ο Νορμανδός Βιλλεαρδουίνος είχε έρθει στο Μυστρά, οι γιοί τους είχαν αναγκαστεί να πάνε στη Μονεμβασιά. Εξακολουθούσαν όμως να φυλάνε το μυστικό του σημείου όπου ήταν κρυμμένος ο θησαυρός στον Μυστρά, περνώντας το από γενιά σε γενιά».
     Το μυστικό του σημείου του θησαυρού όμως, σε κάποια χρονική στιγμή χάθηκε και ο Λουκάς θα πρέπει να ψάξει για να βρει κάποια λύση, αν θέλει να βοηθήσει να σωθεί η αυτοκρατορία. Για να το πετύχει αυτό, θα μπει σε μια απίστευτη περιπέτεια και θα χρειαστεί να ρισκάρει την ελευθερία του και τη ζωή του την ίδια.
     Το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα, έχει τη σωστή αναλογία μύθου και Ιστορίας, φανταστικών και πραγματικών προσώπων και γεγονότων. Τα εκπληκτικά πολλά στοιχεία που παραθέτει και που δείχνουν προϊόν συστηματικής και κοπιώδους έρευνας, αναπλάθουν με τον καλύτερο τρόπο τόσο την ατμόσφαιρα και το κλίμα της εποχής, όσο και την καθημερινή ζωή αρχόντων και λαού σε κάθε γωνιά της ταραγμένης περιοχής της ανατολικής Μεσογείου. Θα περιμένουμε με αγωνία τα επόμενα δύο μέρη της τριλογίας.



15 Οκτ 2015

ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΖΙΛ ΒΕΝΣΑΝ
Μετάφραση: ΡΙΤΑ ΚΟΛΑΪΤΗ
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
Σελ. 273, Απρίλιος 2015

     Τη δύναμη και την επιβολή του παρελθόντος στο παρόν της Ισπανίας αναδεικνύει το αστυνομικό μυθιστόρημα του Ζ. Βενσάν.
     Τον Ιούλιο του 1936, ο εμφύλιος της Ισπανίας φαίνεται να μην πηγαίνει καλά για τους Δημοκρατικούς. «Στις 20 Ιουλίου η Γρανάδα έπεσε, χωρίς μεγάλη αντίσταση στα χέρια των φασιστών του Φράνκο. Από τότε, εκτελούσαν όσους περισσότερους μπορούσαν. Στα σοκάκια, στις πίσω αυλές και στις γύρω εξοχές, οι ομοβροντίες αντηχούσαν ολημερίς ως αργά τη νύχτα». Ένα μήνα αργότερα, οδηγούνται για εκτέλεση λίγο πριν τη αυγή τέσσερα άτομα. «Δύο αναρχικοί, ένας κουτσός δάσκαλος κι ένας ποιητής: τα λάφυρα της βραδιάς». Ο ποιητής ήταν ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα.
     Εβδομήντα πέντε χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 2011, ο επιθεωρητής Τομά Ρουσέλ, της Δικαστικής Αστυνομίας του Πο των Πυρηναίων, δέχεται ένα τηλεφώνημα το βράδυ του γάμου του. Στην άλλη άκρη της γραμμής, βρίσκεται η Κλερ, μια πρώην αγαπημένη του, από την οποία δεν είχε νέα της εδώ και τέσσερα χρόνια. Είναι έντρομη και ζητάει τη βοήθειά του, λέγοντάς του ότι βρίσκεται κάπου στη Μασσαλία. «Δεν μπορώ να μιλήσω πιο δυνατά. Αυτοί είναι στο διπλανό δωμάτιο. Με απήγαγαν πριν από λίγο, από το σπίτι μου και μ’ έφεραν εδώ. Σ’ ένα υπόγειο, κοντά σε κάποιο σταθμό, ακούω τα τρένα έξω. Μονάχα εσένα έχω Τομά. Αν δε έρθεις θα με σκοτώσουν… Προχώρησα πολύ μακριά στις έρευνές μου, δεν μπορώ να σου εξηγήσω τώρα. Αλλά αυτό που βρήκα είναι φοβερό. Φοβερό! Αποκάλυψα ένα γαμημένο μυστικό και γι’ αυτό θέλουν να με εξαφανίσουν. Για να μου κλείσουν το στόμα και να μη βγει ποτέ προς τα έξω…».
     Λίγες ώρες αργότερα, ο Τομά αποφασίζει να ασχοληθεί με την υπόθεση και τηλεφωνεί στην αστυνομία της Μασσαλίας. Μαθαίνει ότι πριν λίγο, βρέθηκε το απανθρακωμένο πτώμα μιας νεαρής γυναίκας κοντά στις γραμμές του τρένου. Αποφασίζει να πάει στη Μασσαλία για να συνεργαστεί με την εκεί αστυνομία. Από ένα δαχτυλίδι που βρίσκει στο εντελώς παραμορφωμένο πτώμα, καταλαβαίνει ότι είναι η Κλερ. «Τη λέγανε Κλερ. Κλερ Νταντριέ. Έκλεισε τα είκοσι εννέα στις 22 Μαρτίου. Ένα κι εξήντα τρία, πενήντα κιλά, μάτια ανοιχτοκαστανά, μακριά μαλλιά, σπαστά με κοκκινωπές ανταύγειες. Πτυχιούχος, κάτοχος μάστερ και διπλώματος διδακτικής επάρκειας στα ισπανικά απ’ το πανεπιστήμιο του Πο. Χαρακτηριστικό γνώρισμα: το πάθος και οι επακόλουθες παρορμήσεις. Το επίκεντρο των ενδιαφερόντων της: η Ισπανία, η Ισπανία, η Ισπανία. Η ιστορία αυτής της χώρας τη συγκλονίζει θαρρείς και ήταν η δική της ιστορία. Ήθελε να μάθει τα πάντα, να καταλάβει τα πάντα, μερικές φορές ακόμα και ν’ αλλάξει τα πάντα».
     Οι αστυνομικοί ακολουθώντας κάποια στοιχεία οδηγούνται στην Ισπανία, όπου θα δουν να ζωντανεύουν τα φαντάσματα του πρόσφατου παρελθόντος αυτής της χώρας.

     Ένα καλογραμμένο νουάρ μυθιστόρημα, στο οποίο τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και στο οποίο οι ανατροπές συμβαίνουν μέχρι την τελευταία σελίδα. 

7 Οκτ 2015

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΪ ΣΙΤΙ

CATHERINE MAVRIKAKIS
Μετάφραση ΤΖΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
Σελ. 310, Μάρτιος 2015

     Το βιβλίο της (γεννημένης από πατέρα ελληνικής καταγωγής) Κ. Μαυρικάκης που παρουσιάζω σήμερα, είναι το πρώτο της που μεταφράζεται στα ελληνικά.
     Το Μπέι Σίτι του Μίσιγκαν, είναι μια τυπική μικρή βιομηχανική αμερικανική πόλη. Με δυο-τρεις μεγάλους δρόμους, αλλά τόσα υποκαταστήματα μεγάλων αλυσίδων super market και την… απαραίτητη μόλυνση. Εδώ γεννιέται το 1961 η Έιμι, από έλληνα πατέρα και μητέρα μια πολωνή εβραία που διασώθηκε από το ολοκαύτωμα μαζί με την αδερφή της, επειδή οι γονείς τους τις έστειλαν εγκαίρως στη Νορμανδία, όπου ένα γενναίο ζευγάρι γάλλων αγροτών, τις έκρυψαν στο αγρόκτημά τους. Οι δύο αδελφές, τις οποίες οι αγρότες αγάπησαν σαν να ήταν τα παιδιά τους που ποτέ δεν απόκτησαν και γι’ αυτό τις κληροδότησαν όλη τους την περιουσία, μετά τον πόλεμο, μετά από μια μικρή παραμονή στο Παρίσι, μετανάστευσαν στην Αμερική. Εκεί θέλουν να κάνουν μια καινούρια αρχή στη ζωή τους, μακριά από την Ευρώπη.
     Η Έιμι, από μικρή νοιώθει έντονα το αίσθημα της απόρριψης, αφού η μητέρα της δεν την θέλει. «Με θεωρούν λιγάκι καθυστερημένη, εξαιτίας των επιπλοκών της γέννας και της ασφυξίας που προκάλεσαν. Σε όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας, η μητέρα μου δεν παύει να μου λέει ότι είμαι διανοητικά καθυστερημένη, ότι δεν έχω ποτέ συνέλθει από τη γέννησή μου: μια ματιά είναι αρκετή για να το καταλάβει κανείς. Κλαίει συχνά στην αγκαλιά της αδελφής της, της Μπάμπετ, βλέποντάς με να ζω…».
     Η Έιμι μεγαλώνει στο λαμαρινένιο σπίτι της θείας της (που είχε εμμονή με την καθαριότητα) και μεγαλώνει καλά, χάρη στην αγάπη του θείου της, αφού ο πατέρας της έχει κατά κάποιο τρόπο εγκαταλείψει την οικογένεια . Όμως η μητρική απόρριψη, δεν είναι το μόνο θέμα που έχει να αντιμετωπίσει. Από μικρή ακούει για την αδελφή της που γεννήθηκε πεθαμένη. Και καθώς μεγαλώνει και μπαίνει στην εφηβεία, τα φαντάσματα των προγόνων που θανατώθηκαν στα κρεματόρια του Άουσβιτς «κατακλύζουν» το σπίτι κι επειδή επηρεάζουν έντονα τον ψυχισμό της, δεν την επιτρέπουν να μεγαλώσει σαν κάθε άλλη αμερικανίδα έφηβη. «Μακριά από την παραφορά της Ευρώπης, πολλά χρόνια μετά τον τρόμο, τη φρίκη, ο ουρανός του Μπέι Σίτι κουβαλάει ακόμα μερικά πτώματα».
     Ώσπου την 4η Ιουλίου του 1979, στα 18α γενέθλιά της, το λαμαρινένιο σπίτι παίρνει φωτιά και για μια ακόμη φορά, η οικογένειά της αφανίζεται, σε μια συγκλονιστική επανάληψη της Ιστορίας.

     Πολύ καλό μυθιστόρημα, που εξετάζει την προσπάθεια της ηρωίδας να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της και να χαράξει τη δική της πορεία προς ένα καλύτερο μέλλον.