22 Φεβ 2012

ΜΑΥΡΟΣ ΜΑΚΕΔΩΝ


ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΡΟΥΜΠΕΛΟΣ
Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
Σελ. 300, Νοέμβριος 2010


     Στις απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα, μας μεταφέρει με το μυθιστόρημά του αυτό, ο Θ. Σκρουμπέλος.
     Ο «μεγάλος ασθενής», η Οθωμανική αυτοκρατορία, πνέει τα λοίσθια. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, έχουν βλέψεις στα εδάφη που θα χάσει -απ’ ότι φαίνεται- ο σουλτάνος και κυρίως τη Μακεδονία, που αποτελεί την πύλη για το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Τις ίδιες βλέψεις έχουν και οι διάφορες γειτονικές προς τη Μακεδονία ηγεμονίες. «Το 1870 η βουλγαρική ηγεμονία κατορθώνει με την έγκριση του σουλτάνου να κερδίσει το αυτοκέφαλο της εκκλησίας από το Πατριαρχείο και να αυτολειτουργεί ως Εξαρχία…». Ο ορθόδοξος πληθυσμός της Μακεδονίας που εκείνη την εποχή αποτελεί ένα μωσαϊκό θρησκειών και γλωσσών, χωρίζεται σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς. Όμως ανεξαρτήτως θρησκεύματος, αυτό που επιθυμεί διακαώς ο τοπικός πληθυσμός, είναι η αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού που τους δημιουργεί τεράστια προβλήματα: καταπίεση, διεφθαρμένη και αναποτελεσματική διοίκηση, μεροληπτική δικαιοσύνη, δυσβάστακτη φορολογία.
     Οι Βούλγαροι διαβλέποντας την ευκαιρία, προσπαθούν να αποκτήσουν ισχυρά ερείσματα στον τοπικό πληθυσμό, μέσω των εξαρχικών ιερέων και αξιωματικών του βουλγαρικού στρατού που στέλνονται στη Μακεδονία, για να αναπτύξουν, καθοδηγήσουν και εξοπλίσουν, φιλοβουλγαρικό κίνημα.
     Η Ελλάδα μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, δεν μπορεί να αντιδράσει επίσημα στη βουλγαρική διείσδυση στη Μακεδονία. Το ρόλο του κράτους υποκαθιστούν ιδιώτες. Αναπτύσσεται ένα ισχυρό κίνημα, που έχει σαν αποκορύφωμα, την αποστολή του Παύλου Μελά και σώματος κρητικών εθελοντών, για να ενισχύσουν το ελληνικό φρόνημα του πληθυσμού και να ανακόψουν τη βουλγαρική διείσδυση.
     Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο κινούνται οι τρεις ήρωες του βιβλίου, που είναι συνομήλικοι. Στην «ηλικία που από έφηβοι γίνονται άντρες». Ο μαύρος Σελήμ, που έλεγε «Κάτω από το μαύρο πετσί μου, ένιωθα το αίμα μου ελληνικό». Λατρεύει τον Μέγα Αλέξανδρο και τη Μακεδονία. Είναι γιος μιας θεσσαλονικιάς, της Ρωξάνης, κόρης του εύπορου εμπόρου Παναγιώτη Σταυρακάκη και του μαύρου Μαμούν ελ Μελέκ, γιο ενός επίσης εύπορου ιδιοκτήτη αμπελιών και οινοποιού, συνεργάτη του Σταυρακάκη από το Τούνεζι. Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν στη διάρκεια των σπουδών του Μαμούν στο μεντρεσέ της Θεσσαλονίκης. Ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο και κλέφτηκαν για να παντρευτούν, αφού οι Σταυρακάκηδες δεν ήθελα επ’ ουδενί να κάνουν μαύρο γαμπρό. Καρπός αυτού του γάμου είναι ο «μαύρος Μακεδών» Σελήμ. Ο Στόγιαν είναι βούλγαρος. Ορφανός από πατέρα, αναπτύσσει δράση στα πλαίσια του βουλγαρικού κομιτάτου. Όχι πολλά χρόνια πριν, οι γονείς του δούλευαν στο οινοποιείο του Σταυρακάκη στη Φιλιππούπολη. Τέλος ο Μανώλης, που εκπαιδεύεται ως αγριμοκυνηγός στα βουνά της Κρήτης («αναλαμβάνει έναντι αμοιβής να σκοτώσει ή να αιχμαλωτίσει τα αγρίμια που χαλούν τα κοπάδια ή τα σπαρτά»), από το θείο του, ο οποίος εργάστηκε για ένα διάστημα ως σωματοφύλακας του Σταυρακάκη.
Αγνοούν ο ένας την ύπαρξη του άλλου και φυσικά το αόρατο νήμα που τους ενώνει, μέχρι που η μοίρα θα τους φέρει στο ίδιο πεδίο δράσης. «Η δουλειά, ο ιερός σκοπός και ένα όνειρο, τα τρία αυτά ήταν τα αγκίστρια στα οποία μας τσάκωσε η μοίρα και τους τρεις και μας έχωσε στο ίδιο παιχνίδι».
     Μυθιστόρημα με την Ιστορία πανταχού παρούσα, να ορίζει με τα γυρίσματά της την πορεία των ηρώων, έντονη δράση στα τοπία της Δυτικής Μακεδονίας, καλογραμμένο, ευκολοδιάβαστο, διδακτικό, που δίνει τροφή για σκέψη και αξίζει της προσοχής μας.

11 Φεβ 2012

ΜΑΥΡΗ ΠΕΤΡΑ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Σελ. 411, Μάιος 2011


     Με το εξαιρετικό ιστορικό μυθιστόρημα του Γιάννη Γρηγοράκη, θα ασχοληθούμε σήμερα.
     Εξ αρχής, ο συγγραφέας, ξεκαθαρίζει ότι το μυθιστόρημά του, δεν επιχειρεί να πάρει θέση στα όσα τραγικά συνέβαιναν-από πολιτική άποψη-την εποχή που περιγράφεται (Αύγουστος-Δεκέμβριος 1916), αλλά «φιλοδοξεί απλώς να ανασυνθέσει την εποχή». Και τα καταφέρνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μέσα από το βλέμμα του κεντρικού χαρακτήρα του βιβλίου (κι έναν από τους ελάχιστους επινοημένους-οι υπόλοιποι είναι ιστορικά πραγματικά πρόσωπα), του Άγγελου Σιγανού, ενός νεαρού άντρα, ο οποίος εργάζεται στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, μέσω του οποίου διανέμονται τα τηλεγραφήματα των ξένων ειδησεογραφικών πρακτορείων, αλλά και τα δελτία τύπου των ξένων πρεσβειών στην Αθήνα, στις εφημερίδες. «Ζούσα στην Αθήνα μέχρι το φθινόπωρο του ’12. Σπούδαζα φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έφυγα για το Παρίσι για περαιτέρω σπουδές. Αλλά λίγο ο πόλεμος, λίγο οι εικόνες της πόλης, οι επιδημίες που ενέσκηψαν, η έλλειψη εμβολίων, η έλλειψη αντιλυσσικών ορών-το Παρίσι κατακλύζεται από λυσσασμένα σκυλιά-οι συνθήκες διαβίωσης τέλος πάντων, με οδήγησαν στη σκέψη να διακόψω για ένα χρόνο τις σπουδές μου. Ήρθα στην Αθήνα στις 19 Αυγούστου χαράματα και την επόμενη μέρα έπιασα δουλειά στο Αθηναϊκό Πρακτορείο».
     Ο Σιγανός φτάνει σε μια Αθήνα, όπου οι αντιμαχόμενοι του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, προσπαθούν με κάθε τρόπο να προσεταιριστούν τον Βενιζέλο που θέλει την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ οι μεν, το φιλογερμανό βασιλιά οι δε, ο οποίος επιθυμεί (μια κατ’ όνομα) ουδετερότητα, αλλά έχει ήδη προσφέρει διευκολύνσεις προς τις γερμανικές και βουλγαρικές δυνάμεις. Για να πετύχουν μάλιστα το σκοπό τους, οι σύμμαχοι της Αντάντ, δε διστάζουν να στείλουν το στόλο τους να αποκλείσει το λιμάνι του Πειραιά, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν έλλειψη ακόμα και πρώτης ανάγκης αγαθών. Οι Γερμανοί από την άλλη, τορπιλίζουν με υποβρύχια τα ελληνικά φορτηγά πλοία, κάνοντας της κατάσταση ακόμα πιο δύσκολα. Κι όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτός που υποφέρει περισσότερο, είναι ο απλός λαός. Ο οποίος όμως άγεται και φέρεται από τα οξυμένα πολιτικά πάθη. «Όταν βρεθούν πολλοί μαζί, κάνουν ότι και οι αντίπαλοί τους. Κάποιος δίνει το σύνθημα κι όλοι ναζί αρχίζουν να φωνάζουν με βραχνές, λαχανιασμένες φωνές. Στη μνήμη της ιστορίας αφθονούν οι λαχανιασμένες φωνές και η νοσταλγία του χαμένου».
     Ακολουθεί η φυγή του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, η δημιουργία ξεχωριστής κυβέρνησης και του κράτους της Θεσσαλονίκης, η τελετή αναθέματος κατά του Βενιζέλου διά ρίψεως μαύρων λίθων (εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου) σε ειδικό χώρο στο Πεδίον του Άρεως, που διοργάνωσε η Ιερά Σύνοδος και ο τότε αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος. Αργότερα στις αρχές του καλοκαιριού του 1917, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εκθρονίστηκε κι ο Βενιζέλος, ανέλαβε εκ νέου την πρωθυπουργία. Η περιγραφή όλων αυτών όμως, είναι δουλειά της Ιστορίας. Η πρόθεση του συγγραφέα είναι να περιγράψει τις επιπτώσεις που έχουν οι εξελίξεις αυτές στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Και τα καταφέρνει εξαιρετικά. Με εικόνες μοναδικής έντασης, κατορθώνει να μεταφέρει στο χαρτί την απόγνωση που φέρνουν η έλλειψη τροφίμων και φαρμάκων, η πείνα, η αρρώστια, ο θάνατος που ευτελίζουν την ανθρώπινη ζωή και οι πολιτικός φανατισμός και οι διώξεις που καταρρακώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
     Το βιβλίο, που εκτός από ευκολοδιάβαστο είναι και εξόχως διδακτικό, βασίζει την ιστορική του αλήθεια σε εφημερίδες και τηλεγραφήματα της εποχής, τα οποία συνέλλεξε με κόπο και μελέτησε ενδελεχώς ο συγγραφέας. Σας συνιστώ να το διαβάσετε αφού ως λογοτεχνία θα το απολαύσετε όπως κι εγώ, αλλά και ως Ιστορία θα σας διδάξει, όπως δίδαξε κι εμένα. Ελπίζω μόνο κι εύχομαι, σε κάποιες πτυχές του να μη γίνει και προφητικό.
     Ο Γιάννης Γρηγοράκης, γεννήθηκε το 1950 στη Θεσσαλονίκη. Στην ίδια πόλη σπούδασε νομικά και σήμερα δικηγορεί. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί το μυθιστόρημα του «Ο Διαβήτης Του Πλάτωνα». Άλλα έργα του: «Η Μητρόπολη Του Χάους», «Η Συνωμοσία Των Αγγέλων» και «Καφέ Προκόπ».

1 Φεβ 2012

Ο ΠΛΑΝΕΥΤΗΣ

MURIEL GRAY
Μετάφραση ΠΗΤ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΑΣ
Εκδόσεις BELL
Σελ. 763.


     Πριν από μερικές μέρες, «σκαλίζοντας» τη βιβλιοθήκη μου, σε κάποιο ράφι, ανακάλυψα αυτό το βιβλίο, το οποίο αν και κυκλοφόρησε πριν από δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια (!!), μέχρι σήμερα δεν το είχα διαβάσει. Αποφάσισα λοιπόν να ασχοληθώ και όπως εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε, έκανα πολύ καλά. Πρόκειται για ένα καλογραμμένο βιβλίο, με εξαιρετικές περιγραφές και διαλόγους, που δύσκολα το άφηνα από τα χέρια μου (και δεν είμαι από τους φανατικούς του είδους).
     Σε μια πόλη των Καναδικών Βραχωδών Ορέων, το Σίλβερ, που αν και κάπως απομονωμένη, είναι γνωστό χιονοδρομικό κέντρο, αρχίζουν να συμβαίνουν τρομερά και αλλόκοτα πράγματα: Ένας νεαρός αστυνομικός δολοφονείται μια νύχτα με σφοδρή χιονοθύελλα ενώ περιπολεί με το υπηρεσιακό φορτηγάκι σε ένα επικίνδυνο πέρασμα και το πτώμα του ακρωτηριάζεται φρικτά. Ένας φορτηγατζής έχει μετατραπεί σε…παγοκολώνα μέσα στην καμπίνα του αυτοκινήτου του, που ενώ έχει κλειστά πόρτες και παράθυρα, είναι γεμάτη χιόνι. Ένας σκιέρ, ανακαλύπτεται πλημμυρισμένος στο αίμα, αλλά γύρω του, πάνω στο χιόνι δεν υπάρχει ούτε ένα αποτύπωμα ποδιού.
     Παρά το ότι στην πόλη πλανιέται ο φόβος ότι ένας παράξενος και πολυμήχανος δολοφόνος κυκλοφορεί ανάμεσά τους, η «βιομηχανία» του σκι, ανθεί. Όμως για τον υπάλληλο του χιονοδρομικού κέντρου, τον Σαμ Χαντ, που έχει κόψει κάθε δεσμό με τις ινδιάνικες ρίζες του για να ζήσει στην κοινωνία των λευκών, αυτός ο φόβος είναι πολύ έντονος. Γιατί ο Σαμ, «ανακαλύπτει» ότι έχει κενά μνήμης, κάθε φορά που γίνεται μια δολοφονία. Αλλά επίσης ξέρει-από τον παππού του που ήταν σαμάνος-τι κρύβει στα σπλάχνα του το Βουνό του Λύκου. Ένα πνεύμα παλιό όσο και η Γη. Πανούργο, σκοτεινό και γεμάτο κακία, που απολαμβάνει να παραπλανά τους ανθρώπους και να σκορπίζει τον τρόμο και την καταστροφή. Αυτό το πνεύμα, φυλακισμένο για χρόνια μέσα στο βράχο από τους σαμάνους των Ινδιάνων, είναι πάλι ελεύθερο να συνεχίσει το έργο του. Και από τους πρώτους του στόχους είναι ο Σαμ και η οικογένειά του.
     Γιατί ο Σαμ είναι Φύλακας, κάτοχος του φυλακτού και ο μόνος που μπορεί να πολεμήσει τον Πλανευτή. Αλλά για να βγει νικητής από τη θανάσιμη αναμέτρηση, πρέπει να ενωθεί με το πνεύμα των προγόνων του, να συμφιλιωθεί με την καταγωγή και τις ρίζες του και να ξαναγίνει ο Λύκος Που Κυνηγά.
     Το εξαιρετικό αυτό θρίλερ, με υπερφυσικά στοιχεία, μιλά για την προαιώνια μάχη του Καλού με το Κακό, όπως περνά μέσα από τις παραδόσεις και τους θρύλους των αυτοχθόνων του Καναδά. Είναι καλογραμμένο, η συγγραφέας το διανθίζει με πινελιές χιούμορ και όπως γράφω και πιο πάνω δύσκολα το αφήνεις από τα χέρια σου.
     Αν και φαντάζομαι ότι τόσα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, δύσκολα θα το βρείτε, (ίσως μόνο σε κάποια βιβλιοθήκη ή σε κατάστημα με βιβλία από δεύτερο χέρι) αν τυχόν πέσει στην αντίληψή σας, μη χάσετε την ευκαιρία να το διαβάσετε. Ιδιαίτερα οι φαν του μεταφυσικού θρίλερ, θα ξετρελαθούν.
     Η Μίριελ Γκρέη, γεννήθηκε το 1958 στη Σκωτία. Είναι δημοσιογράφος της τηλεόρασης. Το βιβλίο «Ο Πλανευτής» ήταν η πρώτη λογοτεχνική της απόπειρα. Ακολούθησαν τα «Furnace» (1996) και «The Ancient» (2000). Έχει ακόμη γράψει και τρία μη λογοτεχνικά βιβλία. Ζει στη Γλασκόβη με τον άντρα της και τα τρία τους παιδιά.