26 Ιουν 2014

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ

ΑΠΟ ΤΗΝ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ» ΤΟΥ ΦΡΑΝΚΟ
ΣΤΟΝ «ΕΡΑΝΟ» ΤΗΣ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗΣ (1936-1950)
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
Σελ. 363, Νοέμβριος 2013

     Το βιβλίο του επίκουρου καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας Λ. Χασιώτη «Τα Παιδιά Του Εμφυλίου», κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες στη σειρά «Ιστορία Και Πολιτική» των εκδόσεων Εστία.
     Αναφέρεται στο ευαίσθητο ζήτημα του «παιδομαζώματος» και του «παιδοφυλάγματος» όπως επικράτησε να λέγεται η συγκέντρωση των παιδιών, πρωτίστως για ανθρωπιστικούς λόγους, και η απομάκρυνσή τους από περιοχές, όπου είτε εξελίσσονταν μάχες, είτε ο πόλεμος είχε δημιουργήσει συνθήκες (έλλειψη υποδομών, ασφάλειας, τροφίμων κλπ) που έθεταν σε κίνδυνο την υγεία ή και τη ζωή των παιδιών. Βέβαια η συγκέντρωση των παιδιών είτε από τη μια είτε την άλλη παράταξη δεν ήταν μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους. «Τα παιδιά αποσπάστηκαν από τις οικογένειές τους για να γλιτώσουν από τα δεινά του πολέμου ή για να αφιερωθούν οι γονείς τους ολόψυχα στον αγώνα, αλλά και για να διαπαιδαγωγηθούν σύμφωνα με τις αντιλήψεις της κάθε πλευράς».
     Στη διάρκεια της έρευνας, ο συγγραφέας αντιλήφθηκε ότι αντίστοιχο ζήτημα, είχε δημιουργηθεί και στον ισπανικό εμφύλιο, ο οποίος μάλιστα προηγήθηκε χρονικά! Έτσι αποφάσισε να ερευνήσει παράλληλα και τις δύο περιπτώσεις, αφού διείδε ότι οι ομοιότητες είναι περισσότερες από τις διαφορές.
     Τα παιδιά που «αυτό που κυρίως συμβόλιζαν ήταν το μέλλον της χώρας, την ελπίδα και τη δύναμη της αναγέννησης, που θα ξεκινούσε από την αρχή την οικοδόμηση του μεταπολεμικού κόσμου», ήταν τα αθώα θύματα του πολέμου. Ξαφνικά, έζησαν τη μεταμόρφωση του κοινωνικού περιβάλλοντος, κάτι που τους επηρέασε αρνητικά και τους δημιούργησε σύγχυση και φόβο, συναισθήματα που επιτείνονταν, όταν υπήρχε απώλεια του ενός ή και των δύο γονέων. Για την προστασία τους, δημιουργήθηκαν η Auxilio Social στην Ισπανία και ο «Έρανος Της Βασίλισσας» στην Ελλάδα. Αντίστοιχα οι Δημοκρατικοί της Ισπανίας και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, προτίμησαν ή αναγκάστηκαν μετά την ήττα, να μεταφέρουν τα παιδιά στη Σοβιετική Ένωση οι πρώτοι και στις «Λαϊκές Δημοκρατίες» ο δεύτερος. Κάτι που επέτρεψε την Ισπανική και Ελληνική κυβέρνηση να έχουν το κοινό επιχείρημα ότι «οι «κόκκινοι» ή οι «σλαβοκομμουνιστές» είχαν «απαγάγει» τα παιδιά με τη βία και τα είχαν μεταφέρει στο εξωτερικό για να τα «σοβιετικοποιήσουν», να τα κάνουν «πράκτορες του Κρεμλίνου» ή «γενίτσαρους» και στη συνέχεια να τα στείλουν πίσω για να πολεμήσουν και να υπονομεύσουν την ίδια τους την πατρίδα».

     Πρόκειται για μια πλήρη, διαφωτιστική κι αποκαλυπτική (σε κάποιες περιπτώσεις) έρευνα, για ένα θέμα που άφησε ανεξίτηλα σημάδια στις ψυχές των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αποχωριστούν τις οικογένειές τους, για να μετακινηθούν είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό, αλλά και επέδρασε καταλυτικά στη συλλογική μνήμη των λαών της Ελλάδας και της Ισπανίας. Είναι εμφανές ότι αποτελεί προϊόν κοπιώδους και εξαντλητικής αναζήτησης σε πλήθος αγγλικών, ισπανικών και ελληνικών αρχείων, εφημερίδων, βιβλίων (λογοτεχνικών και ιστορικών) και περιοδικών, ενώ δε λείπουν και οι προσωπικές μαρτυρίες. Βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί τόσο από επιστήμονες ιστορικούς, όσο και από τον κάθε αναγνώστη. 

12 Ιουν 2014

ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΑΛΕΚΟΣ ΠΑΠΑΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Σελ. 238, 2013

     Τα ημερολόγια που γράφονται από απλούς, «καθημερινούς» ανθρώπους, όταν συμμετέχουν σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα, έχουν μια ιδιαίτερη αξία. Την αξία του αυτόπτη μάρτυρα, που μπορεί να μην «βλέπει» τη συνολική εικόνα, αλλά παραθέτει τη δική του άποψη για τα γεγονότα. Στα ημερολόγια αυτά, οι ιστορικοί δίνουν μεγάλη προσοχή, αφού μπορούν να αντλήσουν αξιόλογες πληροφορίες και κυρίως λεπτομέρειες.
     Ένα τέτοιο ημερολόγιο είναι το βιβλίο «Μια Ζωή Σαν Μυθιστόρημα». Το κράτησε ο Α. Παπασαραντόπουλος, στη διάρκεια της «θητείας» που κλήθηκε να υπηρετήσει και η οποία κράτησε –με μικρά διαλλείματα- σχεδόν μια 10ετία. Οι πρώτες καταγραφές είναι από τις αρχές του πολέμου του 1940 και οι τελευταίες από τις τελευταίες ημέρες του Εμφύλιου, το 1949. Την έκδοση επιμελήθηκαν δύο ανίψια του. Ο Παναγιώτης Κουτσούκος και ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος, οι οποίοι ανέπτυξαν με το «θείο Αλέκο» μια πιο στενή σχέση.
     Ο «θείος Αλέκος» υπήρξε ιδιαίτερος άνθρωπος. «Ο αξέχαστος θείος Αλέκος, έλαμπε πάντα κεφάτος, ευπροσήγορος, με χιούμορ, απλός και- το κυριότατον- ανοιχτοχέρης!...Ο θείος Αλέκος, ως κερασάκι της τούρτας των χαρισμάτων του, είχε και τούτο: διέθετε μια πλούσια, ονειρεμένη για τα παιδικά μας μάτια, βιβλιοθήκη. Με τη σοφή καθοδήγησή του, εντρύφησα σε αμέτρητα βιβλία τόσο της Ελληνικής όσο και της ξένης λογοτεχνίας. Αυτό το δώρο, εσαεί θα το μνημονεύω ευγνωμόνως». Η ζωή όμως, του έδειξε το σκληρό της πρόσωπο. «Έχασε νωρίς την πολυαγαπημένη του σύζυγο, μετά από μακριά και επώδυνη αρρώστια. Δεν ξαναπαντρεύτηκε, φοβούμενος μην πληγώσει την κόρη του και αφοσιώθηκε στην ανατροφή της».
     Ο Αλέκος Παπασαραντόπουλος γεννήθηκε το 1911 στην Καλαμάτα και πέθανε στην Αθήνα το 1997. Τελείωσε τη Μέση Εμπορική Σχολή στην Καλαμάτα, όπου έμαθε εκτός των άλλων, λογιστικά, Αγγλικά και Γαλλικά. Είχε όμως και άλλα ταλέντα. Ήταν πολύ δυνατός στο γραπτό λόγο, αλλά κι εξαιρετικός μουσικός. Από τα πρώτα «ονόματα» της Φιλαρμονικής της Καλαμάτας, που τότε ήταν εταιρία και πλήρωνε τους μουσικούς. Μυείται στον κομμουνισμό και γίνεται από τα πιο δραστήρια μέλη του ΚΚΕ. Ορισμένα χρόνια όμως αργότερα, μη μπορώντας να ανεχτεί το κλίμα που επικρατεί στο κόμμα, αποχωρεί και προσχωρεί στους τροτσκιστές. Το 1931-32 υπηρετεί τη θητεία του. Το 1933 συγκρούεται με τον πατέρα του –λόγω της πολιτικής του τοποθέτησης- και φεύγει για την Αθήνα. Γνωρίζει τη μελλοντική του σύζυγο και λίγα χρόνια αργότερα, νιόπαντρο, τον βρίσκει η επιστράτευση του 1940. Από το χρονικό αυτό σημείο, παρατίθενται στο βιβλίο σχεδόν αυτούσιες, οι ημερολογιακές του καταγραφές, μέχρι το 1949.
     Τα ημερολόγια, παρότι αφορούν μια περίοδο μαχών και πολέμων, δεν είναι πολεμικά με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Ο πόλεμος, οι μάχες, οι σκοτωμοί, οι αιματοχυσίες, δεν περιγράφονται. Υπάρχουν πίσω από τις λέξεις και δίνουν την τραγική αφορμή στον κάτοχο του ημερολόγιου, να εκφράσει τα αντιπολεμικά του αισθήματα και να κατονομάσει τον καπιταλισμό ως «πατέρα» του πολέμου και των δεινών που αυτός προκαλεί, πρωτίστως στις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις. «Τα ημερολόγια του θείου είναι «ζωντανά», εκφράζουν συναισθήματα, φόβους, αγωνίες, σκέψεις, προσδοκίες και την καθημερινότητα, τον παραλογισμό και την τραγικότητα του Πολέμου, ενώ η επίσημη Ιστορία είναι, ως οφείλει να είναι, ακριβής, λεπτομερής, απρόσωπη και ψυχρή».
     Το βιβλίο συμπληρώνουν πολλές φωτογραφίες και οκτώ αντιπροσωπευτικά διηγήματα που έγραψε ο Α.Π., κάποια από τα οποία περιλαμβάνονται στη συλλογή «Κύκνειο Άσμα Στο Μέτωπο» (εκδόσεις Παρατηρητής).
     Θα κλείσω παραθέτοντας ένα απόσπασμα από την εισαγωγή που αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την εντύπωση που αποκόμισα διαβάζοντας το βιβλίο: «Αξίζει να διαβαστεί. Δεν νομίζω να υπάρχουν παρόμοια απλά, αγνά, αληθινά, ανεπιτήδευτα και «ανθρώπινα» πολεμικά ημερολόγια…».


2 Ιουν 2014

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΜΟΙΑΖΕ ΜΕ ΔΟΛΟΦΟΝΟ

MATTI RONKKA
Μετάφραση ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΤΖΟΥΚΟΥ
Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Σελ. 214, Νοέμβριος 2013

     Το πρώτο από τα έξι βιβλία με ήρωα τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Βίκτορ Κάρπα, πρώην σοβιετικό αθλητή, προπονητή και κατάσκοπο, τον «άνθρωπο που μοιάζει με δολοφόνο»-χαρακτηρισμό που απέκτησε όταν υπηρετούσε στις ειδικές δυνάμεις του Κόκκινου στρατού-σας παρουσιάζω σήμερα. «Στο στρατό μου έλεγαν: «Κορνοστάγιεφ, μοιάζεις με δολοφόνο». Εγώ νόμιζα πως ήμουν μάλλον ευχάριστος τύπος, στο στρατό όμως λένε γενικά ανοησίες. Εκ των υστέρων κατάλαβα τι εννοούσαν οι αξιωματικοί. Πολλοί παθαίνουν κρίσεις πανικού όταν πιέζονται κι αυτό φαίνεται στο πρόσωπό τους. Εγώ όχι. Νιώθω την αδρεναλίνη να βράζει, το φόβο, τις σκέψεις μου να τρέχουν. Συγχρόνως όμως, η σκέψη μου καθαρίζει, το μυαλό μου παίρνει στροφές και το πρόσωπό μου παγώνει».
     Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, λόγω της φινλανδικής του καταγωγής κι επειδή γνώριζε τη γλώσσα, μετοίκησε στη Φινλανδία. Κι ενώ Ρώσοι και Φιλανδοί θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες του, σε δουλειές που δεν είναι εντελώς νόμιμες, ούτε εντελώς παράνομες, ο ίδιος νιώθει ξένος και άπατρις κι ενεργεί με βάση το δικό του ηθικό κώδικα.
«Ποια είναι τα όρια της ηθικής και του ορθού; Πότε ξεπερνιούνται; Εγώ δεν σκοτώνω ούτε βασανίζω ούτε ληστεύω, αλλά δέχομαι να μπλεχτώ σε μια υπόθεση, όπου κάποιο κράτος ή κάποιος πλούσιος χάνει λίγο κι εγώ βγάζω το ψωμί μου. Και τη νύχτα κοιμάμαι ήσυχος. Τελεία».
     Ένα πρωί δέχτηκε την επίσκεψη του παλαιοβιβλιοπώλη Άαρνε Λάρσον, ο οποίος του ανέθεσε να βρει την εξαφανισμένη εδώ και μερικές ημέρες εσθονή σύζυγό του Σίριε, κάτι που αρχικά θεωρεί συνηθισμένη κι εύκολη δουλειά. «Είχα φανταστεί πως θα έβρισκα τα ίχνη της με μερικές ερωτήσεις, έπειτα θα την έφερνα πίσω στο σπίτι της και θα ‘στελνα στον Λάρσον το λογαριασμό: δέκα χιλιάρικα συν ΦΠΑ συν τα έξοδα».
     Ωστόσο η υπόθεση της Σίριε είναι μεγαλύτερη και πολύ διαφορετική απ’ όσο αρχικά δείχνει. Η αναζήτηση του Βίκτορ διαταράσσει τους κύκλους και τις ισορροπίες διάφορων αδίστακτων μαφιόζων που δρουν και στις δύο πλευρές των συνόρων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και θέτει σε κίνδυνο κάποιες «δουλειές» που ετοιμάζουν. Βρίσκεται μπλεγμένος στις «υποθέσεις» Εσθονών λαθρεμπόρων και Ρώσων κατασκόπων, που κανείς δεν ξέρουν για ποιους δουλεύουν πραγματικά και όπου οι λέξεις «φίλος» και «εχθρός» είτε δεν υπάρχουν, είτε έχουν διαρκώς μεταβαλλόμενη σημασία.

     Μια καλογραμμένη αστυνομική ιστορία που δίνει στον συγγραφέα μια πρώτης τάξης ευκαιρία, να μας «συστήσει» τον συμπαθέστατο ήρωά του και να μας παρουσιάσει ένα αναλυτικό ψυχογράφημά του.