ΓΙΑΝΝΗΣ
ΜΑΚΡΙΔΑΚΗΣ
Εκδόσεις
ΕΣΤΙΑ
Σελ.
145, Φεβρουάριος 2013
Ο Γ. Μακριδάκης, είναι ένας νέος άνθρωπος
που ζει κι εργάζεται σε αυτό που ονομάζουμε «περιφέρεια», δηλ. στη γενέτειρα
του, τη Χίο. Σπούδασε μαθηματικά, αλλά σύντομα αντιλήφθηκε ότι η «κλίση» του
ήταν διαφορετική. Ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών «Πελινναίο» (το όνομα το πήρε
από το βουνό του νησιού), ασχολήθηκε με την Ιστορία του τόπου του κι εκδίδει
περιοδικό με σχετικές μελέτες που γράφει ο ίδιος και άλλοι συμπατριώτες του.
Παράλληλα ασχολήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία με τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων
(μυθιστορήματα και νουβέλες). Αυτό που παρουσιάζω σήμερα είναι το έβδομο
λογοτεχνικό βιβλίο (έχει γράψει και δύο ιστορικά).
Ήρωας του έργου είναι ο Θόδωρος, γνωστός
ως Πεπόνας, που είναι ένα «παρατσούκλι» που κληρονόμησε από τον παππού του.
Συνταξιούχος πια κι αφού έχει χάσει τη σύζυγό του, έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά
στο χωράφι του, στο οποίο καλλιεργεί κάθε είδους ζαρζαβατικά. Για να τα
προστατέψει από τα πουλιά, κατασκευάζει κάθε χρόνο στις αρχές της άνοιξης ένα
σκιάχτρο, που του δίνει το όνομα Διομήδης!! Έτσι και φέτος. Κατά τη διάρκεια
της κατασκευής του, αφηγείται επεισόδια του βίου του. «Τώρα, άμα μπορούσες να μιλήσεις,
κακομοίρη μου κι εσύ, θα μου ‘λεγες, σε ποιόν τα λες αυτά, ρε Πεπόνα, σε ποιόν
τα λές; Και θα ‘χες και δίκιο. Διότι ακόμα ούτε το σκέδιό σου δεν έχω
φτιαγμένο. Ίσα ίσα τα δύο ξύλα σου ‘χω καρφωμένα. Έκαμα τον σταυρό για να σε
κρεμάσω απάνω. Ακόμα δεν σου ‘χω δώσει ούτε τη μορφή σου. Μονάχα μες στη
φαντασία μου σε βλέπω ακόμα κι έπιασα να σου λέω τον πόνο μου.
Μα δεν πειράζει, δείξε κατανόηση, ρε Διομήδη. Δεν έχω άλλονε κανέναν για να τα
πω εδώ μέσα».
Έτσι ο Διομήδης εκών-άκων, γίνεται ο
«εξομολόγος» του Πεπόνα κι ακούει για ότι τον βασανίζει. Για τη σχέση του με τη
γυναίκα με την οποία συμβιώνει και τις δύο κόρες της, τη σύγχρονη υβριδική
γεωργία, για την οποία υποστηρίζει ότι είναι καταστροφική, την κρίση που
ταλανίζει τους πάντες, την πολιτική, το κόμμα που υποστηρίζει. Στο οποίο, παρά
τις παλινωδίες, παραμένει πιστός και ψέγει αυτούς που το εγκαταλείπουν τώρα στα
δύσκολα. Θεωρεί χρέος τιμής την υποστήριξη και «τον ψήφο» του, αφού το κόμμα
διόρισε τόσο αυτόν, μετά το ναυάγιο και τον τραυματισμό του, όσο και το γιό
του, τον οποίο υπεραγαπά. Έτσι η
μεγαλύτερη έννοια του, είναι να πάει να ψηφίσει στις εκλογές. Που από «σατανική
σύμπτωση» συμπίπτουν με την πρώτη μέρα που ο Πεπόνας, ξεκινά τη φύτευση του
χωραφιού του, που γι’ αυτόν είναι από τις σημαντικότερες του χρόνου. «Άμα
δεν ήτανε ο Φραγκούλης, ούτε που θα πήγαινα να ψηφίσω. Είχ’ αποξεχαστεί
ολωσδιόλου με τις δουλειές όλη μέρα. Κάτσαμε κιόλας το μεσημέρι εκεί στον
μαγκανόγυρο και δωσ’ του τα ρακιά και οι κουβέντες, τι εκλογές και ξεκλογές,
τίποτα δεν θυμήθηκα. Φύγανε απ’ το μυαλό μου εντελώς και παραλίγο να πάει ο
ψήφος μου χαμένος».
Ο Γιάννης Μακριδάκης, σκιαγραφεί με
μοναδικό τρόπο έναν απολαυστικό χαρακτήρα, που ζώντας μέσα στη μοναξιά του, μόνο
συμπάθεια μπορεί να προκαλέσει. Με γραφή ρέουσα που αποδίδει τον λαϊκό
προφορικό λόγο, διανθισμένη με λέξεις της ντοπιολαλιάς του νησιού και μας δίνει
έναν εξαιρετικό ανάγνωσμα που θα απολαύσει ο κάθε αναγνώστη