8 Δεκ 2015

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣΤΡΙΝΙΑ

ΣΤΕΛΛΑ ΒΡΕΤΟΥ
Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ
Σελ. 608, Ιούνιος 2014

     Την ιστορία μιας οικογένειας του εκτός της Ελλάδας ελληνισμού, αφηγείται στο πολύ καλό βιβλίο της η Σ. Βρετού.
     Την ιστορία αφηγείται-γράφει η Νένα, απόγονος της οικογένειας με σκοπό να τη μάθει η (αγέννητη ακόμα) κόρη της. Αφορμή παίρνει από ένα ζευγάρι κόκκινα παιδικά παπουτσάκια που βλέπει σε μια βιτρίνα. «Ένα ζευγάρι κόκκινα παιδικά λουστρίνια σε μια βιτρίνα τη γυρίζουν πίσω… Γυρίζει στο παλιό ξύλινο σπίτι της, στην Πόλη, σ’ έναν κόσμο που η κόρη της δεν θα γνωρίσει ποτέ. Θα γράψει γι’ αυτούς αποφασίζει ξαφνικά, και μετά για μένα, για τη μακριά πορεία μας. Σαν μακρινό ταξίδι στο παρελθόν θα ‘ναι το βιβλίο μου, για να κλείσω λογαριασμούς, να γυρίσω σελίδα».
     Όλα ξεκινούν το 1870. Δύο νεαρά αδέρφια, ο Διονύσης και ο Γιάγκος, ταλαιπωρημένα από τη φτώχια και την ορφάνια, αποφασίζουν να μεταναστεύσουν. Να αφήσουν τη Ζάκυνθο με προορισμό την Οδησσό, για να ασκήσουν εκεί την τέχνη τους: την υποδηματοποιία. «Φύγανε με τον «Άγιο» το πιο μεγάλο καράβι. Θα μένανε μια μέρα στην Πάτρα, μια μέρα στη Σύρα, δύο στον Πειραιά, άλλες δύο στη Θεσσαλονίκη. Στα λιμάνια ο «Άγιος» ξεφόρτωνε, έπαιρνε καινούριο εμπόρευμα κι επιβάτες, και συνέχιζε το ταξίδι του για την Κωνσταντινούπολη». Μετά από στάση αρκετών ημερών στην Πόλη, όπου γνώρισαν αρκετά μέλη της ελληνικής κοινότητας, συνέχισαν για Οδησσό. Μια σχετικά νέα πόλη στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας (ιδρύθηκε το 1794 με εντολή της Μεγάλης Αικατερίνης), που γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη. Η πόλη φιλοξενούσε μια ιδιαίτερα ακμάζουσα ελληνική κοινότητα που ασχολούνταν με το εμπόριο. «Καλύτεροι έμποροι απ’ τους Έλληνες, πού ήταν ήδη εγκατεστημένοι στην περιοχή από πολύ παλιά, δεν υπήρχαν-Έλληνες από κάθε γωνιά της Ελλάδας, από τον ελληνικό Πόντο, από την Κωνσταντινούπολη. Είχαν πάει εκεί αποφασισμένοι να μείνουν και να στεριώσουν για να γλιτώσουν από τη φτώχεια και την καταπίεση των Τούρκων, γι’ αυτό και δεν δείλιαζαν μπροστά σε κανέναν και σε τίποτα».
     Τα δύο αδέλφια, με σκληρή δουλειά, έξυπνες κινήσεις, αλλά και τη στήριξη των υπόλοιπων Ελλήνων, προόδευσαν. Ο Διονύσης, γλεντζές από πάντα, συχνά ξενυχτάει, χωρίς όμως να παραμελεί τη δουλειά. Ο Γιάγκος πιο συντηρητικός, αποφασίζει ότι δε θέλει να ζει πια μόνος και θέλει να βρει μία σύντροφο. Και θεωρεί ότι ο ιδανικός τόπος για να βρει σύζυγο, είναι η Πόλη, με τη μεγάλη ελληνική κοινότητα. «Δεν συμπαθεί τις Ρωσίδες-τι να μοιραστεί μαζί τους-ούτε τις Ελληνίδες της Οδησσού που τις έβρισκε ψηλομύτες. Δέκα χρόνια πριν, του άρεσε πολύ η Κωνσταντινούπολη και οι Πολίτισσες». Στο σπίτι μιας ξαδέλφης του που είχε στο μεταξύ μεταναστεύσει από τη Ζάκυνθο στην Πόλη, θα γνωρίσει την Ευανθούλα και θα την παντρευτεί. Έτσι ξεκινά η οικογένεια Ξενόπουλου, την ιστορία της οποίας δεκαετίες μετά, αφηγείται η Νένα.

     Καλογραμμένο βιβλίο, με πλήθος χαρακτήρων, που διαβάζεται πολύ ευχάριστα. Δείχνει βαθιά γνώση της ζωής της των Ελλήνων της Πόλης. Οι συνήθειες, τα έθιμα, η κοινωνική τους ζωή, τα πάθη τους, η νοοτροπία τους, περνούν με όμορφο τρόπο μέσα από την αφήγηση. Βιβλίο που θα προσφέρει ώρες αναγνωστικής απόλαυσης σε όποιον το διαβάσει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου