12 Ιουν 2018

ΜΠΑΜΠΗΣ ΜΑΥΡΙΔΗΣ

     Ο Μπάμπης Μαυρίδης γεννήθηκε στον Λαγκαδά. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Παιδαγωγικά, στα οποία μετεκπαιδεύτηκε στο διδασκαλείο «Δ. Γληνός» του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Παιδαγωγικό τμήμα του ίδιου Πανεπιστημίου. Δούλεψε επί πολλά χρόνια ως δάσκαλος, πέντε από τα οποία στο Βέλγιο. Τα τέσσερα τελευταία υπηρέτησε ως σχολικός σύμβουλος. Μελέτες του στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης και τη λογοτεχνία έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά. Έργα του: «Μισό Μήλο» (2010, Επίκεντρο), «Δεκαπέντε Και Μία Μέρες» (2017, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη)
 
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας;
     Η προσπάθειά μου να σκεφτώ και να δώσω εκδοχές απαντήσεων σε πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας και δίπλα μας και τα οποία αφορούν ανθρώπινες συμπεριφορές. Τέτοιες που, κατ’ αρχάς, μας εκπλήσσουν, ως μη αναμενόμενες, όταν εκδηλώνονται σε ένα πλαίσιο, το οποίο ούτε τις διευκολύνει, ούτε τις υποθάλπει. Εν τούτοις, εκδηλώνονται. Αυτό σε οδηγεί να σκεφτείς πάνω στην ανθρώπινη φύση και να συζητήσεις τον αντινομικό της χαρακτήρα.

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα και ποιο είναι αυτό;
     Η λέξη μήνυμα μου φαίνεται πολύ «βαριά». Σκέψεις θέλω να μοιραστώ μόνο και να καταθέσω τη δική μου εκδοχή στο μέγα ζήτημα των ανθρώπινων συμπεριφορών και σχέσεων. Στην πραγματικότητα, εκείνο που θέλω να πω είναι ότι, και χωρίς να υποστηρίζω καθόλου  τη σχετικότητα των αξιών, οφείλουμε να είμαστε κάπως πιο επιεικείς και λιγότερο άτεγκτοι και επικριτικοί σε ό,τι φαίνεται απαράδεκτο ή θεωρείται καταδικαστέο σύμφωνα με τα δικά μας μέτρα. 

Ο κεντρικός γυναικείος χαρακτήρας είναι πολύ ιδιαίτερος. Γνωρίσατε ποτέ μια τέτοια γυναίκα;
     Όλοι οι χαρακτήρες είναι φανταστικοί. Στο μέτρο, όμως, που θέλεις να προβάλεις ιδιαίτερα χαρακτηριστικά «κλέβεις» στοιχεία από χαρακτήρες ανθρώπων που έχεις γνωρίσει. Σε βοηθάει να χτίσεις την προσωπικότητά τους πιο στέρεα. Κινείσαι στον ασφαλή χώρο ενός αληθοφανούς ρεαλισμού.

Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωες σας;
     Όχι ιδιαίτερα. Νομίζω ότι καλό είναι να αποφεύγει κανείς κάτι τέτοιο. Για ένα και μόνο λόγο: Είναι δύσκολο, για να μην πω ακατόρθωτο, να γίνεις αντικειμενικός θεατής του εαυτού σου.

Η λογοτεχνία μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;
     Για να απαντήσει κανείς στην ερώτηση, πρέπει, προηγουμένως, να απαντήσει σε μία άλλη: Τι είναι λογοτεχνία; Γνωστού όντος ότι ακόμη δεν έχει βρεθεί ένας κοινά παραδεκτός ορισμός, η απάντηση στην ερώτησή σας βρίσκεται στην παραδοχή της αφετηριακής βάσης του κάθε συγγραφέα. Η δική μου είναι η εξής: Αν θεωρήσουμε ότι η λογοτεχνία είναι κάτι περισσότερο από ένα καθαρό αισθητισμό, τότε εξ’ ορισμού και σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό είναι μια κοινωνική πράξη. Είτε το αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας είτε όχι, είτε το παραδέχεται είτε όχι. Αυτό είναι ξεκάθαρο στις περιπτώσεις εκείνες που συνειδητά περιγράφει την κοινωνική πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο, όταν, δια των ηρώων του, της ασκεί κριτική και την αξιολογεί. Είναι λιγότερο ξεκάθαρο, και κυρίως στην αντίληψη του συγγραφέα, στις περιπτώσεις που νομίζει ο ίδιος ή οι αναγνώστες ότι επειδή μια ιστορία αναφέρεται σε ανθρώπινες σχέσεις, πάθη και προβλήματα, δεν επιτελείται κοινωνική πράξη. Υπενθυμίζω, προς τούτο, μια από τις βασικές θέσεις της Κοινωνιολογίας. Για να την κάνω πιο μετριοπαθή στη θέση του «όλα», βάζω τη λέξη «αρκετά». «Αρκετά από τα προσωπικά προβλήματα των ανθρώπων είναι, κατά βάση, κοινωνικά.»

Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
     Συγκίνηση και μια μικρή περηφάνια.

 Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
     Δεν ξέρω. Τους έχω συναντήσει πολλές φορές έκτοτε, αλλά δεν μου μιλάνε.

Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
     Ναι, αλλά όχι τόσο έντονα.

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Η γυναίκα μου και η κόρη μου.

Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;
     Εκείνος/η που αν με συναντούσαν θα μου έκαναν ερωτήσεις. Και κριτική.

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
     Κάτι ξεχασμένες ακρούλες. Περισσότερο τις ξαναθυμήθηκα, παρά τις ανακάλυψα.

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Η ίδια η κατασκευή των χαρακτήρων και η εξέλιξη της πλοκής, που από κάποια στιγμή και μετά με οδηγούσε εκείνη,  με βοήθησαν να καταλάβω ότι οφείλω να είμαι λιγότερο δογματικός και περισσότερο επιεικής με τους ανθρώπους.

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
     Πολύ.

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
     Με βάση την αρχή «όσοι οι αναγνώστες τόσες και οι αναγνώσεις», αυτό είναι αυτονόητο. Έχω συλλάβει τον εαυτό μου να ομολογεί «κοίτα, ρε παιδί μου, αυτό ούτε που το είχα σκεφτεί.» Και, βέβαια, πρόκειται για κάτι ιδιαίτερα ευχάριστο.

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
     Όποιος έχει να μου πει κάτι, είμαι έτοιμος να το δεχτώ. Νιώθω ότι βρίσκομαι μόνιμα σε κατάσταση «κριτικής» μαθητείας. Έχω, θέλω να πω, ένα διαμορφωμένο, λίγο ως πολύ, πλαίσιο αξιολόγησης. Θαυμάζω πολλούς∙ όχι αναγκαστικά τους προβεβλημένους.

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
     Ούτε εύκολη ούτε δύσκολη. Είναι γοητευτική και επίπονη.
Ένα μοναχικό και ηδονικό ταξίδι στην ακατόρθωτη πορεία της ολοκλήρωσης.

Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;
     Κάτι μισοέτοιμο και… πολλές ιδέες. Αν ο χρόνος μου κάνει το χατίρι…

Σας ευχαριστώ πολύ!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου