25 Ιουν 2025

Η ΑΛΩΣΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΔΕΡΦΕΣ ΓΑΡΓΑΡΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ
Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
Σελ. 450, Απρίλιος 2025

      Υπάρχουν ορισμένοι συγγραφείς, των οποίων κάθε νέο βιβλίο, αποτελεί κορυφαίο εκδοτικό γεγονός. Ένας από αυτούς είναι ο Γιάννης Ξανθούλης.

     Έμπνευση για το καινούριο μυθιστόρημά του, αποτέλεσε μια φωτογραφία (αυτή που απεικονίζεται στο εξώφυλλο) από το περιοδικό National Geographic, η οποία βρέθηκε μισοξεχασμένη σε κάποιο συρτάρι. Εκτυλίσσεται στην (επινοημένη) πόλη Ροδόσταμη της Ανατολικής Μακεδονίας, τους τελευταίους μήνες του 1959.

     Όσο ο συγγραφέας βρισκόταν στη γενέτειρα του την Αλεξανδρούπολη, επιθυμούσε διακαώς να ζήσει στην μυθική στα μάτια του, Αθήνα. Το ίδιο συμβαίνει και με έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες του βιβλίου, την Φιλοθέη, μέλος της οικογένειας Γαργάρα. «Η Φιλοθέη δεν ζήλευε τις ευρωπαϊκές αποδράσεις εις Εσπερίαν. Γι’ αυτήν υπήρχε μόνο η Αθήνα που την περίμενε με πόθο διακαή. Μια Αθήνα υπέρλαμπρη, φωτεινή, με γαλάζιο ουρανό απ’ άκρη σ’ άκρη, με μαρμαροκολόνες, γαζίες, κρίνα, αγιόκλημα, νεραντζιές και την Ομόνοια πλας ή πλαζ, που τραγουδούσε βαλσοειδώς η Σοφία Βέμπο. Μια Ομόνοια πλας που μοσχοβολούσε πατσά, βιολέτες και κουλούρια για αγουροξυπνημένους».

     Η οικογένεια Γαργάρα, εκτός του ότι ήταν φτωχή, δεν έχαιρε και ιδιαίτερης εκτίμησης στην κοινωνία της Ροδόσταμης, αφού «διέθετε συγκλονιστικά επιχειρήματα για να ‘ναι το πιο αμφίσημο παράδειγμα προς αποφυγή». Μάλιστα ο μεγάλος γιος της οικογένειας, ο 15χρονος Σούλης, ήταν «η επιτομή της λέξης παλιοτόμαρο». Ζούσαν χάρη στα μεροκάματα  που εξασφάλιζε η μητέρα Κατίνα καθαρίζοντας διάφορα σπίτια της «καλής» κοινωνίας και χάρη σε μια αργομισθία που είχε εξασφαλίσει στον -προικισμένο σωματικά και σεξουαλικά- πατέρα Ηρακλή ο δήμαρχος της πόλης, ως ανταπόδοση των σεξουαλικών του υπηρεσιών.

     Τις περιπέτειες αυτής της ιδιόρρυθμης οικογένειας, σε μια πόλη που αναμασούσε ένδοξες εποχές του παρελθόντος, όταν το τοπικό προϊόν (τριαντάφυλλο), έφερνε αίγλη και χρήμα, στο μεταίχμιο μεταξύ του 1959 και του 1960, το οποίο όλοι περίμεναν να φέρει «κάτι» που θα αλλάξει τις μίζερες ζωές τους, περιγράφει στο μυθιστόρημά του ο Γιάννης Ξανθούλης.

     Τις περιγράφει βέβαια, με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Με γλώσσα χωρίς όρια, το γκροτέσκο πάντα σε πρώτο πλάνο, την χειμαρρώδη γραφή, όλες –σχεδόν- τις συγγραφικές του εμμονές,(κρύο, Βόρεια Ελλάδα, μεταφυσικά φαινόμενα κ.ά.) οι οποίες κάνουν τα έργα του ξεχωριστά και ιδιαίτερα το σπαρταριστό και βιτριολικό χιούμορ, που ξεκινά από τα ονόματα των «ηρώων» του: ο δήμαρχος Ερμόλαος Τούβλος, η πόρνη από την Παραγουάη (!!) Ψωλίτα Μπονασέρα, η τραγουδίστρια Τζουτζούκα Πλαταμώνα και η ομότεχνή της Ρούλα Μπετόβεν, ο Πάπας Βονιφάτιος ο Πολύσπορος, το Κέντρο Αφοδευτικών Μελετών κλπ., και επεκτείνεται στις αλλοπρόσαλλες καταστάσεις. Αυτή τη φορά όμως και με περισσότερα στοχαστικά «διαλείμματα», όπως το πιο κάτω: «Στη διάρκεια της άγριας δεκαετίας όπου είχαν γεννηθεί τα τρία παιδιά των Γαργαραίων, τα σχολεία στις μοναξιασμένες ταλαίπωρες επαρχίες, πότε άνοιγαν και πότε έκλειναν, ανάλογα με τα σχέδια των πολέμαρχων που είχαν την πεποίθηση ότι στήνουν φυτώρια δάφνης και ένδοξου μαϊντανού. Βασικό λίπασμα, το αίμα και η δυστυχία. Στα δέντρα έβλεπες κρεμασμένους τους ήρωες της Κυριακής κι ας ήταν μόλις Δευτέρα. Έπειτα κρεμούσαν ή πυροβολούσαν τους παλικαράδες ή κάποιους τυχαίους της Δευτέρας, και ήταν Τρίτη. Ως την επόμενη Κυριακή, αν δεν είχε βρεθεί κανένας πολύ δικός σου κρεμασμένος, είχες συνηθίσει τις κρεμάλες».

     Το εξαιρετικό αυτό βιβλίο, το οποίο σας συνιστώ σαν ένα αντίδοτο στη μιζέρια και την κατήφεια του καιρού μας, συμπληρώνουν δεκατρείς ζωγραφιές του συγγραφέα «που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της γραφής».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου