28 Ιαν 2014

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

CAMILLA LACKBERG
Μετάφραση: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Σελ. 632, Φεβρουάριος 2013

     Η σουηδέζα Καμίλα Λέκμπεργκ, ανήκει στη «γενιά» των νέων σκανδιναβών συγγραφέων που έχουν κυριαρχήσει τα τελευταία χρόνια στο χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ευρώπη και έχει πολλούς φανατικούς αναγνώστες και στη χώρα μας. Όχι άδικα, αφού είναι από τους καλύτερους εκπροσώπους αυτής της «γενιάς»!
     Στο μυθιστόρημα που παρουσιάζω σήμερα, ο χαρακτήρας που χρησιμοποιεί σε όλα της τα βιβλία, ο επιθεωρητής Πάτρικ, αποφασίζει να αφήσει προσωρινά την ενεργό δράση. Παίρνει άδεια πατρότητας για να φροντίσει την κόρη τους, ώστε η Ερίκα, η σύζυγός του, να μπορέσει να αφοσιωθεί στη συγγραφή του καινούριου της βιβλίου (με θέμα μια σειρά πραγματικών εγκλημάτων). Η συγγραφή έχει βαλτώσει μετά τη γέννηση της Μάγια, της κόρης τους, αφού το βρέφος-όπως κάθε μωρό- απαιτούσε την αμέριστη προσοχή της.
     Βέβαια οι πρώτες μέρες αυτής της νέας και πρωτόγνωρης κατάστασης, δεν περνούν όσο αρμονικά είχε φανταστεί και σχεδιάσει το ζευγάρι. Από τη μια μεριά ο Πάτρικ, που δεν γνωρίζει ακόμα και βασικά πράγματα σχετικά με την περιποίηση της Μάγια και ρωτά συνεχώς την Ερίκα και από την άλλη μια σειρά ημερολόγια της (πεθαμένης πια) μητέρας της από την εποχή του Β! Παγκοσμίου πολέμου που ανακάλυψε σ’ ένα σεντούκι στη σοφίτα του σπιτιού τους, δεν την αφήνουν να ησυχάσει και ν’ αφοσιωθεί στην έρευνα και τη συγγραφή.
     Ο Πάτρικ αν και προσπαθεί να τηρήσει όσο μπορεί αποστάσεις από τη δουλειά του, θα εμπλακεί ξανά, όταν στη Φιελμπάκα γίνεται ένας φόνος. Το θύμα, ο Έρικ Φράνκελ ήταν ένας εργένης συνταξιούχος καθηγητής Ιστορίας, ειδικευμένος στον Β! Παγκόσμιο πόλεμο και στο φαινόμενο του ναζισμού. «Είχε γεννηθεί το 1930 στη Φιελμπάκα. Είχε έναν αδελφό, τον Άξελ, μεγαλύτερο κατά τέσσερα χρόνια. Άλλα αδέλφια δεν υπήρχαν. Ο πατέρας του ήταν γιατρός στη Φιελμπάκα την περίοδο 1935-1954 και το σπίτι όπου ζούσαν ήταν το πατρικό τους… Το όνομά του εμφανίστηκε σε πολλά φόρουμ που ασχολούνταν με το ναζισμό. Αλλά δεν βρήκε τίποτα που να δείχνει ότι ήταν φίλα προσκείμενος στο ναζισμό. Το αντίθετο μάλιστα…».
     Έτσι η αστυνομική έρευνα ξεκινά από τους κύκλους των σουηδών νεοναζί στους οποίους ο γέρος ιστορικός δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθής. Οι υποψίες τους πολλαπλασιάζονται, όταν ανάμεσα στα έγγραφα του νεκρού βρίσκουν επιστολές που έχουν σταλεί από έναν εκ των ηγετικών στελεχών των νεοναζί-που ήταν παιδικός του φίλος-στις οποίες υποκρύπτεται απειλή.
     Η κατάσταση όμως περιπλέκεται, όταν μια γηραιά κυρία-η οποία πάσχει από αλτσχάιμερ-βρίσκεται επίσης δολοφονημένη. Η λύση-όπως σχεδόν σε όλα τα βιβλία της συγγραφέως-κρύβεται στο παρελθόν. Και μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση στο οικογενειακό παρελθόν της Ερίκα, αφού και οι δύο δολοφονηθέντες, ανήκαν στο φιλικό κύκλο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας της μητέρας της.
     Για να έρθει στο φως η αλήθεια, ο Πάτρικ και η Ερίκα, θα χρειαστεί να συνεργαστούν και με τη συνδρομή των υπόλοιπων μελών του αστυνομικού τμήματος της Φιελμπάκα να σκαλίσουν πτυχές του παρελθόντος και τα μυστικά που κρύβονται στα χρόνια του πολέμου και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
     Η σουδέζα συγγραφέας για μια ακόμη φορά εντυπωσιάζει. Μας δίνει ένα εξαιρετικό δείγμα των μεγάλων συγγραφικών ικανοτήτων της, με ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που όπως και τα προηγούμενα θα συναρπάσει όχι μόνο τους φανατικούς της φίλους αλλά όλους τους αναγνώστες. 

16 Ιαν 2014

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ
Σελ. 252, Σεπτέμβριος 2013

     Με ένας άκρως εξομολογητικό βιβλίο, συνεχίζει τη συγγραφική του πορεία ο Α. Κορτώ. Ένα βιβλίο τελείως διαφορετικό από αυτά του ίδιου συγγραφέα που σας έχω παρουσιάσει μέχρι τώρα («Η Βιογραφία Μιας Σκύλας», «Οι Νεράιδες Του Μαν»), από το οποίο δεν λείπουν οι χιουμοριστικές πινελιές, που εδώ μπορώ να πω ότι έχουν και τη μορφή σαρκασμού. Στο σύνολό του όμως το έργο, μόνο χιουμοριστικό δεν είναι.
     Είναι η ιστορία της Κατερίνας, της μητέρας του και της οικογένειάς της, όπως την αφηγείται η ίδια. Μια ιστορία συναρπαστική, συγκινητική, εξομολογητική, γεμάτη οικογενειακά μυστικά που όλοι προσπαθούν να κρατήσουν κρυφά από το κουτσομπολίστικο στόμα των κακόβουλων.
     Η Κατερίνα είναι μια γυναίκα, γόνος ευκατάστατης οικογένειας της Θεσσαλονίκης. Αλλά πόσο οικογένεια, είναι η οικογένειά της γι’ αυτήν και τα αδέλφια της; «Όταν τέσσερα αδέλφια καταλήγουν στα σαράντα τους να ζουν και τα τέσσερα με ψυχοφάρμακα, κάτι πολύ κακό έχει συμβεί στα παιδικά τους χρόνια». Κι ένα από αυτά τα κακά που έχουν συμβεί είναι δύο γονείς «που ήταν ακατάλληλοι για γονείς», όπως λέει και η ίδια. Ένα άλλο, είναι οι οικογενειακές καταβολές, τα γονίδια.
     Η Κατερίνα πάσχει από ψυχική ασθένεια, με την οποία παλεύει σε όλη της τη ζωή. «Όμως γιατί είμαι δυστυχισμένη; Δεν ξέρω. Ξέρω μονάχα πως, όταν ξυπνάω το πρωί, εύχομαι να ‘χα πεθάνει στον ύπνο μου. Κι έπειτα κάθομαι ακίνητη, σα νεκρή, και κοιτάζω το ταβάνι, γιατί δεν μπορώ να κουνηθώ, νιώθω το σεντόνι να ζυγίζει όσο δέκα λαμαρίνες, το δωμάτιο, το σπίτι, η ζωή μου-όλα με πλακώνουν. Αισθάνομαι βάρος της γης, αυτό ξέρω… Δεν έχω καν τη δύναμη να μεθοδεύσω τον θάνατο που τόσο λαχταρώ. Ναι, ναι, κατάθλιψη βαρβάτη. Αλλά που να το ξέρω, εν έτει 1967;».
     Το 1974, γνωρίζεται με τον Τάσο, ωραίο φοιτητή της Οδοντιατρικής και ο μεγάλος έρωτας που αναπτύσσεται είναι αμοιβαίος. «Ο Ιούλιος μας βρίσκει στα ντουζένια μας: αγάπες κι αγκαλιές και τα μέλια τα καρυστινά. Δεν ήξερα πως ήταν ο έρωτας πριν τον Τάσο, τον Σούλη μου, τον Σίνη, τον Πιτυοκάμπτη μου, που στο άγγιγμά του λυγίζω και κόβομαι στα δυο». Το 1977, η Κατερίνα και ο Τάσος παντρεύονται και δύο χρόνια αργότερα γεννιέται ο γιος τους ο Πέτρος. Αλλά η ασθένεια «επιτίθεται» συνεχώς. Ο Τάσος, βοηθάει και συμπαρίσταται όσο μπορεί και όσο αντέχει. Οι αντοχές του κάποια στιγμή εξαντλούνται και απομακρύνεται. Η Κατερίνα όμως, έχει τον Πέτρο που τον υπεραγαπά (και την υπεραγαπά) και έτσι δεν μένει μόνη να παλεύει. Αυτή η αγάπη της, την οδήγησε τελικά να πάρει μια απόφαση γενναία και δραματική…
     Δεν θέλω να αποκαλύψω περισσότερα, για να μη σας στερήσω τη χαρά να «ανακαλύψετε» τη δύναμη αυτού του βιβλίου που θα συναρπάσει και θα συγκινήσει τον αναγνώστη. 

5 Ιαν 2014

ΟΙ ΝΕΡΑΪΔΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝ

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
Σελ. 436, Απρίλιος 2013

     «Αλλοπρόσαλλο αστυνομικό» χαρακτηρίζει το νέο του μυθιστόρημα ο Α. Κορτώ. Εμένα μου φάνηκε πως είναι μια παρωδία των κλειστοφοβικών μυθιστορημάτων της Άγκαθα Κρίστι, στα οποία μια ομάδα ατόμων, συνήθως ανώτερης τάξης, βρίσκεται αποκλεισμένη σε κάποιο χώρο απ’ όπου δεν μπορεί να απομακρυνθεί εύκολα. Εκεί συμβαίνουν διάφορα παράξενα, που κατατρομάζουν τους «αριστοκράτες», με αποτέλεσμα αυτοί να χάσουν την ψυχραιμία και τους καλούς τους τρόπους και να αρχίσουν να «τρώγονται» μεταξύ τους, πριν τους «φάει» ο δολοφόνος!
     Στο μυθιστόρημα του Κορτώ, μια φιλάργυρη 65χρονη αντικέρ, η Μπεατρίς Φραγκονάρ, ταξιδεύει με τον υπηρέτη της Ξαβιέ, με τον οποίο, παρά το γεγονός ότι τον ξυλοφορτώνει συστηματικά, έχουν μια σχέση αλληλεξάρτησης. Προορισμός τους το Δουβλίνο, όπου θα παραστούν σε μια δημοπρασία σπάνιων αντικειμένων: «το καταπληκτικό έκθεμα που έχουμε για τη συνέχεια είναι ένα σπάνιο έργο τέχνης, ένα αριστούργημα, ένα αληθινό κόσμημα, ένα αντικείμενο που η καταγωγή του είναι η πιο ζηλευτή όλου του κόσμου, αφού προέρχεται από το παλάτι των παλατιών και κάποτε, χρησιμοποιήθηκε από τον ευγενέστερο των ευγενών». Εκεί γνωρίζει τη δούκισσα του Νταντίλιον Σλιβ, την Καρολίν Νικολά, μια βαθύπλουτη ηλικιωμένη που τη μπερδεύει με μιαν άλλη και την προσκαλεί σε ένα ταξίδι-κρουαζιέρα με το πολυτελές ιστιοφόρο, του φίλου της και κατά κάποιο αόριστο τρόπο συγγενούς της Ζαφέτ ντε Ραστιγιάκ. Πρόκειται να πάνε στη Νήσο Μαν (βρίσκεται μεταξύ Ιρλανδίας και Αγγλίας), όπου η δούκισσα θα παραβρεθεί σε μια σειρά τιμητικών προς το πρόσωπό της εκδηλώσεων, λόγω μιας μεγάλης δωρεάς που είχε κάνει. Ανάμεσα στους επιβάτες, διάφοροι παλιοί γνώριμοι της δούκισσας. Ξεπεσμένοι αριστοκράτες που την κυνηγούσαν μια ζωή, προσβλέποντας στην εύνοιά της, κατά τη σύνταξη της διαθήκης της και κατάφεραν τελικά να την εντοπίσουν.
     Το ταξίδι αρχίζει σε κλίμα βαρύ και ειρωνικό. Η δούκισσα δε διστάζει να ξεφτιλίζει συνεχώς τους αριστοκράτες που δεν αντιδρούν, αφού έχουν την ανάγκη της. Τα παράξενα αρχίζουν από το πρώτο κιόλας πρωινό. Το ιστιοφόρο βρίσκεται μέσα σε πυκνή ομίχλη, ενώ επικρατεί μια απειλητική νηνεμία. Σα να μην έφτανε αυτό, οι επιβάτες ανακαλύπτουν ότι όλα τα όργανα πλοήγησης κι επικοινωνίας είναι κατεστραμμένα κι ο καπετάνιος…άφαντος. Σύντομα ανακαλύπτεται το πτώμα του να επιπλέει δίπλα στο σκάφος. «Το δέρμα του προσώπου του είχε πάρει το παγωμένο λευκό του θανάτου, ενώ τα μάτια του-φαίνεται πως είχε χάσει την καλύπτρα του πειρατή-ήταν διασταλμένα και πιο αλλήθωρα από ποτέ, τρομαχτικά μέσα στη βρεγμένη του γυαλάδα. Τα χέρια του ήταν τεντωμένα σε αντίθετες κατευθύνσεις, σαν να προσπαθούσε να πετάξει μέσα στο νερό, ενώ πάνω στα βρεγμένα μαλλιά του είχαν μπερδευτεί κάτι απαίσια μαύρα φύκια».  
     Τον καπετάνιο θ’ ακολουθήσει λίγο αργότερα και ο γιατρός, μετά σειρά έχει ο ιερέας. Και η παρέα μικραίνει συνεχώς. Με φόνους που δεν μπορούν να εξηγηθούν, ενώ οι ταξιδιώτες όσο πραγματιστές κι αν είναι, σε μια άκρη του μυαλού τους, έχουν τους θρύλους των ντόπιων για τις νεράιδες που βγαίνουν από τα κύματα και τις θάλασσες της περιοχής.
     Πριν από μερικούς μήνες, παρουσίασα ένα ακόμη βιβλίο του Α. Κορτώ. Τότε έγραφα μεταξύ άλλων, ότι «το βιβλίο είναι καλογραμμένο. με χιούμορ που ξεχειλίζει από κάθε πρόταση και αβανταδόρικες ξεκαρδιστικές ατάκες που με διασκέδασε πραγματικά». Τα ίδια ισχύουν και τώρα, γι’ αυτό το αλλοπρόσαλλο αλλά και ξεκαρδιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα που περιλαμβάνει κι ένα συγκλονιστικό επίμετρο. 

28 Δεκ 2013

ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟ ΜΑΤΙ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗΣ
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
Σελ. 145, Φεβρουάριος 2013

     Ο Γ. Μακριδάκης, είναι ένας νέος άνθρωπος που ζει κι εργάζεται σε αυτό που ονομάζουμε «περιφέρεια», δηλ. στη γενέτειρα του, τη Χίο. Σπούδασε μαθηματικά, αλλά σύντομα αντιλήφθηκε ότι η «κλίση» του ήταν διαφορετική. Ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών «Πελινναίο» (το όνομα το πήρε από το βουνό του νησιού), ασχολήθηκε με την Ιστορία του τόπου του κι εκδίδει περιοδικό με σχετικές μελέτες που γράφει ο ίδιος και άλλοι συμπατριώτες του. Παράλληλα ασχολήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία με τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων (μυθιστορήματα και νουβέλες). Αυτό που παρουσιάζω σήμερα είναι το έβδομο λογοτεχνικό βιβλίο (έχει γράψει και δύο ιστορικά).
     Ήρωας του έργου είναι ο Θόδωρος, γνωστός ως Πεπόνας, που είναι ένα «παρατσούκλι» που κληρονόμησε από τον παππού του. Συνταξιούχος πια κι αφού έχει χάσει τη σύζυγό του, έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο χωράφι του, στο οποίο καλλιεργεί κάθε είδους ζαρζαβατικά. Για να τα προστατέψει από τα πουλιά, κατασκευάζει κάθε χρόνο στις αρχές της άνοιξης ένα σκιάχτρο, που του δίνει το όνομα Διομήδης!! Έτσι και φέτος. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του, αφηγείται επεισόδια του βίου του. «Τώρα, άμα μπορούσες να μιλήσεις, κακομοίρη μου κι εσύ, θα μου ‘λεγες, σε ποιόν τα λες αυτά, ρε Πεπόνα, σε ποιόν τα λές; Και θα ‘χες και δίκιο. Διότι ακόμα ούτε το σκέδιό σου δεν έχω φτιαγμένο. Ίσα ίσα τα δύο ξύλα σου ‘χω καρφωμένα. Έκαμα τον σταυρό για να σε κρεμάσω απάνω. Ακόμα δεν σου ‘χω δώσει ούτε τη μορφή σου. Μονάχα μες στη φαντασία μου σε βλέπω ακόμα κι έπιασα να σου λέω τον πόνο μου. Μα δεν πειράζει, δείξε κατανόηση, ρε Διομήδη. Δεν έχω άλλονε κανέναν για να τα πω εδώ μέσα»
     Έτσι ο Διομήδης εκών-άκων, γίνεται ο «εξομολόγος» του Πεπόνα κι ακούει για ότι τον βασανίζει. Για τη σχέση του με τη γυναίκα με την οποία συμβιώνει και τις δύο κόρες της, τη σύγχρονη υβριδική γεωργία, για την οποία υποστηρίζει ότι είναι καταστροφική, την κρίση που ταλανίζει τους πάντες, την πολιτική, το κόμμα που υποστηρίζει. Στο οποίο, παρά τις παλινωδίες, παραμένει πιστός και ψέγει αυτούς που το εγκαταλείπουν τώρα στα δύσκολα. Θεωρεί χρέος τιμής την υποστήριξη και «τον ψήφο» του, αφού το κόμμα διόρισε τόσο αυτόν, μετά το ναυάγιο και τον τραυματισμό του, όσο και το γιό του, τον οποίο υπεραγαπά.  Έτσι η μεγαλύτερη έννοια του, είναι να πάει να ψηφίσει στις εκλογές. Που από «σατανική σύμπτωση» συμπίπτουν με την πρώτη μέρα που ο Πεπόνας, ξεκινά τη φύτευση του χωραφιού του, που γι’ αυτόν είναι από τις σημαντικότερες του χρόνου. «Άμα δεν ήτανε ο Φραγκούλης, ούτε που θα πήγαινα να ψηφίσω. Είχ’ αποξεχαστεί ολωσδιόλου με τις δουλειές όλη μέρα. Κάτσαμε κιόλας το μεσημέρι εκεί στον μαγκανόγυρο και δωσ’ του τα ρακιά και οι κουβέντες, τι εκλογές και ξεκλογές, τίποτα δεν θυμήθηκα. Φύγανε απ’ το μυαλό μου εντελώς και παραλίγο να πάει ο ψήφος μου χαμένος».
     Ο Γιάννης Μακριδάκης, σκιαγραφεί με μοναδικό τρόπο έναν απολαυστικό χαρακτήρα, που ζώντας μέσα στη μοναξιά του, μόνο συμπάθεια μπορεί να προκαλέσει. Με γραφή ρέουσα που αποδίδει τον λαϊκό προφορικό λόγο, διανθισμένη με λέξεις της ντοπιολαλιάς του νησιού και μας δίνει έναν εξαιρετικό ανάγνωσμα που θα απολαύσει ο κάθε αναγνώστη

17 Δεκ 2013

ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΣΜΥΡΝΗ (1905-1912)
ΣΠΥΡΟΣ ΓΟΓΟΛΟΣ
Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Σελ. 319, Μάιος 2013

     Ένα εξαιρετικό ιστορικό μυθιστόρημα έφτασε πριν από λίγους μήνες στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, γραμμένο από τον ιστορικό Σ. Γόγολο. Είναι από τα βιβλία, που μόλις ξεκινάς την ανάγνωση, αντιλαμβάνεσαι ότι πρόκειται για ιδιαίτερη περίπτωση.
   Ο ηλικιωμένος δημοσιογράφος Άλκης Αναγνωστάκης, γόνος ευκατάστατης αλεξανδρινής οικογένειας, βρίσκεται για ένα διαβαλκανικό δημοσιογραφικό συνέδριο στα Σκόπια της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, όταν χάνει τις αισθήσεις του. «Οι σειρήνες του ασθενοφόρου ούρλιαζαν καθώς διέσχιζε την περιοχή του Κάπιστετς. Ο ηλικιωμένος ασθενής είχε χάσει τις αισθήσεις του και οι γιατροί αμφέβαλαν αν θα έφτανε ζωντανός στο νοσοκομείο, καθώς άφηνε ένα βρυχηθμό που έμοιαζε με επιθανάτιο ρόγχο». Καθώς είναι προσωπικός φίλος του προέδρου Τίτο, απολαμβάνει ιδιαίτερες φροντίδες. Μια από αυτές είναι και η παροχή αποκλειστικής νοσοκόμας. Είναι η Μιργιάννα, μια ελληνόφωνη 25χρονη κοπέλα, κόρη κομμουνιστών από χωριό της Φλώρινας, που με τη λήξη του πολέμου, κατέφυγαν στη γειτονική χώρα. Με την περιποίησή της και την αγωγή των γιατρών, οι αισθήσεις του ορισμένες φορές επανέρχονται και πιάνει κουβέντα με τη νεαρή νοσοκόμα. «Μπορούσε να κάθεται ώρες ολόκληρες και να τον ακούει να της λέει διάφορες ιστορίες από τη ζωή του και τη δουλειά του». Μια πλούσια σε εμπειρίες ζωή, μέσα από ένα επάγγελμα που την εποχή εκείνη είχε ιδιαίτερο κύρος. Εκτελώντας δημοσιογραφικές αποστολές που του ανέθετε η εφημερίδα, βρέθηκε στην καρδιά γεγονότων σημαντικών για την ελληνική και ευρωπαϊκή Ιστορία και συνάντησε ανθρώπους που κίνησαν τα νήματα και δρομολόγησαν αυτές τις εξελίξεις.
     Η πρώτη του αποστολή είναι στην πολυφυλετική, υπό Οθωμανική διοίκηση Θεσσαλονίκη, του 1905, με το φλέγον μακεδονικό ζήτημα σε έξαρση. Στους δρόμους της πόλης, κινούνται κατάσκοποι, τρομοκράτες, αναρχικοί, εθνικιστές, τέκτονες και σιωνιστές που ο καθένας επιδιώκει την επίτευξη των δικών του σκοπών. Οι κάτοικοι κυρίως της υπαίθρου υποφέρουν και διχάζονται από την ελληνική και βουλγαρική προπαγάνδα. Από την άλλη, δολοφονικές απόπειρες και βομβιστικές επιθέσεις διαταράσσουν την καθημερινότητα της πόλης. Ο Αναγνωστάκης, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει το κουβάρι, συζητά με όλους τους εμπλεκόμενους: τον έλληνα πρόξενο Κορομηλά, τον εβραίο Κάρολο Αλατίνι, έναν από τους πλουσιότερους Θεσσαλονικείς, τον επιθεωρητή Χιλμί Πασά, τον νεότουρκο αξιωματικό Εμβέρ μπέη και τον βούλγαρο Σοπώφ, που εργαζόταν ως εμπορικός αντιπρόσωπος, αλλά ήταν και από τα σκληρά μέλη του βουλγαρικού κομιτάτου.
     Στη δεύτερη αποστολή, ταξιδεύει το 1907 στην Κωνσταντινούπολη. Η αποστολή γίνεται κατ’ εντολή του υπουργείου Εξωτερικών και της βρετανικής πρεσβείας. Σκοπός είναι να συναντήσει τον Αμπνούλ Χαμίτ, τον επονομαζόμενο και «κόκκινο σουλτάνο» όχι φυσικά λόγω…πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά λόγω των σφαγών των Αρμενίων. Το «κόκκινος» προερχόταν από το χρώμα του αίματος. Με πρόσχημα μιας συνέντευξης, θα πρέπει να διερευνήσει τις προθέσεις του σουλτάνου, σχετικά με το με ποια πλευρά θα ταχθεί σε περίπτωση πολέμου στην Ευρώπη. «Θα συνταχθεί με τη Βρετανία ή με τους Γερμανούς με τους οποίους τα τελευταία χρόνια “ερωτοτροπεί”;». Η προσέγγιση του σουλτάνου τελικά αποδείχθηκε τελικά ποιο εύκολη απ’ ότι περίμενε. Μάλιστα, ο σουλτάνος τον συμπάθησε τόσο, που όχι μόνο του έδωσε μια αποκαλυπτική συνέντευξη, αλλά έκαναν μαζί μια κρουαζιέρα στο Βόσπορο με τη θαλαμηγό του.
     Τέλος, η τρίτη δημοσιογραφική αποστολή των πρώτων του χρόνων στο επάγγελμα, έγινε το 1912 στη Σμύρνη. Εκεί βρέθηκε γιατί έπρεπε μετά το θάνατο του παππού του, ο οποίος ζούσε εκεί, να τακτοποιήσει κληρονομικά θέματα. Με την ευκαιρία, συναντήθηκε με τους επιφανέστερους έλληνες της πόλης αλλά κι επιφανείς ξένους, αφού η Σμύρνη κατοικούνταν λόγω της σημασίας της στο διεθνές εμπόριο, από υπηκόους όλων των κρατών του αναπτυγμένου κόσμου. Έγινε κοινωνός των προβληματισμών τους για το μέλλον της πόλης. Αλλά και της αγάπης των ελληνικής καταγωγής κατοίκων για τη μητέρα-πατρίδα.
     Το βιβλίο όπως γράφω και στην αρχή είναι εξαιρετικό και ΠΡΕΠΕΙ να διαβαστεί από κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. Η συγγραφή του κράτησε τρία χρόνια. Είναι προϊόν κόπου και συστηματικής κι εξονυχιστικής έρευνας. Είναι γραμμένο με νηφαλιότητα όσο αφορά τα ιστορικά γεγονότα. Ο συγγραφέας, αποφεύγει τους «εθνικούς μύθους» και τις ιδεοληψίες με τους οποίους έχει εμποτιστεί η ελληνική ιστορία και το κείμενο αποπνέει ανεκτικότητα και κατανόηση. Αποτελεί φωτεινό παράδειγμα του πως θα έπρεπε να διδάσκονται την Ιστορία τα παιδιά μας. Για να φωτίζεται το μυαλό τους κι όχι να συσκοτίζεται. Με ανοιχτό πνεύμα, χωρίς εθνικιστικές «κορώνες» μίσους και διχασμού. Είναι κορυφαίο στο είδος του και από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τους τελευταίους μήνες.   

7 Δεκ 2013

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΗΤΑΝ Η ΖΑΧΑΡΗ

ΤΕΣΥ ΜΠΑΪΛΑ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Σελ. 531, Ιούνιος 2013


     Το τρίτο μυθιστόρημα της Τέσυ Μπάιλα παρουσιάζω σήμερα.
      Μέσα από την αφήγηση της κεντρικής ηρωίδας, της Κατίνας, περνά όλη η ιστορία μιας οικογένειας στην Κρήτη (και στον Πειραιά) και καλύπτει πολλές δεκάδες χρόνια. Παράλληλα σε ένα δεύτερο επίπεδο μέσω αυτής της αφήγησης, περνούν έθιμα, παραδόσεις, πτυχές της κοινωνικής ζωής, αλλά και σελίδες της Ιστορίας της Κρήτης. Η αφήγηση ξεκινά με την απαγωγή της μητέρας της από τον πατέρα της, όταν ακόμη ήταν ανήλικοι και οι δύο! Η οικογένεια της κοπέλας αποδέχτηκε το γεγονός (σε αντίθετη περίπτωση θα ακολουθούσε αιματοχυσία) και όταν δυο-τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκαν, έκαναν μια όμορφη οικογένεια. Το τελευταίο παιδί αυτής της οικογένειας είναι η Κατίνα. Δεν ανήκαν στους πιο ευκατάστατους του χωριού, αλλά ζούσαν καλά. Η μικρή αγαπούσε τους γονείς της, αλλά σε όλη της τη ζωή δεν μπόρεσε να τους συγχωρήσει το γεγονός ότι ενώ ήταν άριστη μαθήτρια, δεν της επέτρεψαν να συνεχίσει στο γυμνάσιο αφού τελείωσε το δημοτικό. Αντίθετα, την έστειλαν σε μια θεία της, η οποία με τη σειρά της την έστειλε σε μοδίστρα για να μάθει την τέχνη. Αυτή η άρνηση την έκανε να θέλει πάντα να φύγει από το χωριό και να ζήσει σε μεγάλη πόλη.
     Η ζωή της άλλαξε, όταν-μετά τον πόλεμο- η αδελφή της παντρεύτηκε και πήγε να ζήσει με τον άντρα της στον Πειραιά. Η Κατίνα απαίτησε και κατάφερε να πάει μαζί της, με πρόσχημα για να τη βοηθάει στο νοικοκυριό, αλλά κυρίως για να πραγματοποιήσει το όνειρό της: να φύγει από το χωριό της, το Αρμενοχώρι.
     Ο γαμπρός της ο Λευτέρης, είχε ένα φίλο τον Θέμελη. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν το καλύτερο παιδί, αλλά ο Λευτέρης επειδή ήθελε να «ξεφορτωθεί» την Κατίνα γιατί έπρεπε να τη φροντίζει και η γενικότερη οικονομική κατάσταση δεν ήταν καλή, του την προξένεψε. Όταν ο Θέμελης την είδε, σκέφτηκε ότι «η Κατίνα θα μπορούσε να γίνει μια ολοφώτεινη χαραυγή στη ζωή του» και ότι θα μπορούσε να νοικοκυρευτεί. Από την άλλη και της Κατίνας της άρεσε. «Μόλις τον είδα, είπα: Αυτός είναι που θα γίνει άντρας μου, πάει και τελείωσε. Τον έβλεπα με το μαύρο του μαλλί χτενισμένο κοκοράκι κι έλεγα μέσα μου πως αυτόν θα πάρω».
     Μετά το γάμο στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Όμως, σύντομα, ο Θέμελης επέστρεψε στις παλιές του συνήθειες: το ποτό, το χασίς, την τεμπελιά και τη…Ρόζα, μια γυναίκα που γνώρισε στον αγαπημένο του τεκέ. Η ζωή της Κατίνας μετατρέπεται σε κόλαση. Ζει στην απόλυτη ένδεια. Πολλές φορές δεν είχε ούτε μια μπουκιά να δώσει στον μονάκριβο γιό της και ζει χάρη στην βοήθεια της αδερφής της, ενώ το ξύλο ήταν συχνή πρακτική. Κι όμως…η Κατίνα δε σκέφτηκε ούτε μια φορά να φύγει από κοντά του, παρά το γεγονός ότι «για εκείνη ένας ζυγός ήταν αυτός ο άνθρωπος και τίποτε παραπάνω. Μια φυλακή που κλείδωσε την ψυχή της κι έγινε ο άντρας της ο δεσμοφύλακας, κομματιάζοντάς της τα φτερά».
     Την ιστορία αφηγείται η ίδια η ηρωίδα στη νύφη της, όταν ηλικιωμένη χήρα πια, ζει με τον γιό της, αφού δεν είναι ικανή να αυτοεξυπηρετηθεί. «Προσπαθώ να τη φέρω στο νου όπως θα ήταν αρκετά χρόνια πριν. Τότε που, κοπέλα ακόμη, προσπαθούσε να ζήσει την οικογένειά της. Τότε που μεγάλωνε εντελώς μόνη της, το παιδί της, μ’ έναν άντρα που, αν και την αγάπησε βαθιά, ποτέ δεν κατάφερε να την κάνει ευτυχισμένη. Τη φαντάζομαι βουτηγμένη στη φτώχεια, ντυμένη ωστόσο την αξιοπρέπεια της περηφάνιας της. Κοντούλα και μικροκαμωμένη με όμορφα κατάμαυρα μαλλιά μέχρι τους ώμους κι έναν μόνιμο φόβο να διαπερνά το βλέμμα της».
     Για μια ακόμη φορά η Τέσυ Μπάιλα μας εκπλήσσει ευχάριστα. Στο βιβλίο της αυτό, αναλαμβάνει να συνθέσει και να αφηγηθεί μια πολυπρόσωπη και με μεγάλη χρονική έκταση ιστορία και τα καταφέρνει με τον καλύτερο τρόπο. Πιο ώριμη από ποτέ, συναρπάζει τον αναγνώστη με τη γραφή, το μύθο και την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων που αναπτύσσει αναλυτικά, εύστοχα και με μαεστρία. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι τελευταίες σελίδες, οι οποίες εξηγούν το πώς και το γιατί της σχέσης Κατίνας-Θέμελη και κυρίως γιατί η Κατίνα έμεινε σε ένα γάμο «θηλιά» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η συγγραφέας. Συγκινητικές και «διδακτικές» (για όσους δεν τις ξέρουν ή επιμένουν να τις αγνοούν) είναι και οι περιγραφές των όσων υπέστησαν οι Κρητικοί από τους γερμανούς κατακτητές. Κάτι ακόμα που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, είναι το ότι η συγγραφέας καταφέρνει να δώσει την αίσθηση της κρητικής λαλιάς, χρησιμοποιώντας ελάχιστες, αλλά καίριες λέξεις κι εκφράσεις
     Αξιοπρόσεκτο βιβλίο, που διαβάζεται εύκολα (κι αυτό δεν είναι ψόγος, είναι έπαινος) και κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

                                 

27 Νοε 2013

ΚΑΘΕ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑ ΑΡΧΗ

ΛΙΤΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ
Εκδόσεις ΑΛΔΕ
Σελ. 316, Μάρτιος 2013


     Το δεύτερο μυθιστόρημα της, Λίτσας Παντελίδου, κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες. Το πρώτο της, με τίτλο «Γυάλινη Κούκλα», παρουσίασα τον Ιούλιο του 2012.
     Ηρωίδες της και αυτή τη φορά όπως και στο προηγούμενο βιβλίο της, είναι γυναίκες. Αυτή τη φορά είναι τέσσερις που η κάθε μια είναι και διαφορετική προσωπικότητα. Η δυναμική αλλά ασταθής Νανά είναι κομμώτρια χωρισμένη κι έχει ένα γιο στο τέλος της εφηβείας, τον Κωνσταντή. Η εσωστρεφής, ήρεμη Μαρία είναι ψυχολόγος και ζει μόνη. Η πάντα πρακτική αλλά κατά βάθος πολύ συναισθηματική Καίτη είναι και αυτή διαζευγμένη κι έχει μια κόρη στην εφηβεία την Βάλια. Και τέλος η Φρόσω που είναι παντρεμένη με το Νίκο κι έχει δίδυμες κόρες. Αποτελεί την έκπληξη της παρέας αφού όταν αποφασίζει να κάνει την επανάστασή της, δεν αναγνωρίζει ούτε η ίδια τον εαυτό της. Είναι φίλες αδελφικές από παιδιά. «Φίλες αχώριστες! Από παιδιά μαζί. Παιδιά της επαρχίας. Κοινά όνειρα, κοινές αναμνήσεις. Και τώρα στην αρχή της τέταρτης δεκαετίας της ζωής τους…Και οι τέσσερις ζουν στην Αθήνα. Ήταν το μεγαλύτερο όνειρό τους η Πρωτεύουσα. Τώρα, αν τις ρωτήσεις, δεν ξέρουν να σου πουν αν έπραξαν σωστά που ήρθαν. Δεν ξέρουν ή δε θέλουν να σου πουν…».
     Κι ενώ οι ζωές τους κυλούν λίγο-πολύ ήρεμα ή καλύτερα ας πούμε ότι έχουν μπει σε μια ρουτίνα, μια συγκεκριμένη καθημερινότητα, ξαφνικά όλα ανατρέπονται! Στις ζωές όλων, σημειώνονται τρομακτικές αλλαγές κι επέρχονται ανατροπές που καμιά τους δεν φανταζόταν. Και οι περισσότερες είναι αλλαγές δραματικές. Αλλαγές στις σχέσεις τους με τους άλλους: συζύγους, φίλους, παιδιά. Οι ανατροπές αυτές, αν και δημιουργούν εντάσεις μεταξύ τους, δεν μπορούν να διαρρήξουν το δεσμό που τις ενώνει. Αντίθετα όταν χρειαστεί συμπαραστέκονται η μία την άλλη και βοηθούν με όποιο τρόπο μπορούν. Μέχρι που θα επέλθει η «κάθαρση». «Κοίταξέ μας όλους. Μαζέψαμε το κομμάτια μας και συνεχίζουμε. Όταν κάτι τελειώνει, αρχίζει μετά κάτι άλλο. Είναι νόμος αυτό. Είναι η ίδια η ζωή. Είναι αυτό που λέμε…κάθε ΤΕΛΟΣ μια ΑΡΧΗ».
     Διαφορετικό από το πρώτο ως προς τη θεματολογία το δεύτερο μυθιστόρημα της Λίτσας Παντελίδου. Είναι όμως εξίσου καλογραμμένο, περιγράφει εύστοχα και αναλυτικά το γυναικείο ψυχισμό και τη γυναικεία οπτική σε πολλές εκφάνσεις της ζωής και είναι σίγουρο ότι θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος.