5 Δεκ 2016

ΜΕΣΑ ΑΠ' ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

ΒΑΣΩ ΚΟΖΩΝΗ ΤΟΥΜΠΑΝΟΥ
Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
Σελ. 315, Απρίλιος 2016

     Μεταξύ Καστροπολιτείας (Ναύπακτος) και Κωνστάντζας, κινούνται οι ήρωες του μυθιστορήματος της Β. Κοζώνη, το οποίο αφηγείται την περιπέτεια του βίου δύο οικογενειών, όπως την «είδε» ένας καθρέφτης, που χρόνια ολόκληρα βρισκόταν κρεμασμένος στον τοίχο του σπιτιού του Νικολάκη Δράκου. «Απέναντί της έστεκε ο μεγάλος βενετσιάνικος καθρέφτης, ο φερμένος απ’ την Κωνστάντζα… Ο καθρέφτης είχε ακούσει από πρώτο χέρι όλα τα περιστατικά. Τα περισσότερα μάλιστα τα ‘χε δει ολοζώντανα»
     Το 1964, στη Ναύπακτο, η Ευδοκία Δράκου, κάνει μια τελευταία επίσκεψη στο ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο πατρικό της σπίτι, πριν αυτό γκρεμιστεί για να αναγερθεί στο οικόπεδο μια πολυκατοικία. Σε μια γωνία, βρίσκει μια οικογενειακή φωτογραφία κι ένα σημειωματάριο. «Ένα καφέ δερματόδετο βιβλίο. «Μπα, τετράδιο είναι, πολυκαιρισμένο. Τα βερεσέδια θα είναι του μπαμπά». Τα φύλλα φαγωμένα στις άκρες. Νικολάκης Δράκος «Ημερολόγιον». Δεν είχε δει ποτέ τον πατέρα να γράφει κάτι άλλο εκτός από λογαριασμούς. Με τρεμάμενο χέρι γύρισε στη δεύτερη σελίδα. Άρχισε να διαβάζει».
     Το ημερολόγιο που γράφει ο Ν. Δράκος ξεκινά το 1855, όταν ο 15χρονος ορφανός από πατέρα νεαρός, έφυγε από τα βουνά της Ρούμελης, για να μεταναστεύσει στην Κωνστάντζα, όπου ζούσε ο άκληρος θείος του Διονυσάκης, ο οποίος ασχολούνταν με το εμπόριο και είχε δημιουργήσει αξιόλογη περιουσία. «Όταν με γύρεψε ο μπάρμπα-Διονυσάκης, ο αδελφός του πατέρα να πάω στην Κωνστάντζα για ψυχοπαίδι του, ήμουν νήπιο. Η μάνα τότε δεν μ’ έδωσε. Όταν δεκαπεντάρισα κι είδε κι αποείδε μου πε: «Ξύπνος είσ’ εσύ, καμάρι μ’, δεν κάνεις για τα γίδια. Άετε να βρεις την τύχη σ’. Άμα προκόψεις ματάλα». Με σταύρωσε με φυλαχτά και πίστρωσε την καπότα μου με τα μάτια στο χώμα».
     Ο Νικολάκης πλάι στο θείο του, μαθαίνει όλα τα μυστικά του εμπορίου και εξελίσσεται σε σημαίνον πρόσωπο του επιχειρηματικού κόσμου και την ελληνικής παροικίας της ρουμανικής πόλης. Είκοσι χρόνια μετά, το 1875, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη για να «κλείσει τα μάτια» της μάνας του. Τότε είδε και την κοπέλα που θα γινόταν γυναίκα του. «Δεκατεσσάρων χρονών, μου είπαν, μα φάνταζε είκοσι. Ψηλόλιγνη, μ’ ελαφίσιο λαιμό και κίνηση νεροφίδας. Ένα κεφάλι να το κόψεις. Η «Άνοιξη» του Μποτιτσέλι που είδα στη Φλοράντζα, όταν πέρασα προς τη Γένοβα για δουλειές του ναυτιλιακού γραφείου του μπάρμπα μου. Τέτοια ομορφιά! Οι πλεξούδες περιχυμένες με χρυσόμελο κι η θάλασσα λουσμένη στο χρυσωπό ήλιο αντιφέγγιζε στα μυγδαλωτά της μάτια. Με κοίταξε για μια στιγμή και το βλέμμα της πετάρισε μ’ ανήσυχα πρασινωπά κυματάκια που τράβαγαν τον καραβοκύρη ίσα καταπάνω τους. Όσο γνωστικός κι έμπειρος να ήταν κάποιος, θα τσακιζόταν πάραυτα στα κάλλη της Χρυσαφένιας».

     Η Ευδοκία, ανακαλύπτει όμως πως το «Ημερολόγιον» έχει πολλά κενά και αναλαμβάνει να συμπληρώσει αυτή την ιστορίας της οικογένειάς της, με όσα άκουσε και όσα έζησε.             Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, μεγάλης αφηγηματικής δύναμης, με πολύ καλή γραφή και γλώσσα. Όπου και όταν χρειάζεται για να αποδοθεί καλύτερα το κλίμα του τόπου και του χρόνου, η συγγραφέας χρησιμοποιεί στοιχεία της ντοπιολαλιάς. Αναπλάθει άριστα και μας μεταφέρει την τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου