5 Αυγ 2020

Η ΞΕΝΗ ΤΟΥ 1854

  



.

    

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΛΥΚΟΥΔΗΣ
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ
Σελ. 90, Απρίλιος 2020

     Η πανδημία του Covid-19, ξύπνησε μνήμες από παλαιότερες επιδημίες που έπληξαν την Ελλάδα. Μία από αυτές, ήταν η επιδημία της χολέρας που έπληξε αρχικά τον Πειραιά και στη συνέχεια την Αθήνα, τη Σύρο και σε μικρότερο βαθμό το Ναύπλιο κι άλλες περιοχές, τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1854.

     Για την περιγραφή της επιδημίας και τις επιπτώσεις υγειονομικές και κοινωνικές, γράφτηκαν κάποια χρονικά. Ένα από αυτά είναι και το «Η Ξένη Του 1854» του Ε. Λυκούδη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα.  «Ξένη» ονόμασε ο λαός τη χολέρα, αφού ήταν γενικά παραδεκτό, ότι την έφερε στην Ελλάδα το προσωπικό του αγγλικού και γαλλικού στόλου που είχε προχωρήσει τότε, στον αποκλεισμό του Πειραιά. «Πολλά λένε. Αλλά περισσότερο επιστεύθηκε πως μπήκε κρυφά επιβάτης και κρύφτηκε κάτω βαθειά, στο μπαλαούρο, μέσα σε μια καμαρωμένη φρεγάδα, χυτή, χαριτωμένη, που ήρχουνταν στον Πειραιά φορτωμένη στρατό για την Κριμαία».

     Η Ρωσία ήθελε το 1853, να τελειώνει για πάντα με τις αντιπαραθέσεις της με την Οθωμανική αυτοκρατορία, καταφέροντάς της, ένα ισχυρότατο πλήγμα κι ετοιμάστηκε για πόλεμο. Από την άλλη, Αγγλία, Γαλλία και Αυστρία, δεν ήθελαν να μεταβληθεί το status quo στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, γι’ αυτό κι εγγυήθηκαν την ακεραιότητα της παραπαίουσας αυτοκρατορίας. Στην Ελλάδα ο πόθος για επέκταση των συνόρων προς βορρά, ήταν διαρκής. Μια ενδεχόμενη επίθεση της Ρωσίας κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα λειτουργούσε ευνοϊκά προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να κηρύξει επίσημα πόλεμο, αφού βρισκόταν υπό την στρατιωτική και οικονομική εποπτεία των Άγγλων και των Γάλλων. Το μόνο που μπορούσε να γίνει, ήταν αντάρτικα σώματα να διεισδύσουν στις υπόδουλες περιοχές της Ηπείρου και τη Θεσσαλίας, να ξεσηκώσουν τον τοπικό πληθυσμό για να διώξουν τους κατακτητές, που δεν είχαν ισχυρές δυνάμεις στην περιοχή, λόγω της επικείμενης σύγκρουσης με τη Ρωσία. Τις κινήσεις αυτές ενίσχυαν και ο βασιλιάς Όθων και η Αμαλία. Προσδοκούσαν αφ’ ενός να αυξήσουν την επικράτεια του κράτους αλλά και την δημοφιλία τους. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι αντέδρασαν έντονα. Για να υπογραμμίσουν μάλιστα την αντίδρασή τους, έστειλαν ναυτικές δυνάμεις που απέκλεισαν το λιμάνι και αποβιβάστηκαν στον Πειραιά. Απείλησαν τον ΄Οθωνα με εκθρόνιση και τον πίεσαν να αποκηρύξει τους αντάρτες, αλλά και να αλλάξει την κυβέρνηση.

     Μέσω αυτών των ναυτών και στρατιωτών μεταδόθηκε η χολέρα-που είχε ξεκινήσει από τη Βεγγάζη της Ινδίας το 1839-στον Πειραιά. Οι ξένοι αξιωματικοί συμπεριφέρονταν ως κατακτητές. Γι’ αυτό δεν ενημέρωσαν τις υγειονομικές αρχές και δεν επιβλήθηκαν μέτρα καραντίνας όταν άρχισαν να εμφανίζονται κρούσματα στα πλοία τους, με αποτέλεσμα οι στρατιώτες να κυκλοφορούν ελεύθερα και να υπάρξει ευρεία διασπορά του βακτηρίου vibrio cholerae, που προκαλεί την ασθένεια. Όσοι στρατιώτες που πέθαιναν, θάβονταν κρυφά τα βράδια σε ομαδικούς τάφους. Το «μυστικό» διέρρευσε, όταν άρχισαν να σημειώνονται θάνατοι στους πολίτες του Πειραιά και της Αθήνας. Τότε εκτυλίχτηκαν σκηνές αλλοφροσύνης. Με όποιο τρόπο μπορούσε ο καθένας, εγκατέλειπε την πόλη για να καταφύγει σε απομακρυσμένες περιοχές. «Δεν ήταν φυγή πολέμου αυτή. Δεν θα πατούσε τας Αθήνας ο εχθρός, ούτε ακούονταν από μακριά κούφια, βουβή, του κανονιού η βροντή. Αλλά τον ένοιωθε χωρίς να τον βλέπει τον εχθρό ο άμοιρος ο κόσμος, παντοδύναμο σαν τον θάνατο. Και έφευγεν». Από τους τριάντα χιλ. κατοίκους που είχε η Αθήνα, υπολογίζεται ότι έμειναν στην πόλη λιγότεροι από οκτώ χιλ. Την πόλη εγκατέλειψε ο δήμαρχος Ι. Κόνιαρης και πολλοί υπουργοί. Προς τιμήν τους ο Όθωνας και η Αμαλία έμειναν στο παλάτι και διέθεσαν μεγάλα ποσά για την ανακούφιση των άπορων ασθενών. Φυσικά όπως συμβαίνει πάντα σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, δεν έλειψαν τα κρούσματα αισχροκέρδειας και διαφθοράς. Οι τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης αυξήθηκαν υπέρογκα. Γιατροί και φαρμακοποιοί, έκαναν «κομπίνες» με τη διάθεση των φαρμάκων. Δημιουργήθηκαν έμμισθες θέσεις που όχι μόνο δεν ήταν απαραίτητες, αλλά προκαλούσαν σύγχυση και προβλήματα. Από την άλλη βέβαια, υπήρξαν και εκδηλώσεις αλληλεγγύης. Όπως γιατρών, που τίμησαν τον όρκο τους: «Υπήρξαν είν’ αλήθεια, ιατροί ήρωες, γεμάτοι αφοσίωσι, θάρρος, αφιλοκέρδεια. Ένας από αυτούς βοηθώντας τους δυστυχισμένους, χωρίς μισθό, χωρίς αμοιβή, ο Σταυρίδης, έδωσε και τη ζωή του την πολύτιμη. Το Ιατροσυνέδριο άνοιξε εράνους για να του εγείρουν μνημείον. Δεν το ήυρα όμως πουθενά στο νεκροταφείο. Έχει τόσο αδύνατο μνημονικό η Ευγνωμοσύνη!». Τα θύματα της επιδημίας ξεπέρασαν τις τρεις χιλιάδες, αφού οι ούτως ή άλλως στοιχειώδεις υγειονομικές υποδομές δεν άντεξαν την πίεση.

     Αυτές τις μέρες της φρίκης περιγράφει στο χρονικό του ο Ε. Λυκούδης. Το χρονικό που βασίστηκε σε δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής αλλά και προσωπικές μαρτυρίες, είναι ένα εξαιρετικό κείμενο, μεγάλης δραματικής δύναμης, με μοναδική γραφή και γλώσσα. Ιδιαίτερα συγκινητική είναι η περιγραφή της ιστορίας της οικογένειας του μπάρμπα-Μήτρου Πλεξήζα, η οποία επλήγη σκληρά από την επιδημία. Το βιβλίο περιλαμβάνει το διήγημα «Μαρασμός», που είναι η ιστορία του καραβόσκυλου Κουτσάφτη και μία κατατοπιστική εισαγωγή του Σπύρου Τσακνιά.

     Ξεχωριστή μνεία θα ήθελα να κάνω στην ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση, που σε συνδυασμό με το περιεχόμενο, κάνουν το βιβλίο ένα μικρό κόσμημα, απόκτημα για κάθε βιβλιοθήκη.   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου