Ο πεζογράφος και μεταφραστής Δ. Μαμαλούκας,
γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα, όπου και κατοικεί. Έχει γράψει διηγήματα και μυθιστορήματα
για ενήλικες και παιδιά. Το πρώτο του μυθιστόρημα, μεταφέρθηκε στη μεγάλη
οθόνη. Έργα του: Παιδικά: «Κρις
Πινόκιο-Νοεμί Αστράκη: Τα Παιδιά Του Χαμένου Χρόνου: Ένα Ασυνήθιστο Σχολείο»
(Ψυχογιός, 2011), «Μια Περίεργη
Χρονομηχανή» (Ψυχογιός, 2011), «Ο
Μοναδικός Άλμπερτ» (Κουκουνάρι, 2013), «Η Χώρα Της Βροχής» (Κουκουνάρι, 2013),
«Η Μεγάλη Ληστεία Της Χρηματαποστολής» (Κέδρος, 2016), «Η Απαγωγή Του Τραπεζίτη
Ο’ Μπράιαν» (Κέδρος, 2017), «Τα Πλαστά Χαρτονομίσματα» (Κέδρος, 2018), «Το
Αγκμαράλο» (Κέδρος, 2020), Μυθιστορήματα:
«Όσο Υπάρχει Αλκοόλ Υπάρχει Ελπίδα» (Απόπειρα, 1999-Κουκουνάρι, 2016), «Ο
Μεγάλος Θάνατος Του Βοτανικού» (Καστανιώτης, 2003-Κουκουνάρι, 2014), «Η Απαγωγή
Του Εκδότη» (Καστανιώτης, 2005), «Η Χαμένη Βιβλιοθήκη Του Δημητρίου Μόστρα»
(Καστανιώτης, 2007), «Η Μοναξιά Της Ασφάλτου» (Εκδ. Οικ. Α.Α. Λιβάνη,
2008-Κουκουνάρι, 2014), «Κοπέλα Που Σε Λένε Φίνι» (Εκδ. Οικ. Α.Α. Λιβάνη,
2009), «Κράτα Μου Το Χέρι» (Ψυχογιός, 2012), Ο Κρυφός Πυρήνας Των Ερυθρών
Ταξιαρχιών» (Κέδρος, 2016-Βραβείο Μυθιστορήματος περιοδικού Ο Αναγνώστης), «Τα
Πτώματα Δεν Πληρώνουν» (Κέδρος, 2022), «Σκότωσε Σαν Τον Στίβεν Κινγκ» (Κέδρος,
2023), Συμμετοχές σε Συλλογικά Έργα:
«Ελληνικά Εγκλήματα» (Καστανιώτης, 2007), «Υπόγειες Ιστορίες» (Athens Voice, 2008), «Το Τελευταίο Ταξίδι» (Μεταίχμιο,
2009), «Ελληνικά Ονόματα» (Κέδρος, 2010), «Έρως 13» (Ψυχογιός, 2011), «Είσοδος
Κινδύνου» (Μεταίχμιο, 2011), «Η Επιστροφή Του Αστυνόμου Μπέκα» (Καστανιώτης,
2012), «Στον Ίσκιο Του Βασιλιά» (Κλειδάριθμος, 2017), «Οι Καλύτερες Ιστορίες Με
Φαντάσματα» (Παπαδόπουλος, 2019), «Τα Βατράχια» (Bell, 2018).
Ποια ήταν η πηγή
έμπνευσης για το βιβλίο σας;
Τι άλλο παρά ο Στίβεν Κινγκ και τα βιβλία
του; Τόσο διάβασμα, τόσοι επηρεασμοί, τόσες σκέψεις βρήκαν στέγη σ’ αυτό το
αστυνομικό μου μυθιστόρημα. Τον Κινγκ τον θεωρώ ένα συγγραφικό/λογοτεχνικό
φαινόμενο τόσο από πλευράς παραγωγής όσο και ποιότητας έργου. Θεωρώ τον εαυτό
μου τυχερό που έζησα παράλληλα μ’ αυτόν και τον διάβαζα ταυτόχρονα. Κι εκείνος
είναι τυχερός που έζησε την αναγνώριση της δουλειάς του, πράγμα που δεν συνέβη
με αντίστοιχους συγγραφείς-φαινόμενα όπως ο Πόε. Υποστηρίζω σφόδρα -και το γράφω
εδώ και δεκαπέντε χρόνια- ότι ο Κινγκ αξίζει το νόμπελ λογοτεχνίας.
Θέλετε να μεταφέρετε
κάποιο μήνυμα με αυτό και ποιο είναι αυτό;
Δεν γράφω ποτέ μυθιστορήματα που να θέλουν
να περάσουν κάποιο μήνυμα. Φτιάχνω ιστορίες, περιγράφω συμπεριφορές,
χαρακτήρες, κόσμους, και συχνά τον πραγματικό κόσμο. Αν κάποιος βγάζει μηνύματα
μέσα από τα βιβλία μου αυτός δεν είναι ο σκοπός μου ούτε γίνεται ηθελημένα και
με απασχολεί στο ελάχιστο.
Η λογοτεχνία μπορεί να
είναι μια κοινωνική πράξη;
Αυτό ίσως ίσχυε κάποτε. Τώρα η μόνη
κοινωνική πράξη που βλέπω εγώ είναι που στη χώρα μας λίγοι ρομαντικοί
εξακολουθούμε να γράφουμε βιβλία μέσα σε μια απόλυτη απαξίωση από σχεδόν
όλους.
Μπορεί η λογοτεχνία να
δρομολογήσει αλλαγές σε κοινωνικό επίπεδο;
Δεν
ξέρω, η λογοτεχνία εκτός από το να ψυχαγωγεί μπορεί να προβληματίσει, να θέσει
ερωτήματα, να καταγγείλει, να περιγράψει την ζοφερή πραγματικότητα, ακόμα και
να προτείνει κάθε είδους ενέργειες. Έτσι όμως ο συγγραφέας μπορεί εύκολα να
πέσει στην παγίδα της στρατευμένης λογοτεχνίας. Αλλά το θέμα είναι
πώς θα αντιμετωπιστεί μια τέτοια οπτική από τον αναγνώστη. Εμένα προσωπικά, σαν
αναγνώστη, η στρατευμένη λογοτεχνία καμουφλαρισμένη ως μυθιστόρημα -ή ακόμα
χειρότερα, σαν αστυνομικό μυθιστόρημα- μου προκαλεί εμετό.
Πότε καταλάβατε ότι
θέλετε να γίνετε συγγραφέας;
Από πολύ- πολύ νωρίς, στα χρόνια του
δημοτικού. Φαινόταν και από τις εκθέσεις μου. Ήμουν συνεχώς εκτός θέματος.
Νόμιζα ότι ήμουν ο χειρότερος της τάξης σ’ αυτό το μάθημα, αλλά πολύ αργότερα
συνειδητοποίησα ότι έγραφα πάντα τις δικές μου ιστορίες αντί για το θέμα της
έκθεσης. Κι ό,τι προσπαθούσα πάντα να γράφω κάτι που να έχει άρωμα μυστηρίου
και τρόμου ή υπαρξιακού αδιεξόδου.
Ποια ήταν τα
συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
Ήταν το 1999. Είπα: “να το. Δεν είναι κακό.
Άντε να δούμε πού θα μας βγάλει”. Ένιωσα χαρά και ικανοποίηση, αναμφίβολα. Αλλά
μέχρι να βγει το δεύτερο και το τρίτο δεν θεωρούσα τον εαυτό μου πραγματικό
συγγραφέα.
Τι συμβαίνει
στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
Μπαίνουν στο χρονοντούλαπο, στη λήθη και
κατά καιρούς ζητούν να επιστρέψουν, πολιορκούν τη σκέψη μου, ξανάρχονται σαν
φαντάσματα σε άσχετες στιγμές. Στα πρώτα χρόνια της συγγραφής με απασχολούσαν
περισσότερο, τώρα αδιαφορώ, τους γράφω να το πω λαϊκά.
Έχετε βιώσει
συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
Εφόσον προσπαθώ οι ήρωές μου να είναι
κανονικοί άνθρωποι σαν κι εμένα εννοείται ότι βιώνω συνεχώς τα ίδια
συναισθήματα με εκείνους. Εξαίρεση το έγκλημα: δεν έχω σκοτώσει ακόμα κανέναν
όπως έχουν κάνει πολλοί ήρωές μου.
Σας μοιάζει κάποιος από
τους ήρωες σας;
Πολλοί ήρωες κουβαλούν πλευρές των
δημιουργών τους. Όμως κανείς συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του δεν θα
δημιουργούσε έναν ήρωα κατ’ εικόνα και ομοίωση. Ο Νικόλα Μιλάνο αγαπάει τα
κλασικά αυτοκίνητα όπως κι εγώ, αλλά εκεί σταματάνε οι ομοιότητές μας. Ο
Νετούνο τρέχει όπως κι εγώ, εκείνος όμως είναι πολύ καλύτερος δρομέας. Κάπως
έτσι είναι αρκετοί ήρωές μου. Όλοι έχουν κάτι από μένα.
Ποιος είναι ο πρώτος
αναγνώστης των κειμένων σας;
Η σύζυγός μου. Με ανέχεται και συγγραφικά.
Την αγαπώ πολύ.
Ποιος είναι ο ιδανικός
αναγνώστης για σας;
Αυτός που δεν λέει/σκέφτεται: “α, ο
συγγραφέας είναι Έλληνας και τον έχω δει μια φορά στο δρόμο, έχω δει και το
προφίλ του στο φβ, αποκλείεται να έχει γράψει ένα αξιόλογο βιβλίο για τον
Στίβεν Κινγκ”. Κι όπου Στίβεν Κινγκ μπορείτε να βάλετε τη λέξη “αστυνομικό”. Αυτό
φαίνεται καθαρά στις κριτικές που δέχομαι από την Τουρκία που αγνοούν οτιδήποτε
για μένα σαν φυσικό πρόσωπο και κρίνουν αποκλειστικά το βιβλίο μου. Αλλά αυτό
νομίζω ότι συμβαίνει σε όλες τις μικρές χώρες.
Γράφοντας, έχετε
ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
Όχι πολλά. Περισσότερα έχω
ανακαλύψει με το τρέξιμο υπερμαραθωνίων, όπως πχ ότι μπορώ να έχω μεγάλο πείσμα
και υπομονή, που χρειάζονται και στη συγγραφή βέβαια. Με τη συγγραφή ανακάλυψα
απλώς ότι μπορώ να τελειώσω ένα μυθιστόρημα που μπορεί να αρέσει και σε άλλους
εκτός από εμένα.
Υπήρξε κάτι στη
διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
Όχι δεν νομίζω.
Σας αρέσει να
συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
Μου αρέσει, αλλά γρήγορα ένας από τους δύο
θα το μετανιώσει. Πιστεύω πολύ στο γνωστό κλισέ: “αν σου αρέσει ένας συγγραφέας
μην επιδιώξεις να τον γνωρίσεις ποτέ”. Πάντως ένα θερμό σημείωμα από κάποιον
αναγνώστη σού δίνει χαρά και κουράγιο να συνεχίσεις.
Σε συζητήσεις με
αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν
είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
Ναι, έχει συμβεί, έχει ενδιαφέρον και είναι
γοητευτικό.
Εκτός από τον Σ. Κινγκ,
υπάρχει κάποιος άλλος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
Αρκετοί λίγο έως πολύ, αγαπώ πολύ τον Πόε,
τον θεωρώ αξεπέραστο. Επίσης διαβάζω και ξαναδιαβάζω Βαν Γκούλικ και Σιμενόν,
αν και το χειρότερο που μπορείς να κάνεις σαν συγγραφέας, είναι να προσπαθήσεις
να μιμηθείς την γραφή του Σιμενόν. Σίγουρη -και παταγώδης- αποτυχία.
Είναι εύκολη ή δύσκολη
διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
Πάντα είναι δύσκολη διαδικασία για μένα. Το
γράψιμο είναι σαν χρέος, σαν αποστολή από κάποια ανώτερη δύναμη μέσα μου.
Υπάρχουν στο μυαλό μου κάποια σχέδια μυθιστορημάτων, κάποιες ιδέες, που πρέπει
να γίνουν βιβλία. Κι εγώ υπακούω. Και τα γράφω. Τόσο απλά.
Αν και είναι πολύ νωρίς
ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε
«υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;
Σπάνια έχω υλικό έτοιμο. Αυτή τη στιγμή
ετοιμάζω την δεύτερη περιπέτεια του Νετούνο, του ήρωά μου στο “Τα πτώματα δεν
πληρώνουν”.