Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στον
Πετρόκαμπο, ένα χωριό «Μεταξύ Ηπείρου και Στερεάς, βουνού και
θάλασσας, χωρίς να βλέπει θάλασσα. Καταμεσής ενός κάμπου σαν την Κοιλάδα του
Θανάτου στην Καλιφόρνια…».
Το χωριό αν και στο παρελθόν είχε κάποιες
προοπτικές, έσβηνε σιγά-σιγά αφού δεν το ευνοούσε ούτε το φυσικό τοπίο. «Διότι
ο Πετρόκαμπος ήταν όντως πετρόκαμπος, αφού δεν διέθετε δέντρα και καλλιέργειες,
μήτε βουνά, μήτε θάλασσες ή δάση […] Σποραδικά μόνο, ας είναι καλά τα πουλιά,
έπεφταν μερικοί σπόροι που μετά κόπων και βασάνων κατέληγαν να εξελιχθούν σε
κάτι αναιμικούς θάμνους, αταξινόμητους και αγνοημένους ακόμη και από τους
ειδικούς».
Κοντά στο χωριό βρισκόταν ένα ύψωμα-δεν το
έλεγες ακριβώς βουνό-ο Μαρμαρόγκας, που έμπλεκε τους εναπομείναντες κατοίκους
σε μπελάδες. Ή κάποιες φορές λειτουργούσε σαν άλλοθι! «…ένα βουνό που υπολειπόταν σε
ύψος από τα κανονικά βουνά, αλλά μέσα στα σπλάχνα του έβραζαν μηχανισμοί
μυστήριοι, με τη μαγική παραφροσύνη του απρόβλεπτου».
Κι ενώ η ζωή σ’ αυτό το χωριό των
συνταξιούχων-τα παιδιά του μονοθέσιου Δημοτικού ήταν ελάχιστα και ήταν υπό την
επίβλεψη ενός μάλλον ιδιόρρυθμου (για να το πούμε ευγενικά) δασκάλου-κυλάει σε
αργούς ρυθμούς, έρχεται ένα γράμμα από τη Γερμανία που θα ανατρέψει όλα τα
δεδομένα και θα φέρει μεγάλη αναστάτωση. Ένα τέκνο του χωριού, ο Λάκης Μπούγας
που έφυγε 14χρονος από τον Πετρόκαμπο σχεδόν αποδιωγμένος κι έκανε αξιόλογη
περιουσία στη Γερμανία, με τη διαθήκη του, αφήνει ένα μεγάλο ποσό, για να
γίνουν κοινωφελή έργα. Η επιστολή απευθυνόταν στον μοναδικό-έστω και
μακρινό-συγγενή του, συνταξιούχο λογιστή Πέτρο Μακκαβαίο ή Μπαλαρίνο. Ο οποίος «ένα
τέταρτο μετά την ανάγνωση της τρισέλιδης επιστολής, δεν ήταν πια ο ίδιος. Ούτε
αυτός ούτε οι συνήθειές του. Γι’ αυτό ανησύχησε ο καφετζής Πετράκης Γκαβός,
όταν άκουσε τον Μπαλαρίνο να παραγγέλνει και τρίτη λεμονάδα. Τρεις λεμονάδες
μέσα σε είκοσι λεπτά ουδείς Πετροκαμπιώτης είχε πιεί μέχρι τότε, από καταβολής
του χωριού».
Ο μακαρίτης Μπούγας, για να εκταμιευτούν
τα δέκα περίπου εκατομμύρια ευρώ, έθετε έναν όρο: μέρος του ποσού, θα διατεθεί
για την ανέγερση μουσείου, που θα εκθειάζει την επαγγελματική του διαδρομή.
Όμως εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα. Ο Μπούγας έκανε καριέρα ως… πορνοστάρ. Η ταινία του
«Το τρίτο πόδι του Ρήνου», έκοψε εκατομμύρια εισιτήρια σε όλο τον κόσμο.
Μάλιστα η ταινία αυτή, σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία στη Σανγκάη! Οι Κινέζοι
σχημάτιζαν ουρές έξω από τους κινηματογράφους που προβάλλονταν η ταινία. Ο
Μπούγας ακόμη, εκτός από τις αφίσες, τις φωτογραφίες, τις ταινίες και τα
διάφορα αξεσουάρ, ήθελε στο κεντρικό σημείο του μουσείου, να είναι τοποθετημένο
το εξαιρετικού μεγέθους… όργανό του, το οποίο θα είχε αποκοπεί από υπόλοιπο
σώμα του, και θα διατηρούνταν με τις κατάλληλες τεχνικές! Μπορεί όμως μια
συντηρητική επαρχιακή κοινωνία, να ανεχθεί ένα τόσο σκανδαλιστικό μουσείο; Με
δέκα εκατομμύρια όλα γίνονται. Μέχρι και ο μητροπολίτης Αμβρόσιος Τεκνοπνίκτωρ,
έδωσε τις ευλογίες του!
Η χειμαρρώδης γραφή, ο σαρκασμός, η λεπτή
ειρωνεία, το χιούμορ, οι σουρεαλιστικές σκηνές, τα (απαραίτητα) μεταφυσικά
φαινόμενα και μια εξαιρετική πινακοθήκη χαρακτήρων, ο καθένας με τις
ιδιαιτερότητες και τα «κολλήματά» τους, τους οποίους προσπαθούν να τιθασεύσουν ο
Μακκαβαίος και ο παπα-Τσιλιβίθρας, είναι σίγουρο ότι θα χαρίσουν ώρες
αναγνωστικής απόλαυσης και διασκέδασης σε όσους διαβάσουν το νέο, εξαιρετικό
μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου