ΤΑΣΟΣ
ΚΑΝΤΑΡΑΣ
Εκδόσεις
ΤΟΠΟΣ
Σελ.
280, Δεκέμβριος 2018
Τη συνέχεια του πρώτου μυθιστορήματός του
(«Διαρκές Φύλλο Πορείας»), που περιγράφει την ιστορία της οικογένειάς του, μέσα
στο ιστορικό πλαίσιο κάθε εποχής, μας παρουσίασε στο τέλος του 2018, ο Τ.
Κανταράς.
Το μυθιστόρημα ξεκινά με την επιστροφή του
Διαμαντή –που παίρνει τα ηνία και γίνεται αυτός ο κεντρικός χαρακτήρας-στην
μικρή κωμόπολη της Χαλκιδικής απ’ όπου κατάγεται. Έχει ολοκληρώσει μια τετραετή
(!!) στρατιωτική θητεία. Οι καιροί είναι σκληροί και δύσκολοι. Βρισκόμαστε στα
χρόνια του Εμφυλίου πολέμου και η θητεία καθορίζεται από τις εκάστοτε ανάγκες σε
έμψυχο δυναμικό του στρατού, οπότε η διάρκειά της ποικίλει και δεν είναι
προκαθορισμένη. «Η Φωτεινή κοίταξε καλύτερα στην αυλή. Το πρόσωπό της φωτίστηκε. Της
λύθηκε η απορία για το ολονύκτιο προαισθηματικό γαύγισμα του ζωντανού. Αυτόν
που διαισθανόταν ο Μύρτος, τον έβλεπε τώρα μπροστά της, Έναν παλίκαρο ίσα με
δύο μέτρα, φορτωμένο μ’ ένα σακί στην πλάτη του, ο οποίος είχε σκύψει και
χάιδευε τρυφερά το τετράποδο […] Στον Διαμαντή αναγνώριζε τον σωτήρα του. Τον
είχε περιμαζέψει τραυματισμένο, τον τελευταίο χρόνο της κατοχής, όταν μια ομάδα
Γερμανών και συνεργατών τους, τον πυροβόλησαν στα πόδια για να κάνουν
σκοποβολή».
Ο Διαμαντής γύρισε παρασημοφορημένος από
τον πόλεμο. Κάτι που προκάλεσε την οργή της μάνας του. Από τα παράσημα «το
ένα είχε το όνομα της Βασίλισσας Φρειδερίκης, το άλλο, του Διοικητού του Γ!
Σώματος Στρατού! […] “Τι είναι τούτα ρε
κερατά; Γιατί σ’ τα έδωσε αυτή η ξεφτιλισμένη;”». Είδε κι έπαθε ο
Διαμαντής για να την πείσει ότι δεν πήρε τα παράσημα επειδή έδειξε προθυμία
εναντίον των «εχθρών» στα πεδία των μαχών. Στην πραγματικότητα, ο Διαμαντής
τιμήθηκε γιατί κατάφερε με κίνδυνο της ζωής του, να περισυλλέξει νεκρούς και
τραυματίες με το βαρύ στρατιωτικό όχημα που οδηγούσε, μέσα από ένα
ναρκοθετημένο χώρο.
Με την επιστροφή του, προσγειώνεται στην
σκληρή πραγματικότητα. Το σκληρό και ανάλγητο μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς, δείχνει
τα δόντια του όχι μόνο στους «ηττημένους», αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους,
για να τους κρατά υπό έλεγχο. Κουμάντο κάνουν οι πρώην συνεργάτες των Ναζί, οι πάνοπλοι
ΜΑΥδες, και οι κατά τόπους διοικητές της χωροφυλακής, που ενεργούν όπως
νομίζουν χωρίς να χρειάζεται να δίνουν λογαριασμό και φυσικά χωρίς κανένα
σεβασμό στα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των πολιτών. Από κοντά και οι
πανταχού παρόντες χαφιέδες, που με πραγματικά ή και χαλκευμένα «στοιχεία»,
παρεμβαίνουν στη ζωή των πολιτών, κυρίως εξυπηρετώντας τα προσωπικά τους
μικροσυμφέροντα. Όλοι αυτοί, σε αγαστή συνεργασία, λυμαίνονται όση από τη
βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ, σε ρουχισμό και τρόφιμα, φτάνει στην μικρή κωμόπολη
της Χαλκιδικής.
Για τον Διαμαντή όλα αυτά είναι
απαράδεκτα. «Ήταν είκοσι εννέα χρόνων. Είχε μέσα του απύθμενο θυμό μ’ αυτά που
ζούσε. Δεν δεχόταν την προσβολή. Η ανυπότακτη φύση του δεν μπορούσε να
συμβιβαστεί με το άδικο. Ονειρευόταν έναν καλύτερο κόσμο. Ένιωθε αηδία με όσους
πλούτισαν στην κατοχή από τον πόνο του
κοσμάκη. Ο άλλος, τους Εβραίους που δήθεν τους προστάτευε, τους καθάρισε στην
ψύχρα και τους πήρε το χρυσάφι. Ήταν σίγουρος, όταν το έκανε, πως αυτούς
κανένας δεν θα τους αναζητούσε τότε! Τώρα έβλεπε και τα παράσιτα, τους μάυδες,
να τα βάζουν με απροστάτευτα κορίτσια! Ήθελε να τελειώσει αυτός ο πόλεμος, αλλά
έβλεπε να συνεχίζεται μ’ άλλες μορφές». Ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση
κι αντιπαράθεση και το μόνο που αρχικά τον προστάτεψε ήταν τα παράσημά του.
Αλλά όχι για πολύ… Αργότερα χρειάστηκε να πληρώσει το τίμημα της ανυπότακτης
φύσης του.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η συνέχεια της
οικογενειακής ιστορίας, που θα μπορούσε να είναι η ιστορία πολλών οικογενειών
της ελληνικής επαρχίας. Το «Ανυπότακτοι Δύσκολων Καιρών», διατρέχει την σκληρή
εποχή της μετεμφυλιακής Ελλάδας και φτάνει μέχρι την Απριλιανή χούντα. Είναι
γραμμένο με πολύ καλό τρόπο γραφής, που κάνει το κείμενο να ρέει εύκολα και θα
χαρίσει ώρες αναγνωστικής απόλαυσης σε όποιον αποφασίσει να το διαβάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου