Ο Στρατής Γαλανός
γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Διαμένει μόνιμα στη Νέα Ιωνία Αττικής. Είναι εκ
γενετής τετραπληγικός και μετακινείται με αναπηρικό αμαξίδιο. Σπούδασε Νομικά
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών απ’ όπου αποφοίτησε το 1991. Μιλά τέσσερις γλώσσες,
αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά, με αντίστοιχα πτυχία πανεπιστημίων του
εξωτερικού.
Μετά την πρακτική του εξάσκηση, εργάστηκε αρχικά ως δικηγόρος (1993-1996), κατόπιν ως υπάλληλος γραμματειακής υποστήριξης στον ΑΝΤΕΝΝΑ (1996) και τέλος ως διοικητικός υπάλληλος στην ΕΥΔΑΠ (1997-2012), από όπου και συνταξιοδοτήθηκε.
Διετέλεσε μέλος της Εξελεγκτικής Επιτροπής του Πανελλήνιου Συλλόγου Παραπληγικών - ΠΑΣΠΑ. Έργα του: «Η Διαδρομή Και Το Κόμιστρο» (2019, Ε.Ο. Λιβάνη).
Μετά την πρακτική του εξάσκηση, εργάστηκε αρχικά ως δικηγόρος (1993-1996), κατόπιν ως υπάλληλος γραμματειακής υποστήριξης στον ΑΝΤΕΝΝΑ (1996) και τέλος ως διοικητικός υπάλληλος στην ΕΥΔΑΠ (1997-2012), από όπου και συνταξιοδοτήθηκε.
Διετέλεσε μέλος της Εξελεγκτικής Επιτροπής του Πανελλήνιου Συλλόγου Παραπληγικών - ΠΑΣΠΑ. Έργα του: «Η Διαδρομή Και Το Κόμιστρο» (2019, Ε.Ο. Λιβάνη).
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης
για το βιβλίο σας;
Η πρώτη ύλη του μυθιστορήματός μου
προέρχεται από προφορικές αφηγήσεις ατόμων του στενού οικογενειακού μου
περιβάλλοντος, μαρτυρίες της μητέρας μου, των αδελφών και ξαδέλφων της, των
γιαγιάδων μου. Γύρω από έναν πυρήνα αληθινών περιστατικών και γεγονότων,
σαρκώνεται ο καρπός της μυθοπλασίας, τι είναι όμως πραγματικό και τι επινοημένο
από τη συγγραφική φαντασία, αυτό είναι δυσδιάκριτο ακόμα και σε μένα τον ίδιο.
Γιατί κάθε φορά που διηγούμαστε μια ιστορία, αναγκαστικά την εφευρίσκουμε και
την δημιουργούμε εξαρχής επιλέγοντας τις λέξεις με τις οποίες θα την
περιγράψουμε.
Θέλετε να μεταφέρετε
κάποιο μήνυμα με το αυτό και ποιο είναι αυτό;
Στο μέτρον του δυνατού θα ήθελα να αποφύγω
τον πειρασμό του διδακτισμού και της ηθικολογίας. Δε γνωρίζω μετά βεβαιότητος
τι είναι σωστό και τι λάθος, ούτε είμαι σε θέση να διακρίνω ξεκάθαρα τη λεπτή
διαχωριστική γραμμή που χωρίζει το Καλό απ’ το Κακό ώστε να την υποδείξω και
στον αναγνώστη κι η μόνη αρετή την οποία θα επιθυμούσα να του εμφυσήσω, θα ήταν
αυτή της διαρκούς δυσπιστίας και αμφισβήτησης απέναντι σε κάθε αυτόκλητη
αυθεντία, του εαυτού μου μη εξαιρουμένου.
Η λογοτεχνία μπορεί να
είναι μια κοινωνική πράξη;
Βεβαίως ναι, περιορισμένης όμως έκτασης και
ισχύος. Τα βιβλία μυθοπλασίας ή ποίησης έχουν από τη φύση τους περιορισμένες
φιλοδοξίες, συνήθως αρκούνται στο να παρέχουν ψυχαγωγία, να διεγείρουν
συναισθήματα, να διαμορφώνουν ευαισθησίες, να παρέχουν γνώσεις και σε
ορισμένες, εξαιρετικές περιπτώσειςμεγάλων, κλασικών αριστουργημάτων, να
συγκροτούν έναν ορισμένο τρόπο να αντιλαμβανόμαστε τον Άνθρωπο και τον Κόσμο,
πλην όμως σπανίως τους αλλάζουν κι ακόμη σπανιότερα τους βελτιώνουν, είναι τα κείμενα
δοκιμιακού ή θρησκευτικού περιεχομένου εκείνα που διεκδίκησαν και σφετερίστηκαν
ετούτο το αμφίβολο προνόμιο υποσχόμενα Ουτοπίες, οι οποίες όμως ουδέποτε
υλοποιήθηκαν επί της γης.
Πότε
καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε συγγραφέας;
Αργά, στα σαράντα μου, σαν σύμπτωμα κρίσης
της μέσης ηλικίας.
Ποια ήταν τα
συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
Αμφίθυμα και αντιφατικά. Από τη μια πλευρά, έντονη
ικανοποίηση, βαθύτερη από κάθε απλή χαρά που είχα βιώσει ως τότε, μια αίσθηση αυτοπραγμάτωσης
καθώς έφτανα στον προορισμό μου και εκπλήρωνα τον μείζονα στόχο που είχα θέσει
στη ζωή μου δίχως συμβιβασμούς και εκπτώσεις. Από την άλλη, μια παράξενη και
σχεδόν ανεξήγητη αίσθηση αποξένωσης που μου είναι δύσκολο να την εκφράσω με
λόγια, αλλά θα την παραλλήλιζα με το συναίσθημα μίας μάνας που αποχωρίζεται το
μοναχοπαίδι της. Αυτό το βιβλίο το έγραφα λέξη προς λέξη επί χρόνια ολόκληρα,
οι ήρωές του με είχαν συντροφεύσει σε όλο αυτό το μακρύ διάστημα της κυοφορίας
και τώρα που είχε πια τυπωθεί ένιωθα ότι δεν μου ανήκε πλέον, ότι είχε
αυτονομηθεί και περνούσε στα χέρια αλλωνών, των αναγνωστών, των κριτικών, των
μεταφραστών, των εκδοτών. Ήμουν ακόμη ο δημιουργός του, όμως εκείνο ξεκινούσε
μια δική του ανεξάρτητη ζωή που ποιος ξέρει πού θα το οδηγήσει;
Τι συμβαίνει στους
ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
Χάνονται στην ομίχλη της Ιστορίας, όπως ο
Χάνς Κάστορπ του Μαγικού Βουνού. Εκτός από αυτούς που πεθαίνουν ή που τους
σκοτώνουν οι λέξεις μου εν τω μέσω της αφήγησης, όλοι οι υπόλοιποι θα
εξακολουθήσουν να ζουν τις ζωές τους στη φαντασία των αναγνωστών αλλά και στα
μελλοντικά κείμενά μου, δημιουργώντας έναν κλειστό, αυτοτροφοδοτούμενο και
αυτάρκη μικρόκοσμο, παρόμοιο με αυτούς που επινόησαν ο Μπαλζάκ ή ο Φώκνερ· αυτή
τουλάχιστον είναι η πρόθεσή μου.
Έχετε βιώσει
συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
Ανήκω σε μια ευνοημένη γενιά που δε
γνώρισε πόλεμο, Κατοχή, λιμοκτονία, εξέγερση ή Εμφύλιο σπαραγμό· ακόμη κι από
την πιο πρόσφατη περίοδο της Απριλιανής δικτατορίας, μόνο αμυδρές και
συγκεχυμένες παιδικές αναμνήσεις διατηρώ. Θα ήταν λοιπόν αλαζονικό και
ανεδαφικό συνάμα εάν ισχυριζόμουν ότι έχω βιώματα και συναισθήματα ανάλογα με
αυτά των πρωταγωνιστών του βιβλίου μου. Η συγγραφή ωστόσο, μεταξύ άλλων είναι
και μία διαρκής και επίπονη άσκηση ενσυναίσθησης, μια συνειδητή προσπάθεια να
μπεις στο πετσί ενός άλλου, να καταλάβεις πώς σκέφτεται και τι αισθάνεται σε
μια δεδομένη ιστορική στιγμή που διαφέρει ριζικά από την εποχή μας. Αυτή η
απόσταση που μας χωρίζει από το παρελθόν είναι ταυτόχρονα εμπόδιο και προνόμιο
για τον συγγραφέα· εμπόδιο επειδή δεν μπορεί να βασιστεί στη δική του πείρα για
να κατανοήσει τις πράξεις των προγόνων, προνόμιο διότι του δίνει την ευκαιρία
του αναστοχασμού σε συνθήκες νηφαλιότητας, απαλλαγμένες από τον επικαιρικό
φανατισμό των πολιτικών και εθνικών αντιπαλοτήτων.
Σας μοιάζει κάποιος από
τους ήρωες σας;
Και ναι και όχι. Οι περισσότεροι από τους
χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι πλάσματα υβριδικά, συνετέθησαν δηλαδή από
κομμάτια και πλευρές της προσωπικότητας πολλών διαφορετικών ανθρώπων, σύμφωνα
με την συνταγή για το τέλειο βοδινό του κυρίου Νορπουά που υποδεικνύει ο Μαρσέλ
Προυστ στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Κάποια από αυτά τα κομμάτια είναι δικά
μου, κάποια άλλα όμως προέρχονται από τις βιογραφίες και την ψυχοσύνθεση ατόμων
που έτυχε να γνωρίσω προσωπικά. Η κεντρική αφηγήτρια, ένα αυτοκίνητο ονόματι
Πατρίτσια είναι ον δικέφαλο, μισή εγώ, μισή η γυναίκα η οποία υπήρξε η πιο
μακρόχρονη και σταθερή ερωτική σχέση της μέχρι τώρα ζωής μου, σε εκείνην ανήκει
κατά κύριο λόγο το συναισθηματικό μέρος του χαρακτήρα, σε μένα το νοητικό-
εγκυκλοπαιδικό. Η μέγιστη δυσκολία έγκειται νομίζω στην περιγραφή και την
ενδοσκόπηση του ριζικά αλλότριου: πώς περιγράφεις έναν ναζιστή δίχως ούτε να
τον ωραιοποιήσεις, ούτε και να τον δαιμονοποιήσεις, όταν δεν είσαι ναζιστής; Πώς να
αναπαραστήσεις την εμπειρία ενός λιμοκτονούντα ή μίας πόρνης, όταν δεν έχεις
ποτέ πεινάσει ή εκπορνευτεί.
Ποιος είναι ο πρώτος
αναγνώστης των κειμένων σας;
Ήταν η καλή φίλη Νάσια Μπίθα, την οποία θέλω
να ευχαριστήσω και δημοσίως για την ενθάρρυνση, την υποστήριξη αλλά και τις
κριτικές παρατηρήσεις της.
Ποιος είναι ο ιδανικός
αναγνώστης για σας;
Δεν ξέρω εάν υπάρχει στ’ αλήθεια ο ιδανικός
αναγνώστης, θα τον φανταζόμουνα όμως ως κάποιον φιλότεχνο εστέτ, ο οποίος θα
είχε τα ίδια διαβάσματα, ακούσματα και θεάματα με εμένα, έτσι ώστε να είναι σε
θέση να αντιληφθεί δίχως επεξηγήσεις τις πολλαπλές και συχνά συγκαλυμμένες
διακειμενικές αναφορές του κειμένου ή την επίδραση που άσκησαν στον συγγραφέα
του η μουσική, ο κινηματογράφος, η ζωγραφική.
Γράφοντας, έχετε
ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
Δεν είναι η Πολύτροπος Μούσα που σε κάνει
καλλιτέχνη, ούτε ο φύλακας άγγελός σου ή η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος,
καλλιτέχνη σε κάνουν οι δαίμονές σου, αυτούς με τους οποίους συνδιαλέγεσαι,
συνυπάρχεις και αντιπαλεύεις καθημερινά. Τους προσωπικούς μου δαίμονες ανακάλυψα
γράφοντας: την αναβλητικότητα, τη φυγοπονία, τη φιλοδοξία, τη ματαιοδοξία, τις
εμμονές μου, την έλξη προς το Κακό, την ικανότητα να ψεύδομαι συστηματικά και
καθ’ έξιν, την αδιακρισία μου που οικειοποιείται τις ιδιωτικές στιγμές των
άλλων σαν ηδονοβλεψίας που κοιτάει κρυφά από την κλειδαρότρυπα. Η ίδια η
συγγραφή όμως είναι πράξη μετουσίωσης αλχημιστικής φύσεως, μια σχεδόν μαγική
και ανεξιχνίαστη διαδικασία, η οποία μετατρέπει το ταπεινό και χθαμαλό
σε δημιουργικό έργο· δεν ήταν μήπως ο Άμος Οζ που έγραψε ότι «κουτσομπολιό και
υψηλή λογοτεχνία είναι δύο πρώτες ξαδέλφες μαλωμένες χρόνια μεταξύ τους;».
Υπήρξε κάτι στη
διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
Συνέβη συχνά, ναι. Ένα ιστορικό
μυθιστόρημα, όπως είναι Η Διαδρομή και το Κόμιστρο απαιτεί μεγάλη ερευνητική
προεργασία κατά τη διάρκεια της οποίας αναθεώρησα αρκετά στερεότυπα τα οποία
έτρεφα σχετικά με το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν. Το μεγαλύτερο όφελος από αυτή
τη διαδικασία ήταν ότι ξεπέρασα μια μανιχαϊστική προσέγγιση των γεγονότων και
των πρωταγωνιστών τους, αποποιήθηκα την μονοδιάστατη και απλουστευτική
απεικόνιση των χαρακτήρων, των κινήτρων και των πράξεών τους, διαπίστωσα τα
ασαφή και δυσδιάκριτα όρια μεταξύ Καλού και Κακού, Άσπρου και Μαύρου, αλλά και
την απέραντη γκρίζα ζώνη που παρεμβάλλεται ανάμεσά τους. Γνώση και φανατισμός
είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα, όσο μεγαλώνει η πρώτη, μειώνεται ο δεύτερος,
ελπίζω την ίδια εντύπωση να αποκομίσουν και οι αναγνώστες.
Σας αρέσει να
συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
Είναι μια καινούργια εμπειρία για μένα και
το εφετινό καλοκαίρι, στα πλαίσια μιας αναγνωστικής λέσχης, αποδείχθηκε
εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ευεργετική. Πέρα από το γεγονός ότι μου έδωσε την
ευκαιρία να μιλήσω για την λογοτεχνία και την διαδικασία της συγγραφής, για
πρώτη φορά διαπίστωσα ιδίοις όμμασι τον τρόπο με τον οποίο οι λέξεις επενεργούν
πάνω στο θυμικό και την συνείδηση των αναγνωστών ή των ακροατών τους κι αυτή η
ανακάλυψη, όχι μόνο τόνωσε την αυτοπεποίθησή μου, αλλά λειτουργεί και σαν
κίνητρο για να συνεχίσω την προσπάθεια.
Σε συζητήσεις με
αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν
είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
Πρόσφατα ένας αναγνώστης μου έκανε την εξής
ερώτηση: «Αν το βιβλίο σου ηχούσε σαν κάποιο μουσικό όργανο, ποιο νομίζεις ότι
θα ήταν;». Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά λεπτά της ώρας και πολλή, βασανιστική
σκέψη για να μπορέσω να του απαντήσω. Δεν είχα ποτέ φανταστεί πως στα αυτιά ή
στα μάτια ενός ακροατή ή ενός αναγνώστη οι λέξεις θα αποκτούσαν ένα
συγκεκριμένο και χαρακτηριστικό ηχόχρωμα παρόμοιο με αυτό ενός μουσικού
οργάνου. Κάτι τέτοιες στιγμές που ένα τρίτο πρόσωπο αναδεικνύει μια κρυμμένη
διάσταση συλλαμβάνοντάς την με την δική του ατομική ευαισθησία, είναι
πραγματικά αποκαλυπτικές του τρόπου με τον οποίο το κείμενο επιδρά πάνω στον
ψυχισμό του αποδέκτη του.
Υπάρχει κάποιος
συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
Είναι αρκετοί αυτοί τους οποίους αναγνωρίζω
και τιμώ ως «δασκάλους» μου και το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από πληθώρα
διακειμενικών αναφορών που αποτίουν τον οφειλόμενο φόρο τιμής. Θα αναφέρω
ενδεικτικά τρεις λογοτέχνες οι οποίοι -διόλου τυχαία- συνέγραψαν πολύτομα έργα,
τριλογίες ή τετραλογίες: τον Τζον Ντος Πάσος, τον Λόρενς Ντάρελ και τον ημέτερο
και συνονόματο Στρατή Τσίρκα. Θα ήταν όμως άδικο να μην συμπεριλάβω τον
Γουίλιαμ Φώκνερ καθώς επίσης και τρεις ιστορικούς, τα βιβλία των οποίων με
συντρόφευσαν καθ’ όλη τη μακρά περίοδο της συγγραφής, τον Μαρκ Μαζάουερ, τον
Χάγκεν Φλάισερ και τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη, ο οποίος μάλιστα με ετίμησε με την
συμμετοχή του στην παρουσίαση του μυθιστορήματός μου.
Είναι εύκολη ή δύσκολη
διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
Για έναν τετραπληγικό συγγραφέα η συγγραφή
ενός τόσο ογκώδους έργου είναι διπλά δύσκολη υπόθεση: πέρα από το αμιγώς
ερευνητικό και δημιουργικό μέρος της με τις άπειρες αμφιβολίες,
αμφιταλαντεύσεις και αναθεωρήσεις που σε ταλανίζουν, η ίδια η διαδικασία της
πληκτρολόγησης ή της δακτυλογράφησης αποδεικνύεται μια
χρονοβόρα, επίπονη και κουραστική χειρωνακτική εργασία.
Αν
και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;
Υλικό υπάρχει, είναι όμως work
in
progress
και
όχι κάτι έτοιμο προς δημοσίευση. Η Διαδρομή και το Κόμιστρο έχει σχεδιαστεί να
αποτελέσει τον πρώτο τόμο μιας τριλογίας. Καλύπτει χρονικά την περίοδο απ’ το μεγάλο Κραχ του 1929 στην Αμερική έως την
Απελευθέρωση της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1944. Ο
δεύτερος τόμος, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου έχει ήδη γραφτεί, πραγματεύεται
το σύντομο δίμηνο της Ειρήνης και το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών και
ολοκληρώνεται με την καταστροφή του αυτοκινήτου που πρωταγωνιστεί στον επίλογο
της εμφύλιας αναμέτρησης. Ο τρίτος τόμος, εάν ποτέ υπάρξει, θα περιγράφει
αποσπασματικά και με χρονικά άλματα τη δύσκολη μεταπολεμική εποχή της
ανοικοδόμησης, της μετανάστευσης και της εύθραυστης Δημοκρατίας.
Σας
ευχαριστώ πολύ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου