ΟΙ
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ
KEMAL YALCIN
Μετάφραση
ΑΓΓΕΛΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις
Ε.Ο.ΛΙΒΑΝΗΣ
Σελ.
430
Τα προικιά των θυγατέρων της οικογένειας
Μηνόγλου που έμειναν «αμανάτι» στην οικογένεια του συγγραφέα, ήταν η αφορμή για
να γραφτεί αυτό το βιβλίο. Μετά τη γενοκτονία που υπέστησαν οι Έλληνες της
Ανατολής και μετά την Μικρασιατική καταστροφή, αποφασίστηκε, ΤΟ 1923, η ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα
και την Τουρκία με βάση το θρήσκευμα. Σύμφωνα με τις συμβάσεις που υπογράφτηκαν
και κατ’ απαίτηση της Τουρκίας που ήταν η νικήτρια του πολέμου, αποφασίστηκε η
υποχρεωτική ανταλλαγή, αντί της εκούσιας. Αυτό ήταν καταστροφικό για τον
ευημερούντα Ελληνισμό της Ασίας. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι αν η ανταλλαγή ήταν
εκούσια, ελάχιστοι θα δέχονταν να αλλάξουν τόπο διαμονής, κάτι που δεν
εξυπηρετούσε τα σχέδια των τούρκων για τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους. Απ’
όσους ανταλλάχθηκαν, ελάχιστοι γνώριζαν ότι η μετακίνηση ήταν οριστική. Οι
περισσότεροι πίστευαν ότι πρόκειται για ένα προσωρινό μέτρο κι ότι σύντομα θα
επέστρεφαν στον τόπο που ζούσαν μέχρι τότε. Όπως αποδείχτηκε εκ του
αποτελέσματος, ούτε η Ελλάδα, ούτε η Τουρκία ήταν έτοιμες να διαχειριστούν και
να φέρουν σε πέρας ένα τέτοιο έργο. Τα περισσότερα από όσα συμφωνήθηκαν και
περιλήφθηκαν στις συνθήκες, αποδείχτηκαν κενό γράμμα. Ιδιαίτερα όσα αφορούσαν
τις περιουσίες που άφηναν πίσω τους όσοι εκπατρίζονταν. Αν στην ανικανότητα,
την ανοργανωσιά των ιθυνόντων προσθέσουμε και τους διάφορους επιτήδειους ένθεν
και ένθεν που αναμείχθηκαν κι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση, μπορούμε να
καταλάβουμε τι έγινε.
Οι Έλληνες της Ασίας, αναγκάσθηκαν είτε
επειδή οι προθεσμίες στις συνθήκες ήταν πιεστικές, είτε επειδή κινδύνευαν από
άτακτους ένοπλους, να φύγουν «εν μία νυκτί», αφήνοντας πίσω τους τις περιουσίες
τους έρμαιο στις διαθέσεις κάθε πλιατσικολόγου. «Η Μηνόγλαινα και οι δύο της
κόρες ήρθαν στο σπίτι μας […] “Αδερφούλα μου, εμείς φεύγουμε. Μπορεί να
γυρίσουμε, μπορεί και να μη γυρίσουμε. Δεν ξέρουμε τι θα απογίνουμε” είπε η
Μηνόγλαινα. “Τούτα είναι τα προικιά των κοριτσιών μου. Σας τα αφήνω αμανάτι!
Μπορεί να πάμε και να μην ξαναγυρίσουμε, μπορεί να ξαναγυρίσουμε και να μην σας
ξαναδούμε! Αν ξαναγυρίσουμε τα δίνεις στις κόρες μου. Αν δεν ξαναγυρίσουμε, δωσ
‘τα σε κανέναν φτωχό, έτσι, για το καλό”».
Η προίκα αυτή, έμεινε για χρόνια στην
φύλαξη της τουρκικής οικογένειας. Ο συγγραφέας ανήκει στην τρίτη γενιά! Μια
μέρα ο πατέρας του, του είπε «“Πήγαινε στην Ελλάδα, βρες τα κορίτσια, τα
εγγόνια του Μηνόγλου. Ο παππούς σου μας έβαλε να φυλάξουμε για χρόνια ολόκληρα
δύο τσουβάλια προικιά κι ένα μεταξωτό πάπλωμα. Δεν άφησε να τα δώσουμε σε
κανέναν λέγοντας ότι μια μέρα θα γυρίσουν. “Μην τα δώσεις σε κανέναν” αυτή τη
διαθήκη μου άφησε. Ακόμη στέκονται στο σεντούκι της μάνας σου.
Πήγαινε, ψάξε, βρες. Να δώσουμε τα προικιά σε όποιον απόμεινε από αυτούς” Κι η
μάνα μου υποστήριξε τον πατέρα μου. “Αφού γράφεις, γράψε αυτά. Να μην ξεχαστούν
αυτές οι πίκρες, να μην τις ξαναζήσουμε” Υποσχέθηκα στους γονείς μου να πάω
στην Ελλάδα, να αναζητήσω τις κόρες του Μηνόγλου και να γράψω τα όσα έζησαν».
Ήρθε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας
του ’90. Ψάχνοντας σχεδόν στα τυφλά, περιηγήθηκε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας
και μίλησε με πολλούς πρόσφυγες και απογόνους τους. «Είχα πάει να αναζητήσω τις κόρες
του Μηνόγλου και βρέθηκα απέναντι σε γεγονότα που δεν τα είχα ακούσει, δεν τα
είχα δει και δεν τα ήξερα. Αντίκρισα ανθρώπινες εικόνες και μία μέχρι θανάτου
νοσταλγία για την πατρίδα, που διαπερνούσε τα κόκκαλα κι έφτανε μέχρι το μεδούλι».
Έμαθε για τις διώξεις, τους θανάτους, τις κακουχίες, την δυσκολία εγκατάστασης
στη νέα τους πατρίδα, όπου αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα από τον ντόπιο
πληθυσμό, την φτωχοποίηση.
Μερικά χρόνια αργότερα, επισκέφθηκε τις
περιοχές που είχαν εγκαταλείψει οι Έλληνες και στις οποίες είχαν εγκατασταθεί
οι μουσουλμάνοι ανταλλαγέντες από την Ελλάδα. Κι εκεί άκουσε αντίστοιχες
ιστορίες. Για το ότι ούτε αυτοί ήθελαν να εγκαταλείψουν τις περιοχές που
θεωρούσαν πατρίδα τους, αφού εκεί γεννήθηκαν αυτοί, οι γονείς τους, οι
παππούδες τους και οι παππούδες των παππούδων τους. Για τις δυσκολίες του
ταξιδιού και της μετεγκατάστασης στις λεηλατημένες ελληνικές περιουσίες. Για το
πώς οι δύο λαοί ζούσαν αρμονικά χωρίς φασαρίες μεταξύ τους και για το πώς αυτό
μπορεί να συμβαίνει στο μέλλον. «Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι σφάλμα καθαρά
των
πολιτικών. Δεν είναι σφάλμα του τουρκικού λαού και του ελληνικού λαού. Οι
πολιτικοί τόσο στη δική μας μεριά όσο και στη δική σας, οδηγούν τους ανθρώπους
σε λάθος κατευθύνσεις. Κάνοντας ψηφοθηρικούς υπολογισμούς, προκαλούν
λογής-λογής εντάσεις. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει καμία έχθρα ανάμεσα
στον εδώ και στον εκεί λαό».
Το εξαιρετικό βιβλίο του Κ. Γιαλτσίν, δεν
είναι μόνο ένα απλό συγκινητικό μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας ερχόμενος σε επαφή με
απλούς ανθρώπους τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία, έκανε μιας μεγάλης
έκτασης και αξίας καταγραφή της προφορικής ιστορίας, που αλλιώς θα χανόταν με
την πάροδο των χρόνων και το τέλος της ζωής αυτών που βίωσαν τα γεγονότα. «Είναι
εύκολο να υποστηρίξεις την τουρκική πλευρά και να βρίζεις τους Έλληνες. Μπορείς
και να γράψεις ένα τέτοιο βιβλίο. Όμως τέτοια βιβλία πουλιούνται με το κιλό.
Μπορείς να υποστηρίξεις την ελληνική πλευρά και να κατηγορήσεις την τουρκική.
Είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να δεις τα καλά και τα κακά των δύο πλευρών και
να τα γράψεις». Το μυθιστόρημα-μαρτυρία «Μια Προίκα Αμανάτι» είναι ένα
βιβλίο που πετυχαίνει να ανταπεξέλθει σε αυτή τη δυσκολία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου