9 Νοε 2021

ΒΩΒΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

VOLKER KUTSCHER
Μετάφραση ΤΑΣΟΣ ΨΗΛΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
Σελ. 806, Μάιος 2021

      Το βιβλίο που σας παρουσιάζω σήμερα, περιλαμβάνει το δεύτερο (επτά είναι συνολικά) μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον αστυνόμο Γκέρεον Ρατ.

     Το 1930, ο κινηματογράφος βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στις βωβές και τις ομιλούσες ταινίες, οι οποίες φαίνεται να κερδίζουν την προτίμηση του κοινού. Το γεγονός αυτό φέρνει συνταρακτικές αλλαγές. Παραγωγοί, σκηνοθέτες, ιδιοκτήτες κινηματογράφων και ηθοποιοί, κινδυνεύουν να μείνουν εκτός αγοράς, αφού δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες.

      Σε μία από τις πρώτες ομιλούσες ταινίες που γυρίζονται στο Βερολίνο, τον Μάρτιο του 1930, συμβαίνει ένα τρομακτικό δυστύχημα. Η διάσημη ηθοποιός Μπέτι Βίντερ, τραυματίζεται θανάσιμα από την πτώση ενός προβολέα του στούντιο. «Ο προβολέας έπεσε ακριβώς πάνω της. Από κει πάνω. Δέκα μέτρα πάνω-κάτω. Και μιλάμε για βαρύ πράμα. Κι ήταν και σε λειτουργία. Έκαιγε πολύ δηλαδή». Ενώ όλοι τείνουν να υιοθετήσουν την εκδοχή του δυστυχήματος, ο Ρατ βρίσκει στοιχεία που παραπέμπουν σε δολοφονία. Βασικός ύποπτος θεωρείται ο υπεύθυνος φωτισμού, που όμως έχει εξαφανιστεί και τον αναζητούν όλοι οι άντρες του τμήματος Ανθρωποκτονιών. Ο Ρατ όμως, έχει άλλη άποψη και ακολουθεί τον προσωπικό του δρόμο ερευνών. Πρέπει μάλιστα να δρα «κρυφά» από τον προϊστάμενό του, ταξίαρχο Μπεμ, ο οποίος τον αντιπαθεί και θέλει να τον βγάλει από την ομάδα που ερευνά την υπόθεση.

     Παράλληλα, ο Ρατ δέχεται την επίσκεψη του πατέρα του. Ο Ένγκελμπερτ Ρατ, τον φέρνει σε επαφή με τον δήμαρχο της Κολωνίας Κόνραντ Άντενάουερ, (διετέλεσε στη συνέχεια ο πρώτος μεταπολεμικός καγκελάριος από το 1949 έως το 1963) ο οποίος βρίσκεται για σύντομη επίσκεψη στο Βερολίνο και ο οποίος θέλει τη βοήθειά του στη διερεύνηση μιας υπόθεσης που πρέπει να διεξαχθεί με την μέγιστη διακριτικότητα. Ο δήμαρχος δέχεται επιστολές που τον εκβιάζουν με αποκαλύψεις. «Κάποιος με απειλεί, πώς να το πω, να δημοσιοποιήσει πληροφορίες που ουδόλως αφορούν τη δημοσιότητα. Και να σπιλώσουν έτσι το καλό όνομα Αντενάουερ. Πληροφορίες που θα μπορούσαν να σημάνουν το τέλος της πολιτικής μου υπόστασης αν πέσουν στα χέρια των ναζί ή των κομμουνιστών». Κι επειδή ο Ρατ δεν μπορεί να αρνηθεί οτιδήποτε στον πατέρα του αλλά και με το δέλεαρ μιας προαγωγής, δέχεται να βοηθήσει.

     Ο αστυνόμος βρίσκεται σε  δύσκολη θέση.  Εκτός από τις υποθέσεις που έχει να εξιχνιάσει, πρέπει να αντιπαρέλθει την φανερή αντιπάθεια του Μπεμ που θέτει σε κίνδυνο τη θέση του στο Ανθρωποκτονιών, να τιθασεύσει τον παρορμητικό χαρακτήρα του, να παλέψει με την μοναξιά που αισθάνεται μακριά από τον τόπο του, αλλά και να αντιμετωπίσει τα προσωπικά του φαντάσματα. «Τα όνειρα που τον τυραννούσαν συνεχώς. Υπήρχαν εβδομάδες, που σχεδόν τα ξεχνούσε, νύχτες κατά τις οποίες κοιμόταν ήσυχα και βαθιά. Μετά όμως επέστρεφαν αμείλικτα και με ακρίβεια, σαν τις εποχές του έτους. Πάντα γνώριζε πότε θα ερχόταν η στιγμή. Επειδή ήταν σε τέτοια υπερένταση, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, δεν ήθελε να κοιμηθεί. Επειδή αρκούσε απλώς να κλείσει τα μάτια για να δει τους δαίμονες που τον καταδίωκαν, νεκρούς ανθρώπους, ανθρώπους που γνώριζε, ανθρώπους που τους είχε κάποτε γνωρίσει. Ανθρώπους χλωμούς σαν λείψανα, με διάτρητο στήθος, με κενές τις κόγχες των ματιών, με κομμάτια δέρμα να κρέμονται απ’ το σώμα, λες και ήταν σκοροφαγωμένη κάπα […] Όσο τον απέφευγαν οι ζωντανοί και συνεχώς προσπαθούσαν να τον αποφύγουν, τόσο τον παίρναν στο κατόπι οι πεθαμένοι».

     Το μόνο ελπιδοφόρο γεγονός στη ζωή του, είναι το ότι η πρώην σύντροφός του, φοιτήτρια της Νομικής που απασχολείται περιστασιακά ως στενογράφος στην Αστυνομία του Βερολίνου, Σαρλότε (Τσάρλι) Ρίτερ, μια γυναίκα που αγάπησε βαθιά και την έχασε λόγω της δικής του αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς, θέλει να αναθερμάνουν τη σχέση τους.

     Το «Βωβός Θάνατος», είναι διαφορετικό μυθιστόρημα από το πρώτο, που έχει τίτλο «Το Βρεγμένο Ψάρι». Ο συγγραφέας εστιάζει περισσότερο στην αστυνομική ιστορία και λιγότερο στην απόδοση της ατμόσφαιρας που επικρατεί στο Βερολίνο το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Παρ’ όλα αυτά, οι αναφορές δεν λείπουν. Όπως οι άνεργοι που συνωθούνται έξω από τα εργοστάσια, ψάχνοντας απεγνωσμένα έστω και για ένα μόνο μεροκάματο, οι αιματηρές συγκρούσεις των ναζί με τους κομμουνιστές που ξεσπούν με κάθε αφορμή ή και χωρίς αυτήν (οι αιτίες βέβαια είναι ιδεολογικές), ο λαμπερός κόσμος του τοπικού, γερμανικού κινηματογράφου που γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση κ.α. Όλα αυτά έντεχνα ενταγμένα στον κεντρικό μύθο, δηλ. την προσπάθεια εξιχνίασης της αστυνομικής υπόθεσης, στην οποία δεν θέλω να αναφερθώ εκτενέστερα για να διατηρηθεί το σασπένς, που ιδιαίτερα στις τελευταίες σελίδες ανεβαίνει κατακόρυφα, αφού οι ανατροπές που συμβαίνουν είναι πολλές. Όπως πολλοί είναι και οι μπελάδες και οι συγκρούσεις με τους ιεραρχικά ανώτερους στις οποίες εμπλέκει τον Ρατ, ο ατίθασος χαρακτήρας του και η εμπιστοσύνη στις ερευνητικές του ικανότητες και στο ένστικτό του. Πολύ καλό μυθιστόρημα, που θα χαρίσει πολλές (λόγω και του όγκου του) ώρες απόλαυσης στους αναγνώστες.        

4 Νοε 2021

Η ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ


ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΙΑΝΑΚΟΣ
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Σελ. 263, Ιούνιος 2021

      Το δεύτερο μυθιστόρημα (αλλά έβδομο βιβλίο) του Α. Γιανακού, είναι το εξαιρετικό «Η Φύλακας Του Αρχείου» που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες.

     Το καλοκαίρι του 2014 κι ενώ η οικονομική κρίση συνεχίζει να «δείχνει τα δόντια της», η Μαρί μια γαλλίδα ιστορικός με ελληνικές ρίζες, έρχεται στην Αθήνα. Σκοπός της είναι να μελετήσει τα αρχεία του εμφυλίου, προκειμένου να στηρίξει το διδακτορικό που εκπονεί. «Έψαχνε για ντοκουμέντα που δεν ήταν ακόμα ψηφιοποιημένα. Παλιά αρχεία από τον Εμφύλιο, για τους γιατρούς και τις υγειονομικές υποδομές των ανταρτών […] Έκανε διδακτορικό για την αθέατη πλευρά του πολέμου, πέρα από τις μάχες, τις προσωρινές νίκες και τις μεγάλες ήττες. Για τις γυναίκες που ήταν στις μονάδες, στον εφοδιασμό, για τις νοσοκόμες, τις τραυματιοφορείς». Μετά την ευγενική αλλά κάθετη άρνηση του ΚΚΕ να της επιτρέψει την έρευνα στα αρχεία του, στράφηκε στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, που στεγάζονται στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, στην Κουμουνδούρου, όπου η υποδοχή είναι εντελώς διαφορετική.  

     Στη διάρκεια των ερευνών της, γνωρίζεται με τον Γιάννη, ο οποίος προσπαθεί κι αυτός να ολοκληρώσει το διδακτορικό του «για τη σύντομη άνοιξη του πολιτισμού μετά τον Εμφύλιο και μέχρι τη δικτατορία». Όμως λόγω της οικονομικής  του δυσπραγίας, το έχει παρατήσει στη μέση και δουλεύει σε καφέ, κάνοντας delivery καφέδες. Πολύ συχνά μάλιστα στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ που είναι κοντά στο κατάστημα στο οποίο εργάζεται. Έτσι γνωρίστηκε με την Μαρί.

     Μέσα από τη μελέτη των εγγράφων, η Μαρί κι ο Γιάννης, γίνονται μάρτυρες της ερωτικής ιστορίας της Μαρίας και του Αντώνη. Η Μαρία «ήταν αντάρτισσα στον Παρνασσό στη μεραρχία του Διαμαντή. Κανονική αντάρτισσα με όπλο-όχι βοηθητικιά-και με το παρατσούκλι Μπουρλοτιέρισσα». Ο Αντώνης ήταν γιατρός. Η ερωτική τους ιστορία διακόπηκε το 1936, όταν η μεταξική Ειδική Ασφάλεια συνέλαβε την Μαρία, ενώ ο Αντώνης κατάφερε να διαφύγει στη Μασσαλία. Ήταν και οι δύο οργανωμένοι στο ΚΚΕ. Έκτοτε δεν κατάφεραν να έχουν οποιαδήποτε επαφή κι επικοινωνία. Οι χαλεποί καιροί δεν το επέτρεπαν. Ξανασυναντήθηκαν δώδεκα χρόνια μετά, εντελώς τυχαία, μέσα στη φωτιά του πολέμου. «Εκείνο τον Μάρτη του 1948 ένιωσα ότι ξαναβρήκα το νήμα που κόπηκε απότομα τον Δεκέμβρη του 1936. Τότε που ο Αντώνης έφυγε κυνηγημένος και εγώ βρέθηκα από το γραφείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας στο κελί της Ειδικής Ασφάλειας και μετά εξόριστη στη Γαύδο».

     Μετά την ήττα και την κατάρρευση του μετώπου στο Γράμμο και το Βίτσι, η Μαρία βρέθηκε λεχώνα και με ένα βρέφος στην αγκαλιά στη Ρουμανία. Ο Αντώνης είχε χάσει τη ζωή του στη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής. Εκεί της ανατέθηκε το καθήκον να ασχοληθεί κυρίως με το Αρχείο. Είναι το ίδιο αρχείο το οποίο μελετά η Μαρί και το οποίο μετά από περιπέτειες, κατέληξε στην Ελλάδα.

     Η Μαρί, θα αποφασίσει να επισκεφθεί με τον Γιάννη, τον Γράμμο, το Βίτσι και τις Πρέσπες, για να δει από κοντά τον τόπο όπου παίχτηκαν οι τελευταίες πράξεις του δράματος. Όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα για τα οποία διαβάζει. «Θέλω να τελειώσω. Αν είναι να πάω κάπου θα ήθελα να κάνω μια εκδρομή στις Πρέσπες, στον Γράμμο, για να δω τον τόπο, να έχω εικόνα του. Να μη μιλάω μόνο με τα χαρτιά».

     Αυτό το ταξίδι όμως, του Αυγούστου του 2014, θα τους σημαδέψει και θα αλλάξει τη ζωή τους για πάντα…

     Το «Η Φύλακας Του Αρχείου» είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα, εξαιρετικά γραμμένο, που μέσω μιας προσωπικής ιστορίας, μιλά για τον Εμφύλιο με απόλυτο σεβασμό στην ιστορική αλήθεια. Αλλά και για τα αρχεία, τα οποία για όποιον ξέρει και μπορεί να διαβάζει ανάμεσα και πίσω από τις γραμμές που συχνά είναι γραμμένες σε μια πιο «επίσημη» γλώσσα, μπορούν να είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά. Το βιβλίο είναι εξαιρετική αναγνωστική επιλογή και το συνιστώ ανεπιφύλακτα.

31 Οκτ 2021

ΧΑΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ

ΡΕΖΑ ΓΚΟΛΑΜΙ
Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
Σελ. 127, Ιούνιος 2021

      Ο συγγραφέας του βιβλίου «Χαμένες Ταυτότητες» είναι από το Αφγανιστάν και ζει στην Ελλάδα εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Ήρθε το 2006 μέσω Τουρκίας σε ηλικία 17 ετών. Το 2011 αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας και το 2016 πήρε την ελληνική υπηκοότητα. Ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας και σήμερα είναι φοιτητής στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, ενώ παράλληλα διατηρεί και μια ατομική επιχείρηση.

     Στο βιβλίο περιγράφει τη ζωή του από το 1988 που γεννήθηκε μέχρι σήμερα. Μια ζωή στην οποία κυριαρχεί ο πόλεμος, ο φόβος, η φυγή. Αλλά και ο αγώνας του, μέσω της μόρφωσης, να κάνει καλύτερη, αυτή τη ζωή. Από παιδί ακόμη οι αναμνήσεις του είναι ζοφερές. «Βρίσκομαι καταδικασμένος κάτω από έναν ουρανό όπου αντί για τον ήλιο να λάμπει, τη βροχή να κάνει τα λουλούδια να ανθίζουν, τη μυρωδιά τους να μας δίνει ζωή και οξυγόνο, το άρωμά τους να μας ταξιδεύει, για κάποιο λόγο δεν είναι ο συνηθισμένος ουρανός. Αυτός ο ουρανός δεν μας δίνει οξυγόνο, αντιθέτως, μας το παίρνει. Στα τέλη του 1992 η δική μας ιστορία γύρισε σελίδα και ο τίτλος αυτής της σελίδας είναι «Πόλεμος»: γνωστός ως εμφύλιος πόλεμος. Δεν τολμούμε να βγούμε από τα σπίτια μας, βρέχει βόμβες από τον ουρανό, δίνουμε αγώνα για να καταφέρουμε να επιζήσουμε σε αυτές τις συνθήκες. Το μόνο πράγμα που επικρατεί στους δρόμους της Καμπούλ είναι ο τρόμος». Ο εμφύλιος πόλεμος κράτησε μέχρι το 1996. «Όλο αυτό το διάστημα μετράμε τα δευτερόλεπτα, πάντοτε με την ελπίδα ότι τελειώνει ο πόλεμος και ότι θα είμαστε ασφαλείς, ότι θα δούμε το φως του ήλιου, δίχως να κρύβεται πίσω από καπνούς και μπαρούτι».

     Την επόμενη χρονιά, λόγω του απάνθρωπου καθεστώτος των Ταλιμπάν που είχαν επικρατήσει στον εμφύλιο αλλά και της ανέχειας, μετανάστευσε στο γειτονικό Πακιστάν. Παρά τις δυσκολίες και την πολύωρη εργασία, πρωταρχικό του μέλημα ήταν το σχολείο. Το 2001, επέστρεψε για λίγο στην πατρίδα του όταν άλλαξε το καθεστώς. Η διαφθορά όμως που κυριαρχεί, κρατάει την συντριπτική πλειοψηφία του λαού σε συνθήκες φτώχειας. Έτσι ο Ρεζά αποφασίζει να αναζητήσει την τύχη του αυτή τη φορά στο Ιράν. Όμως σύντομα οι Ιρανοί αρχίζουν να συλλαμβάνουν του Αφγανούς πρόσφυγες και να τους απελαύνουν στη χώρα τους, όπου οι Ταλιμπάν είχαν επανακάμψει. Όσοι επιστρέφουν υποφέρουν τα πάνδεινα. «Ο Χαφίζ δεν ήθελε να αφήσει ποτέ μούσι, γι’ αυτό, όταν τους παραλαμβάνουν οι Ταλιμπάν, τον αποκάλεσαν άπιστο. Αυτός αντιστάθηκε και οι Ταλιμπάν βίασαν τα παιδιά και τη γυναίκα του μπροστά του και στη συνέχεια τους έδεσαν σε ένα δέντρο και τους πυροβόλησαν».

     Η φυγή και από το Ιράν είναι μονόδρομος. Με τα λίγα χρήματα που έχει καταφέρει να συγκεντρώσει βρίσκει διακινητές να τον οδηγήσουν στην Τουρκία και πιο συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί η κατάσταση δεν είναι όπως στο Ιράν, αλλά δεν είναι και… ρόδινη. Ο κίνδυνος της σύλληψης και της απέλασης είναι διαρκής. «Κατά τη διαμονή μου στην Κωνσταντινούπολη γνώρισα κάποιους ανθρώπους που είχαν σκοπό να πάνε στην Ελλάδα με ένα φουσκωτό. Με τάραζε ακόμα και η ιδέα. Κατά βάθος γνώριζα ότι επρόκειτο για ένα ταξίδι μεταξύ ζωής και θανάτου. Θα έπρεπε όμως να πάω σε μια χώρα όπου να μην κινδυνεύω. Αναζητούσα μια νέα πατρίδα, όποια κι αν ήταν αυτή, αρκεί να μπορούσα να ζήσω». Έτσι το 2006, πέρασε με μια μισοφουσκωμένη βάρκα στην Ελλάδα και από τότε ζει απόλυτα ενταγμένος εδώ.

     Το βιβλίο του Ρ. Γκολαμί, είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία του πόθου ενός ανθρώπου για ελευθερία και προκοπή. Ακόμη αποτελεί ένα τρανταχτό παράδειγμα για το πόσο καλύτερη θα ήταν η ζωή των προσφύγων αλλά και των γηγενών, αν παρά τις μεγάλες δυσκολίες και τα συμφέροντα, υπήρχε μια πραγματική πολιτική για τους πρόσφυγες, που θα επέτρεπε και θα προήγαγε την μόρφωσή τους, την ένταξή τους στην κοινωνία και κατά συνέπεια και την αρμονική συμβίωση με τους Έλληνες. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.   

25 Οκτ 2021

ΤΟ ΣΑΝΑΤΟΡΙΟ


SARAH
PEARSE
Μετάφραση ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Σελ. 441, Απρίλιος 2021

     Ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ, είναι το πρώτο μυθιστόρημα της βρετανίδας Σ. Πιρς.

     Η ντετέκτιβ της αστυνομίας του Ηνωμένου Βασιλείου Έλιν Γουόρνερ, βρίσκεται σε πολύμηνη «άδεια», προσπαθώντας να συνέλθει από τα τραύματα που της προκάλεσε μία καταδίωξη στην οποία συμμετείχε και πήγε στραβά. Κι ενώ τα σωματικά τραύματα επουλώθηκαν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, τα ψυχικά την βασανίζουν ακόμα. Αφού ήρθαν να προστεθούν στην ήδη επιβαρυμένη ψυχολογική της κατάσταση. Γεγονός που την κάνει να καθυστερεί την επιστροφή της στην ενεργό δράση και συχνά την κάνει να σκέφτεται να μην επιστρέψει στην υπηρεσία, αλλά να παραιτηθεί!

     Τον Ιανουάριο του 2020, λαμβάνει μία πρόσκληση από τον αδελφό της Άιζακ, με τον οποίο η σχέση της δεν είναι και η καλύτερη. Η αιτία γι’ αυτήν την ένταση είναι ο θάνατος του μικρότερου αδελφού τους του Σαμ από ατύχημα στη θάλασσα, όταν ακόμα ήταν παιδιά. Η Έλιν θεωρεί ότι ο Άιζακ ευθύνεται για αυτό που συνέβη. Αυτό το ατύχημα μάλιστα, είναι που επιβαρύνει την ψυχολογική της κατάσταση εδώ και χρόνια.

     Ο Άιζακ καλεί την Έλιν και τον φίλο της Γουίλ, να παραστούν στους αρραβώνες του με την Λορ. Η τελετή θα γίνει στην Ελβετία, όπου ζει κι εργάζεται ο Άιζακ. Χώρος το πολυτέλες ορεινό επιβλητικό ξενοδοχείο Λε Σομέ (Η Κορυφή). Βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω από 2000 μέτρα, στις ελβετικές Άλπεις, σε ένα οροπέδιο κοντά στην πόλη Κραν-Μοντανά. Είναι η επιχείρηση στην οποία εργάζεται η μέλλουσα αρραβωνιαστικιά του.

     Το κτίριο που χρησιμοποιείται ως ξενοδοχείο, ήταν ένα σανατόριο του 19ου αιώνα, που τέθηκε σε αχρηστία όταν ανακαλύφθηκαν τα αντιβιοτικά για τη θεραπεία της φυματίωσης. Ανακαινίσθηκε τα τελευταία χρόνια, παρά τις αντιρρήσεις της τοπικής κοινωνίας και οικολογικών οργανώσεων κι άνοιξε τις πύλες του πρόσφατα για να υποδεχτεί τους ευκατάστατους επισκέπτες που μπορούν να καταβάλουν την υψηλή τιμή που κοστίζει η διαμονή. «Το στομάχι της σφίγγεται. Παρά την παρουσία του Γουίλ και παρότι βλέπει μπροστά της το ξενοδοχείο, της είναι αδύνατον να μην σκέφτεται με τρόμο πόσο απομονωμένοι είναι-πόσο απομακρυσμένο είναι αυτό το μέρος […] Το ταξίδι είχε διαρκέσει περισσότερο από το συνηθισμένο λόγω του χιονιού, όμως ακόμα κι έτσι δεν μπορεί να μην συνειδητοποιεί ότι βρίσκονται πολύ μακριά από τον πολιτισμό. Εκτός από το ξενοδοχείο, το μόνο που μπορεί να δει είναι μια έκταση πυκνών δέντρων, χιόνι και τους αχνούς όγκους των βουνών που ορθώνονται από πάνω τους».

     Ενώ ο χώρος και η συμπεριφορά του αδελφού της, κάνει την Έλιν να σκεφτεί ότι η μετάβασή τους εκεί δεν ήταν τελικά τόσο καλή ιδέα και προσπαθεί να πείσει τον φίλο της να φύγουν, εξαφανίζεται η Λορ. Ο πολύ άσχημος καιρός και η ισχυρή χιονόπτωση, δημιουργούν μια χιονοστιβάδα, η οποία καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του δρόμου που οδηγεί από το ξενοδοχείο στην κοντινότερη πόλη, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του. Τότε ανακαλύπτεται και το πτώμα ενός μέλους του προσωπικού του ξενοδοχείου. Η Έλιν, υποκύπτει στις πιέσεις του αδελφού της για βοήθεια και σε συνεννόηση μέσω τηλεφώνου με τις ελβετικές αστυνομικές αρχές, αναλαμβάνει να «ασφαλίσει» τον τόπο του εγκλήματος μέχρι να καταφέρουν να φτάσουν οι αστυνομικοί και να κάνει μια προκαταρκτική έρευνα για να βρεθεί η Λορ. Η παράταση της παραμονής της στο ξενοδοχείο όμως, θα ανατρέψει πολλές από τις βεβαιότητές της…

     Το μυθιστόρημα «Το Σανατόριο», είναι ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ που εκτυλίσσεται στα χιονισμένα τοπία των ελβετικών Άλπεων, σε ένα κτίριο με σκοτεινό παρελθόν. Έχει μάλιστα ένα ανατρεπτικό φινάλε, που φανερώνει, ότι η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, αλλά ότι θα υπάρξει και συνέχεια.          

22 Οκτ 2021

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΠΕΖΗΣΑΝ

JANE HARPER
Μετάφραση ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Σελ. 442, Ιούνιος 2021

 

     Το τέταρτο μυθιστόρημα της Τ. Χάρπερ που μεταφράζεται στα ελληνικά είναι το «Αυτοί Που Επέζησαν» που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό.

     «Αυτοί Που Επέζησαν», ονομάζουν οι κάτοικοι ένα μεταλλικό γλυπτό που είναι τοποθετημένο στην ακτή του Έβελιν Μπέι, ενός (επινοημένου) παραθαλάσσιου θέρετρου, που βρίσκεται στο νησί της Τασμανίας στην Αυστραλία. Έχει τοποθετηθεί σε «στρατηγικό σημείο», ώστε να είναι από παντού ορατό και να θυμίζει το ναυάγιο του πλοίου Μέρι Μινέρβα που συνέβη στα ανοιχτά του νησιού, πολλές δεκαετίες πριν.

     Ο Κίρεν Έλιοτ, επιστρέφει στην γενέθλια πόλη, το Έβελιν Μπέι, με τη γυναίκα του Μία και την κορούλα του Όντρεϊ, από το Σύδνεϋ όπου ζουν τα τελευταία χρόνια. Θέλει να βοηθήσει τη μητέρα του Βέριτι, να πακετάρει τα πράγματα του σπιτιού της, αφού είναι αναγκασμένη να μετακομίσει σε άλλη περιοχή. Ο πατέρας της οικογένειας πάσχει από μια μορφή άνοιας «…αναζήτησε στα θολά μάτια του κάποιο σημάδι διαύγειας, κάτι παραπάνω από τον μπερδεμένο άνδρα που έχανε τη μάχη με την αρρώστια. Δεν μπόρεσε να δει τίποτα». Η κατάσταση επιδεινώνεται ραγδαία και η Βέριτι δεν μπορεί πια να τον περιποιείται όσο πρέπει. Γι’ αυτό, αποφάσισε να τον μεταφέρει σε μια εξειδικευμένη δομή υγείας και η ίδια να νοικιάσει ένα διαμέρισμα κάπου κοντά, για να μπορεί να τον επισκέπτεται όσο πιο συχνά γίνεται.

     Δώδεκα χρόνια πριν, μια καταιγίδα τρομακτικής ισχύος «χτύπησε» το Έβελιν Μπέι. Ο Κίρεν βρέθηκε παγιδευμένος στην παλίρροια και η προσπάθεια διάσωσής του, κόστισε τη ζωή σε δύο νέους άντρες, που έσπευσαν με το σκάφος τους να τον απεγκλωβίσουν. Ο ένας από αυτούς είναι ο μεγάλος του αδελφός, ο Φιν. «Ο Μαύρος Ναυτίλος-το καταμαράν που ο Φιν και ο Τόμπι είχαν διαλέξει ακριβώς για τη σταθερότητα, την ευελιξία και τα άλλα χαρακτηριστικά του που έχουν αληθινή σημασία στις τρικυμιώδεις θάλασσες-ήταν άτυχο σκαρί. Σε ένα κυριολεκτικά απίστευτο καταιγισμό γεγονότων, είχε πέσει πάνω σ’ ένα συντριπτικό κύμα και είχε αναποδογυρίσει». Από τότε ο Κίρεν που διασώθηκε τελικά από άλλη ομάδα διάσωσης, ζει με αισθήματα ενοχής. Η καταιγίδα όμως είχε κι ένα ακόμα θύμα: Ένα 14χρονο κορίτσι εξαφανίστηκε. Το σακίδιό της, ξεβράστηκε τρεις μέρες μετά, στις ακτές. Αυτά τα γεγονότα σημάδεψαν ανεξίτηλα τις ζωές όλων των κατοίκων της μικρής πόλης.

     Το χρονικό διάστημα που ο Κίρεν βρίσκεται στο Έβελιν Μπέι, μια νεαρή κοπέλα που ήρθε να δουλέψει για την καλοκαιρινή σεζόν στην παμπ Ντόπια Καραβίδα, βρίσκεται πνιγμένη. Οι μώλωπες που φέρει στο σώμα της, δεν αφήνουν αμφιβολία ότι πρόκειται για εγκληματική ενέργεια. Το υποστελεχομένο τοπικό αστυνομικό τμήμα, δεν έχει τη δυνατότητα να χειριστεί μια τέτοια υπόθεση. Γι’ αυτό, έρχεται ένα κλιμάκιο από την πρωτεύουσα του νησιού, το Χόμπαρτ. Οι έρευνες των ντετέκτιβ, θα φέρουν στην επιφάνεια κρυμμένα μυστικά, η αποκάλυψη των οποίων θα φέρουν συνταρακτικές αλλαγές στις ζωές πολλών από τους κατοίκους του Έβερλι Μπέι.

     Το «Αυτοί Που Επέζησαν», είναι ένα καλογραμμένο πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ. Ο ρυθμός που στην αρχή είναι κάπως αργός, κεφάλαιο με το κεφάλαιο επιταχύνεται και αντίστοιχα κλιμακώνεται και το σασπένς. Η Χάρπερ, ξέρει πώς να υφαίνει τον ιστό της ιστορίας που αφηγείται, έτσι ώστε να σαγηνεύσει τον αναγνώστη και να τον κρατήσει δέσμιο μέχρι τις τελευταίες σελίδες, όπου τον περιμένει μια θεαματική ανατροπή!  

 

 

18 Οκτ 2021

Ο ΚΡΥΦΟΣ ΜΑΣ ΕΑΥΤΟΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΜΤΣΙΟΣ
Εκδόσεις BELL
Σελ.374, Σεπτέμβριος 2021

     Το τέταρτο μυθιστόρημα της σειράς των «Ευγενών Αγρίων» του Γ. Δάμτσιου είναι το «Ο Κρυφός Μας Εαυτός» (Τα τρία προηγούμενα είναι «Σκοτεινό Πέπλο», «Εξημέρωση» και «Κάθε Μυστικό Σου» -για όλα έχει αναρτηθεί παρουσίαση στο blog).

     Ο ελληνοαμερικανός ιδιωτικός ερευνητής Τζορτζ Ντόρμερ, στη διάρκεια της προπόνησης του στην παραλία της Θεσσαλονίκης, λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από την ανθυπαστυνόμο Άννα Μακροπούλου. Από τον τρόπο που του μιλάει και την πίεση που του ασκεί η παλιά του φίλη να συναντηθούν άμεσα, καταλαβαίνει ότι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει. Του ζητάει επιτακτικά να σταματήσει αμέσως την προπόνηση και ζητάει να της πει που βρίσκεται για να περάσει με το αυτοκίνητό της να τον παραλάβει. Μαζί της είναι και ο αστυνόμος Δημήτρης Μαρτέλος. Όταν φτάνουν στο αστυνομικό μέγαρο, κατεβαίνουν στο υπόγειο, όπου σε ένα μετασκευασμένο γυμναστήριο στεγάζεται η σχεδόν μυστική Ειδική Μονάδα Εξιχνίασης Κακουργημάτων, η οποία «στην ουσία είναι μια αστυνομική υπηρεσία-φάντασμα […] Αν ρωτήσεις για μας επάνω, στους διαδρόμους του μεγάρου, θα σε κοιτάξουν παράξενα. Μας ξέρουν μόνο όσοι είναι αναγκαίο».

     Η Μακροπούλου αναλαμβάνει να του εξηγήσει γιατί ήταν τόσο πιεστική απέναντί του και να του κάνει πιο αναλυτική ενημέρωση, αφού όσα πρόλαβε να του πει στο δρόμο σχετικά με μια «διπλή» απαγωγή, ήταν ελάχιστα. «Θυμάσαι που σου ανέφερα προηγουμένως ότι η σημερινή μέρα είναι από τις πιο τρελές της αστυνομικής μου καριέρας; Παράλληλα με την απαγωγή της Κοματά υπάρχει και δεύτερη υπόθεση σε εξέλιξη». Και του λέει ότι ένας άντρας «συνελήφθη λίγο μετά τις δώδεκα επειδή αποκεφάλισε μια εβδομηντάχρονη γυναίκα. Και σαν να μη μας έφτανε αυτό, ο αστυνομικός που κατέφτασε πρώτος στο σημείο έπαθε ανακοπή όταν αντίκρισε το λουτρό αίματος».  

     Όταν ο Ντόρμερ έρχεται σε μια πρώτη επαφή με τον απαγωγέα, αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει να αντιμετωπίσει μια «απλή» υπόθεση που θα μπορούσε να λήξει με την καταβολή λύτρων. Από πίσω κρύβεται κάτι βαθύτερο. Ο απαγωγέας έχει αλλοπρόσαλλη και μάλλον παρανοϊκή συμπεριφορά. Το μόνο ελπιδοφόρο, είναι ότι ο αδίστακτος εγκληματίας δείχνει να τον εμπιστεύεται και δέχεται να συζητάει μαζί του και να θέτει τους όρους του. Το πιο τραγικό, είναι το γεγονός ότι οι δύο απαχθείσες, βρίσκονται μέσα σε μια δεξαμενή η οποία σιγά-σιγά γεμίζει με νερό, οπότε αν οι όροι του απαγωγέα δεν ικανοποιηθούν εγκαίρως, τα δύο κορίτσια κινδυνεύουν να πνιγούν.

     Παράλληλα το Ντόρμερ, βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με φαντάσματα του παρελθόντος. Μια υπόθεση που τον έχει πληγώσει ανεπανόρθωτα και προσπαθεί να απωθήσει στα βάθη και στις πιο σκοτεινές γωνίες της μνήμης του, εκεί όπου ο κάθε άνθρωπος απωθεί αυτά που τον τραυματίζουν, για να μην χάσει τον εαυτό του, κάνει ξανά την εμφάνισή της και θολώνει τη σκέψη και την ευθυκρισία του θέτοντας σε κίνδυνο την αίσια έκβαση της απαγωγής…

     Ο Γ. Δάμτσιος, για μια ακόμη φορά γράφει ένα συναρπαστικό θρίλερ. Με κλιμακούμενο σασπένς και αγωνιώδη αναζήτηση στοιχείων ενάντια στο χρόνο που τρέχει σε βάρος των απαχθεισών. Καλοδουλεμένοι χαρακτήρες, που εκπροσωπούν το Κακό κι «εργάζονται» για την εξάπλωσή του και άλλοι που μάχονται απελπισμένα εναντίον του. «Όμως το κακό έχει και μια αόρατη δύναμη. Μια έλξη. Σε καλεί να το γνωρίσεις. Ξέρει ότι δεν είναι εύκολο να σε πάρει με το μέρος του, αλλά του αρκεί που θα σε μολύνει. Γιατί μετά εσύ θα πας και θα συναντήσεις κι άλλους. Και θα τους μολύνεις κι αυτούς άθελά σου. Κι αυτοί θα μολύνουν ακόμα περισσότερους συντηρώντας έτσι αέναα την αρχέγονη ύπαρξη του». Το μυθιστόρημα τελειώνει με μια μεγαλειώδη ανατροπή, μια εξέλιξη που μόνο η γόνιμη φαντασία του Γ. Δάμτσιου θα μπορούσε να δημιουργήσει. Πρόκειται για ένα βιβλίο που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία του σελίδα!  

14 Οκτ 2021

ΠΑΝΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

     Ο Πάνος Ιωαννίδης γεννήθηκε το 1978. Το 2013, το διήγημά του «Η Γυναίκα Από Τη Ζυρίχη» διακρίθηκε στον πρώτο διαγωνισμό της Ελληνικής Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Είναι διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών. Ζει στη Δράμα με τη σύντροφο του και τον γιό τους. Έργα του: Ποίηση «Ποιήματα Της Στιγμής Και Άλλες Ουτοπικές Ιστορίες» (Ηλεκτρονική έκδοση, 2014), «Λοκομοτίβα» (Το Δόντι, 2017). Πεζογραφία «Τα Μωρά Της Αθηνάς» (Πηγή, 2016), «Ο Χορός Της Μέλισσας» (Κέδρος, 2019), «Ο Καιρός Των Ρόδων» (Κέδρος, 2021).

 

        Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας «Τα Μωρά Της Αθηνάς»; 

     Σίγουρα η οικονομική κρίση που μάστιζε εκείνη την περίοδο τη χώρα. Το βιβλίο γράφτηκε μεσούσης της κρίσης, από το 2012 έως το 2015, της ιστορικής εκείνης περιόδου που στιγματίστηκε από την είσοδο της χώρας στα δημοσιονομικά προγράμματα προσαρμογής, δηλαδή στα μνημόνια. Ωστόσο υπάρχει κάτι βαθύτερο στα Μωρά της Αθηνάς. Αυτό είναι το ότι για να ενηλικιωθεί ένας άνθρωπος πρέπει να πουλήσει μέρος του χρόνου του σε αυτό που λέγεται βιοπορισμός ή κατεστημένη πραγματικότητα. Η όσμωση αυτών των δύο στοιχείων συνιστά το πεδίο έμπνευσης του βιβλίου.

      Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με αυτό και ποιο είναι αυτό;

     Ποτέ δεν επιχειρώ να μεταφέρω μηνύματα με τα βιβλία μου. Αυτό συμβαίνει και στις δύο επόμενες περιπέτειες του Πέτρου Ριβέρη, ήτοι στον Χορό της μέλισσας και στον Καιρό των ρόδων (Κέδρος).  Γράφω πρωτίστως για να καταλάβω τι συμβαίνει μέσα μου και γύρω μου. Τα μυθιστορήματα μου είναι σαν τα μπουκάλια ναυαγού στην ταραγμένη θάλασσα.

      Στο βιβλίο σας περιγράφετε εργασιακές σχέσεις που θα χαρακτήριζα εφιαλτικές. Τις βλέπετε να έρχονται ή είναι λογοτεχνικές υπερβολές;

     Υπήρξαν αναγνώστες που με είπαν υπερβολικό με όλα αυτά που συμβαίνουν στα Μωρά της Αθηνάς. Τους καταλαβαίνω, ειλικρινά. Ωστόσο, υπήρξαν και άλλοι που μου είπαν ότι τα Πακέτα Ζωής που προσφέρονται σε κάποιους ήρωες του μυθιστορήματος, δεν είναι τίποτα, μπροστά σε αυτά που περιμένουν τους εργαζόμενους στο άμεσο μέλλον.

      Συχνά αναφέρεστε σε «κοτζαμπάσηδες». Πιστεύετε ότι παρά το γεγονός ότι οι εποχές άλλαξαν, η νοοτροπία των «κοτζαμπάσηδων» αλλά και των «υποτακτικών» συνεχίζει να υφίσταται, ίσως υπό διαφορετικό μανδύα;

     Δυστυχώς, έχετε δίκιο. Το πρόβλημα υφίσταται μόνο που τώρα έχουν πολλαπλασιαστεί τα κοστούμια της εθιμικής εξουσίας που εξακολουθεί να διαφεντεύει πολλά.

      Νομίζετε ότι μεγάλο μέρος των εργοδοτών είναι τόσο αδίστακτοι όσο τους περιγράφετε στο βιβλίο σας;

     Αν πάρουμε ως παράδειγμα τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των διανομέων, οι οποίες ευτυχώς στέφθηκαν με επιτυχία, μπορούμε εύκολα να δώσουμε την απάντηση. Σε μια απάνθρωπη εργοδοτική στάση, η μόνη λύση είναι η συλλογική αντίσταση.  Το ζήτημα όμως δεν είναι προσωπικό, παρά καθαρά ταξικό. Γιατί πρέπει να εστιάσουμε ώστε να κατανοήσουμε τι κάνει έναν εργοδότη, ιδιαίτερα τον μικρομεσαίο να γίνεται αδίστακτος.

      Ο Πέτρος Ριβέρης είναι ένας λογοτεχνικός ήρωας που ήρθε για να μείνει;

     Δεν το κουνάει ρούπι από μέσα μου. Είναι επίμονος και απαιτητικός, συνεχώς κοιτάζει την πραγματικότητα που μας περιβάλλει και μου λέει «το είδες αυτό που συνέβη; Μήπως θα έπρεπε να με στείλεις, να ψάξω τι γίνεται; να βρω την αλήθεια;» Για την ώρα είναι σίγουρα ο άλλος λογοτεχνικός εαυτός μου. Εδώ και δυο βιβλία δρα στην αλέγκρα πόλη που λέγεται Θεσσαλονίκη, και κατά την άποψη μου συνιστά την πιο μεσογειακή πόλη της χώρας μας. Όπως έχω γράψει σε ένα ποίημα για τον Ριβέρη: βάζει το μελάνι και ζυγίζω το αίμα, στις ουτοπικές γραφές της φθαρμένης ζωής.

      Η αστυνομική λογοτεχνία μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;

     Πρωτίστως είναι μια αισθητική πράξη, διότι μέσω της παρασκευής της δημιουργείται πρωτογενής τέχνη. Καθότι όμως το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το νέο κοινωνικό μυθιστόρημα, τότε ναι, μπορεί με μια ευρεία διασταλτική οπτική, να γίνει και κοινωνική πράξη. Στο μέτρο, δηλαδή που η τέχνη ενώνει ανθρώπους και τους φέρνει εγγύτερα.

      Μπορεί η λογοτεχνία να δρομολογήσει αλλαγές σε κοινωνικό επίπεδο;

     Άμεσα όχι. Οι αλλαγές σε κοινωνικό επίπεδο, είναι ζήτημα της συλλογικής προσπάθειας των ανθρώπων, συχνά των πρωτοποριών, με σκοπό να κάνουν τη ζωή καλύτερη, ή όπως συμβαίνει κατά κόρον στους καιρούς μας, να προστατεύσουν τα κεκτημένα δικαιώματα αιώνων. Έμμεσα εντούτοις, η λογοτεχνία μπορεί να αφυπνίσει συνειδήσεις κάνοντας τους ανθρώπους να καταλαβαίνουν ευκρινέστερα τι συμβαίνει μέσα τους και γύρω τους και να καλλιεργούν την ενσυναίσθηση τους.

      Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε συγγραφέας;

     Γύρω στα 8 με 9 έτη μου. Έχω μια ξεκάθαρη ανάμνηση, να προκύπτει μια διαφορά, ένας μικροκαβγάς ανάμεσα σε μένα και δυο παιδικούς μου φίλους. Είχα το δίκιο με το μέρος μου, η πλειονότητα της παρέας έκρινε ότι δεν έτρεχε και τίποτα. Μέλημα μου δεν ήταν να παλέψω για το δίκιο μου, αλλά να το καταγράψω εποπτικά μέσα μου. Ήταν η αρχή της ιστορίας.

      Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;

     Όπως νοιώθει η μάνα που μόλις γέννησε, με τη διαφορά, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι το πνευματικό και όχι ένα παιδί. Ένα παιδί είναι ένα έργο τέχνης από μόνο του, και ένα έργο τέχνης για να αντέξει στον χρόνο πρέπει να έχει δημιουργηθεί έτσι ώστε να συγκινεί πάντα το παιδί που κρύβουν μέσα τους οι άνθρωποι.

      Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;

     Για λίγο καιρό, εξακολουθούν να συμβιώνουν μαζί μου. Μετά παραμερίζουν, γιατί έρχονται στο προσκήνιο της καθημερινής συγγραφικής μου δραστηριότητας, οι ήρωες του επόμενου βιβλίου. Κάποιους δυσκολεύομαι πολύ να τους αποχωριστώ. Τους υπόσχομαι, ότι θα τα ξαναπούμε σε μια επόμενη περιπέτεια του Πέτρου Ριβέρη.

      Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;

     Άνθρωπος είμαι και ‘γω, όπως και εκείνοι. Τα συναισθήματα των ηρώων μου είναι αναγκαστικά πιο δραματικά από τα δικά μου. Για τον απλό λόγο, ότι έχουν να επιτελέσουν έναν σπουδαιότερο ρόλο, από τους ρόλους που παίζω στην ασήμαντη δική μου ζωή. Το συναίσθημα άλλωστε, είναι η πιο προσωπική από τις τέσσερις πηγές της γνώσης.

      Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωες σας;

     Κατά κάποιον τρόπο, πέρα από τον Ριβέρη, όλοι και όλες τους έχουν κάποια στοιχεία δικά μου. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να τους κατανοώ, ώστε να τους αφήνω να δείχνουν σε μένα και στους αναγνώστες μου ποιοι είναι.

      Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;

     Η σύντροφος μου και κάποιοι καλοί φίλοι.

      Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;

     Ο ιδανικός αναγνώστης οφείλει να διαβάζει αποκλειστικά μέσα σε δωμάτια ξενοδοχείων που δεν του θυμίζουν τίποτα. Το ίδιο ισχύει και για τον ιδανικό συγγραφέα. Μιλώ από προσωπική εμπειρία: δεν υπάρχει πιο κατάλληλος χώρος συγγραφής από ένα άγνωστο δωμάτιο ξενοδοχείου.

      Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;

     Φυσικά, και οφείλω να ομολογήσω ότι παρά την έκπληξη είναι από τα ωραιότερα ευρήματα. Αν δεν θέλαμε να μάθουμε ποιοι είμαστε, αν δεν υπήρχαν όλα αυτά τα ερωτήματα που μας ταλανίζουν, δεν θα γράφαμε.

       Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;

     Μου έχει συμβεί να δω και από την άλλη πλευρά, μέσα από τη ματιά ενός ήρωα, εντελώς διαφορετικού από μένα. Και σίγουρα κάτι τέτοιο με έκανε πληρέστερο άνθρωπο.

      Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;

     Πάρα πολύ. Είναι από τις πιο αγαπημένες μου στιγμές. Άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών, τάξεων και αισθητικής να μου λένε τι ένοιωσαν από το έργο μου. Όσο δύσκολο και να είναι μου αρέσει να μου λένε και τι δεν τους άρεσε. Έτσι μπορώ να λογίζομαι πάνω στα κενά μου και να προσπαθώ να γίνομαι καλύτερος.

      Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;

     Κάτι που μου λένε, και μου αρέσει πολύ είναι «εγώ δεν διάβαζα αστυνομική λογοτεχνία, αλλά τα δικά σου, μου άρεσαν πολύ. Και έτσι διάβασα.»

      Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;

     Φυσικά. Θα πω τρεις που δεν είναι συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας. Στρατής Τσίρκας, Χόρχε Σεμπρούν, Ορχάν Παμούκ.

      Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;

     Γράφω εύκολα, συγγράφω δύσκολα. Είναι δύσκολη διαδικασία η συγγραφή αν θέλεις να κάνεις κάτι καλό, κάτι που δεν έχει δημιουργηθεί, τουλάχιστον στα βασικά του σημεία, από άλλον. Και είναι ακόμη πιο δύσκολο να κάνεις κάτι που θα αντέξει στον χρόνο. Για μένα η συγγραφή είναι η εσωτερική αναπνοή μου.

      
Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το νέο σας βιβλίο («Ο Καιρός Των Ρόδων») κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες , ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;

     Ναι, έχω ξεκινήσει εδώ και λίγο καιρό την τέταρτη περιπέτεια του Πέτρου Ριβέρη, Πρόκειται για ένα ερωτικό νουάρ μυθιστόρημα. Για την ώρα όμως ασχολούμαι με την υποστήριξη της νέας περιπέτειας του που είναι Ο καιρός των ρόδων.

     Σας ευχαριστώ πολύ!