Ιστορικό θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε
το νέο, δέκατο στη σειρά, μυθιστόρημα του Γιάννη Γρηγοράκη.
Αν και ο Μπλαντ δεν φημιζόταν για την ακρίβεια
στα ραντεβού του, αυτή η μεγάλη καθυστέρηση ανησύχησε τη σύντροφό του Εκάβη, η
οποία αφού τον αναζήτησε χωρίς επιτυχία στο κινητό του τηλέφωνο, αποφάσισε να
πάει στο σπίτι του, για να δει τι συμβαίνει. Φτάνοντας εκεί, αντίκρισε ένα αποτρόπαιο
θέαμα. «…η εικόνα την συνθλίβει. Ο Οδυσσέας Μπλαντ νεκρός, καθισμένος στο
γραφείο του μέσα σε μια λίμνη αίμα. Το κεφάλι του γερμένο στο στήθος, το περίστροφο
πεσμένο στο πάτωμα, κάτω από το κρεμασμένο, άψυχο χέρι του. Είναι ντυμένος,
έτοιμος να φύγει για το ρεβεγιόν. Πάνω σε μια στοίβα από βιβλία υπάρχει μισή
κόλλα γραφομηχανής με δύο λέξεις γραμμένες με την πένα του-δώρο που του είχε
κάνει εκείνη πριν από χρόνια. Διαβάζει μέσα σε λυγμούς: «ο άνεμος κόπασε».
Χρειάζεται χρόνο μέχρι να συνειδητοποιήσει τι έγινε, έπειτα σήκωσε το
ακουστικό, σε μια ύστατη απελπισμένη κίνηση και κλαίγοντας καλεί την
αστυνομία-η φωνή της τρέμει».
Ο αστυνόμος Χατζής που αναλαμβάνει την
υπόθεση, ότι βλέπει τον τόπο του συμβάντος, δεν είναι σίγουρος πρόκειται για
αυτοκτονία ή εγκληματική ενέργεια. «Αυτό που τον προβληματίζει είναι ότι δεν
έχει ξανασυμβεί στα εγκληματολογικά χρονικά να ντυθεί κάποιος στην τρίχα για να
πάει σε ρεβεγιόν ή σε θέατρο, να έχει φορέσει το παπιγιόν του και να τινάζει τα
μυαλά του στον αέρα. Οφείλει να εξετάσει όλα τα ενδεχόμενα».
Με όχημα μια αστυνομική (;) ιστορία, ο Γ.
Γρηγοράκης, κάνει ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα του ήρωα του, ο οποίος από πολύ
τρυφερή ηλικία, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τρομακτικές αντιξοότητες.
Ακόμη, ο συγγραφέας, θίγει ένα θέμα που
για πολύ καιρό υπήρξε ταμπού για την πόλη της Θεσσαλονίκης και μόνο τα
τελευταία χρόνια άρχισε να έρχεται στην επιφάνεια και να συζητείται ευρύτερα. Είναι
η συμπεριφορά των κατοίκων απέναντι στους εβραίους την εποχή της Κατοχής. Από
τη μια οι απλοί πολίτες, που πολλοί από αυτούς, φρόντισαν να απογυμνώσουν τα
εγκαταλελειμμένα σπίτια και μαγαζιά των εβραίων συμπολιτών τους, αλλά ακόμα και
να καταδώσουν κρυμμένους εβραίους, οδηγώντας τους έτσι στο θάνατο. Από την άλλη
οι διάφοροι δοσίλογοι και συνεργάτες των Γερμανών που έχτισαν τεράστιες
περιουσίες «… αυτή ήταν, ίσως, και η ετυμηγορία τη πόλης, η εθελούσια απώθηση
συναισθημάτων και εικόνων από τον πόλεμο και τον εκτοπισμό των Εβραίων, ό,τι
στοίχειωνε τη μνήμη της, γιατί και οι δωσίλογοι, μεσεγγυούχοι ή όχι,
περπατούσαν σχεδόν κορδωμένοι εκπροσωπώντας, συνειδητά και ατιμώρητα, ό,τι
άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί. Ήταν οι ιδεολογικοί απόγονοι του ναζισμού,
προάγγελοι μελλοντικής βαρβαρότητας, που κυοφορούσαν την κατεστημένη κατάσταση
των πραγμάτων για το υπόλοιπο του αιώνα. Την κυοφορούσαν με το αζημίωτο
διατηρώντας τα κεκτημένα τους, σπίτια, μαγαζιά και άλλα λάφυρα, λίρες,
χρυσαφικά και κοσμήματα, σαν κληροδότημα για τη συνεισφορά τους στον πόλεμο.
Σκέφτηκε ότι η πόλη είχε χάσει το βηματισμό της, αλλά ούτε και θα τον έβρισκε
ποτέ, διότι, για να βρει κανείς το βηματισμό του, θα πρέπει πρώτα να ισιώσει
την πλάτη του. Είχε καμπουριάσει η πόλη κι αρνιόταν να δει την καμπούρα της».
Το «Ο Άνεμος Κόπασε», είναι ένα μυθιστόρημα
που θα αποτελέσει «τροφή για σκέψη», θα
επηρεάσει πολυποίκιλα και θα θέσει ερωτήματα στον αναγνώστη, χαρίζοντάς του
παράλληλα ώρες αναγνωστικής απόλαυσης, λόγω του εξαιρετικού τρόπου με τον οποίο
είναι γραμμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου