ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ
Σελ. 222, Ιούνιος 2011
Το μυθιστόρημα που παρουσιάζω σήμερα, είναι το πρώτο της συγγραφέως, που μέχρι τώρα είχε ασχοληθεί μόνο με τη μικρή φόρμα, το διήγημα. Ένα μυθιστόρημα που το θέμα του δεν είναι από τα συνηθισμένα, αφού αναφέρεται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ελληνικής καταγωγής μετανάστες, από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Γιούρι, είναι ένας νέος ποντιακής καταγωγής, που γεννήθηκε στην Αμπχαζία, όπου ζει με τη χήρα μητέρα του και άλλους συγγενείς. Όταν ένας θείος, μετά την έναρξη του πολέμου με τη Γεωργία, αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα με την οικογένειά του, ο Γιούρι τον ακολούθησε μόνος. Η μητέρα του, έμεινε πίσω στην προγονική γη. «Δεν αφήνω τα καντήλια των πεθαμένων μου στα χέρια τους», έλεγε κάθε φορά που προέκυπτε θέμα μετανάστευσής της. Η Ελλάδα ήταν γι’ αυτούς η «γη της επαγγελίας» και ο τόπος των ονείρων τους. Η μέρα της άφιξής τους στη Θεσσαλονίκη, ήταν η καλύτερη της ζωής τους. «Δε θυμάμαι να σου πω τι ακριβώς άκουγα, μόνο που ένιωθα σα να το ‘χα μέσα μου το μπουζούκι, σαν κάποιος να ‘παιζε, από μέσα τις χορδές. Πάλι με πιάσανε τα κλάματα, αλλά ήταν άλλα κλάματα αυτά. Ελλάδα είναι εκεί που ακούγονται τα ελληνικά. Όλα καλά θα πάνε, είπα».
Όταν ο Γιούρι αυτονομήθηκε από την οικογένεια του θείου του, στην αρχή δυσκολεύτηκε αρκετά. Όμως τα ελληνικά που μιλούσε τον βοήθησαν. «η Αθηνά, η καλομάνα του, η γιαγιά του δηλαδή, δικαιώθηκε για την επιμονή της να του διαβάζει Καζαντζάκη και Λουντέμη, να του ζητά να γράψει και να μιλήσει τα ελληνικά και να παρακολουθεί τα παρακάθια, τα νυχτέρια με τις ιστορίες που λέγανε οι γριές στους συγγενείς και γείτονες…».
Μετά την περιπλάνησή του σε διάφορες δουλειές και τη «θητεία» στην μικρο-παραβατικότητα, αποφάσισε να αλλάξει. Έπιασε δουλειά σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων, όπου χάρη στην ευστροφία του ξεχώρισε. Νοίκιασε κι ένα μικρό διαμέρισμα και είδε λίγο-λίγο τη ζωή του να αλλάζει. Βέβαια στην πολυκατοικία αντιμετώπισε τις ίδιες αντιδράσεις που αντιμετώπισε και στην υπόλοιπη κοινωνία. Αποδοχή από τους λίγους. Μίσος, φόβο, μισαλλοδοξία, και ρατσισμό από τους πολλούς. Αν και ποτέ δεν έδωσε κανένα δικαίωμα. «Δεν έκανε φασαρία, είπαν κάποιοι, δικαίωμα στην πολυκατοικία μας δεν έδωσε ποτέ. Αυτό του ‘λειπε! Γυναίκα δεν είχε εμφανίσει. Πείτε μου εσείς. Είναι φυσιολογικό αυτό; Τα κοινόχρηστα και το ενοίκιο τα ‘δινε μόλις πατούσε ο μήνας. Που τη βρήκε τη συνέπεια αυτός που δεν είχε στον ήλιο μοίρα; Και κείνη η ευγένεια, οι καλοσύνες τάχα, τα χαμόγελα, ποια πονηριά ήθελαν να καλύψουν; Δεν είμαι κορόιδο εγώ, τα ξέρω αυτά τα κόλπα. Μόλις έκλεινε η πόρτα πίσω του, μας έφτυνε χολή. Δεν φτάνουν τα προβλήματα που έχει ο τόπος, αυτοί μας λείπανε».
Όλα αυτά τα αντιμετώπιζε στωικά και χωρίς να δίνει πολύ σημασία. Μέχρι που ήρθε η ζωή και σ’ ένα γύρισμά της, έφερε τα πάνω κάτω. Ο Γιούρι κλονίστηκε. Λίγο έλειψε να λυγίσει. Όμως αναμετρήθηκε με τον χειρότερο εχθρό του: τον κακό του εαυτό. Και νίκησε!
Καλογραμμένο μυθιστόρημα, με κινηματογραφικό ρυθμό, σωστά δομημένους χαρακτήρες και μ’ ένα θέμα ρεαλιστικό, σημερινό και θέλω να ελπίζω όχι διαχρονικό. Το βιβλίο, περιλαμβάνει ένα ολιγοσέλιδο, αλλά περιεκτικό σχόλιο, για τους Έλληνες της πρώην ΕΣΣΔ, που υπογράφει ο ιστορικός Βασίλειος Τσενκελίδης.
Η Χριστίνα Χρυσανθοπούλου, γεννήθηκε το 1974. Σπούδασε Παιδαγωγικά και Δημοσιογραφία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αθήνα και το Λονδίνο με αντικείμενο τη Συγκριτική Εκπαίδευση και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Έχει συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα έντυπα της χώρας ως αρθρογράφος, ενώ την τελευταία διετία, εργάζεται στον ηλεκτρονικό τύπο. Διηγήματά της έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικό διαγωνισμό κι έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό (δε)κατα.
Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ
Σελ. 222, Ιούνιος 2011
Το μυθιστόρημα που παρουσιάζω σήμερα, είναι το πρώτο της συγγραφέως, που μέχρι τώρα είχε ασχοληθεί μόνο με τη μικρή φόρμα, το διήγημα. Ένα μυθιστόρημα που το θέμα του δεν είναι από τα συνηθισμένα, αφού αναφέρεται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ελληνικής καταγωγής μετανάστες, από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Γιούρι, είναι ένας νέος ποντιακής καταγωγής, που γεννήθηκε στην Αμπχαζία, όπου ζει με τη χήρα μητέρα του και άλλους συγγενείς. Όταν ένας θείος, μετά την έναρξη του πολέμου με τη Γεωργία, αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα με την οικογένειά του, ο Γιούρι τον ακολούθησε μόνος. Η μητέρα του, έμεινε πίσω στην προγονική γη. «Δεν αφήνω τα καντήλια των πεθαμένων μου στα χέρια τους», έλεγε κάθε φορά που προέκυπτε θέμα μετανάστευσής της. Η Ελλάδα ήταν γι’ αυτούς η «γη της επαγγελίας» και ο τόπος των ονείρων τους. Η μέρα της άφιξής τους στη Θεσσαλονίκη, ήταν η καλύτερη της ζωής τους. «Δε θυμάμαι να σου πω τι ακριβώς άκουγα, μόνο που ένιωθα σα να το ‘χα μέσα μου το μπουζούκι, σαν κάποιος να ‘παιζε, από μέσα τις χορδές. Πάλι με πιάσανε τα κλάματα, αλλά ήταν άλλα κλάματα αυτά. Ελλάδα είναι εκεί που ακούγονται τα ελληνικά. Όλα καλά θα πάνε, είπα».
Όταν ο Γιούρι αυτονομήθηκε από την οικογένεια του θείου του, στην αρχή δυσκολεύτηκε αρκετά. Όμως τα ελληνικά που μιλούσε τον βοήθησαν. «η Αθηνά, η καλομάνα του, η γιαγιά του δηλαδή, δικαιώθηκε για την επιμονή της να του διαβάζει Καζαντζάκη και Λουντέμη, να του ζητά να γράψει και να μιλήσει τα ελληνικά και να παρακολουθεί τα παρακάθια, τα νυχτέρια με τις ιστορίες που λέγανε οι γριές στους συγγενείς και γείτονες…».
Μετά την περιπλάνησή του σε διάφορες δουλειές και τη «θητεία» στην μικρο-παραβατικότητα, αποφάσισε να αλλάξει. Έπιασε δουλειά σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων, όπου χάρη στην ευστροφία του ξεχώρισε. Νοίκιασε κι ένα μικρό διαμέρισμα και είδε λίγο-λίγο τη ζωή του να αλλάζει. Βέβαια στην πολυκατοικία αντιμετώπισε τις ίδιες αντιδράσεις που αντιμετώπισε και στην υπόλοιπη κοινωνία. Αποδοχή από τους λίγους. Μίσος, φόβο, μισαλλοδοξία, και ρατσισμό από τους πολλούς. Αν και ποτέ δεν έδωσε κανένα δικαίωμα. «Δεν έκανε φασαρία, είπαν κάποιοι, δικαίωμα στην πολυκατοικία μας δεν έδωσε ποτέ. Αυτό του ‘λειπε! Γυναίκα δεν είχε εμφανίσει. Πείτε μου εσείς. Είναι φυσιολογικό αυτό; Τα κοινόχρηστα και το ενοίκιο τα ‘δινε μόλις πατούσε ο μήνας. Που τη βρήκε τη συνέπεια αυτός που δεν είχε στον ήλιο μοίρα; Και κείνη η ευγένεια, οι καλοσύνες τάχα, τα χαμόγελα, ποια πονηριά ήθελαν να καλύψουν; Δεν είμαι κορόιδο εγώ, τα ξέρω αυτά τα κόλπα. Μόλις έκλεινε η πόρτα πίσω του, μας έφτυνε χολή. Δεν φτάνουν τα προβλήματα που έχει ο τόπος, αυτοί μας λείπανε».
Όλα αυτά τα αντιμετώπιζε στωικά και χωρίς να δίνει πολύ σημασία. Μέχρι που ήρθε η ζωή και σ’ ένα γύρισμά της, έφερε τα πάνω κάτω. Ο Γιούρι κλονίστηκε. Λίγο έλειψε να λυγίσει. Όμως αναμετρήθηκε με τον χειρότερο εχθρό του: τον κακό του εαυτό. Και νίκησε!
Καλογραμμένο μυθιστόρημα, με κινηματογραφικό ρυθμό, σωστά δομημένους χαρακτήρες και μ’ ένα θέμα ρεαλιστικό, σημερινό και θέλω να ελπίζω όχι διαχρονικό. Το βιβλίο, περιλαμβάνει ένα ολιγοσέλιδο, αλλά περιεκτικό σχόλιο, για τους Έλληνες της πρώην ΕΣΣΔ, που υπογράφει ο ιστορικός Βασίλειος Τσενκελίδης.
Η Χριστίνα Χρυσανθοπούλου, γεννήθηκε το 1974. Σπούδασε Παιδαγωγικά και Δημοσιογραφία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αθήνα και το Λονδίνο με αντικείμενο τη Συγκριτική Εκπαίδευση και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Έχει συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα έντυπα της χώρας ως αρθρογράφος, ενώ την τελευταία διετία, εργάζεται στον ηλεκτρονικό τύπο. Διηγήματά της έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικό διαγωνισμό κι έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό (δε)κατα.