ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΡΟΥΜΠΕΛΟΣ
Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
Σελ. 300, Νοέμβριος 2010
Στις απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα, μας μεταφέρει με το μυθιστόρημά του αυτό, ο Θ. Σκρουμπέλος.
Ο «μεγάλος ασθενής», η Οθωμανική αυτοκρατορία, πνέει τα λοίσθια. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, έχουν βλέψεις στα εδάφη που θα χάσει -απ’ ότι φαίνεται- ο σουλτάνος και κυρίως τη Μακεδονία, που αποτελεί την πύλη για το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Τις ίδιες βλέψεις έχουν και οι διάφορες γειτονικές προς τη Μακεδονία ηγεμονίες. «Το 1870 η βουλγαρική ηγεμονία κατορθώνει με την έγκριση του σουλτάνου να κερδίσει το αυτοκέφαλο της εκκλησίας από το Πατριαρχείο και να αυτολειτουργεί ως Εξαρχία…». Ο ορθόδοξος πληθυσμός της Μακεδονίας που εκείνη την εποχή αποτελεί ένα μωσαϊκό θρησκειών και γλωσσών, χωρίζεται σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς. Όμως ανεξαρτήτως θρησκεύματος, αυτό που επιθυμεί διακαώς ο τοπικός πληθυσμός, είναι η αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού που τους δημιουργεί τεράστια προβλήματα: καταπίεση, διεφθαρμένη και αναποτελεσματική διοίκηση, μεροληπτική δικαιοσύνη, δυσβάστακτη φορολογία.
Οι Βούλγαροι διαβλέποντας την ευκαιρία, προσπαθούν να αποκτήσουν ισχυρά ερείσματα στον τοπικό πληθυσμό, μέσω των εξαρχικών ιερέων και αξιωματικών του βουλγαρικού στρατού που στέλνονται στη Μακεδονία, για να αναπτύξουν, καθοδηγήσουν και εξοπλίσουν, φιλοβουλγαρικό κίνημα.
Η Ελλάδα μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, δεν μπορεί να αντιδράσει επίσημα στη βουλγαρική διείσδυση στη Μακεδονία. Το ρόλο του κράτους υποκαθιστούν ιδιώτες. Αναπτύσσεται ένα ισχυρό κίνημα, που έχει σαν αποκορύφωμα, την αποστολή του Παύλου Μελά και σώματος κρητικών εθελοντών, για να ενισχύσουν το ελληνικό φρόνημα του πληθυσμού και να ανακόψουν τη βουλγαρική διείσδυση.
Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο κινούνται οι τρεις ήρωες του βιβλίου, που είναι συνομήλικοι. Στην «ηλικία που από έφηβοι γίνονται άντρες». Ο μαύρος Σελήμ, που έλεγε «Κάτω από το μαύρο πετσί μου, ένιωθα το αίμα μου ελληνικό». Λατρεύει τον Μέγα Αλέξανδρο και τη Μακεδονία. Είναι γιος μιας θεσσαλονικιάς, της Ρωξάνης, κόρης του εύπορου εμπόρου Παναγιώτη Σταυρακάκη και του μαύρου Μαμούν ελ Μελέκ, γιο ενός επίσης εύπορου ιδιοκτήτη αμπελιών και οινοποιού, συνεργάτη του Σταυρακάκη από το Τούνεζι. Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν στη διάρκεια των σπουδών του Μαμούν στο μεντρεσέ της Θεσσαλονίκης. Ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο και κλέφτηκαν για να παντρευτούν, αφού οι Σταυρακάκηδες δεν ήθελα επ’ ουδενί να κάνουν μαύρο γαμπρό. Καρπός αυτού του γάμου είναι ο «μαύρος Μακεδών» Σελήμ. Ο Στόγιαν είναι βούλγαρος. Ορφανός από πατέρα, αναπτύσσει δράση στα πλαίσια του βουλγαρικού κομιτάτου. Όχι πολλά χρόνια πριν, οι γονείς του δούλευαν στο οινοποιείο του Σταυρακάκη στη Φιλιππούπολη. Τέλος ο Μανώλης, που εκπαιδεύεται ως αγριμοκυνηγός στα βουνά της Κρήτης («αναλαμβάνει έναντι αμοιβής να σκοτώσει ή να αιχμαλωτίσει τα αγρίμια που χαλούν τα κοπάδια ή τα σπαρτά»), από το θείο του, ο οποίος εργάστηκε για ένα διάστημα ως σωματοφύλακας του Σταυρακάκη.
Αγνοούν ο ένας την ύπαρξη του άλλου και φυσικά το αόρατο νήμα που τους ενώνει, μέχρι που η μοίρα θα τους φέρει στο ίδιο πεδίο δράσης. «Η δουλειά, ο ιερός σκοπός και ένα όνειρο, τα τρία αυτά ήταν τα αγκίστρια στα οποία μας τσάκωσε η μοίρα και τους τρεις και μας έχωσε στο ίδιο παιχνίδι».
Μυθιστόρημα με την Ιστορία πανταχού παρούσα, να ορίζει με τα γυρίσματά της την πορεία των ηρώων, έντονη δράση στα τοπία της Δυτικής Μακεδονίας, καλογραμμένο, ευκολοδιάβαστο, διδακτικό, που δίνει τροφή για σκέψη και αξίζει της προσοχής μας.
Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
Σελ. 300, Νοέμβριος 2010
Στις απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα, μας μεταφέρει με το μυθιστόρημά του αυτό, ο Θ. Σκρουμπέλος.
Ο «μεγάλος ασθενής», η Οθωμανική αυτοκρατορία, πνέει τα λοίσθια. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, έχουν βλέψεις στα εδάφη που θα χάσει -απ’ ότι φαίνεται- ο σουλτάνος και κυρίως τη Μακεδονία, που αποτελεί την πύλη για το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Τις ίδιες βλέψεις έχουν και οι διάφορες γειτονικές προς τη Μακεδονία ηγεμονίες. «Το 1870 η βουλγαρική ηγεμονία κατορθώνει με την έγκριση του σουλτάνου να κερδίσει το αυτοκέφαλο της εκκλησίας από το Πατριαρχείο και να αυτολειτουργεί ως Εξαρχία…». Ο ορθόδοξος πληθυσμός της Μακεδονίας που εκείνη την εποχή αποτελεί ένα μωσαϊκό θρησκειών και γλωσσών, χωρίζεται σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς. Όμως ανεξαρτήτως θρησκεύματος, αυτό που επιθυμεί διακαώς ο τοπικός πληθυσμός, είναι η αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού που τους δημιουργεί τεράστια προβλήματα: καταπίεση, διεφθαρμένη και αναποτελεσματική διοίκηση, μεροληπτική δικαιοσύνη, δυσβάστακτη φορολογία.
Οι Βούλγαροι διαβλέποντας την ευκαιρία, προσπαθούν να αποκτήσουν ισχυρά ερείσματα στον τοπικό πληθυσμό, μέσω των εξαρχικών ιερέων και αξιωματικών του βουλγαρικού στρατού που στέλνονται στη Μακεδονία, για να αναπτύξουν, καθοδηγήσουν και εξοπλίσουν, φιλοβουλγαρικό κίνημα.
Η Ελλάδα μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, δεν μπορεί να αντιδράσει επίσημα στη βουλγαρική διείσδυση στη Μακεδονία. Το ρόλο του κράτους υποκαθιστούν ιδιώτες. Αναπτύσσεται ένα ισχυρό κίνημα, που έχει σαν αποκορύφωμα, την αποστολή του Παύλου Μελά και σώματος κρητικών εθελοντών, για να ενισχύσουν το ελληνικό φρόνημα του πληθυσμού και να ανακόψουν τη βουλγαρική διείσδυση.
Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο κινούνται οι τρεις ήρωες του βιβλίου, που είναι συνομήλικοι. Στην «ηλικία που από έφηβοι γίνονται άντρες». Ο μαύρος Σελήμ, που έλεγε «Κάτω από το μαύρο πετσί μου, ένιωθα το αίμα μου ελληνικό». Λατρεύει τον Μέγα Αλέξανδρο και τη Μακεδονία. Είναι γιος μιας θεσσαλονικιάς, της Ρωξάνης, κόρης του εύπορου εμπόρου Παναγιώτη Σταυρακάκη και του μαύρου Μαμούν ελ Μελέκ, γιο ενός επίσης εύπορου ιδιοκτήτη αμπελιών και οινοποιού, συνεργάτη του Σταυρακάκη από το Τούνεζι. Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν στη διάρκεια των σπουδών του Μαμούν στο μεντρεσέ της Θεσσαλονίκης. Ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο και κλέφτηκαν για να παντρευτούν, αφού οι Σταυρακάκηδες δεν ήθελα επ’ ουδενί να κάνουν μαύρο γαμπρό. Καρπός αυτού του γάμου είναι ο «μαύρος Μακεδών» Σελήμ. Ο Στόγιαν είναι βούλγαρος. Ορφανός από πατέρα, αναπτύσσει δράση στα πλαίσια του βουλγαρικού κομιτάτου. Όχι πολλά χρόνια πριν, οι γονείς του δούλευαν στο οινοποιείο του Σταυρακάκη στη Φιλιππούπολη. Τέλος ο Μανώλης, που εκπαιδεύεται ως αγριμοκυνηγός στα βουνά της Κρήτης («αναλαμβάνει έναντι αμοιβής να σκοτώσει ή να αιχμαλωτίσει τα αγρίμια που χαλούν τα κοπάδια ή τα σπαρτά»), από το θείο του, ο οποίος εργάστηκε για ένα διάστημα ως σωματοφύλακας του Σταυρακάκη.
Αγνοούν ο ένας την ύπαρξη του άλλου και φυσικά το αόρατο νήμα που τους ενώνει, μέχρι που η μοίρα θα τους φέρει στο ίδιο πεδίο δράσης. «Η δουλειά, ο ιερός σκοπός και ένα όνειρο, τα τρία αυτά ήταν τα αγκίστρια στα οποία μας τσάκωσε η μοίρα και τους τρεις και μας έχωσε στο ίδιο παιχνίδι».
Μυθιστόρημα με την Ιστορία πανταχού παρούσα, να ορίζει με τα γυρίσματά της την πορεία των ηρώων, έντονη δράση στα τοπία της Δυτικής Μακεδονίας, καλογραμμένο, ευκολοδιάβαστο, διδακτικό, που δίνει τροφή για σκέψη και αξίζει της προσοχής μας.