ΜΑΝΙΝΑ
ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ
Εκδόσεις
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Σελ.
319, Μάιος 2018
Τη νέα «περιπέτεια» της Δώρας, της ηρωίδας
που γνωρίσαμε στο μυθιστόρημα «Κάτι Μου Κρύβεις» (παρουσίαση Οκτώβριος 2017),
θα βρούμε στο καινούριο βιβλίο της Μ. Ζουμπουλάκη με τίτλο «Άκουσέ Με».
Η Δώρα, που πλησιάζει «επικίνδυνα» τα
πενήντα, συστήνεται ως «χωρισμένη, με δύο μεγάλα παιδιά, πρώην
φιλόλογος, αρχαιολάτρης, δούλευα σε ωραίες δουλειές παλιά, αλλά εδώ και μια
επταετία είμαι ξεναγός της αρπαχτής και πάλι καλά, μου αρέσει η μυθολογία και η
Ιστορία και το να είμαι στους δρόμους…». Ειδικεύεται στις ξεναγήσεις
ειδικών γκρουπ τουριστών. Που αποτελούνται δηλ. από ανθρώπους πιο «ανήσυχους»,
που θέλουν να εμβαθύνουν στην ελληνική μυθολογία και Ιστορία αφ’ ενός και αφ’
ετέρου έχουν και ιδιαίτερο σεξουαλικό προσανατολισμό, πράγμα που σε ορισμένες
περιπτώσεις, επηρεάζει την εστίαση των ξεναγήσεων! Όμως η Δώρα έχει κι ένα
«χάρισμα». Ευλογία και κατάρα ταυτόχρονα. Μπορεί να «βλέπει»- ειδικά σε
συνθήκες πίεσης και έντονου στρες-πράγματα που έχουν οι άνθρωποι στο μυαλό τους
και τους βασανίζουν ή ακόμη και πράγματα που θα συμβούν στο κοντινό μέλλον.
Όμως σαν άλλη Κασσάνδρα, δεν γίνεται πιστευτή, έξω από έναν μικρό κύκλο δικών
της ανθρώπων.
Τώρα, μέσα στο καταχείμωνο, έχει αναλάβει
την ξενάγηση ενός γκρουπ από οκτώ σουηδέζες λεσβίες. Στη διάρκεια μιας ξενάγησης
στο Κολονάκι, το γκρουπ «πέφτει» πάνω στο πτώμα ενός άστεγου. Ο οποίος έχει
δολοφονηθεί, όπως είναι εμφανές, από το βαθύ τραύμα που φέρει στο κεφάλι. Η θέα
του πτώματος, πυροδοτεί το «χάρισμα» της Δώρας. «Βλέπει» ότι μία από τα μέλη
του γκρουπ, αν και της εκμυστηρεύεται κάποια πράγματα, δεν είναι απόλυτα
ειλικρινής μαζί της. Ακόμη ότι έχει ένα παλιό και βαρύ μυστικό. Ακόμη «βλέπει»
εικόνες αστέγων, που δεν μπορεί να ερμηνεύσει. Έτσι καταφεύγει στη βοήθεια του
πρώην άντρα της, ο οποίος απασχολείται περιστασιακά στο αστυνομικό ρεπορτάζ του
τηλεοπτικού καναλιού Βήτα. Αυτός, μετά από-μια σχετικά πρόχειρη- έρευνα που θα
κάνει, θα ανακαλύψει ότι το πρόβλημα με τις δολοφονίες των αστέγων, είναι
μεγαλύτερο απ’ ότι αρχικά φάνηκε. «Κάποιος τους έφαγε είπαμε, όλους τους
άστεγους, τους έσπασε το κεφάλι με ένα βαρύ αντικείμενο, κάτι σαν κλομπ, πως τα
λένε αυτά, με μπαστούνι του μπέιζμπολ ή με σφυρί. Με ρόπαλο. Μπορεί με μια
μεγάλη πέτρα, τι να σου πω».
Η Δώρα, που με βάση τα όσα «βλέπει» θα
αρχίσει να υποψιάζεται ακόμα και κοντινά της πρόσωπα (μέχρι και τον νεαρό φίλο
της κόρης της), στο τέλος θα μπορέσει να βρει τα κομμάτια που λείπουν, ώστε να
συνθέσει την πλήρη εικόνα, που θα οδηγήσει στην αποκάλυψη του δολοφόνου.
Η Μ. Ζουμπουλάκη, όπως και άλλοι σύγχρονοι
συγγραφείς αστυνομικών, χρησιμοποιεί την ιστορία της ως όχημα, για να αναφερθεί
σε προβλήματα κοινωνικά, όπως η οικονομική κρίση και η προστασία των αστέγων
και άλλων ευάλωτων ομάδων, σχέσεων (ερωτικών, οικογενειακών, φιλικών κλπ) και
γενικά σε προβλήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο, βάζοντας το δίπολο
«έγκλημα- εξιχνίαση» σε δεύτερο επίπεδο και δίνοντας άλλη, πιο ευρύτερη
διάσταση, στο μυθιστόρημά της, που είναι γραμμένο με χιούμορ, και το οποίο
βέβαια-ως αστυνομικό που «σέβεται τον εαυτό του»- επιφυλάσσει αγωνία, σασπένς
και ανατροπές μέχρι τις τελευταίες σελίδες.