Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Ασχολείται
με την λογοτεχνία, την ποίηση, το σχέδιο και τη ζωγραφική. Ζει και εργάζεται
στο Παρίσι. Έργα του: «Λήμματα Από Την Εποχή Της Κρίσης» (Futura, 2011), «Η Απόλυτη Μειοψηφία» (Μελάνι, 2015), «Μάιλς
Ντέηβις» (Μελάνι, 2017), «Δε Λες Κουβέντα» (Μελάνι, 2018).
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης
για το βιβλίο σας «Δε λες κουβέντα»;
Μια αληθινή ιστορία. Είμαστε στον
Ιούνιο του 2016, το καλοκαίρι που έγραφα μέρα νύχτα το προηγούμενο βιβλίο μου, «Μάιλς Ντέιβις, Εκτός κλίμακας».
Ένα πρωί, πολύ νωρίς, καθόμουν έξω στη Βαλτετσίου για καφέ πριν πιάσω δουλειά
και βλέπω να περνάει μια φίλη μου, βιαστική. Κάθεται λίγο μαζί μου, και μου
λέει ότι έχει μόλις επιστρέψει από Ύδρα με έναν πίνακα που έκλεψε μεθυσμένη από
ένα πάρτι που έγινε το προηγούμενο βράδυ, και ότι τώρα το έχει μετανιώσει και
δεν ξέρει τι να κάνει. Της ζήτησα να μου εξηγήσει, επειδή δεν έβγαζαν και πολύ
νόημα όλα αυτά, και τελικά προέκυψε μια πολύ καλή αρχή μυθιστορήματος. Το
πάρτι-στην-Ύδρα ήταν τίγκα στους ανθρώπους της τέχνης, η μισή ομάδα της
Ντοκουμέντα ήταν εκεί. Και ο πίνακας ήταν φτιαγμένος από σχέδια που είχαν κάνει
οι καλεσμένοι. Αν έβαζα τον πίνακα αυτό να περιέχει ένα συγκεκριμένο μυστικό,
ένα μήνυμα, τότε η τυχαία κλοπή
του από τη φίλη μου θα μπορούσε να μετατραπεί σε έναν τρόπο αποκρυπτογράφησης
της επερχόμενης, ακόμη τότε, Ντοκουμέντα, και μαζί ολόκληρου του αθηναϊκού
καλοκαιριού που σαφέστατα προσδιόρισε.
Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο
μήνυμα με το βιβλίο αυτό, και ποιο είναι αυτό;
Θέλω να αναπαραστήσω τον κόσμο, την εποχή
μου, ένα καλοκαίρι της, μία εβδομάδα του καλοκαιριού, με πειστικό και αληθινό
τρόπο, δηλαδή με απλές φράσεις και με αληθινούς χαρακτήρες. Τόσο αληθινούς που
να ακούγονται στ' αλήθεια οι φωνές τους. Δεν έχω κανένα απολύτως ηθελημένο
μήνυμα να μεταφέρω πέρα από αυτήν την προσπάθεια.
Το νουάρ δεν έχει μακρά
παράδοση στην ελληνική λογοτεχνία. Πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το είδος;
Είναι αλήθεια αυτό. Όπως και με άλλα λογοτεχνικά είδη
όπως ας πούμε η Επιστημονική Φαντασία – γενικά, με το Φανταστικό. Κομμάτι της
ελληνικής κριτικής τα βλέπει με καχυποψία και συχνά με περιφρόνηση. Από
αμορφωσιά, κυρίως. Δεν αποφάσισα να ασχοληθώ ακριβώς με το νουάρ εδώ βέβαια,
παρόλο που το «Δε λες κουβέντα» έχει έντονα τέτοια στοιχεία. Είναι μια αναφορά στο νουάρ, ένα σχόλιο, και
συγκεκριμένα στο Hardboiled με τους παράλογα σκληροτράχηλους αντι-ήρωες. Δεν πρέπει
να ξεχνάμε ότι ο Χάμμετ και λίγο αργότερα ο Τσάντλερ και πολλοί άλλοι, φτιάχουν
μια λογοτεχνία που έχει νόημα, μπορεί να υπάρξει, μόνο μετά την κρίση του '29.
Μιλάνε για μια κοινωνία ρευστή, για διεφθαρμένους θεσμούς, για ουσιαστική
αμφισβήτηση των ρόλων καλού/κακού, του happy ending, κλπ. Είναι ένα είδος με αυστηρά
δική του γλώσσα, άμεση, κοφτή και κυνική, που μπορεί να πει πράγματα για μια
κοινωνία σε κρίση όπως ίσως κανένα άλλο είδος.
Η λογοτεχνία μπορεί να είναι
μια κοινωνική πράξη;
Δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι. Γράφεις
κάτι και κάποιος ή κάποιοι το διαβάζουν. Αυτό, ήδη, προϋποθέτει την ύπαρξη της
κοινωνίας, και επιτελεί μια πολύ συγκεκριμένη λειτουργία κοινωνικής
αναπαράστασης. Είναι κατεξοχήν
κοινωνική, θα έλεγα.
Πότε καταλάβατε ότι θέλετε
να γίνετε συγγραφέας;
Πρέπει να έγινε την ίδια εποχή περίπου που
σταμάτησα να ταυτίζομαι με τα αποκριάτικα κοστούμια μου, τότε που τέλειωναν οι
απόκριες και έπρεπε να ξαναντυθείς κανονικά. Όταν έπαψα να μπορώ να είμαι
καουμπόης και να καθαρίζω τους κακούς με το πλαστικό μου εξάσφαιρο.
Ποια ήταν τα συναισθήματα
που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
Κοιμήθηκα μαζί του.
Τι συμβαίνει στους ήρωες των
βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
Εξαφανίζονται στον ορίζοντα. Είναι χαρακτήρες που
έρχονται από το πουθενά, συναντιούνται τυχαία, ανακατεύονται, κάνουν ό,τι
κάνουν και ξαναφεύγουν, χωρίς καμία ηθογραφία, χωρίς σώψυχα, οικογενειακές
ιστορίες... Εξαφανίζονται για πάντα, γι' αυτό και μπορεί να
ξανασυναντηθούν.
Έχετε βιώσει συναισθήματα
παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
Κάθε μέρα. Οι ήρωες του «Δε λες κουβέντα» δεν έχουν
τίποτα το υπερφυσικό στη σύλληψή τους. Τα συναισθήματά τους είναι απολύτως
καθημερινά και οικεία, μέχρι και στην υπερβολή τους. Οι αντιδράσεις τους
απέναντι στους κώδικες της σύγχρονης τέχνης, στην καθίζηση της κοινωνίας, στη
συνωμοσιολογία, στην ένταση, στην έλξη, κλπ., είναι συχνά η κωδικοποίηση των
δικών μου πιθανών αντιδράσεων. Κι όταν δεν είναι, τότε και πάλι η περιγραφή
τους περνάνει μέσα από το φίλτρο της συναισθηματικής νοημοσύνης του Μιχάλη
Κρόκου που καλείται να τα διαχειριστεί.
Σας μοιάζει κάποιος από τους
ήρωες σας;
Ναι, αρκετοί. Εκτός από το δεδηλωμένο alter ego του κεντρικού ήρωα, του Κρόκου,
που είναι και ο αφηγητής, υπάρχουν δυο τρεις άλλοι που σίγουρα έχουν κάποια
χαρακτηριστικά μου. Αλλά μπλέκονται εκεί και τα χαρακτηριστικά των φίλων μου,
που τα χρησιμοποίησα κατά κόρον, και τα γενικά χαρακτηριστικά της γενιάς μου.
Ποιος είναι ο πρώτος
αναγνώστης των κειμένων σας;
Ο αδελφός μου και δύο πολύ κοντινοί μου
φίλοι. Είναι άνθρωποι προσεκτικά επιλεγμένοι που έχουν παράδοξα δικαιώματα πάνω
στο κείμενό μου, όπως να μπορούν να με βρίζουν επειδή μια φράση είναι ψεύτικη,
επειδή ο Κρόκος «δεν θα το έλεγε έτσι αυτό», επειδή «είσαι μαλάκας και φλώρος
αν τον βάλεις να μιλάει για τον Χέμινγουεϊ επειδή και καλά είναι συγγραφέας» –
«βάλτον καλύτερα να μιλάει για τον Χαρδαβέλλα», ή που μπορούσαν να έρχονται ξαφνικά
στις δύο το πρωί για να τους διαβάσω δυνατά ό,τι είχα γράψει εκείνη τη μέρα με
διαθέσεις διθυράμβου ή ροχάλας, ανάλογα, ή για να μάθουν άμεσα πώς σκοπεύω να
χειριστώ μια πραγματική εξέλιξη στην Ντοκουμέντα που συνέβη μόλις, και τι
αντίκτυπο θα έχει αυτή στη μυθιστορηματική εκδοχή του βιβλίου...
Ποιος είναι ο ιδανικός
αναγνώστης για σας;
Δεν ξέρω κατά πόσο υπάρχουν ιδανικοί
αναγνώστες, ή ιδανικοί οτιδήποτε, αλλά καλό θα ήταν κάποιος να μπαίνει μέσα σε
ένα κείμενο όσο μπορεί απαλλαγμένος από τα λιβανίσματα που έχει υποστεί περί
αριστουργημάτων, βραβείων, μεγάλων λογοτεχνών, και λοιπά. Να μπαίνει μέσα μόνο
με τα δικά του προσωπικά διαμορφωμένα κριτήρια και το δικό του γούστο, το
πραγματικό, του εαυτού του και κανενός άλλου.
Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει
πράγματα για τον εαυτό σας;
Έχω διαπιστώσει ότι είμαι πολύ πιο
υπομονετικός και μεθοδικός απ' όσο νόμιζα. Και ίσως και άλλα πράγματα τα οποία
όμως δεν είμαι σε θέση να περιγράψω αυτή τη στιγμή γιατί, ξέρετε, ένα βιβλίο,
τη δύναμή του, την υφίστασαι όσο ακόμα το γράφεις. Όταν τελειώσει, τότε αυτό
φεύγει από πάνω σου και μαζί του κι όλη αυτή η περίοδος που το έγραφες ως
διαρκής επίγνωση του εαυτού σου. Ευτυχώς.
Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της
συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
Ναι, αυτήν της «ευκολίας» της γραφής. Της
δικής μου γραφής. Στο ένα τέταρτο περίπου του μυθιστορήματος κατάλαβα ότι ο
ήρωας δεν ήταν ο Μάκης Μαλαφέκας αλλά ο Μιχάλης Κρόκος, που είναι κάτι πολύ
διαφορετικό, και τότε όλα σταμάτησαν. Φράκαρε το σύστημα. Μέχρι εκείνη τη
στιγμή, έγραφα τρεις-τέσσερις σελίδες τη μέρα και προχωρούσα προς τον αρχικό
μου στόχο που ήταν να βγει το βιβλίο στη
διάρκεια της Ντοκουμέντα. Ένα μεγάλο διήγημα εκατό σελίδων, είχα πει. Όταν ο
ήρωας χρειάστηκε να κάνει κάτι που εγώ δεν θα έκανα, να πει κάτι που εγώ δεν θα
έλεγα, δεν μπορούσα πια να τον σκιαγραφήσω χωρίς να μου φαίνεται ψεύτικος,
εξώτερος και διανοητικός. Εκεί σταμάτησα τελείως, για δυο βδομάδες, και
σκεφτόμουν ότι δεν γίνεται καν να συνεχίσω, ότι έχει τελειώσει το θέμα. Ώσπου
βρήκα έναν τρόπο, ένα λογοτεχνικό σουίνγκ, τον έβαλα να με αντιληφθεί, εμένα,
τον Μαλαφέκα, ως ξεχωριστή παρουσία κάπου στην οδό Μεθώνης, και τον έκανα να
υπάρξει και πάλι, ακόμη πιο ελαφρύς γιατί με είχε πλέον ξεφορτωθεί.
Σας αρέσει να συνομιλείτε με
τους αναγνώστες σας;
Εξαρτάται.
Σε συζητήσεις με αναγνώστες,
έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί
ότι υπάρχουν;
Ναι. Συνέβη και πρόσφατα αυτό. Σε μια
παρουσίαση του βιβλίου που κάναμε στο Λεξικοπωλείο με τη Χίλντα Παπαδημητρίου
και τον Δημήτρη Μανιάτη, στο τέλος, μιλήσαμε με τον Νίκο Σιγάλα, έναν πολύ καλό
φίλο που είχε διαβάσει το βιβλίο μόλις την προηγούμενη μέρα. Αυτός, μου υπέδειξε, ακριβώς όπως το λέτε, ένα
βασικό χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος που είναι ο τρόπος κίνησης και ροής
των διαφόρων απόψεων μέσα στο κείμενο: Ότι όλοι οι χαρακτήρες εκφράζουν
απόψεις, από εμπεριστατωμένες μέχρι αφοριστικές, χωρίς ποτέ να φαίνεται ή να
υπονοείται ποια είναι η «ορθή» ή σε ποια βρίσκεται, έστω, ο δικός μου λόγος. Κι
ότι αυτό εκφράζεται σαν μία διαρκής ισορροπία που πρέπει κανείς να περπατήσει
για να δει τι και πού θα βγάλει.
Υπάρχει κάποιος συγγραφέας
που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
Ο Χάμμετ και ο Τσάντλερ σίγουρα. Μπορώ να
σας πω ότι τους μελέτησα προσεκτικά για
να καταλάβω τι κάνουν. Κυρίως τον Τσάντλερ, εδώ, για την απίστευτα άνετη χρήση
του πρώτου προσώπου και την ελλειπτική κατασκευή του ήρωα. Ο Χέμινγουεϊ, για
την απλότητα των φράσεων, ο Σελίν, πάντα, για το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει
την προφορικότητα... Και φυσικά ο Μπουκόφσκι. Το «Παλπ» και το «Χόλιγουντ» ήταν
διαρκώς δίπλα στον υπολογιστή όταν έγραφα, τα πρωτότυπα και οι ελληνικές
μεταφράσεις, παλιές και καινούριες – οι
δυνατές και ευρηματικές μεταφράσεις του Μπαμπασάκη. Ίσως η γλώσσα του
κινηματογράφου να με έχει επηρεάσει ακόμα περισσότερο από όλα αυτά: οι αδελφοί
Κοέν, ο Σκορτσέζε... Αλλά όλα αυτά είναι πράγματα που συνδέονται, ούτως ή
άλλως.
Είναι εύκολη ή δύσκολη
διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
Είναι μια δραστηριότητα πνευματικά ακραία,
και σίγουρα αρκετά επικίνδυνη. Αλλά είναι και ένας τρόπος να είσαι ελεύθερος. Η
ευκολία ή η δυσκολία είναι μάλλον θέμα τεχνικής. Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν
μπορεί να αναιρεθεί η διάσταση του κινδύνου. Αν η γραφή δεν είναι επικίνδυνη,
τότε δεν είναι ακριβώς γραφή, είναι σύνταξη κειμένου, διατύπωση, τέτοια
πράγματα.
Αν και
είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε
κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;
Γράφω το επόμενο βιβλίο του Κρόκου. Παράλληλα,
υπάρχουν σχέδια για μία δεύτερη ποιητική συλλογή μετά την «Απόλυτη μειοψηφία»
(Μελάνι, 2015), και ένα διήγημα που θα μιλάει για τα Πευκάκια Νεαπόλεως, όταν
ακόμη αυτά υπήρχαν σαν διακριτή γειτονιά του κέντρου.
Σας ευχαριστώ πολύ!