FRANCESCA GIANNONE
Μετάφραση
ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΟΤΣΗ
Εκδόσεις
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Σελ.
523, Νοέμβριος 2024
Τον Ιούνιο του 1934, το λεωφορείο της
γραμμής, φτάνει ασθμαίνοντας στο Λιτσανέλο, ένα μικρό χωριό της Νότιας Ιταλίας,
στη χερσόνησο του Σαλέντο (το «τακούνι» της ιταλικής «μπότας»). Αποβιβάζονται
τρεις επιβάτες. Ο Κάρλο Γκρέκο (το Σαλέντο, είναι μια από τις περιοχές που
βρίσκονται τα ελληνόφωνα χωριά, και ίσως εξ’ ου και το όνομα), η σύζυγός του
Άννα και ο ενός έτους γιός τους, Ρομπέρτο.
Ο Κάρλο γεννήθηκε και μεγάλωσε στην
περιοχή. Όμως μετά την αποφοίτηση από το Λύκειο, πήγε στον Βορρά (Πιεμόντε και
Λιγουρία), για να συνεχίσει τις σπουδές του και να εργαστεί. Εκεί γνώρισε,
διεκδίκησε και παντρεύτηκε την Άννα. Η επιστροφή στην πατρώα γη, είναι κάτι που
περίμενε κι ευχόταν ολόψυχα. «Τον τελευταίο καιρό, η νοσταλγία που πάντα
ένιωθε, είχε γίνει συνεχής, επώδυνη, σαν ένα βαρίδι στο στέρνο του».
Την αφορμή για την επιστροφή, την έδωσε η κληρονομιά μιας διόλου ευκαταφρόνητης
περιουσίας, που άφησε στο Κάρλο και τον μεγάλο του αδερφό Αντόνιο «…ο
Λουίτζι, ο θείος τους, από το σόι της μητέρας τους, γνωστός ως ο αφέντης,
επειδή είχε πολλά στρέμματα γης. Είχε κάνει περιουσία, αλλά
δεν είχε παιδιά, κι έτσι είχε αφήσει τα πάντα στον Αντόνιο και τον Κάρλο: κτήματα,
σπίτια, κι ένα γερό κομπόδεμα…».
Αντίθετα, η όμορφη σαν αρχαιοελληνικό
άγαλμα Άννα, ήταν ανήσυχη από αυτή την τρομακτική αλλαγή στη ζωή της. Για να
ακολουθήσει την οικογένειά της, αναγκάστηκε να αφήσει τον τόπο της και τη
δουλειά της στο σχολείο. Βρέθηκε ξαφνικά σε μια terra incognita. Σε μια συντηρητική
κοινωνία, με άλλα ήθη, άλλες συνήθειες, ακόμη και διαφορετική κουζίνα, η οποία
ποτέ δεν αποδέχτηκε πραγματικά. Ήταν πάντα «η ξένη». «Σαν ψάρι έξω από το νερό. Έτσι
νιώθω. Παλιά ήξερα ακριβώς ποια είμαι. Είχα τη δουλειά μου, τους μαθητές μου,
τα μέρη μου. Τη ζωή μου, τέλος πάντων… τώρα πια… Δεν καταλαβαίνω ούτε καν τι
λέει ο κόσμος».
Παρά τις δυσκολίες, η Άννα δεν πτοείται. Ο
ανεξάρτητος χαρακτήρας της, δεν το επιτρέπει. Δεν υιοθετεί τον τρόπο ζωής των
γυναικών του χωριού. Αντίθετα, διεκδικεί και παίρνει μια θέση στο ταχυδρομείο
(γίνεται προς κατάπληξη όλων η πρώτη γυναίκα ταχυδρομική διανομέας), δεν
πηγαίνει στην εκκλησία, φορά παντελόνια, διαβάζει βιβλία και δεν έχει σαν
μοναδική απασχόληση το κουτσομπολιό. Η δουλειά της, λόγω του υψηλού
αναλφαβητισμού των γυναικών της περιοχής, της επιτρέπει να μπει σε πολλά σπίτια
και να εντοπίσει τα προβλήματα που υπάρχουν: καταπίεση, ενδοοικογενειακή βία, bullying κλπ.
Κάνει ότι μπορεί για να βοηθήσει τις γυναίκες να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή.
Καλύτερες συνθήκες. Να απεμπλακούν από τα «πρέπει» μιας κοινωνίας που τις κρατά
δέσμιες και δεν τις επιτρέπει να ακολουθήσουν τα όνειρά τους. Πράγμα που δεν
είναι πάντα εύκολο και αποδεκτό…
Κλείνοντας, δεν θέλω να πω πολλά. Μόνο ότι
το «Η Ταχυδρόμος» είναι ένα εξαιρετικό, απολαυστικό μυθιστόρημα και σας συνιστώ
να το διαβάσετε οπωσδήποτε!!