ΚΑΙ
ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΤΣΑΠΟΓΑΣ
Εκδόσεις
ΔΑΙΔΑΛΕΟΣ
Σελ.
523, Σεπτέμβριος 2020
Ένα βιβλίο στο οποίο ξεχειλίζει το πάθος
και η αγάπη του συγγραφέα για τον τόπο του και πιο συγκεκριμένα για την
ιστορική περίοδο που είναι γνωστή ως Φραγκοκρατία και τα μνημεία που άφησε αυτή
στην Πελοπόννησο. «Τα μεσαιωνικά κάστρα μ’ ότι τα συνοδεύει εις τα διάβατα των αιώνων,
τουτέστι θρύλοι και ιστορία, ασκούν εις τον εσώκοσμό μου από παιδί μικρό-σαν να
λέμε από πεντάχρονο αγόρι-μια γοητεία απερίγραπτη. Το ίδιο (να ιδείτε)
συμβαίνει και με τα κάθε λογής μεσαιωνικά απομεινάδια του τόπου μας και
περσότερο με μερικά απ’ αυτά που σώζουνται από τα αποκαλούμενα χρόνια της εν Ελλάδι
Φραγκοκρατίας».
Όταν το 1204 στη διάρκεια της Δ!
σταυροφορίας έγινε η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ομάδες ετοιμοπόλεμων
σιδερόφρακτων σταυροφόρων με επικεφαλής τον Γουλιέλμο Σταμπλίτη και τον
Γοδεφρείδο Α! Βιλεαρδουίνο, κατευθύνθηκαν νότια και κάμπτοντας εύκολα την
ελάχιστη αντίσταση που έβρισκαν στον δρόμο τους, έφτασαν στην Πελοπόννησο. Εκεί
ίδρυσαν το πριγκιπάτο της Αχαΐας και διαμοίρασαν μεταξύ τους τα φέουδα, ενώ όσοι
από αυτούς ήταν Βενετοί , κατέλαβαν τα λιμάνια που θεωρούσαν ότι θα τους ήταν
απαραίτητα για το έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου και το θαλάσσιο εμπόριο. Οι
Φράγκοι καθιέρωσαν και την ονομασία Μοριάς. (Η ετυμολογία του αμφισβητείται,
αλλά επικρατέστερη θεωρείται η εκδοχή ότι προέρχεται από το δέντρο μουριά, τα
φύλλα του οποίου μοιάζουν στο σχήμα με τη χερσόνησο της Πελοποννήσου). Για την
προστασία των κτήσεών τους, αλλά και την μόνιμη εγκατάσταση των ίδιων και των
οικογενειών τους, έχτισαν κάστρα, παλάτια κι εκκλησίες. Στην πορεία των αιώνων
αυτά άλλαζαν χέρια, ανάλογα με το ποιος είχε τη μεγαλύτερη στρατιωτική-πολεμική
ισχύ στην περιοχή (Φράγκοι, Βυζαντινοί, Ιππότες του Αγίου Ιωάννη και μετά το
1380 Οθωμανοί).
Πολλά από αυτά τα κτίσματα άντεξαν στο
χρόνο και συνεχίζουν να υψώνονται αγέρωχα στις κορφές των λόφων όπου με σοφία
τα εγκατέστησαν οι αρχικοί τους ιδιοκτήτες. Σε αυτά τα κτίσματα μας ξεναγεί ο
συγγραφέας του βιβλίου. Κι όχι μόνο σε αυτά που έχουν ανασκαφεί, αναστηλωθεί,
συντηρηθεί και είναι εύκολα επισκέψιμα αλλά και «σε πολλά καταφρονεμένα και
στοιχειωμένα καστέλια του Μοριά, τα αφημένα ολότελα εις τα αραχνοειδή και τα
ερπετά». Βέβαια το βιβλίο δεν είναι ένας ταξιδιωτικός οδηγός. (Αν και
θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως τέτοιος στον φιλοπερίεργο ταξιδιώτη που θα ήθελε
και θα μπορούσε να αφιερώσει πολλές ώρες στο κάθε μνημείο). Ο συγγραφέας
ξεκαθαρίζει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ότι δεν είναι αυτή η πρόθεσή του. «Το
παρόν βιβλίο, έργο ίσως αγαπημένο του δημιουργού του ως σήμερα (έτος 2020)
δομήθηκε, όχι για μια μοναδική κατηγορία αναγνώστη, αλλά για κάθε φιλίστορα,
απλό ή καταρτισμένο, ο οποίος επιθυμεί να έλθει σε «επαφή» με ένα πλήθος
μεσαιωνικών μνημείων της Πελοποννήσου τουτέστιν του Μεσαιωνικού Μορέως. Η
«επαφή» ετούτη, ωστόσο, δεν πραγματοποιείται διόλου διά της «πεπατημένης οδού»
(απλή παρουσίασις των μνημείων), καθώς κάτι τέτοιο ίσως δεν θα είχε σημαντική
αξία, μα, γίνεται μεσ’ από κρυφά υπάρχουσες στράτες και ολιγοφωτισμένα μονοπάτια
που οδηγούν μακράν, σε ονειρευτά απερπάτητα και θεαματικά μέρη[…]».
Η περιήγηση στο κάθε μνημείο περιλαμβάνει
την ιστορία του και μια εκτενή αναφορά στους ανθρώπους που το έκτισαν και το
κατοίκησαν (κάτι που προσδίδει ιδιαίτερη γοητεία), αναλυτική και κατατοπιστική
περιγραφή καθώς και θρύλους ή παραδόσεις που είναι συνδεδεμένοι μαζί του! Κάποια
από τα μνημεία για τα οποία διαβάζουμε είναι τα πολύ γνωστά κάστρα του Μυστρά,
της Ακροκορίνθου, του Χλεμουτσίου, της Μεθώνης ή και λιγότερο γνωστά αλλά
εξίσου αξιόλογα και με ένδοξο παρελθόν όπως του Μίλα, των Τευτόνων Ιπποτών, του
Σαν Φλάουρο, του Μουστιτσίου κ.ά. «Τέλος, μνεία απαραίτητη μέσω του παρόντος
έργου γίνεται και στις αμιγώς γοτθικές εκκλησίες της χερσονήσου, καθώς και σε
εκείνες εις τις οποίες συνυπάρχουν τα βυζαντινά με τα γοτθικά αρχιτεκτονικά
στοιχεία».
Το εξαιρετικό αυτό βιβλίο, συμπληρώνεται
από εκτενή βιβλιογραφία και πολλές φωτογραφίες που φιλοτέχνησε ο ίδιος ο
συγγραφέας στις κατά καιρόν επισκέψεις του στα μνημεία.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σταθώ και να κάνω ιδιαίτερη
αναφορά στον τόσο ξεχωριστό τρόπο γραφής και τη λυρική γλώσσα που χρησιμοποιεί
ο συγγραφέας. Μια μικρή ιδέα πήρατε από τα αποσπάσματα που παραθέτω πιο πάνω. Αυτό
που ακολουθεί είναι η εισαγωγή του κεφαλαίου που αφορά την καστροπολιτεία του
Μυστρά. «Κάθομαι εις το μελετητήριο της κατοικίας μου και συλλογίζομαι τι να
σας απηγηθώ για το πρώτο καστέλι του έργου ετούτου. Γύρωθε μου, εις την
προσωπική μου βιβλιοθήκη, αναπαύονται, άλλα σε όρθια και άλλα (ολιγότερα) σε
πλαγιαστή
κι οριζόντια σειρά, χωμένα καλά ανάμεσα σε κάθε λογής τίτλους, βιβλία (και
σημειώσεις) για τα Πελοποννησιακά κάστρα. Ζυγώνω κοντά τους, και τα φέρνω ανά
δύο και τρία εις το πτωχικό ξύλινο γραφειάκι μου και τ’ ανοίγω. Μερικά τα φυσώ.
Συνάμα βγάνω κι εξετάζω όσες φωτογραφίες έχω γι’ αυτό το μεσαιωνικό θάμα: Τον
Μυστρά».
Το συνιστώ ανεπιφύλακτα!