25 Ιουν 2018

ΠΟΡΕΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΒΑΣΙΛΗΣ Γ. ΣΑΝΔΡΗΣ
Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Σελ. 365, Μάρτιος 2018

     Με μια μάλλον άγνωστη στο ευρύ κοινό-όσο αφορά τουλάχιστον τις πλήρεις της διαστάσεις-ιστορία που διαδραματίστηκε τον Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1948, ασχολείται η μελέτη του Β. Σάνδρη. «Η παρούσα έρευνα αφορά τη διερεύνηση ενός τραγικού περιστατικού του ελληνικού εμφυλίου πολύ λίγο ή καθόλου γνωστού στο ευρύ κοινό, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει τύχει καμίας ιστορικής αντιμετώπισης. Πρόκειται για την Πορεία των Αόπλων Ρούμελης, η οποία έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1948».
     Από τους τελευταίους μήνες του 1947, ο ΔΣΕ αντιμετωπίζει εκτός από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Στρατού και την απώλεια-για μια σειρά από λόγους-της λαϊκής στήριξης, κάτι που σημαίνει ότι κυρίως στην κεντρική Ελλάδα, ο ανεφοδιασμός είναι εξαιρετικά δυσχερής. (Στη βόρεια Ελλάδα αντίθετα, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα, αφού ο ανεφοδιασμός από τις όμορες χώρες συνεχίζεται σχεδόν απρόσκοπτα). Σημαίνει ακόμα, ότι η προσέλευση ανδρών που θα στελεχώσουν τις μονάδες, είναι σαφώς μικρότερη. Γι’ αυτό αποφασίστηκε η βίαιη στρατολόγηση νέων από τα χωριά της Ρούμελης, που στη συνέχεια θα οδηγούνταν στο Γράμμο. «Χωρίς να μπορούμε να αποκλείσουμε την εθελοντική κατάταξη ενός αριθμού νέων, η αναγκαστική-βίαιη στην πλειονότητά της στρατολόγηση για τη συγκρότηση της Ταξιαρχίας Αόπλων Ρούμελης, σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες, δεν μπορεί βάσιμα να αμφισβητηθεί».
     Η στρατολόγηση έγινε και συγκέντρωσε 1300 άτομα, τα οποία αναχώρησαν στις 18 Φεβρουαρίου 1948 από τη Φθιώτιδα. Στη διάρκεια της πορείας αναγκάστηκαν να χωριστούν σε τρεις ομάδες, η οποίες έφτασαν στον Γράμμο η πρώτη στις 31 Μαρτίου 1948 και οι άλλες δύο στις 24 Απριλίου. Αυτό που είναι εγκληματικό, πέρα από το ότι στην πλειονότητά τους αυτοί οι νέοι δεν ήθελαν να πολεμήσουν και ότι αποκόπηκαν βίαια από τις οικογένειές τους, αναγκάστηκαν μέσα στο χειμώνα να διανύσουν οδοιπορώντας  μια τεράστια απόσταση, χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό για να αντιμετωπίσουν τις καιρικές συνθήκες και το δύσβατο έδαφος. «Η Πορεία ξεκίνησε πρωί στις 18 Φεβρουαρίου του 1948 υπό άσχημες καιρικές συνθήκες. «Ο καιρός είναι πολύ άσχημος, έχουμε χιονοθύελλα, που αυτό πολύ θα μας δυσκολέψει στο δρόμο, γιατί έπεσε πολύ χιόνι και οι άοπλοι είναι ξυπόλητοι με γουρουνοτσάρουχα…». Όλες οι μαρτυρίες αναφέρονται στη δυσκολία της πορείας λόγω, αφ’ ενός της βαρυχειμωνιάς με ύψος χιονιού έως το γόνατο ήδη από την αρχή της πορείας, αφ’ ετέρου λόγω του ορεινού και δασώδους εδάφους». Ακόμη δεν υπήρξε καμιά πρόνοια και κατάλληλη προετοιμασία για την τροφοδοσία, κάτι που θα τους επέτρεπε να τρέφονται στοιχειωδώς καλά ή έστω να παίρνουν τροφή κάθε μέρα.
     Η κακοσχεδιασμένη αυτή επιχείρηση κόστισε τη ζωή σε μεγάλο αριθμό νέων ανθρώπων από την πείνα, το κρύο, τις κακουχίες, την επικίνδυνη διαδρομή και τις σποραδικές επιθέσεις του Στρατού και της Αεροπορίας. Ο ακριβής αριθμός των νεκρών δεν θα γίνει ποτέ γνωστός, όπως δεν ήταν γνωστός και ο ακριβής αριθμός των νέων που στρατολογήθηκαν, αφού κανείς δεν σκέφτηκε(;) όχι να τους καταγράψει, αλλά ούτε καν να τους καταμετρήσει. Η επίσημη ιστοριογραφία του ΔΣΕ χαρακτηρίζει την επιχείρηση «Ηρωική Πορεία», αλλά χρόνια αργότερα ο συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου, θα την περιγράψει ως «… ένα εγκληματικό και αποτρόπαιο γεγονός του Εμφυλίου».
     Το βιβλίο που σας παρουσιάζω σήμερα, κι έρχεται να συμπληρώσει την ισχνή βιβλιογραφία γύρω από το θέμα, έχει μια σημαντική ιδιαιτερότητα. Μεγάλο μέρος της ύλης, αποτελούν συνεντεύξεις αυτοπτών μαρτύρων, που κάποιοι ήταν στρατολογημένοι στην πορεία, άλλοι ανήκαν στις ομάδες ένοπλης συνοδείας, ορισμένοι ανήκαν στην κυβερνητική πλευρά και έλαβαν μέρος στις συγκρούσεις ή τέλος άλλοι που παρακολούθησαν μέρος της διαδρομής. Τις μαρτυρίες συγκέντρωσε με μεγάλη δυσκολία ο συγγραφέας, μετά από επιτόπια έρευνα επί σειρά ετών στις περιοχές που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα.
     Το εξαιρετικό αυτό, από πολλές πλευρές βιβλίο, συμπληρώνουν ακριβές χρονολόγιο της πορείας, πίνακες με γραπτές και προφορικές πηγές, ευρετήρια ονομάτων, φωτογραφίες, χάρτες της πορείας και τέλος, ακόμα και μετεωρολογικοί χάρτες, που δείχνουν τις καιρικές συνθήκες τις μέρες που διήρκησε η πορεία.

18 Ιουν 2018

ΨΥΧΡΟΣ ΓΡΑΝΙΤΗΣ

STUART MACBRIDE
Μετάφραση: ΑΓΟΡΙΤΣΑ ΜΠΑΚΟΔΗΜΟΥ
Εκδόσεις: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Σελ. 558, 2018

     Άργησε λίγο περισσότερο από μια δεκαετία να «έρθει» στην Ελλάδα ο κεντρικός χαρακτήρας των αστυνομικών μυθιστορημάτων του σκοτσέζου συγγραφέα S. McBride, αρχιφύλακας Λόγκαν ΜακΡέι, αλλά, αν κρίνουμε από το πρώτο μυθιστόρημα με τίτλο «Ψυχρός Γρανίτης», μπορούμε να πούμε …κάλιο αργά, παρά ποτέ!
     Σ’ αυτό το πρώτο μυθιστόρημα, ο ΜακΡέι, μετά από μακρά περίοδο ανάρρωσης και επούλωσης των τραυμάτων που προκλήθηκαν από μια άγρια επίθεση που δέχτηκε και λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή, επιστρέφει στην ενεργό δράση. Είναι χειμώνας και με την επιστροφή του, σε ένα χαντάκι στις όχθες του ποταμού Ντον που διασχίζει την πόλη του Αμπερντίν, βρέθηκε το ακρωτηριασμένο πτώμα του Ντέηβιντ Ριντ, τριών ετών, που αγνοούνταν από τον Αύγουστο. Από ένα καπρίτσιο της τύχης, έλαχε στον Λόγκαν να αναλάβει την υπόθεση. «Αυτή εδώ η υπόθεση υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να ανατεθεί σε αυτόν. Όχι την πρώτη μέρα της επιστροφής του. Αλλά οι υπόλοιποι επιθεωρητές του Αμπερντίν βρίσκονταν είτε εκτός πόλεως για εκπαίδευση είτε λιώμα στο μεθύσι στο πάρτι συνταξιοδότησης κάποιου. Δεν ήταν καν παρών στη σκηνή του εγκλήματος ένας ντετέκτιβ επιθεωρητής! Ο επιθεωρητής ΜακΦέρσον, που υποτίθεται ότι θα φρόντιζε να γίνει ομαλά η επάνοδος του Λόγκαν, ήταν απασχολημένος με το να του ράβουν το κεφάλι στη θέση του, μετά την προσπάθεια κάποιου να του το κόψει με ένα μαχαίρι κουζίνας. Οπότε, βρέθηκε ο αρχιφύλακας ντετέκτιβ Λόγκαν ΜακΡέι, να ηγείται μιας σημαντικής έρευνας δολοφονίας και να προσεύχεται στο Θεό να μην τα σκατώσει πριν προλάβει να παραδώσει σε κάποιον άλλον την υπόθεση».
     Όμως οι εξαφανίσεις παιδιών συνεχίζονται. Όπως όλα δείχνουν στους δρόμους της γρανιτένιας πόλης του Αμπερντίν, κυκλοφορεί ένας κατά συρροή δολοφόνος μικρών παιδιών. Κι όσο η αστυνομία δεν μπορεί να επιδείξει ουσιαστική πρόοδο στις έρευνες, τόσο η ανησυχία των κατοίκων αυξάνεται και οι επιθέσεις του Τύπου κατά της «ανίκανης αστυνομίας» γίνονται πιο άγριες. Όλοι όσοι ασχολούνται με την υπόθεση καταλαβαίνουν ότι πρέπει να σταματήσουν τον δολοφόνο, πριν τα σώματα νεκρών παιδιών αρχίσουν να πληθαίνουν.
     Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα με γρήγορο ρυθμό, δράση, ανατροπές κι ένα εξαιρετικά συμπαθή κεντρικό χαρακτήρα, τον αρχιφύλακα Λόγκαν ΜακΡέι, με ελαττώματα, αυτοσαρκασμό, χιούμορ, πάθη, αλλά και ευφυΐα και ένστικτο που τον βοηθούν να λύνει τις υποθέσεις. Ελπίζω ότι σύντομα θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε και άλλη μια ιστορία της «σειράς». Κλείνοντας θέλω να συμφωνήσω  με αυτό που γράφει ο σκοτσέζος συγγραφέας για την πόλη στην οποία εκτυλίσσονται τα μυθιστορήματά του. «…το Αμπερντίν δεν είναι τόσο άσχημο όσο φαίνεται. Πιστέψτε με…».

12 Ιουν 2018

ΜΠΑΜΠΗΣ ΜΑΥΡΙΔΗΣ

     Ο Μπάμπης Μαυρίδης γεννήθηκε στον Λαγκαδά. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Παιδαγωγικά, στα οποία μετεκπαιδεύτηκε στο διδασκαλείο «Δ. Γληνός» του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Παιδαγωγικό τμήμα του ίδιου Πανεπιστημίου. Δούλεψε επί πολλά χρόνια ως δάσκαλος, πέντε από τα οποία στο Βέλγιο. Τα τέσσερα τελευταία υπηρέτησε ως σχολικός σύμβουλος. Μελέτες του στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης και τη λογοτεχνία έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά. Έργα του: «Μισό Μήλο» (2010, Επίκεντρο), «Δεκαπέντε Και Μία Μέρες» (2017, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη)
 
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας;
     Η προσπάθειά μου να σκεφτώ και να δώσω εκδοχές απαντήσεων σε πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας και δίπλα μας και τα οποία αφορούν ανθρώπινες συμπεριφορές. Τέτοιες που, κατ’ αρχάς, μας εκπλήσσουν, ως μη αναμενόμενες, όταν εκδηλώνονται σε ένα πλαίσιο, το οποίο ούτε τις διευκολύνει, ούτε τις υποθάλπει. Εν τούτοις, εκδηλώνονται. Αυτό σε οδηγεί να σκεφτείς πάνω στην ανθρώπινη φύση και να συζητήσεις τον αντινομικό της χαρακτήρα.

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα και ποιο είναι αυτό;
     Η λέξη μήνυμα μου φαίνεται πολύ «βαριά». Σκέψεις θέλω να μοιραστώ μόνο και να καταθέσω τη δική μου εκδοχή στο μέγα ζήτημα των ανθρώπινων συμπεριφορών και σχέσεων. Στην πραγματικότητα, εκείνο που θέλω να πω είναι ότι, και χωρίς να υποστηρίζω καθόλου  τη σχετικότητα των αξιών, οφείλουμε να είμαστε κάπως πιο επιεικείς και λιγότερο άτεγκτοι και επικριτικοί σε ό,τι φαίνεται απαράδεκτο ή θεωρείται καταδικαστέο σύμφωνα με τα δικά μας μέτρα. 

Ο κεντρικός γυναικείος χαρακτήρας είναι πολύ ιδιαίτερος. Γνωρίσατε ποτέ μια τέτοια γυναίκα;
     Όλοι οι χαρακτήρες είναι φανταστικοί. Στο μέτρο, όμως, που θέλεις να προβάλεις ιδιαίτερα χαρακτηριστικά «κλέβεις» στοιχεία από χαρακτήρες ανθρώπων που έχεις γνωρίσει. Σε βοηθάει να χτίσεις την προσωπικότητά τους πιο στέρεα. Κινείσαι στον ασφαλή χώρο ενός αληθοφανούς ρεαλισμού.

Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωες σας;
     Όχι ιδιαίτερα. Νομίζω ότι καλό είναι να αποφεύγει κανείς κάτι τέτοιο. Για ένα και μόνο λόγο: Είναι δύσκολο, για να μην πω ακατόρθωτο, να γίνεις αντικειμενικός θεατής του εαυτού σου.

Η λογοτεχνία μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;
     Για να απαντήσει κανείς στην ερώτηση, πρέπει, προηγουμένως, να απαντήσει σε μία άλλη: Τι είναι λογοτεχνία; Γνωστού όντος ότι ακόμη δεν έχει βρεθεί ένας κοινά παραδεκτός ορισμός, η απάντηση στην ερώτησή σας βρίσκεται στην παραδοχή της αφετηριακής βάσης του κάθε συγγραφέα. Η δική μου είναι η εξής: Αν θεωρήσουμε ότι η λογοτεχνία είναι κάτι περισσότερο από ένα καθαρό αισθητισμό, τότε εξ’ ορισμού και σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό είναι μια κοινωνική πράξη. Είτε το αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας είτε όχι, είτε το παραδέχεται είτε όχι. Αυτό είναι ξεκάθαρο στις περιπτώσεις εκείνες που συνειδητά περιγράφει την κοινωνική πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο, όταν, δια των ηρώων του, της ασκεί κριτική και την αξιολογεί. Είναι λιγότερο ξεκάθαρο, και κυρίως στην αντίληψη του συγγραφέα, στις περιπτώσεις που νομίζει ο ίδιος ή οι αναγνώστες ότι επειδή μια ιστορία αναφέρεται σε ανθρώπινες σχέσεις, πάθη και προβλήματα, δεν επιτελείται κοινωνική πράξη. Υπενθυμίζω, προς τούτο, μια από τις βασικές θέσεις της Κοινωνιολογίας. Για να την κάνω πιο μετριοπαθή στη θέση του «όλα», βάζω τη λέξη «αρκετά». «Αρκετά από τα προσωπικά προβλήματα των ανθρώπων είναι, κατά βάση, κοινωνικά.»

Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
     Συγκίνηση και μια μικρή περηφάνια.

 Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
     Δεν ξέρω. Τους έχω συναντήσει πολλές φορές έκτοτε, αλλά δεν μου μιλάνε.

Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
     Ναι, αλλά όχι τόσο έντονα.

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Η γυναίκα μου και η κόρη μου.

Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;
     Εκείνος/η που αν με συναντούσαν θα μου έκαναν ερωτήσεις. Και κριτική.

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
     Κάτι ξεχασμένες ακρούλες. Περισσότερο τις ξαναθυμήθηκα, παρά τις ανακάλυψα.

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Η ίδια η κατασκευή των χαρακτήρων και η εξέλιξη της πλοκής, που από κάποια στιγμή και μετά με οδηγούσε εκείνη,  με βοήθησαν να καταλάβω ότι οφείλω να είμαι λιγότερο δογματικός και περισσότερο επιεικής με τους ανθρώπους.

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
     Πολύ.

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
     Με βάση την αρχή «όσοι οι αναγνώστες τόσες και οι αναγνώσεις», αυτό είναι αυτονόητο. Έχω συλλάβει τον εαυτό μου να ομολογεί «κοίτα, ρε παιδί μου, αυτό ούτε που το είχα σκεφτεί.» Και, βέβαια, πρόκειται για κάτι ιδιαίτερα ευχάριστο.

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
     Όποιος έχει να μου πει κάτι, είμαι έτοιμος να το δεχτώ. Νιώθω ότι βρίσκομαι μόνιμα σε κατάσταση «κριτικής» μαθητείας. Έχω, θέλω να πω, ένα διαμορφωμένο, λίγο ως πολύ, πλαίσιο αξιολόγησης. Θαυμάζω πολλούς∙ όχι αναγκαστικά τους προβεβλημένους.

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
     Ούτε εύκολη ούτε δύσκολη. Είναι γοητευτική και επίπονη.
Ένα μοναχικό και ηδονικό ταξίδι στην ακατόρθωτη πορεία της ολοκλήρωσης.

Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;
     Κάτι μισοέτοιμο και… πολλές ιδέες. Αν ο χρόνος μου κάνει το χατίρι…

Σας ευχαριστώ πολύ!



6 Ιουν 2018

ΙΡΕΝ

PIERRE LEMAITRE
Μετάφραση: ΚΛΑΙΡ ΝΕΒΕ
Εκδόσεις: ΜΙΝΩΑΣ
Σελ. 509, Απρίλιος 2018

     Το πρώτο βιβλίο της άτυπης σειράς με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Καμίγ Βεροβέν, κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες. Τα άλλα δύο που κυκλοφορούν (δεν εκδόθηκαν με «σωστή» σειρά, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία, αφού διαβάζονται αυτόνομα) είναι τα «Αλέξ» και «Ανν», ενώ το τέταρτο με τίτλο «Rosy et John», αναμένεται να κυκλοφορήσει στο τέλος αυτού του έτους.
     Ο ντετέκτιβ Βεροβέν, που υπηρετεί στο τμήμα Ανθρωποκτονιών του Παρισιού, είναι ιδιόρρυθμος, αντισυμβατικός και εύκολα παραβαίνει κανόνες και κανονισμούς, φτάνει να πετύχει τον στόχο του, που είναι η εξιχνίαση κάποιου εγκλήματος, αναλαμβάνοντας όμως πλήρως την ευθύνη των πράξεών του και γι’ αυτό συχνά βρίσκεται με το ένα πόδι έξω από το Σώμα.
     Ο Βεροβέν έχει μια ιδιαίτερη εμφάνιση  («…τα χιλιάδες τσιγάρα που κάπνιζε η μητέρα του… έγιναν η αιτία της εμβρυικής υποτροφίας που στιγμάτισε τον Καμίγ από τη γέννησή του…») αφού ως ενήλικος πια, δεν ξεπέρασε σε ύψος το 1,45. «Στα σαράντα του, αυτός ο μικροσκοπικός άντρας με το μακρόστενο, θλιμμένο πρόσωπο, με τη μεγάλη καράφλα», γνώρισε την Ιρέν και η ζωή του άλλαξε. Την αγάπησε βαθιά και αυτή ανταποκρίθηκε στα αισθήματά του. Μάλιστα εδώ και λίγους μήνες του ανακοίνωσε ότι είναι έγκυος και σύντομα θα γίνει πατέρας.
     Όμως το έγκλημα στους δρόμους της γαλλικής πρωτεύουσας δεν σταματά. Ο νέος πονοκέφαλος του Βεροβέν, είναι ένας παρανοϊκός δολοφόνος, που αναπαριστά φόνους, όπως αυτοί περιγράφονται σε παλιότερα αστυνομικά μυθιστορήματα. Να ανοίξω εδώ μια παρένθεση και να πω ότι με την αναφορά του σε μεγάλα ονόματα του είδους, ο Λεμέτρ προφανώς θέλει να αποτίσει ένα «φόρο τιμής» σε κάποιους από τους πρωτοπόρους της αστυνομικής λογοτεχνίας. Όταν ο τρόπος δράσης γίνεται γνωστός, ο Τύπος δίνει όνομα στον δολοφόνο: ο μυθιστοριογράφος! «Τελικά η υπόθεση του «Μυθιστοριογράφου» αποδεικνύεται ιδιότυπη από κάθε άποψη. Κατ’ αρχάς από την ίδια τη φύση των εγκλημάτων: η αστυνομία έχει ήδη βρει τα πτώματα τεσσάρων γυναικών (μεταξύ των οποίων ένα στη Σκοτία), οι οποίες δολοφονήθηκαν κάτω από φρικτές συνθήκες. Ιδιότυπη επίσης εξαιτίας του τρόπου δράσης του δολοφόνου (θεωρείται πλέον δεδομένο ότι αναπαράγει στην πραγματικότητα φόνους που περιγράφονται σε αστυνομικά μυθιστορήματα). Ιδιότυπη τέλος ως προς τις μεθόδους που ακολουθεί η αστυνομία γι’ αυτή την έρευνα».
     Ο Βεροβέν, θα κάνει ότι είναι δυνατόν για να εξιχνιάσει τα εγκλήματα και προσπαθεί να έρθει σε «επαφή» με τον δολοφόνο μέσω… μικρών αγγελιών, στις οποίες φροντίζει να ικανοποιεί το «εγώ» του. Όμως έντρομος θα διαπιστώσει ότι η προσωπική του ζωή και η αγαπημένη του Ιρέν, αποτελούν μέρη του ανατριχιαστικού σεναρίου που έχει επινοήσει αυτός ο παρανοϊκός  άνθρωπος. Και τότε θα πρέπει να εντείνει τις έρευνες, γιατί ο χρόνος που απομένει δεν είναι αρκετός…
     Ο Λεμέτρ, δίκαια θεωρείται από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους συγγραφείς, κάτι που «αποδεικνύει» και σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Ο καταιγιστικός, κινηματογραφικός ρυθμός, το έντονο σασπένς, οι εξαιρετικοί χαρακτήρες, η μοναδική του γραφή που δεν σου δίνει καμιά ευκαιρία θα αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου και μια μεγάλη-και ιδιαίτερα ευφυής στη σύλληψή της- ανατροπή στις τελευταίες σελίδες, κατατάσσουν το «Ιρέν» στα κορυφαία αστυνομικά μυθιστορήματα των τελευταίων ετών.