Γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Είναι
απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση
Επιχειρήσεων. Εργάστηκε στον τραπεζικό τομέα στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Έργα του: «Η Αφιέρωση» (2016, Μεταίχμιο), «Οδηγός
Φόνων» (2019, Μεταίχμιο). Συμμετοχές σε συλλογικά έργα: «Το Τελευταίο Ταξίδι»
(2009, Μεταίχμιο), «Είσοδος Κινδύνου» (2011, Μεταίχμιο), «Η Επιστροφή Του
Αστυνόμου Μπέκα» (2012, Καστανιώτης), «Σκοτεινές Υποθέσεις» (2018,
Κύφαντα).
Ποια
ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας “Οδηγός Φόνων”;
Θα έλεγα πως επρόκειτο για μία διπλή
έμπνευση. Το σημείο εκκίνησης ήταν …μία φράση: «Εσύ και ο Καπαμπλάνκα», από την
ακροτελεύτια πρόταση του Philip
Marlowe,
εμβληματικού ήρωα του Raymond
Chandler,
στο “Το ψηλό παράθυρο” (“The
high
window”).
Θέλησα έναν μύθο που να κατέληγε σε αυτήν τη φράση. Ακούγεται εκκεντρικό, αλλά
θα ήταν αναληθές αν “πρότεινα” ένα άλλο σημείο εκκίνησης. Και στις προθέσεις
μου ήταν ο “διπλός μύθος”: Μία ιστορία μέσα στην ιστορία, όχι με την έννοια του
παράλληλου μύθου, αλλά με αυτήν της συνάφειας δύο διαδρομών, όπου η μία να
περιέχει την άλλη, η μία να υποδεικνύει την άλλη.
Θέλετε
να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με αυτό το βιβλίο και ποιο είναι αυτό;
Θα ήταν ανακριβές να αναφέρω πως ο “Οδηγός
φόνων” γράφτηκε για να μεταφέρει κάποιο μήνυμα, ή ότι εκφράζει κάποια πρόθεση
μηνύματος. Ήταν περισσότερο η επιθυμία να δείξω - μέσω της σκιαγραφίας των
χαρακτήρων - τη συμπεριφορά των προσώπων, υπό συνθήκες πίεσης, φυσικής και
ψυχολογικής. Επιθυμία μάλλον κοινότοπη, δεδομένου ότι το “αστυνομικό” αφήγημα -
και αυτό ανεξαρτήτως Σχολής - εκκινεί και καταλήγει στην ανθρώπινη συμπεριφορά
υπό καθεστώς πίεσης. Όμως, αν το ερέθισμα, η πίεση, αποτελεί κοινοτοπία, είναι
η ποικιλία των αντιδράσεων των ατόμων, ποικιλία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, που
ορίζεται από την ψυχοσύνθεση ή και την ψυχοπαθολογία, ενός εκάστου.
Ο
Αλκιβιάδης Πικρός, κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου σας, είναι μάλλον
ιδιόρρυθμος (και αυτός είναι επιεικής χαρακτηρισμός). Βασίσατε αυτόν τον χαρακτήρα
σε πραγματικό πρόσωπο; Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωες σας;
Οι χαρακτήρες μιας μυθοπλασίας είναι σπάνια
αυθεντικοί. Κατά κανόνα πρόκειται για προϊόντα σύνθεσης χαρακτήρων, γνωστών
στον συγγραφέα ή και φανταστικών, ενώ δεν αποκλείεται (αντιθέτως, απαντάται
συχνότατα) οι ήρωες να εκφράζουν κάποιες έδρες του πρίσματος που αντιπροσωπεύει
ο ίδιος ο συγγραφέας. Μα άλλα λόγια, συχνά ο συγγραφέας, ηθελημένα ή αθέλητα,
αυτοβιογραφείται, πίσω από το προσωπείο ενός ή περισσότερων χαρακτήρων του
έργου του.
Πως
αποφασίσατε να ασχοληθείτε με ένα είδος που μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να
«απενοχοποιείται» στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού;
Μου αρέσει ο όρος “απενοχοποίηση”, σε
αντίστιξη με τον όρο “αστυνομική λογοτεχνία”! Η εκκίνηση της επαφής μου με την
αστυνομική λογοτεχνία ήταν χρονικά ατυπική, αφού ξεκίνησα να γράφω μετά τα 60.
Επαγγελματικές ενασχολήσεις, απαγορευτικές έναντι της όποιας άλλης, απέτρεψαν
την επαφή μου με το αντικείμενο. Η πρόσθετη δυσκολία ήταν ότι, επί δεκαετίες, η
σχέση μου με τον ελληνικό γραπτό λόγο, είχε διακοπεί, αφού η δουλειά μού
επέβαλλε τη σύνταξη τεχνικών κειμένων, σε ξένη γλώσσα. Η απόφαση να ασχοληθώ με
την αστυνομική λογοτεχνία ήταν περισσότερο αποτέλεσμα της έλξης που ασκούσε -
και ασκεί - το αντικείμενο, έλξης ανεξάρτητης της εκτίμησης του είδους ως
“παραλογοτεχνίας”, μίας σε αποδρομή στερεοτυπικής κατηγοριοποίησης, με την
οποία ούτως ή άλλως διαφωνώ.
Η
αστυνομική λογοτεχνία, μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;
Η αστυνομική λογοτεχνία ή - κατ’ άλλους και
ίσως πιο σωστά – η “λογοτεχνία της παραβατικότητας”, αποκλίνει σημαντικά,
σήμερα, ως λογοτεχνικό είδος (genre) από τα πρότυπα, όπως
αυτά είχαν “καθοριστεί” από την κλασική Σχολή των αρχών του 20ου
αιώνα. To
αυστηρά “αστυνομικό” προφίλ του μύθου έχει, πλέον, εμπλουτιστεί με διακριτές
κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, ή και νομικές παραμέτρους∙ σε περιπτώσεις,
μάλιστα, που αυτές αποκλίνουν αισθητά από το “πολιτικά ορθό”, η αστυνομική
λογοτεχνία χαρακτηρίζεται ως “λογοτεχνία της ρήξης” (βλ. Jean-Patrick
Manchette).
Είναι λογικό, έως αναμενόμενο, η πολιτικο-κοινωνική κοσμογονία του περασμένου
αιώνα να προσφέρει άπειρες ευκαιρίες σύμπλευσης με την αστυνομική λογοτεχνία,
αφού “κίνητρο”, “φόνος”, “δίωξη”, ακόμα και “δικαιοσύνη”, προσφέρονται, πλέον,
σε ερμηνείες αλλά και εφαρμογές πρωτόγνωρες, για τα δεδομένα των πιονιέρων του
είδους.
Πότε
καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε συγγραφέας;
Δεν μπορώ να το ορίσω, χρονικά. Υποθέτω πως
ήταν μία έφεση, μία κλίση ή μία τάση στη συγγραφή, που παρέμενε καλά κρυμμένη,
σε πολύχρονη νάρκη, αλλά όχι σε απόσβεση. Θυμάμαι τον πολύ νεαρό Αντώνη να
φτιάχνει ιστορίες ή και να τις διηγείται, ίσως παραμυθάς από κούνια, που οι
περιστάσεις τού επέβαλαν τη σιωπή εν αναμονή∙ τη σιωπή εν αναμονή, όμως όχι τη
λήθη. Οπότε, στην πρώτη ευκαιρία… Που παρουσιάστηκε μισόν αιώνα μετά.
Ποια
ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
Ήταν ένας ενθουσιασμός, σε
απόχρωση. Το λέω αυτό, γιατί το πρώτο μου έργο δημοσιεύτηκε μαζί με τα κείμενα
άλλων δέκα συγγραφέων, σε μία συλλογή διηγημάτων (“Το τελευταίο ταξίδι - 11
νουάρ ιστορίες” / Μεταίχμιο, 2009). Θα έλεγα πως με ενθουσίασε περισσότερο το
γεγονός ότι μου εμπιστεύτηκαν την Επιμέλεια του βιβλίου.
Τι
συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
Ορισμένοι των βασικών ηρώων του
“Οδηγός φόνων” προϋπήρχαν στο πρώτο μου
μυθιστόρημα, “Η αφιέρωση” (Μεταίχμιο, 2016). Ηλικιακά, μεγαλώνουν, ακολουθώντας
τη χρονολογική εξέλιξη των μύθων∙ χωρίς αυτό να σημαίνει ότι
γίνονται,
υποχρεωτικά, σοφότεροι... Και δεν με ενημερώνουν για το τι κάνουν, στα
μεσοδιαστήματα της συγγραφικής απραξίας!
Ποιος
είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
Διαθέτω μία μικρή Dream
team
αποτελούμενη από μία συγγραφέα, που, αν και όχι αυστηρά της αστυνομικής
λογοτεχνίας, διακρίνεται από τη βαθιά γνώση στο αντικείμενο και μία σπάνια
ευαισθησία απέναντι στο είδος και έναν συνομήλικο πολύ καλό φίλο, υπόδειγμα
επιμελούς αναγνώστη και μέλος της Λέσχης Ανάγνωσης Αστυνομικής Λογοτεχνίας του
Μεταίχμιο. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί ο κύριος Γιάννης Γαλανόπουλος,
Φιλόλογος, Επιμελητής τού “Η αφιέρωση”
και του “Οδηγός φόνων”, στον οποίο είμαι ευγνώμων, όχι μόνο για το συστηματικά
εύστοχο των παρατηρήσεών του, αλλά και για την ιώβειο υπομονή του, στη
συνεργασία του με κάποιον που κάνει πρωταθλητισμό υποχονδρίας.
Ποιος
είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;
Αναμφίβολα, αυτός που διαβάζει το
βιβλίο δύο φορές! Ακούγεται υπερβολικό, αλλά θα σας εξηγήσω. Συντονίζω τη Λέσχη
Αστυνομικής Λογοτεχνίας του Μεταίχμιο, από τον Απρίλιο του 2007. Μία από τις
ιδιαιτερότητες της Λέσχης είναι ότι ένα μέλος της αναλαμβάνει να γράψει
κριτικές Σημειώσεις, για το βιβλίο που θα συζητηθεί. Σημειώσεις που, μετά μία στοιχειώδη,
κατά κανόνα απλά στυλιστική, Επιμέλεια, διανέμω στα μέλη, μία ή δύο ημέρες πριν
τη Συνάντηση. Προσωπικά, έχω γράψει κριτικές Σημειώσεις, για περίπου τα δύο
τρίτα των 180 βιβλίων που έχουμε συζητήσει στη Λέσχη. Είναι αυτονόητο, έως
απαραίτητο, της συγγραφής των Σημειώσεων να έχουν προηγηθεί δύο αναγνώσεις του
βιβλίου. Είναι εντυπωσιακή, η “επιστροφή”, το κέρδος, ποσοτικό και ποιοτικό,
που επιτρέπει στον αναγνώστη η δεύτερη ανάγνωση. Αλλά, πόσοι το κάνουν;
Επιτυχής, λοιπόν, ο χαρακτηρισμός “ιδανικός αναγνώστης”. Αφού το “ιδανικό”,
ακόμα και ετυμολογικά (“υπάρχον μόνον κατ’ ιδέαν”) δεν υφίσταται…
Γράφοντας,
έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
Για κάποιον που δεν διάγει τη
δεύτερη ή την τρίτη δεκαετία της ζωής του θα ήταν υπερβολή να ισχυρισθεί πως
“ανακαλύπτει πράγματα για τον εαυτό του’’, έστω γράφοντας… Από την άλλη,
χτίζοντας έναν πρωταγωνιστικό ή και δευτεραγωνιστικό χαρακτήρα στα κείμενά του,
ο συγγραφέας εφευρίσκει ιδιότητες τις οποίες εκχωρεί στους χαρακτήρες του, ενώ
δεν αποκλείεται και να τις εποφθαλμιά, σε όρους προσωπικού προφίλ. Και, όπως
και να το κάνουμε, το φεγγάρι θα εξακολουθήσει να έχει τη σκοτεινή πλευρά του,
ακόμα και για τους ικανότερους - ακριβέστερα, επιτήδειους - εξερευνητές.
Υπήρξε
κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
Αν πίστευα σε κάτι, ξεκινώντας να γράφω,
ήταν ότι θα είχα τον ή τους ήρωές μου, υπό απόλυτο έλεγχο. Ο Αλκιβιάδης Πικρός,
κεντρικός ήρωας στην “Αφιέρωση” και τον “Οδηγό φόνων”, ο
συστηματικά ενιστάμενος Πικρός, με έβαλε στη θέση μου. Σύμφωνοι, δεν μιλάμε για
την απόλυτη αυτονόμηση, αλλά είμαστε μακριά από τον απόλυτο, ή, έστω, τον
σχετικό έλεγχο. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς ο ήρωας εκμεταλλεύεται την
έξοδο από την αδράνεια και επιταχύνει ή και αποκλίνει από το σενάριο που του
“επιφυλάσσει” ο συγγραφέας του. Ενδεικτικός ο διάλογος Πικρού/Γκόλτσου, στις
“Αιχμές” (πρόσφατο προωθητικό φυλλάδιο των εκδόσεων Μεταίχμιο). “ΑΠ: …όμως,
εσείς οι συγγραφείς διατρέχετε και έναν κίνδυνο. / ΑΓ: Κίνδυνο; / ΑΠ: Να, σαν
να λέμε, «Ο Πικρός του Γκόλτσου». Στον αναγνώστη είναι το δικό μου όνομα που
έρχεται πρώτο. Στο τέλος, θα μείνει μόνο ο Πικρός. Είστε βέβαιος ότι θα είστε
πάντα εσείς που θα πέφτετε πρώτος στο νήμα;”…
Σας
αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας; Σε συζητήσεις με αναγνώστες,
έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί
ότι υπάρχουν;
Στην ερώτηση αν μου αρέσει να
συνομιλώ με τους αναγνώστες μου απαντώ, «Ναι, ναι και ναι!». Όταν συζητήσαμε
την “Αφιέρωση” στη Λέσχη του Μεταίχμιο, ζήτησα από τα μέλη να περιοριστούν,
κατά τη συζήτηση, αποκλειστικά στα σημεία για τα οποία είχαν μία ένσταση
(κατέληξε σε μία συνάντηση με, ίσως, τη μεγαλύτερη διάρκεια στην Ιστορία της
Λέσχης…). Αναφέρω το σημείο, για να δείξω το πόσο χρήσιμη θεωρώ τη συζήτηση με
τους αναγνώστες, ως την απόλυτη μέθοδο της ανάδειξης των αδυναμιών του
κειμένου, μάθημα και αποσκευή για το επόμενο πόνημα. Και, για να απαντήσω στη
δεύτερη ερώτηση, ένα σημείο που αναδεικνύεται
επίσης, μέσω της συζήτησης με τους αναγνώστες, είναι οι εκδοχές ερμηνείας του
κειμένου κατά αναγνώστη, αποδελτιώνοντας, και συχνά αποθησαυρίζοντας την
προσωπική οπτική ενός εκάστου.
Υπάρχει
κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
Έχω την αίσθηση ότι μας επηρεάζει αυτό που
μας μοιάζει. Θα ήταν αυτοκτονικό, λέω τώρα, για τον Simenon, να υποχρεωθεί να
γράφει Ιούλιο, στις Κυκλάδες… Γράφουμε μέσα σε ένα κλίμα, είτε αυτό το ορίζει η
μετεωρολογία, είτε το συγγραφικό ύφος κάποιου που “μας πάει”. Κι αυτό γιατί
είμαστε αυτό που είμαστε, τελικό προϊόν επεξεργασίας κάποιων δεκαετιών, που
συμπίπτει με τον έναν και είναι αμοιβαία αποκλειόμενο με έναν άλλον, σε όρους
συγγραφικού ύφους εννοώ. Με αυτήν τη λογική, θα έβλεπα δύσκολα ένα συγγραφέα να
επηρεάζεται ισότιμα, από τον Georges
Simenon
και τον James
Ellroy.
Προσωπικά, κλίνω προς τη γραφή Simenon / Highsmith / Izzo. Για το μαγικό της
ατμόσφαιρας του πρώτου, τις παράλληλες ιστορίες - τη μία που διαβάζεις και την
άλλη ανάμεσα στις γραμμές - της δεύτερης, την ψυχογραφική αυθεντία και των δύο
και την υπνωτιστική γλώσσα του τρίτου. Αν και οι τρεις τοποθετούνται στους
αντίποδες των σύγχρονων Σκανδιναβών, θα υπάρχουν πάντα οι ενιστάμενοι…
Είναι
εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
Αν
υπήρχε η αντίστοιχη κατηγορία, θα ανήκα στους συγγραφείς-γλύπτες. Όπως
κατέγραφα με την ευκαιρία μιας προηγούμενης συνέντευξης, ορίζω τη διαδικασία ως
Μαραθώνιο, όχι τόσο σε όρους συγγραφής, όσο σε όρους χρόνου αφιερωμένου στην
Επιμέλεια, στις διορθώσεις και στο σκίσιμο σελίδων∙ οι οικολόγοι του χαρτιού θα
πρέπει να με μισούν. Μιλώντας για Επιμέλεια και διορθώσεις, υπάρχει, εδώ, ένα
πρόβλημα και οι διατεινόμενοι ότι η ανηλεής επέμβαση στο κείμενο “σκοτώνει” τον
αυθορμητισμό και το άμεσο, μπορεί να έχουν δίκιο∙ μάλλον έχουν δίκιο. Επιχειρώ
να σκηνοθετήσω τον αυθορμητισμό, αδυνατώ να πιστέψω πως με τη δεύτερη, ή την
τρίτη, μπορώ να έχω το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ίσως να φταίει και η έλλειψη
έφεσης στο ανεμπόδιστο και πηγαίο γράψιμο - είμαι ο έσχατος της αυτόματης γραφής
- πιθανά να παίζουν και κάποια κατάλοιπα επαγγελματικής εμμονής, όταν έπρεπε να
εστιάζω στην ακρίβεια της κάθε λέξης. Και ξεκίνησα να γράφω λογοτεχνία
εξαιρετικά αργά, χάνοντας τη συγγραφική μου εφηβεία, αν όχι και ενηλικότητα.
Αν
και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε
κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας; Θα ξαναδιαβάσουμε για τον
Αλκιβιάδη Πικρό;
Για “υλικό έτοιμο στο συρτάρι” δεν μπορώ να
μιλήσω, για “υλικό στο μυαλό” μπορώ να πω, αλλά συγχρόνως να υποδείξω το
“(πολύ) π ί σ ω μέρος του μυαλού”… Το
μόνο σπόιλερ που μου επιτρέπω είναι ότι ο νέος Πικρός - με τον προσωρινό τίτλο,
“Ο πέμπτος άνθρωπος” - θα αρχίζει με έναν διάλογο. Και μην το πάρετε τοις
μετρητοίς. Στη συζήτηση για το “Οδηγός φόνων”, που έγινε πρόσφατα στη Λέσχη του
Μεταίχμιο, ο “πολύ καλός φίλος της Dream
team-υπόδειγμα
επιμελούς αναγνώστη” αποκάλυψε (χτύπημα κάτω από τη μέση) ότι συζήτησα μαζί του
36 εκδοχές τίτλου, πριν καταλήξω στο “Οδηγός φόνων”. Συν τη χρονική απόσταση τριών
ετών, μεταξύ του “Η αφιέρωση” και του “Οδηγός φόνων”. Μην πανικοβάλλεστε(!).
Συνηθίζω να λέω πως, όπως το καλό κρασί, ο Αλκιβιάδης Πικρός είναι βραδείας
ωρίμανσης.