ΡΟΥΑ
ΜΑΤ
ΤΖΟΝ
ΝΤΟΝΟΧΙΟΥ
Μετάφραση
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΗΣ
Εκδόσεις
Ε.Ο. ΛΙΒΑΝΗΣ
Σελ.
447, 2015
Την ιστορία ενός εβραίου κρατούμενου στο
Άουσβιτς, ο οποίος επέζησε χάρη στην αγάπη του για το σκάκι, αφηγείται στο
πρώτο του μυθιστόρημα ο βρετανός συγγραφέας Τ. Ντόνοχιου.
Το Άουσβιτς, ήταν το μεγαλύτερο σε έκταση
στρατόπεδο συγκέντρωσης που δημιούργησαν οι Γερμανοί. Ιδρύθηκε ως στρατόπεδο
εργασίας για ποινικούς κρατούμενους. Γρήγορα άρχισε να επεκτείνεται και
εξελίχθηκε σε στρατόπεδο εργασίας και θανάτου, όταν σε αυτό φυλακίστηκαν εκτός
από τους ποινικούς, πολιτικοί κρατούμενοι, ομοφυλόφιλοι, τσιγγάνοι, μάρτυρες
του Ιεχωβά και εβραίοι. Εδώ δοκιμάστηκε για πρώτη φορά η εξόντωση με το Zyklon-B (κυανιούχο
άλας) σε ειδικά κατασκευασμένους θαλάμους αερίων.
Το 1944 οι επιζώντες ήταν περίπου δέκα
χιλιάδες και όλοι εργάζονταν υπό εφιαλτικές συνθήκες στο εργοστάσιο που χτίστηκε
από τους ίδιους τους κρατούμενους για λογαριασμό του βιομηχανικού κολοσσού IG Farben, για την κατασκευή συνθετικού
καουτσούκ. Ένας από αυτούς είναι ένας γάλλος εβραίος. «Κάποτε είχε όνομα, αλλά αυτό
ίσχυε σε μια άλλη ζωή, μια ζωή που είχε νόημα πέρα από την καθημερινή πάλη μόνο
και μόνο για την επιβίωση. Ονομαζόταν Εμίλ Κλεμάν και ήταν ωρολογοποιός. Τώρα
είναι απλώς ο χέφτλινγκ (κρατούμενος) υπ’ αριθμόν 163291. Στα μάτια του Ράιχ, ο
Εμίλ είναι ένοχος ενός εγκλήματος για το οποίο δεν υπάρχει συγχώρεση: είναι
Εβραίος».
Ένας από τους αξιωματικούς που υπηρετούν
στο στρατόπεδο, είναι ο υπολοχαγός Πάουλ Μάισνερ. Ο Μάισνερ, που υπηρετούσε στο
ανατολικό μέτωπο, τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι στη μάχη, κάτι που τον ανάγκασε
να κυκλοφορεί με μπαστούνι. Είχε τιμηθεί με το παράσημο του Σιδηρού Σταυρού και
μετά την ανάρρωση του, τοποθετήθηκε στο Άουσβιτς, με το καθήκον να επιβλέπει τα
«στρατόπεδα-δορυφόρους». Μια μέρα φτάνει μια διαταγή που προτρέπει να
ασχολούνται οι αξιωματικοί με δραστηριότητες που θα βελτίωναν το ηθικό τους. Ο
διοικητής αναθέτει την εκτέλεση της διαταγής στον Μάισνερ. «πρέπει να κάνουμε κάτι για να
αποδείξουμε ότι πήραμε στα σοβαρά αυτές τις διαταγές. Θα το αφήσω στα ικανά
χέρια σου». Ο υπολοχαγός αποφασίζει τότε να ιδρύσει μια σκακιστική
λέσχη για τους αξιωματικούς, κάποιοι από τους οποίους είναι πραγματικά καλοί
σκακιστές.
Μια μέρα μαθαίνει ότι και οι κρατούμενοι
παίζουν σκάκι μεταξύ τους. Ένας μάλιστα από αυτούς, ο «ρολογάς» Εμίλ Κλεμάν,
έχει τη φήμη του ανίκητου. «Λένε ότι ένας από τους εβραίους είναι τόσο
καλός που το ταλέντο του είναι αφύσικο. Άκουσα έναν από τους επικεφαλής των
μπλοκ να λέει ότι είναι ανίκητος». Τον βάζει τότε να αναμετρηθεί με
τους καλύτερους σκακιστές, ανάμεσα στους Ες-Ες του στρατοπέδου. Ο Εμίλ, για τον
οποίο το σκάκι είναι ένας από τους δύο-τρεις λόγους που του έμειναν για να
συνεχίσει να ζει («Γι’ αυτόν το σκάκι δεν είναι ένα παιχνίδι ή έστω μια τέχνη. Είναι μια
πράξη λατρείας»), καταλήγει να πρέπει να παίζει και να νικάει, για να
σώσει τη ζωή των συγκρατούμενων του. Κερδίζει έτσι το σεβασμό του γερμανού
αξιωματικού.
Οι δύο τους, θα ξανασυναντηθούν τυχαία το
1962 στο Άμστερνταμ, όπου ο Εμίλ θα συμμετάσχει σ’ ένα παγκόσμιας κλάσης
σκακιστικό τουρνουά. Παρά το ότι έχει την ακλόνητη πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν
καλοί Γερμανοί, θα καταλήξουν να συζητήσουν, να θυμηθούν και να διηγηθούν ο
καθένας τη δική του πλευρά της ιστορίας. Μια απρόσμενη φιλία, αδιανόητη μέχρι
τότε, θα αναπτυχθεί μεταξύ τους.
Μια καλογραμμένη ιστορία για την ανθρώπινη
αξιοπρέπεια, την αποδοχή του διαφορετικού, τη συμφιλίωση και τη συγχώρεση που
είναι πράξεις υπέρτατης γενναιότητας και
μεγαλοψυχίας, και που οδηγούν τελικά στη λύτρωση.