27 Φεβ 2013

ΜΕΙΝΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΟΤΑΝ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΦΥΓΕΙ ΟΛΟΙ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
Σελ. 390, Ιούλιος 2012

     Με το δεύτερο μυθιστόρημα του συγγραφέα Δ. Οικονόμου,
θα ασχοληθούμε σήμερα.
     Είναι η ιστορία ενός νέου, του Νίκου, που στα τέλη της δεκαετίας του ’90, αφού απολύεται από το στρατό, «προσωρινά», (μέχρι να βρει τον τρόπο να πραγματοποιήσει τα όνειρά του), προσλαμβάνεται σε μια μεγάλη τεχνική-κατασκευαστική εταιρεία. Γρήγορα παρασύρεται από τους ρυθμούς της δουλειάς. «Η εταιρεία έχει έναν μοναδικό τρόπο να κάνει το πρόβλημά της δικό σου, χωρίς να το καταλάβεις. Ανοίγει το στόμα σου και σου χύνει τον καρκίνο, τον καταπίνεις και λες κι ευχαριστώ. Είναι ύπουλος ο τρόπος που διοχετεύει στις φλέβες σου κάποιο ναρκωτικό, σου κάνει πλύση εγκεφάλου, σε χειραγωγεί. Αθόρυβα και ασυναίσθητα. Ξέρει πώς να σε κάνει να δουλεύεις όλη την ημέρα. Από τις οκτώ το πρωί έως τις οκτώ το βράδυ. Και τα Σάββατο. Καμιά φορά και τις Κυριακές. Χωρίς υπερωρίες, χωρίς απεργίες, χωρίς σταματημό, χωρίς δικαιώματα. Μόνο με το φόβο. Το φόβο της απόλυσης, το φόβο της απόρριψης, το φόβο της συντριβής, το φόβο της ήττας».
     Συνειδητοποιεί πως για να επιβιώσει θα πρέπει να λερώσει τα χέρια του: μεταφορά μαύρου χρήματος, εξυπηρέτηση πολιτικών προσώπων, κουκούλωμα εργατικών ατυχημάτων (ακόμα και θανατηφόρων), «στήσιμο» διαγωνισμών. Απομονώνεται από φίλους και παρέες, αναλώνεται σε ανούσιες και άχαρες ερωτικές σχέσεις κι όπως αρχίζει στον ορίζοντα να αχνοφαίνεται το Eldorado των κατασκευαστικών, τα περίφημα ολυμπιακά έργα, ψάχνει απεγνωσμένα για διέξοδο. «Παγιδευμένος σ’ ένα σύστημα όπου από μόνος μου είχα μπει και εισχωρήσει βαθιά, συνέχιζα μάταια να ελπίζω πως είναι παροδικό, πως θα κρατήσει για λίγο και πως η ζωή μου επιφυλάσσει ακόμα εκπλήξεις και ανατροπές στην επόμενη γωνία. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν θα συνέβαινε».
     Προσπαθώντας από κάπου να κρατηθεί, αναπολεί τις φοιτητικές του παρέες, τη Χορωδία του Πανεπιστημίου Αθηνών στον 4ο όροφο της Λέσχης στην Ιπποκράτους, τον πρώτο του έρωτα, τα τραγούδια τους, τις συναυλίες τους, τα ταξίδια στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τις εξορμήσεις στα βουνά και στη φύση, τις βασανιστικές αλλά και λυτρωτικές τους αναζητήσεις.
     Το καλοκαίρι του 1999, η κατάθλιψη εμφανίζει τα πρώτα της σημάδια, με συμπτώματα σωματικής μορφής αρχικά. «Εντελώς ξαφνικά, εκεί που χαλαρώνω, εκεί που κάθομαι και χαζεύω τηλεόραση, νιώθω μικρές εκρήξεις στο φλοιό του εγκεφάλου μου. Που μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου γιγαντώνονται κι ύστερα σαν κάποιος να βάζει ένα χέρι και να το γρατζουνάει με κάτι μυτερό όπως ένα καρφί σε μαυροπίνακα. Ανατριχιάζω ολόκληρος και το μυαλό μου μουδιάζει το στόμα σφίγγεται και τα μήλα συσπώνται». Όμως οι πιεστικές ανάγκες της επιβίωσης, τον αναγκάζουν να παραμένει εγκλωβισμένος σε μια πορεία που τη νιώθει ως κόλαση. Η οργή συσσωρεύεται, η θλίψη μεγαλώνει και η έκρηξη δεν θ’ αργήσει να έρθει.
     Ευτυχώς γι’ αυτόν, σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή, όταν μπήκε σε κίνδυνο όχι μόνο η ψυχική του ισορροπία αλλά και η ίδια του η ζωή, θα βρει ανέλπιστη βοήθεια από ανθρώπους, που αν και πλήγωσε στο παρελθόν με τη συμπεριφορά του, αυτοί δεν τον ξέχασαν και τον συγχώρεσαν.
     Πρόκειται για ένα καλογραμμένο, σύγχρονο, σημερινό μυθιστόρημα, που μέσα από την πορεία ενός σχεδόν «τυπικού» εκπροσώπου της, μας μιλά για ολόκληρη γενιά: «για μια γενιά-που πολλοί λένε-είναι η τελευταία που ονειρεύτηκε».

17 Φεβ 2013

STUDIO SEX

LIZA MARKLUND
Μετάφραση: ΝΙΚΗ ΠΡΟΔΡΟΜΙΔΟΥ
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Σελ. 525, Νοέμβριος 2012

     Τα τελευταία χρόνια, οι σκανδιναβοί συγγραφείς, έχουν πάρει τη ηνία στο χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος, από τους αγγλοσάξονες. Έτσι κυκλοφορούν πολλά και καλά βιβλία αστυνομικής λογοτεχνίας από σκανδιναβούς συγγραφείς. Ένα από αυτά σας παρουσιάζω σήμερα.
     Η νεαρή δημοσιογράφος Άνικα Μπένγκτζον, ζήτησε άδεια από τη μικρή τοπική εφημερίδα στην οποία εργαζόταν, αφού εξασφάλισε μια θέση πρακτικής –για ένα καλοκαίρι- στον «Απογευματινό Τύπο», μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδας ταμπλόιντ της Σουηδίας, με έδρα την πρωτεύουσα, τη Στοκχόλμη. Ελπίζει πως αυτή θα είναι η μεγάλη της ευκαιρία. Όμως σύντομα η ελπίδα δίνει τη θέση της στην απογοήτευση, αφού το μόνο καθήκον που της αναθέτουν, είναι να απαντά στις κλήσεις της ανοιχτής γραμμής των ανώνυμων πληροφοριών, όπου μπορεί να καλεί ο καθένας και να λέει τις δικές του δήθεν αποκλειστικές πληροφορίες, γνωστή στους εργαζόμενους, ως «σπασμένο τηλέφωνο».
     Ώσπου ένα πρωινό, δέχεται ένα τηλεφώνημα διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Κάποιος θέλει να αναφέρει ότι το πτώμα μιας κοπέλας βρίσκεται στο εβραϊκό νεκροταφείο, στις παρυφές του πάρκου Κρούνουμπεργ. Καθώς είναι καλοκαίρι και οι περισσότεροι ρεπόρτερ βρίσκονται σε άδεια, ο διευθυντής σύνταξης, στέλνει αυτήν κι έναν φωτογράφο να καλύψουν το θέμα. «…στη βορειοανατολική πλευρά του νεκροταφείου, είδε το πτώμα. Ήταν πεσμένο φαρδύ πλατύ μες στα χαμόδεντρα, με τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι, πίσω από μια σπασμένη γρανιτένια ταφόπετρα. Ένα κομμάτι από ένα Άστρο του Δαβίδ ήταν πεσμένο δίπλα στο κεφάλι…Το νεκρό σώμα ήταν γυμνό, εντελώς ακίνητο και κατάλευκο».
     Όταν αρχίζει να ψάχνει περισσότερο την υπόθεση, αρχίζει να ανακαλύπτει διάφορα πράγματα που την κάνουν ν’ αναρωτιέται. Όπως ότι η κοπέλα εργαζόταν ως χορεύτρια στο στριπ κλαμπ «Στούντιο Έξι» (στα σουηδικά η λέξη έξι και σεξ βρίσκονται πολύ κοντά ηχητικά εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου), που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το χώρο του συμβάντος ή ότι ο υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου διαθέτει διαμέρισμα σε παρακείμενη πολυκατοικία.
     Τα ίδια στοιχεία ανακαλύπτει και η αστυνομική έρευνα και οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Ο υπουργός στοχοποιείται ως ύποπτος της δολοφονίας και αναγκάζεται να παραιτηθεί, ενώ είναι εμφανές ότι δεν είναι αυτός ο δράστης της δολοφονίας και η νεαρή δημοσιογράφος, συνειδητοποιεί, ότι ξαφνικά διακυβεύονται πολύ σημαντικότερα πράγματα από την καριέρα της.
     Πρόκειται για ένα καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, που εκτός του ότι συναρπάζει τον αναγνώστη με την αναζήτηση του δολοφόνου (δηλ. την καθαυτό αστυνομική ιστορία), αναφέρεται και σε διάφορες πτυχές του ιδιωτικού και δημόσιου βίου της σουηδικής κοινωνίας. Όπως την ενδοοικογενειακή βία, την ατομικότητα που διακατέχει την πλειοψηφία των πολιτών, την παντοδυναμία των ΜΜΕ που ισχύει κι εκεί όπως στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, την ελεύθερη πρόσβαση που μπορούν να έχουν οι πολίτες σε κάθε δημόσιο έγγραφο κ.α. που θα ανακαλύψουν οι αναγνώστες του πολύ καλού αυτού μυθιστορήματος.

8 Φεβ 2013

Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ
Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
Σελ. 310, Νοέμβριος 2012


     Πριν από λίγους μήνες, κυκλοφόρησε το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη.
     Σ’ ένα χωριό του θεσσαλικού κάμπου, το Τριφύλλι, στα χρόνια της χούντας, ο δάσκαλος Κοσμίδης, πατέρας πέντε παιδιών, που χαίρει γενικής εκτίμησης, αναλαμβάνει να μυήσει τρεις νεαρούς μαθητές του, στα μυστήρια της ζωής. Ένας εξ αυτών είναι ο Βασίλης. Ο γιος του. Τους μιλάει για την Ιστορία πέρα από αυτή που αναφέρουν τα επίσημα σχολικά βιβλία, τους διδάσκει φιλοσοφία, τους αναφέρει δύσκολες έννοιες και ιδέες, ενώ όταν μπαίνουν στην εφηβεία, τους μυεί (με τη βοήθεια μιας βολικής και φιλοχρήματης γυναίκας του χωριού) στο σεξ. Τους εκπαιδεύει και τους διαπαιδαγωγεί με τέτοιο τρόπο, ώστε στη ζωή τους να θέτουν υψηλούς στόχους και να επιτυγχάνουν την πραγματοποίησή τους. Η τριάδα δείχνει να τα καταφέρνει καλά. Μετά την αποφοίτησή τους από το Γυμνάσιο, εισάγονται στη Νομική. Όταν φτάνει η ώρα να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία, παραμένουν αχώριστοι. Τοποθετούνται και οι τρείς σ’ ένα στρατόπεδο κοντά στην Κομοτηνή. Ώσπου μια μέρα, ο Βασίλης, «ο γιος του δάσκαλου», αυτοκτονεί. Το νέο πέφτει σαν κεραυνός εν αιθρία και με μιας ανατρέπει τη ζωή της οικογένειας Κοσμίδη. Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει το γιατί, από τη στιγμή μάλιστα, που ο αυτόχειρας, δεν άφησε κάποιο σημείο που να δίνει κάποια εξήγηση.
     Την εποχή που «σκοτώθηκε» ο Βασίλης, (η λέξη «αυτοκτονία» είχε εξοβελιστεί από το λεξιλόγιο της οικογένειας Κοσμίδη), ο Νικόδημος, ο μικρότερος γιος (και αφηγητής της ιστορίας), είναι στην πρώτη εφηβική ηλικία. Το γεγονός τον σημάδεψε, αλλά «το χειρίστηκε αλλιώς, σαν πιο νέος». Αφού έζησε χάρη σε μια κληρονομιά για πολλά χρόνια στο Παρίσι, χωρίς σχεδόν καμιά επαφή με την οικογένειά του, επέστρεψε στην Αθήνα. Μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, για να αποφύγει μια ξαφνική μπόρα, μπαίνει σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Ενώ περιφέρεται μέχρι να κοπάσει η νεροποντή, στο σταντ με τις προσφορές, ένα βιβλίο με τίτλο «Γεια σας παιδιά», μιας τελείως άγνωστης συγγραφέως, του τραβάει την προσοχή. Όταν διαβάζει το οπισθόφυλλο, το αγοράζει αμέσως, γιατί διαισθάνεται πως μέσα από τις γραμμές του, θα βρει το μίτο που θα τον οδηγήσει στο λαβύρινθο της αποκάλυψης των αιτιών, που οδήγησαν τον Βασίλη στην αυτοκτονία.
     Ο Γιάννης Ξανθούλης, καταφέρνει για μια ακόμη φορά να εντυπωσιάσει. Οι περιγραφές των διαδρομών των χαρακτήρων, είτε στα υγρά από τη βροχή στρατόπεδα της Θράκης, είτε στα εσωτερικά ψυχολογικά μονοπάτια (κυρίως του Βασίλη και του σχεδόν αποσυνάγωγου Νικόδημου), είναι εξαιρετικά εύστοχες. Πολλά στοιχεία από τη «συλλογή των εμμονών» του συγγραφέα είναι παρόντα. Στα τοπία κυρίως της Θράκης, αλλά και της Αθήνας, κυριαρχεί η συνεχής βροχόπτωση. Για μια ακόμη φορά η πατρώα γη και κυρίως τα μίζερα στρατόπεδά της είναι από τους τόπους όπου εξελίσσεται η αφήγηση. Όπως οι σχέσεις εξουσίας –και κατάχρησής της πολλές φορές, που οδηγούν σε άλλες ατραπούς-που αναπτύσσονται στους χώρους αυτούς. Ακόμα, τα μεταφυσικά «επεισόδια», ο Χόρστ Μπούχολντς (!!), η δύναμη της σύμπτωσης που παρεμβαίνει και αλλάζει δραματικά πολλές φορές την πορεία της ζωής…
     Όλα αυτά και η αφηγηματική δεινότητα, όπως και ο τρόπος γραφής με τη λεπτή ειρωνεία και το υποδόριο χιούμορ, απογειώνουν το βιβλίο και το κατατάσσουν σε ένα από τα καλύτερα που διάβασα τον τελευταίο καιρό.