Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
Σελ. 390, Ιούλιος 2012
Με το δεύτερο μυθιστόρημα του συγγραφέα Δ. Οικονόμου,
θα ασχοληθούμε σήμερα.
Είναι η ιστορία ενός νέου, του Νίκου, που στα τέλη της δεκαετίας του ’90, αφού απολύεται από το στρατό, «προσωρινά», (μέχρι να βρει τον τρόπο να πραγματοποιήσει τα όνειρά του), προσλαμβάνεται σε μια μεγάλη τεχνική-κατασκευαστική εταιρεία. Γρήγορα παρασύρεται από τους ρυθμούς της δουλειάς. «Η εταιρεία έχει έναν μοναδικό τρόπο να κάνει το πρόβλημά της δικό σου, χωρίς να το καταλάβεις. Ανοίγει το στόμα σου και σου χύνει τον καρκίνο, τον καταπίνεις και λες κι ευχαριστώ. Είναι ύπουλος ο τρόπος που διοχετεύει στις φλέβες σου κάποιο ναρκωτικό, σου κάνει πλύση εγκεφάλου, σε χειραγωγεί. Αθόρυβα και ασυναίσθητα. Ξέρει πώς να σε κάνει να δουλεύεις όλη την ημέρα. Από τις οκτώ το πρωί έως τις οκτώ το βράδυ. Και τα Σάββατο. Καμιά φορά και τις Κυριακές. Χωρίς υπερωρίες, χωρίς απεργίες, χωρίς σταματημό, χωρίς δικαιώματα. Μόνο με το φόβο. Το φόβο της απόλυσης, το φόβο της απόρριψης, το φόβο της συντριβής, το φόβο της ήττας».
Συνειδητοποιεί πως για να επιβιώσει θα πρέπει να λερώσει τα χέρια του: μεταφορά μαύρου χρήματος, εξυπηρέτηση πολιτικών προσώπων, κουκούλωμα εργατικών ατυχημάτων (ακόμα και θανατηφόρων), «στήσιμο» διαγωνισμών. Απομονώνεται από φίλους και παρέες, αναλώνεται σε ανούσιες και άχαρες ερωτικές σχέσεις κι όπως αρχίζει στον ορίζοντα να αχνοφαίνεται το Eldorado των κατασκευαστικών, τα περίφημα ολυμπιακά έργα, ψάχνει απεγνωσμένα για διέξοδο. «Παγιδευμένος σ’ ένα σύστημα όπου από μόνος μου είχα μπει και εισχωρήσει βαθιά, συνέχιζα μάταια να ελπίζω πως είναι παροδικό, πως θα κρατήσει για λίγο και πως η ζωή μου επιφυλάσσει ακόμα εκπλήξεις και ανατροπές στην επόμενη γωνία. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν θα συνέβαινε».
Προσπαθώντας από κάπου να κρατηθεί, αναπολεί τις φοιτητικές του παρέες, τη Χορωδία του Πανεπιστημίου Αθηνών στον 4ο όροφο της Λέσχης στην Ιπποκράτους, τον πρώτο του έρωτα, τα τραγούδια τους, τις συναυλίες τους, τα ταξίδια στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τις εξορμήσεις στα βουνά και στη φύση, τις βασανιστικές αλλά και λυτρωτικές τους αναζητήσεις.
Το καλοκαίρι του 1999, η κατάθλιψη εμφανίζει τα πρώτα της σημάδια, με συμπτώματα σωματικής μορφής αρχικά. «Εντελώς ξαφνικά, εκεί που χαλαρώνω, εκεί που κάθομαι και χαζεύω τηλεόραση, νιώθω μικρές εκρήξεις στο φλοιό του εγκεφάλου μου. Που μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου γιγαντώνονται κι ύστερα σαν κάποιος να βάζει ένα χέρι και να το γρατζουνάει με κάτι μυτερό όπως ένα καρφί σε μαυροπίνακα. Ανατριχιάζω ολόκληρος και το μυαλό μου μουδιάζει το στόμα σφίγγεται και τα μήλα συσπώνται». Όμως οι πιεστικές ανάγκες της επιβίωσης, τον αναγκάζουν να παραμένει εγκλωβισμένος σε μια πορεία που τη νιώθει ως κόλαση. Η οργή συσσωρεύεται, η θλίψη μεγαλώνει και η έκρηξη δεν θ’ αργήσει να έρθει.
Ευτυχώς γι’ αυτόν, σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή, όταν μπήκε σε κίνδυνο όχι μόνο η ψυχική του ισορροπία αλλά και η ίδια του η ζωή, θα βρει ανέλπιστη βοήθεια από ανθρώπους, που αν και πλήγωσε στο παρελθόν με τη συμπεριφορά του, αυτοί δεν τον ξέχασαν και τον συγχώρεσαν.
Πρόκειται για ένα καλογραμμένο, σύγχρονο, σημερινό μυθιστόρημα, που μέσα από την πορεία ενός σχεδόν «τυπικού» εκπροσώπου της, μας μιλά για ολόκληρη γενιά: «για μια γενιά-που πολλοί λένε-είναι η τελευταία που ονειρεύτηκε».