ΘΑΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Σελ. 516, Οκτώβριος 2013
Το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα που
υπογράφει με το ψευδώνυμο Θάνος Δραγούμης κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες και
είναι εξίσου ενδιαφέρον με το πρώτο («Σφαγείο Σαλονίκης»).
Αυτή τη φορά δεν ασχολείται με τις πληγές
του παρελθόντος, αλλά του σήμερα. Δύο άνθρωποι που έχουν προβλήματα τόσο με τον
εαυτό τους, όσο και με τους άλλους, θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια ιστορία στην
οποία συμμετέχουν η ρώσικη μαφία, τα απομεινάρια των δολοφονικών ομάδων που
έδρασαν στον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας, έλληνες φασίστες τραμπούκοι που είναι παράλληλα και
μικροκακοποιοί του κοινού ποινικού δικαίου, παλιοί αναρχικοί που ονειρεύονται αναβίωση του αντάρτικου
πόλεων, φασιστικές οργανώσεις, διεφθαρμένοι πολιτικοί και στελέχη μεγάλων
επιχειρήσεων, οι ενέργειες των οποίων ερευνώνται από εισαγγελείς και ανακριτές.
Η μία είναι η Δάφνη Μαρόγλου. Μια
ομοφυλόφιλη ιδιωτική ερευνήτρια, που μετά από μια «θητεία» σε εταιρεία ερευνών
στην Ολλανδία, μετά το θάνατο από ναρκωτικά της αγαπημένης της επέστρεψε στην
Ελλάδα. «Δύσκολο να κλείσω μάτι. Τόσα χρόνια στην ολλανδική εταιρεία δούλευα
νύχτα, καλύτερα λεφτά, καλύτερες υποθέσεις, μου έμειναν κληρονομιά ένας
τραπεζικός λογαριασμός με πενήντα χιλιάδες ευρώ και μια καραμπινάτη αϋπνία. Στα
τέσσερα χρόνια που έξυνα τα παπάρια μου, ούτως ειπείν στην Αθήνα, ο πρώτος
εξαφανίστηκε πιο γρήγορα κι από ζεστό συσσίτιο στον Άγιο Παντελεήμονα, η
δεύτερη μου έμεινε αμανάτι και την κουβαλάω ακόμα σαν τόκο υπερημερίας που δε
σβήνει ούτε με προεκλογική τροπολογία». Φυτοζωεί αναλαμβάνοντας κυρίως
υποθέσεις μοιχείας, αναλώνεται σε περιστασιακές και ατελέσφορες σχέσεις και
προσπαθεί να πνίξει την αϋπνία της στο ποτό.
Ο δεύτερος είναι ο αστυνόμος Αριστοτέλης
Βερέμης. «Ανέκαθεν ήμουν κοπρόσκυλο. Χαμίνι των δρόμων, που τρόμαζαν να με
μαζέψουν στο σπίτι. Ανυπότακτος, απειθάρχητος και πεισματάρης. Παιδιόθεν».
Μετά το θάνατο του αστυνομικού πατέρα του σε συμπλοκή με καλλιεργητές χασίς
στην Κρήτη, θα μετακομίσει με τη μητέρα του στην Αθήνα. Θα αποτύχει στις εισαγωγικές
εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και θα πάει στο Σεράγεβο, απ’ όπου θα επιστρέψει
γνωρίζοντας άπταιστα τα σερβοκροατικά και με το πτυχίο της Γυμναστικής
Ακαδημίας ανά χείρας. Οι προοπτικές για επαγγελματική αποκατάσταση όμως, είναι
ανύπαρκτες. Γι’ αυτό αποφασίζει να μπει στη Σχολή Αστυνομίας, ως τέκνο πεσόντος
εν υπηρεσία. Ενώ μετά την αποφοίτηση τοποθετήθηκε στο Ηθών-χώρο που γνώριζε
καλά-ο εμφύλιος στη Γιουγκοσλαβία του ανέτρεψε τη ζωή. Λόγω του ότι γνώριζε τη
γλώσσα, αποσπάστηκε στην ΕΥΠ και στάλθηκε στο Σεράγεβο. Επίσημη αιτιολογία, ο απεγκλωβισμός
των ελάχιστων Ελλήνων που είχαν εγκλωβιστεί στην πόλη. Πραγματική αιτιολογία, η
μετάδοση πληροφοριών. Επέστρεψε αλλαγμένος σωματικά και ψυχικά και με πολλά
περισσότερα προβλήματα συμπεριφοράς. «Υπέρβαση εξουσίας και υπέρμετρη βία. Και τα
δύο, βεβαιωμένα από τα πιο επίσημα χείλη, από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων
της ΕΛΑΣ. Είμαι σε υποχρεωτική αργία εδώ και δεκαπέντε μέρες. Με το ερώτημα της
οριστικής απόταξης από το σώμα, αν ο διοικητής μου δεν μπορέσει να κλείσει την
φάκελο και ο εισαγγελέας ασκήσει δίωξη εναντίον μου».
Αυτοί οι αντιφατικοί χαρακτήρες, θα μπουν
σε έναν κυκεώνα από ποινικά (εμπόριο ναρκωτικών, λευκής σάρκας, όπλων) και
οικονομικά εγκλήματα (μίζες, ξέπλυμα μαύρου χρήματος) και θα αναγκαστούν να
παλέψουν για την ίδια τους τη ζωή.
Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που συναρπάζει
με την πλοκή του αλλά και αποτελεί αφορμή για σκέψη γύρω από πολλά απ’ όσα
συμβαίνουν γύρω μας και κάποιες φορές μας φαίνονται ανεξήγητα. Αν μάλιστα ο
αναγνώστης είναι προσεκτικός με τα μικρά ονόματα κάποιων από τους χαρακτήρες
του βιβλίου, είμαι σίγουρος ότι θα διαβάσει το μυθιστόρημα με διαφορετικό βλέμμα.