31 Ιουλ 2021

ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΟΣ

SEBASTIAN FITZEK
Μετάφραση ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
Σελ. 405, Μάρτιος 2021

 

     Η έμπνευση και η ικανότητα του Σ. Φίτζεκ, να δημιουργεί ενδιαφέρουσες ιστορίες που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη αλλά κι επιφυλάσσουν θεαματικές ανατροπές, είναι ανεξάντλητη. Το έχει αποδείξει σε όλα τα προηγούμενα βιβλία του, το αποδεικνύει περίτρανα και στον «Αναλφάβητο».

     Ο Μίλαν Μπεργκ, είναι ένας νεαρός ευφυής άντρας που ζει στο Βερολίνο. Όμως έχει ένα σοβαρό πρόβλημα. Είναι αναλφάβητος. Γεγονός που τον έκανε να στραφεί προς την μικρο-εγκληματικότητα. «Ο πραγματικός λόγος που ο Μίλαν είχε επιλέξει τη σταδιοδρομία που μικροαπατεώνα ήταν ότι ο αναλφαβητισμός στη Γερμανία δεν θεωρείται αναπηρία και άρα οι αναλφάβητοι δεν δικαιούνται προνοιακά επιδόματα. Όμως, δυσκολευόταν αφάνταστα να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Τα χέρια του δεν έπιαναν καθόλου, κι έτσι δεν μπορούσε να ασχοληθεί με αμιγώς χειρωνακτικές εργασίες. Και η κοινωνία τον είχε αποκλείσει από την πνευματική εργασία, για την οποία ήταν φτιαγμένο το πανέξυπνο κεφάλι του. Κάποια στιγμή, ο Μίλαν βαρέθηκε να μην μπορεί να συμπληρώσει ούτε το έντυπο της αίτησης για το επίδομα της Πρόνοιας και αποφάσισε να επιστρατεύσει την ευφυΐα του για να ασκήσει το μοναδικό επάγγελμα που απέφερε μεγαλύτερο εισόδημα από τον κατώτατο μισθό, χωρίς να χρειάζεται άδεια άσκησης: το επάγγελμα του κακοποιού».

     Μια μέρα, ενώ περιμένει με το ποδήλατο να ανάψει το πράσινο για να περάσει, ένα αυτοκίνητο θα σταματήσει δίπλα του. «Δεν ήξερε ούτε ο ίδιος αν είχε στρέψει κατά τύχη το βλέμμα του στο πλάι ή αν ήταν κάποια αναπόφευκτη αντανακλαστική αντίδραση […] Τα μάτια του Μίλαν στράφηκαν κατευθείαν στο εσωτερικό του οχήματος. Κι αυτό που είδε έμελλε να αλλάξει τη ζωή του για πάντα».

     Στο πίσω κάθισμα, μια κοπελίτσα το πολύ δεκατριών ετών, του δείχνει ένα σημείωμα, το οποίο φυσικά ο Μίλαν δεν μπορεί να διαβάσει! Στην αρχή θεωρεί ότι πρόκειται για κάποιο αστείο. Όμως το ικετευτικό, κλαμένο βλέμμα του κοριτσιού και το παραμορφωμένο από τον φόβο πρόσωπο της, είναι πολύ εύγλωττα. Καταλαβαίνει αμέσως ότι κάτι δεν πάει καλά «…με το που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, ο Μίλαν είχε την αίσθηση ότι τα μάτια της είχαν δει πολλά-αρκετά για μια ολόκληρη ζωή. Επίσης διέκρινε μέσα τους και κάτι ακόμα. Τον εαυτό του […] Ράγιζε η καρδιά του. Εκείνη χρειαζόταν βοήθεια, κι εκείνος δεν μπορούσε να της την προσφέρει. Κατανοούσε την ανάγκη της, αλλά όχι αυτό που προσπαθούσε να του δώσει να καταλάβει».

     Σε μια παρόρμηση της στιγμής, θα ακολουθήσει το αυτοκίνητο, το οποίο κατευθύνεται σε μια από τις πιο ακριβές οικιστικές περιοχές του Βερολίνου και παρκάρει μπροστά από μια βίλα. Με αυτό τον τρόπο, ο Μίλαν ξεκίνησε «το ταξίδι του στη χώρα της παράνοιας».

     Ο «Αναλφάβητος» είναι ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ. Ότι ακριβώς θα περίμενε κανείς από τον μαιτρ του είδους που έχει, δικαιολογημένα, εκατομμύρια φανατικούς αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Με συναρπαστική πλοκή, ευφυείς και θεαματικές ανατροπές, «παίζει» και παραπλανά τον αναγνώστη όπως του αρέσει να κάνει συνήθως και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, μέχρι την τελευταία –κυριολεκτικά- σελίδα!  

26 Ιουλ 2021

SUPER-CANNES

JAMES GRAHAM BALLARD
Μετάφραση ΑΡΗΣ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ/ΗΡΩ ΣΚΕΡΟΥ
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Σελ. 509, Ιανουάριος 2021

 
     Το μυθιστόρημα «Super-Cannes» του γνωστού βρετανού συγγραφέα J. G. Ballard, κυκλοφόρησε στις αρχές του χρόνου, αρκετά χρόνια από τότε που γράφτηκε, σε εξαιρετική μετάφραση του Ά. Σφακιανάκη και της Η. Σκάρου.

     Η Εδέμ-Ολυμπία, είναι ένα επιχειρηματικό κι επιστημονικό πάρκο, που βρίσκεται κοντά στην γνωστή από το κινηματογραφικό φεστιβάλ γαλλική πόλη Cannes. «Με δέλεαρ φορολογικά πλεονεκτήματα και ένα κλίμα όμοιο με αυτό της βόρειας Καλιφόρνιας, δεκάδες πολυεθνικές εταιρίες είχαν μεταφερθεί στο επιχειρηματικό πάρκο, που τώρα απασχολούσε πάνω από δέκα χιλιάδες ανθρώπους. Τα ανώτερα στελέχη τους αποτελούσαν την κάστα των πιο υψηλά αμειβόμενων στελεχών, επιχειρηματιών και επιστημόνων». Μέσα στο πάρκο είναι εγκατεστημένες «Βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας, μια στρατιά ανθρώπων που προγραμματίζουν το μέλλον, δισεκατομμύρια που σερφάρουν πάνω σε ένα τσιπάκι πυριτίου».

     Σ’ αυτή την τόσο ξεχωριστή εγκατάσταση, προσλαμβάνεται η νεαρή αγγλίδα γιατρός Τζέιν Σινκλέρ, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην κλινική του πάρκου. Εγκαθίσταται με τον άντρα της Πολ και ρίχνεται αμέσως στη δουλειά, παρασυρμένη από το γενικότερο κλίμα. Ο Πολ, είναι ίσως ο μοναδικός ανάμεσα στις χιλιάδες ανθρώπους που κατοικούν στην Εδέμ-Ολυμπία, ο οποίος δεν εργάζεται. Ήταν πιλότος της πολεμικής αεροπορίας. Μετά την αποστράτευσή του, είχε δημιουργήσει έναν εκδοτικό οίκο που ασχολούνταν με ειδικές αεροπορικές εκδόσεις και είχε καταφέρει να αποκτήσει ένα μικρό αεροσκάφος. Εννέα μήνες πριν, είχε ένα αεροπορικό ατύχημα-δεν κατάφερε να απογειώσει το αεροπλάνο του-και τα τραύματα από την περιπέτειά του αυτή, δεν είχαν ακόμη επουλωθεί. Στη διάρκεια της νοσηλείας του, γνώρισε την Τζέιν, η οποία ήταν γιατρός στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν και παντρεύτηκαν. Η απουσία του στη Γαλλία, δεν τον  εμπόδισε να ασχολείται εξ αποστάσεως με τον εκδοτικό οίκο. Άλλωστε η σύγχρονη τεχνολογία, το καθιστά εύκολο! «Ο ξάδερφός μου ο Τσαρλς, συμφώνησε να αναλάβει τον εκδοτικό οίκο κατά τη διάρκεια της απουσίας μου και να μου στέλνει με e-mail τα δοκίμια των δύο περιοδικών αεροπλοΐας των οποίων είχα την αρχισυνταξία». Παρά όμως αυτή του την απασχόληση, έχει πολύ ελεύθερο χρόνο.

     Στη βίλα στην οποία έχουν εγκατασταθεί η Τζέιν και ο Πολ, κατοικούσε πριν από αυτούς, ο επίσης άγγλος γιατρός Ντέηβιντ Γκρίνγουντ. Ένας καταρτισμένος επιστήμονας, συγκροτημένος χαρακτήρας με μεγάλη δράση για την ανακούφιση των λιγότερο προνομιούχων. Μια μέρα, εντελώς ξαφνικά και χωρίς προφανή αιτία, μπήκε οπλισμένος σε κτίρια της Εδέμ-Ολυμπία και δολοφόνησε δέκα άτομα. Επτά υψηλόβαθμα στελέχη και τρία από το βοηθητικό προσωπικό. Στη συνέχεια-σύμφωνα πάντα με την επίσημη εκδοχή-αυτοκτόνησε. Ο Πόλ, έχοντας το πλεονέκτημα του ελεύθερου χρόνου αλλά κι επηρεασμένος από το γεγονός ότι η γυναίκα του και ο Γκρίνγουντ γνωρίζονταν, αφού είχαν εργαστεί στο παρελθόν στο ίδιο νοσοκομείο και ίσως είχαν μια πιο… στενή σχέση, αλλά και το ότι ζούσε στο ίδιο σπίτι με τον αυτόχειρα-δολοφόνο, αποφασίζει να ερευνήσει το γεγονός και να βρει, αν υπάρχει, κάτι πέρα από την επίσημη εκδοχή. Να βρει τι «ήταν αυτό που είχε εξοργίσει τον Γκρίνγουντ οδηγώντας τον στην τρέλα-ένα ξέσπασμα παράφορης οργής».

     Ερευνώντας, θα ανακαλύψει ότι «η Εδέμ-Ολυμπία, προσέφερε στους κατοίκους της περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να διακρίνει ένας απλός επισκέπτης. Πάνω από τις πισίνες και τα περιποιημένα γκαζόν φαινόταν να αιωρείται μια αχλή βίας». Θα αντιληφθεί ότι ο συνδυασμός των πολλών ωρών εργασίας των μεγαλόσχημων στελεχών με την άποψη ότι είναι τόσο σημαντικοί και απαραίτητοι, γεγονός που τους καθιστά ουσιαστικά άτρωτους, είναι εκρηκτικός. «Οι μεγαλοσχήμονες της Εδέμ-Ολυμπίας θεωρούν ότι είναι οι δεσπότες του κάστρου, ελεύθεροι να ποδοπατούν τους χωρικούς για το γούστο τους και μόνο». Έτσι θα γνωρίσει την άλλη, την αθέατη πλευρά του «επίγειου παραδείσου»…

     Το «Super-Cannes», είναι ένα καθηλωτικό, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που δείχνει την υψηλή αφηγηματική δεινότητα του Ballard και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Έχει τιμηθεί με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, αλλά κυρίως με την εκτίμηση του αναγνωστικού κοινού, σε όσες χώρες κυκλοφόρησε! 

21 Ιουλ 2021

ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΗΤΑΝ ΑΠΑΙΣΙΟΙ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ
Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
Σελ. 271, Απρίλιος 2021

 

     Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με αναφορές στα σκοτεινά χρόνια της χούντας και των υποθέσεων βασανισμών στα μπουντρούμια της Ασφάλειας είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Γ. Μόσχου. Μετά το «Τόκορορο», που εκτυλίσσεται στον αμερικάνικο νότο, το νέο του μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην Ελλάδα, τον πρώτο χρόνο της μεταπολίτευσης.

     Τον Οκτώβριο του 1975, ο δοτός, διορισμένος από τη χούντα, πρώην νομάρχης Μαγνησίας Σταύρος Σούλας, βρίσκεται δολοφονημένος σε μια περιοχή κοντά στον Βόλο. «Το πτώμα γυμνό. Μια πληγή γεμισμένη, πλέον, με χώματα και λάσπες ξεχώριζε στο κούτελο και μαρτυρούσε ότι εκεί χτυπήθηκε με κάτι. Χτυπήματα στον κορμό δεν φαινόταν, ούτε τραυματισμοί. Αυτό που ήταν ξεκάθαρο όμως, ήταν η κατάσταση των ποδιών. Σακατεμένα πόδια, ξεπετσιασμένα και μαύρα. Κατάμαυρα, μελανιασμένα από χτυπήματα […] Λες και κάποιος είχε μανία με τα πόδια και τα χτυπούσε μέχρι να τα μακελέψει».

     Ο διοικητής χωροφυλακής Μαγνησίας, αστυνόμος Ηλίας Μπάρδας, ομοϊδεάτης του Σούλα, αναθέτει την υπόθεση, πονηρά σκεπτόμενος, στον υποβαθμισμένο σε δουλειά γραφείου και αρχειοθετήσεων όλα τα προηγούμενα χρόνια, υπομοίραρχο Μάνο Πετράκη. Ο οποίος αποτελεί μονίμως, αντικείμενο χλευασμού και χυδαίων προσβολών από τους «παλιούς», που είναι και τα πρωτοπαλίκαρα του Μπάρδα. Σκοπός του διοικητή είναι να αποδείξει ότι οι πιέσεις που προέρχονται από την πολιτική ηγεσία για την ανάδειξη νέων στελεχών είναι μια λανθασμένη τακτική. Πιστεύει ότι ο άπειρος Πετράκης θα αποτύχει παταγωδώς, οπότε θα αποδειχθεί ότι έχει δίκιο. «Αυτοί οι καινούργιοι δεν σέβονταν ούτε ιεραρχίες ούτε προϋπηρεσίες. Αυτός είχε κάνει τα πάντα για το έθνος και τώρα έπρεπε να συμβουλεύει και να μαθαίνει τη δουλειά στον κάθε άσχετο χωροφύλακα, γιατί, λέει, πρέπει να αυξήσουμε τα επίπεδα επικοινωνίας και συνεργασίας. Πάνε οι μέρες που απλά διέταζε. Τώρα, στο πλαίσιο του εκδημοκρατισμού της χωροφυλακής πρέπει οι αξιωματικοί να συνεργάζονται και η υπηρεσία να εκμεταλλεύεται όλο το ανθρώπινο δυναμικό».

     Ο υπομοίραρχος με τη μηδενική εμπειρία στην έρευνα, ξεκινά να βρει την άκρη του νήματος από τα Μετέωρα, όπου σύμφωνα με τις πληροφορίες, ήταν το τελευταίο σημείο όπου ο Σούλας εθεάθη ζωντανός. Βρίσκοντας ένα ίχνος κάθε φορά, προσπαθεί να ξεδιαλύνει την υπόθεση. «Ναι έπρεπε να πετύχει με κάθε κόστος, έτσι, για τους Πετράκηδες του κόσμου. Ο στόχος του μεγάλωσε και πήρε μορφή. Θα πετύχαινε, ναι. Έβλεπε τον στόχο μπροστά του να μεγαλώνει, να γεμίζει και μαζί του να γεμίζει και η καρδιά του».

     Στις προσπάθειές του, οι συνάδελφοί του, όχι μόνο δεν τον βοηθούν, αλλά θέτουν εμπόδια και προσπαθούν να στρέψουν την προσοχή του σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, δίνοντάς του δήθεν «φιλικές» συμβουλές και πληροφορίες, όταν τα πτώματα αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται. Όμως αυτός με πρωτόγνωρο πείσμα και αυτοπεποίθηση συνεχίζει, ακόμη κι όταν αντιλαμβάνεται ότι αυτό θα του κοστίσει και θα σηματοδοτήσει τεράστιες ανατροπές στη ζωή του όπως την ήξερε μέχρι τώρα.

     Η κατάχρηση εξουσίας, η κατάφωρη παραβίαση κάθε έννοιας νομιμότητας και η διαφθορά, ήταν από τα χαρακτηριστικά που διέκριναν κάποιους από τους κεντρικούς χαρακτήρες του «Τόκορορο». Το ίδιο συμβαίνει και σ’ αυτό το μυθιστόρημα, μόνο που το πλαίσιο και οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Το «Και Οι Τέσσερις Ήταν Απαίσιοι», είναι ένα ακόμα καλογραμμένο μυθιστόρημα, που αναφέρεται σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της χούντας και χρησιμοποιεί το πραγματικό αυτό γεγονός, για να δείξει σε ένα δεύτερο επίπεδο την αδυναμία που αισθάνεται ο πολίτης, όταν βρίσκεται απέναντι σε ένα πλέγμα διαφθοράς πολιτικών, αστυνομίας και δικαιοσύνης και προσπαθεί απελπισμένα να το σπάσει για να βρει το δίκιο του.      

16 Ιουλ 2021

ΑΓΙΟ ΑΙΜΑ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Σελ. 527, Απρίλιος 2021

 

     Το ιστορικό μυθιστόρημα «Άγιο Αίμα» του Θ. Παπαθεοδώρου είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που εκτυλίσσεται στα χρόνια της επανάστασης του 1821. Το δεύτερο μέρος που έχει τίτλο «Άγιες Ψυχές» κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες ενώ το τρίτο μέρος με τίτλο «Άγια Λευτεριά»  αναμένεται να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο.

   Αυτό το πρώτο μέρος, διαδραματίζεται στα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια στο Σούλι, στον Μοριά, στη Ρούμελη και αλλού και περιγράφει ιστορίες ανδρών αλλά κυρίως γυναικών που δεν αντέχουν να ζουν σε ένα καθεστώς άγριας και στυγνής καταπίεσης, το οποίο έχουν εγκαταστήσει οι κατά τόπους Οθωμανοί αξιωματούχοι σε αγαστή συνεργασία με τους κοτζαμπάσηδες και τον υψηλόβαθμο κλήρο. Προτιμούν τον ένδοξο θάνατο ή την σκληρή ζωή του καταδιωκόμενου κλέφτη από την απώλεια της αξιοπρέπειας, τον διαρκή φόβο, την ανηλεή σκλαβιά. «Σκλάβοι ήταν, σκλάβοι ήρθαν σε τούτο τον κόσμο και σκλάβοι έμελλε να φύγουν, χωρίς να τους ανήκει το παραμικρό βιος, μήτε καν το κεφάλι απάνω στους ώμους τους. Θα γεννιόταν και θα ζούσαν την ενδεή, πολλές φορές και κατά τα κέφια των αφεντάδων, σύντομη ζωή τους, σκυφτοί, γονατισμένοι, φροντίζοντας τα χώματα ήλιο με ήλιο. Να δαμάζουν μια γη που δεν τους ανήκε, να την οργώνουν με τα ζωντανά τους, ισχνά και ψωραλέα, σαν τους ίδιους, με κόπο απροσμέτρητο να την καρπίζουν και να μαζεύουν τη σοδειά για να πληρώσουν τους φόρους και τα αβάσταχτα δοσίματα όχι μόνο στο οθωμανικό δοβλέτι, μα και στον Αλή πασά και στις υπόλοιπες Αρχές, κοσμικές κι εκκλησιαστικές. Σκλάβα χαμοζωή και τίποτα άλλο».

     Μέχρι που όλοι αυτοί οι «ανώνυμοι» ήρωες, η Λέγκω, ο Σίμος, η Δέσπω, η Χάιδω, ο παπα-Νάστος, αλλά και οι «επώνυμοι», οι Κολοκοτρωναίοι, οι Τζαβέλαδες, ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, θα πουν «φτάνει πια» και θα ριχτούν στον αγώνα! Κι έκαναν την εποποιία του ’21. «Το Είκοσι ένα δεν γίνηκε από γραμματιζούμενους δανδήδες, γίνηκε από δεκάδες οπλαρχηγούς που κοιμούνταν και ξυπνούσαν με το καριοφίλι και το χαντζάρι αγκαλιά. Επίσης, οι χιλιάδες ανώνυμοι, μα απαράμιλλοι ήρωες του «Είκοσι ένα» ήταν απλοί, αγράμματοι ή ολιγογράμματοι άνθρωποι του λαού που διέθεταν δική τους ηθική και συμπεριφορά, συνάμα όμως και φλογερή πίστη στην ελευθερία της πατρίδας και του γένους, κοντολογίς, όλοι αυτοί οι ήρωες ήταν τα ακατέργαστα μα λαμπρά διαμάντια του Έθνους μας». Ο αγώνας, κόντρα στις προβλέψεις, στις προοπτικές, στα κουσούρια της φυλής, αλλά και χάρη στη στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων εκείνης της εποχής, πέτυχε κι οδήγησε στη δημιουργία του Ελληνικού κράτους.

     Είναι κάποιοι συγγραφείς, των οποίων κάθε νέο βιβλίο, αναμένεται με αδημονία από το αναγνωστικό κοινό και αποτελεί εκδοτικό γεγονός! Ένας από αυτούς είναι και ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου. Όπως και στα προηγούμενα, έτσι και σε αυτό το βιβλίο του, καταφέρνει να ανταποκριθεί πλήρως στις προσδοκίες των πολυπληθών και πιστών αναγνωστών του.

     Με εξαιρετική γλώσσα, μοναδικό τρόπο γραφής, ξεχωριστό ύφος και στυλ, ολοζώντανες περιγραφές που βασίζονται σε εξαντλητική και πολλές φορές επιτόπια έρευνα κι απόλυτο σεβασμό στην ιστορική αλήθεια, το ιστορικό μυθιστόρημα «Άγιο Αίμα», θα συναρπάσει και θα χαρίσει ώρες αναγνωστικής απόλαυσης στον καθένα που θα θελήσει να το διαβάσει. Εννοείται πως θα περιμένω να απολαύσω και τη συνέχεια.    

 

13 Ιουλ 2021

ΒΑΒΕΛ

Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΕ 20 ΓΛΩΣΣΕΣ
GASTON DOREEN
Μετάφραση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΑΓΚΟΣ
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Σελ. 430, Μάρτιος 2021

 

     Στη σειρά «Οξυγόνο» των εκδόσεων Μεταίχμιο, η οποία περιλαμβάνει «βιβλία που πραγματεύονται θέματα σύγχρονου προβληματισμού από κορυφαίους συγγραφείς με διεθνή απήχηση», κυκλοφόρησε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη για τις «μεγαλύτερες» γλώσσες-σε εκλαϊκευμένη μορφή και εύληπτη για τον μη ειδικό αναγνώστη. Είναι το τέταρτο βιβλίο του γλωσσολόγου-δημοσιογράφου G. Doreen κι έχει τον εύγλωττο τίτλο «Βαβέλ». Ο συγγραφέας είναι πολύγλωσσος: μιλάει έξη γλώσσες και προσπαθεί συνεχώς να μαθαίνει κι άλλες, όπως π.χ. τα βιετναμέζικα, που προσπάθησε να μάθει για τις ανάγκες αυτού του βιβλίου.

     Όπως γράφει «…ο αριθμός των γλωσσών που ομιλούνται και γράφονται στον σημερινό κόσμο συχνά εκτιμάται στις 6.000-κατά μέσο όρο μια γλώσσα ανά 1,25 εκατομμύρια ανθρώπους. Τι εκπληκτική ποικιλομορφία-σε τι Βαβέλ ζούμε!». Από την άλλη όμως επισημαίνει ότι «…αν γνωρίζετε καλά μόλις τέσσερις γλώσσες-αγγλικά, μανδαρινικά, ισπανικά και χίντι ούρντου- μπορείτε μια χαρά να περιπλανηθείτε στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου χωρίς την ανάγκη διερμηνέα». Να προσθέσω εδώ, ότι αν γνωρίζετε και Αραβικά, η γκάμα των χωρών που μπορείτε να συνεννοηθείτε άνετα, διευρύνεται σημαντικά! 

     Η μελέτη ασχολείται με τις είκοσι πιο ομιλούμενες γλώσσες στον κόσμο αυτήν την εποχή κι αφιερώνει ένα κεφάλαιο σε κάθε γλώσσα. «Στα ακόλουθα είκοσι κεφάλαια θα ρίξω μια σύντομη ματιά σε καθέναν από αυτούς τους κόσμους, ξεκινώντας από τη μικρότερη γλώσσα από τις είκοσι και προχωρώντας προς τη μεγαλύτερη, τη «γλωσσική υπερδύναμη» του κόσμου. Ενώ όμως κάθε ιστορία θα εστιάσει σε μια γλώσσα, θα εστιάσει επίσης και σε ένα ζήτημα, σε ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης γλώσσας».

     Αν για κάποιες γλώσσες, δεν αποτελεί έκπληξη η κατάταξη τους στο top-20, για άλλες δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι θα ανήκαν στην… «ελίτ» των γλωσσών. Για να καταλάβετε τι εννοώ, παραθέτω αυτές τις είκοσι γλώσσες όπως και ο συγγραφέας, από τη «μικρότερη» προς τη «μεγαλύτερη»: Βιετναμέζικα, Κορεάτικα, Ταμίλ, Τουρκικά, Ιαβανικά, Περσικά, Παντζάμπι, Ιαπωνικά, Σουαχίλι, Γερμανικά, Γαλλικά, Μαλαϊκά, Ρωσικά, Πορτογαλικά, Μπενγκάλι, Αραβικά, Χίντι-Ούρντου, Ισπανικά, Μανδαρινικά, και φυσικά στο Νο 1 τα Αγγλικά.

     Μέσα από την αναφορά του συγγραφέα για την κάθε γλώσσα και τις ιδιαιτερότητες που έχει, περνούν στοιχεία για την εξέλιξή της, το «αλφάβητο» που χρησιμοποιεί («…τα μη αλφαβητικά συστήματα γραφής όπως αυτά της Ινδίας και της Κίνας, κάνουν την ίδια δουλειά με τα είκοσι έξη γράμματα του αγγλικού αλφαβήτου»), την γραμματική κλπ. Παράλληλα περνούν και τα ιστορικά στοιχεία που βοηθούν να αντιληφθούμε γιατί μια γλώσσα είχε τη συγκεκριμένη κατεύθυνση κι εξέλιξη ή γιατί σε σχεδόν παρόμοιες περιπτώσεις η εξέλιξη ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη. Τρανταχτό το παράδειγμα της Πορτογαλίας και την Ολλανδίας («Πως γίνεται η μικροσκοπική αλλά αποικιοκρατική Πορτογαλία να γέννησε μια από τις μεγαλύτερες γλώσσες στον κόσμο ενώ δεν συνέβη το ίδιο με την επίσης αποικιοκρατική Ολλανδία;»).

     Εξαιρετικό βιβλίο, ένας αληθινός θησαυρός γνώσεων για τις γλώσσες και την εξέλιξή τους στην πορεία των αιώνων, που ευτύχησε να έχει και μια πολύ καλή μετάφραση.

     Αξίζει να σημειωθεί ότι στο προσωπικό του ιστολόγιο (η διεύθυνση υπάρχει στο βιβλίο), ο συγγραφέας έχει δημιουργήσει ένα τμήμα, στο οποίο επιλύονται με ηχητικά παραδείγματα, όσες απορίες μπορεί να έχει ο αναγνώστης σχετικά με τις λεπτές αποχρώσεις και διαφορές στην εκφορά των φθόγγων σε κάθε γλώσσα, οι οποίες αποχρώσεις δεν μπορούν να αποδοθούν γραπτά, παρά μόνο προφορικά. Τα παραδείγματα είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά και χρήσιμα ιδιαίτερα όταν γίνεται αναφορά στις λεγόμενες «μουσικοτονικές» γλώσσες της Ασίας. 

                                                                    

 

9 Ιουλ 2021

ΣΩΤΗΡΗΣ ΦΑΛΙΕΡΗΣ

 
     Ο Σωτήρης Φαλιέρης γεννήθηκε το 1984 στην Πάτρα, μεγάλωσε στο Κιλκίς και τα τελευταία δέκα χρόνια ζει στη Στοκχόλμη με τη σύντροφό του και τα δύο τους παιδιά. Έργα του «Μικρά Βήματα» (Πηγή, 2020).

     Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας «Μικρά Βήματα»;

     Η αρχική ιδέα για το βιβλίο γεννήθηκε στο πιο αλλόκοτο σημείο και από την πιο ανούσια ερώτηση: “Πως να φαίνεται άραγε ο κόσμος όταν έχεις παραισθήσεις; Βλέπεις πράγματι πράσινους δράκους και μοιάζουν όλα να βρίσκονται σε μια συνεχή ρευστή κίνηση;” Αυτή ήταν η αρχική απορία που είχα και καθώς συζητούσα αυτή την απορία με την κοπέλα μου, ρώτησα τον εαυτό μου πως θα μπορούσα να βρεθώ σε μια τέτοια κατάσταση ώστε να λύσω την απορία μου. Δεν ήθελα να πάρω ναρκωτικά ή άλλες ουσίες, οπότε έπρεπε να φτιάξω το σενάριο στο μυαλό μου. Πως βρέθηκα λοιπόν σε μια τέτοια κατάσταση ώστε να δω ίσως πράσινους δράκους; Σε ποιο χώρο θα ζούσα μια τέτοια εμπειρία; Θα ήμουν μόνος μου ή με άλλους; Τι θα συνέβαινε πιθανότατα τριγύρω μου;

Όλες αυτές οι απορίες ήταν το έναυσμα για να αρχίσω να στήνω μια ιστορία, κάτι που θα είχε αρχή, μέση και τέλος και θα μπορούσε ιδανικά να ταξιδέψει τον αναγνώστη σε έναν άλλο κόσμο. Πρόσθεσα λοιπόν σε αυτή την αρχική απορία έναν συρφετό από χαρακτήρες που είχα συναντήσει στην ζωή μου, πασπάλισα με λίγη υπερβολή τοποθετημένη στα μέρη που μεγάλωσα (Κιλκίς) και σπούδασα (Γιάννενα), έθεσα έναν “πυρήνα”, μια αξία, στην ιστορία που είχε σημασία για μένα όπως το εσωτερικό ταξίδι ανακάλυψης του εαυτού μας και τον τρόπο που μπορούμε να βγούμε έξω από τη ζώνη άνεσής μας και έτσι προέκυψε ο κορμός της ιστορίας και τελικά το βιβλίο.

     Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το αυτό και ποιο είναι αυτό;

     Ναι, είχα πάντα στο μυαλό μου το βασικό μήνυμα που ήθελα να περάσω: “Όλα τα ενδιαφέροντα, σε κάθε έκφανση της λέξης, πράγματα, ξεκινούν έξω από τη ζώνη άνεσής μας. Μόνο όταν βγούμε παραέξω και προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε τι υπάρχει λίγα βήματα πιο μακριά από όσα θεωρούμε ωραία, όμορφα και υπό έλεγχο, μπορούμε να βρούμε πραγματικά τον εαυτό μας.”

Μεγάλη επίδραση στον ορισμό αυτού του μηνύματος είχε και το γεγονός όταν όταν είχα την αρχική έμπνευση της ιστορίας του βιβλίου βρισκόμουν με την γερμανίδα κοπέλα μου στη Νέα Ζηλανδία, μέσα σε ένα minivan όπου κοιμόμασταν στα sleeping bags μας με τον έναστρο ουρανό πάνω από τα κεφάλια μας. Ένα τέτοιο ταξίδι ήταν ο ορισμός της εξόδου από τη ζώνη άνεσής μου τότε και μου έδωσε απίστευτες εμπειρίες, μαθήματα ζωής και αυτογνωσία, οπότε η αξία του να ξεπεράσεις αυτό που θεωρείς οκ για σένα και να βγεις παραέξω σε όλα τα επίπεδα ήταν ακόμη μεγαλύτερη.

     Η λογοτεχνία μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;

     Φυσικά και μπορεί να είναι από τη στιγμή που εμπνέεται από την κοινωνία και απευθύνεται σε αυτήν. Τα βιβλία δείχνουν δρόμους που μπορεί να πάρει ο άνθρωπος, σκιαγραφούν προσωπικότητες που μπορούμε να τους μοιάσουμε και καθορίζουν αξίες που προωθούνται. Έγκειται στην ευθύνη του κάθε συγγραφέα πως θα προσεγγίσει τα θέματα που θέλει να προβάλει και τις αξίες που θα αντιπροσωπεύσει στα γραπτά του. Ακόμη και μικρές φράσεις, σύντομες σκηνές ή περιγραφές, μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο που ο αναγνώστης σκέφτεται, ερμηνεύει και κατανοεί. Και επειδή τα γραπτά μας είναι διαθέσιμα για όλο τον κόσμο, οφείλουμε ως συγγραφείς να σεβόμαστε και να προσεγγίζουμε θέματα ταμπού με μεγάλη προσοχή.

     Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε συγγραφέας;

      Δεν μπορούσα καν να αναφερθώ στον εαυτό μου ως συγγραφέα ακόμη και όταν εκδόθηκε το βιβλίο. To imposter syndrome ήταν αρκετά ισχυρό μέσα μου έτσι ώστε να θεωρώ ότι ακόμη δεν ήμουν αρκετά “άξιος” ώστε να αυτοχαρακτηριστώ ή να ακούω άλλους να με αποκαλούν “συγγραφέα”. Νιώθω ότι απλά έγραψα μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος που προσπαθεί να επικοινωνήσει συναισθήματα, φόβους και ανασφάλειες, να περιγράψει συναισθήματα με λέξεις και εικόνες που μπορούν να αγγίξουν τον άλλον, να βοηθήσει έστω και στο ελάχιστο τον αναγνώστη να ταυτιστεί με οποιοδήποτε από τους ήρωες και να νιώσει τα αισθήματά του.

Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που θα ήθελα εγώ να διαβάσω αν κάποιος μου το πρότεινε ή έβλεπα το οπισθόφυλλο του. Το γεγονός ότι μπορώ τώρα να αποκαλούμαι “συγγραφέας” με κάνει απίστευτα χαρούμενο. Και για να απαντήσω στο αρχικό ερώτημα, ποτέ δεν κατάλαβα ότι θέλω να γίνω συγγραφέας γιατί πολύ απλά δεν ήξερα ότι μπορώ να γίνω συγγραφέας. Αλλά σιγά-σιγά, βήμα-βήμα (see what I did there), έφτασα να γράψω κάτι, να βρω μια εκδοτική ομάδα που με πίστεψε και με στήριξε και τελικά να φτάσω να εκδώσω το βιβλίο μου.

     Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;

      Απίστευτη υπερηφάνεια που κατάφερα να ολοκληρώσω έναν τόσο μεγάλο προσωπικό στόχο, απύθμενη ικανοποίηση για το τελικό αποτέλεσμα, πρωτόγνωρη χαρά για αυτό το κάτι που είχε δημιουργηθεί από το τίποτα και τεράστια ευτυχία που είχε ολοκληρωθεί κάτι που μου είχε πάρει σχεδόν 7 χρόνια να τελειώσω. Είχαν συμβεί τόσα πολλά πράγματα στη ζωή μου (ταξίδεψα στον κόσμο, ανακάλυψα πολύ άσχημες αλλά και πολύ όμορφες πτυχές του εαυτού μου, ήρθα πιο κοντά στη σύντροφό μου, απέκτησα παιδιά, άλλαξες δουλειές και σπίτια, δοκίμασα πολλά πράγματα, απέκτησα τόσες πολλές εμπειρίες) που θα μπορούσα να είχα απλά παρατήσει την προσπάθεια, αλλά το γεγονός ότι είχα καταφέρει να ολοκληρώσω τη συγγραφή και την έκδοση του βιβλίου με έκαναν απίστευτα χαρούμενο. Κρατούσα το βιβλίο στα χέρια μου, έβλεπα το όνομα μου στη θέση του συγγραφέα, το ξεφύλλιζα κοιτώντας το κάθε κεφάλαιο και μου ερχόντουσαν αναμνήσεις από το πως ένιωθα και που ήμουν όταν είχα γράψει το κάθε κεφάλαιο. Ένα μοναδικό συναίσθημα που εύχομαι σε όλους όσους γράφουν να το νιώσουν.

      Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;

      Γράφοντας και αναπτύσσοντας τους ήρωες είχα πάντα στο μυαλό του ότι ήθελα να έχουν μια εξέλιξη, ένα arc, να ξεκινήσουν δηλαδή από μια κατάσταση Α και στο τέλος του βιβλίου να έχουν φτάσει σε μια κατάσταση Β η οποία να είναι καλύτερη ή έστω διαφορετική από την αρχική. Ο σκοπός για αυτό ήταν ότι ήθελα να μπορεί να βρει ο αναγνώστης έστω και μια πτυχή οποιουδήποτε ήρωα και να ταυτιστεί με αυτή. Να μπει μέσα στο βιβλίο, να χαθεί στις καταστάσεις που περιγράφει και να σκεφτεί τι θα έκανε αυτός ή αυτή στη θέση του ήρωα ή της ηρωίδας. Και μέσα από αυτήν την ταύτιση να μπορέσει να πάει λίγο παραπέρα, να φτάσει λίγο πιο μακριά από εκεί που αρχικά ξεκίνησε το “ταξίδι” της ανάγνωσης του βιβλίου.

Με βάση τα παραπάνω, όλοι οι ήρωες είναι σε διαφορετική κατάσταση στο τέλος της ιστορίας. Κάποιοι ξεπερνούν τους φόβους τους, κάποιοι βρίσκουν αυτό που έψαχναν και πιθανώς να μην το ήξεραν, κάποιοι έχουν αποκτήσει καινούργιες εμπειρίες που κάνουν τη ζωή τους λίγο πιο ενδιαφέρουσα και κάποιοι παίρνουν αυτό που τους αξίζει. Φυσικά, για λόγους “επένδυσης”, άφησα και κάποιους ήρωες να χάνονται στα σκοτάδια έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μελλοντικές ιστορίες.

Εκτός όμως από την εντός-του-βιβλίου πορεία των ηρώων, καποια στοιχεία τους είναι πράγματα τα οποία θα ήθελα να αποκτήσω και εγώ. Η πορεία των ηρώων δηλαδή είναι μια πορεία που θα ήθελα να έχω και εγώ προσωπικά. Πιστεύω πολύ δυνατά ότι η συγγραφή είναι ένα είδος αυτο-ψυχοθεραπείας όπου ο συγγραφέας απεικονίζει όλα αυτά που νιώθει ή ποθεί να νιώσει, οπότε η κατάληξη των ηρώων είναι και σε μεγάλο βαθμό η κατάληξη που θα ήθελα να έχω και εγώ στη ζωή μου.

Σε ένα meta επίπεδο, οι ήρωες του βιβλίου μου παίρνουν το χρόνο τους να ξεκουραστούν. Ήδη έχω αφήσει μια καλή “αναμονή” για τον πρωταγωνιστή που θα μπορέσω να συνεχίσω σε ένα επόμενο βιβλίο, οπότε αυτό που χρειάζεται είναι να δω ποιος είμαι εγώ τώρα και που θα ήθελα να βρίσκεται ο ήρωας όταν θα “ξαναζωντανέψει”. Θα χαιρομουν πολύ να μπορέσω να ενσωματώσω και πολλούς από τους υπάρχοντες χαρακτήρες σε ένα επόμενο βιβλίο, αλλά καθώς θεωρώ ότι η συγγραφή είναι αποτέλεσμα του χρόνου, του χώρου, της ψυχικής κατάστασης και της εσωτερικής ισορροπίας του συγγραφέα, θα ήθελα να εμφανιστούν στο χαρτί αλλαγμένοι, όπως αλλαγμένος είμαι εγώ σε σχέση με το πως ήμουν όταν ξεκίνησα να γράφω (ή ακόμη και όταν τελείωσα) το βιβλίο.

 

     Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;

     Πάρα πολλές φορές. Και αυτός ήταν ο τρόπος που έγραφα: έπαιρνα ένα προσωπικό βίωμα ή συναίσθημα, το διύλιζα όσο περισσότερο μπορούσα έτσι ώστε να φτάσω στο πιο βαθύ και αρχέγονο συναίσθημα και με βάση αυτό έπλαθα την ιστορία. Η ανασφάλεια για παράδειγμα είναι βασικό στοιχείο του ήρωα και δικό μου. Δεν είναι σίγουρος για τον εαυτό του, νιώθει εγκλωβισμένος, θέλει να ξεφύγει από τα στενά όρια της ζωής του που ο ίδιος έχει θέσει, αλλά φοβάται να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Αυτά ακριβώς τα συναισθήματα έχω νιώσει και εγώ όταν γύρισα από τις σπουδές μου πίσω στη μικρή πόλη του Κιλκίς όπου έμενα μέχρι να φύγω για το εξωτερικό. Μια συνεχόμενη ανασφάλεια, μια υποβόσκουσα μιζέρια για το ποιος είμαι και μια ψυχοβγαλτική καθημερινότητα που “έπρεπε” να υπακούει στους άγραφους κανόνες και νόρμες της πόλης μου.

Ταυτόχρονα όμως έχω βιώσει τον πάτο και την ανύψωση, την απελευθέρωση από τις εμμονές μου και την ανεξέλεγκτη χαρά και ανεμελιά. Όπως και ο ήρωας, έπρεπε να πιάσω και εγώ πάτο, να νιώσω ότι πνίγομαι και βρίσκομαι μετέωρος κάπου μεταξύ ύπαρξης και παρακμής έτσι ώστε να διαλεξω να βγω προς την επιφάνεια.

Είναι αυτά τα βασικά συναισθήματα που τα βιβλία και οι ιστορίες τους δίνουν την ευκαιρία στον αναγνώστη να τα “σπάσει” σε μικρά, διαχειρίσιμα και αναγνωρίσιμα κομμάτια προκείμενου να τα κατανοήσει και να τα ξαναβάλει στη σωστή θέση του παζλ και είναι αυτή η ομορφιά του να διαβάζεις ένα βιβλίο που αναπτύσει χαρακτήρες και σχηματίζει εικόνες με ήχους, μυρωδιές και αισθήσεις. Σε ένα βιβλίο εκμάθησης συγγραφής είχα διαβάσει αυτό ακριβώς το πράγμα: “Γράφε με όλες τις αισθήσεις”, και αυτό επεδίωξα. Κάθε αναγνώστης έχει τους αισθητήρες του ανεπτυγμένους σε διαφορετικό επίπεδο τον καθένα, οπότε είναι δική μου δουλειά να προσπαθησω να τους ερεθίσω έναν προς έναν προκειμένου να καταφέρω να φτάσω στο μυαλό και τη ψυχή του.

 

     Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωες σας;

      Πολλοί από τους ήρωες στο βιβλίο έχουν χαρακτηριστικά μου. Ο Άλεξ έχει σίγουρα την ανασφάλειά μου. Ο Βαγγέλης έχει αυτή την “ζαμάν-φου”, ανέμελη προσέγγιση στη ζωή που είχα αλλά με τα χρόνια έχασα και θα ήθελα να ξαναβρώ.

Πολλές φορές καθώς έγραφα το βιβλίο ένιωθα ότι σκιαγραφώ τον εαυτό μου σε διάφορες φάσεις της ζωής μου. Από την ανεμελιά της φοιτητικής ζωής, στην ανασφάλεια της αποφοίτησης μετά και στη ρουτίνα της ζωής με παιδιά. Σαν ένα ημερολόγιο που συνεχίζεται για χρόνια και ο συγγραφέας του γράφει και ακούγεται διαφορετικός καθώς περνούν τα χρόνια. Γιατί τι είναι η συγγραφή, και δει η πρώτη προσπάθεια σε ένα μυθιστόρημα μυστηρίου, παρά ένα καθρέφτισμα των πτυχών του χαρακτήρα και του μυαλού του συγγραφέα. Μια αυτοπροσωπογραφία, μουτζουρωμένη με πειραματισμούς και μικρές ατέλειες εδώ και εκεί που με το χρόνο αρχίζει να βγάζει νόημα.

 

 

     Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;

     Οι πρώτοι που διάβασαν τα κείμενά μου ήταν η σύντροφός μου, δύο-τρεις φίλοι, μια παλιά καθηγήτρια και η μητέρα μου. Για διαφορετικούς λόγους, ήθελα το feedback από όλους αυτούς.

Από τη σύντροφό μου ήθελα να ακούσω τη γνώμη της αν της φαινόταν ενδιαφέρον αυτό που διάβαζε. Είναι Γερμανίδα, αλλά ξέρει αρκετά καλά ελληνικά, οπότε μπορούσε να καταλάβει αυτά που έγραφα σε ένα ποσοστό 80%. Η ρεαλιστική της προσέγγιση με βοήθησε επίσης να διορθώσω τρύπες στη ροή της ιστορίας καθώς επίσης και να συζητήσω την πιθανή πορεία των γεγονότων.

Οι φίλοι μου με βοήθησαν να καταλάβω αν θα διάβαζαν τα γραπτά μου αν έπεφταν στα χέρια τους με τη μορφή βιβλίου. Χρειαζόμουν μια ειλικρινή γνώμη αν είχε ενδιαφέρον αυτό που έγραφα και αν τους έκανε να θέλουν να γυρίσουν και την επόμενη σελίδα ή να συνεχίσουν και το επόμενο κεφάλαιο. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να καταφέρω να κρατάω το ενδιαφέρον του αναγνώστη καθώς έχω δει πως τα βιβλία του Sebastian Fitzek για παράδειγμα σε κάνουν να μην μπορείς να σταματήσεις στο τέλος κάθε κεφαλαίου. Βέβαια υπήρχε το “πρόβλημα” ότι οι φίλοι μου “άκουγαν” τη φωνή μου καθώς διάβαζαν τα κείμενα, αλλά αυτό ήταν κάτι που απλά έπρεπε να το δεχτώ.

Η παλιά καθηγήτρια μου (φιλόλογος) που της έστελνα τα πρωτόλεια ήταν ένας τρόπος να κρατήσω ένα καλό επίπεδο γραπτού λόγου. Από τα σχολικά χρόνια του Λυκείου ακόμη είχα πολύ καλή σχέση μαζί της και εμπιστευόμουν τη γνώμη της, οπότε ήθελα να έχω τη βοήθεια της όσον αφορά την ποιότητα του κειμένου, τη φυσική ροή των γραπτών και την σωστή χρήση της γλώσσας.

Τέλος, η μητέρα μου ήταν το άλλο άτομο το οποίο διάβαζε τις πρώτες εκδόσεις των κεφαλαίων καθώς ήθελα να έχω και τη δική της υποστήριξη. Η μάνα μου είναι δασκάλα και έχει διαβάσει αρκετά βιβλία, οπότε μπορούσε να με βοηθήσει όσον αφορά τη ροή της ιστορίας και το πόσο μπορούσε να κρατήσει το ενδιαφέρον σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας από εμένα. Επίσης, είναι και η μανούλα μου, οπότε τα γλυκά και υποστηρικτικά της λόγια ήταν πάντα μια σημαντική βοήθεια :)

     Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;

     Ο ιδανικός αναγνώστη για μένα είναι αυτός που ζει την εμπειρία πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την ανάγνωση του βιβλίου.

Με το “πριν” εννοώ την επιλογή του βιβλίου με βάση το εξώφυλλο, την περιγραφή από το οπισθόφυλλο και το word of mouth που έχει ακούσει. Ο αναγνώστης που θα δοκιμάσει ένα άλλο είδος βιβλίου ακόμη και αν δεν συνηθίζει να αγοράζει κάτι τέτοιο απλά και μόνο γιατί έχει ανοιχτό μυαλό να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης τώρα, θα με έκανε απίστευτα ικανοποιημένο αν ο αναγνώστης του βιβλίου μου διάβαζε κάποια σημεία του βιβλίου ακόμη μια φορά. Όταν εγώ προσωπικά διαβάζω ένα βιβλίο νιώθω ότι προσπερνάω κάποια σημεία πιο γρήγορα ενώ ο συγγραφέας μπορεί να ήθελε να μεταφέρει κάτι βαθύτερο ως νόημα. Για αυτό λοιπόν, μια δεύτερη ανάγνωση κάποιων παραγράφων πιστεύω ότι αφήνει τις λέξεις να διεισδύσουν λίγο πιο βαθιά στο υποσυνείδητο του αναγνώστη, βάφοντας με ακόμη πιο έντονα χρώματα αυτά που ήθελε να αποτυπώσει ο συγγραφέας. Τέλος, μετά την ανάγνωση του βιβλίου, θα με έκανε πολύ χαρούμενο αν ο αναγνώστης, τελειώνοντας και την τελευταία σελίδα του βιβλίου, το έκλεινε, το ακουμπούσε στα πόδια του και κοιτούσε για λίγο το κενό σκεπτόμενος αυτό που μόλις ολοκλήρωσε. Να έχει τη δυνατότητα να νιώσει την επίγευση αυτής της εμπειρίας, όπως ακριβώς θα έκανε με μια γουλιά κρασί. Να αφήσει το μελάνι από τις λέξεις που διάβασε να στεγνώσει στο χαρτί του μυαλού του πριν το σκεπάσει μια καινούργια σελίδα.

 

     Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;

     Πράγματι, βρήκα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα στις “ντουλάπες“ του μυαλού μου καθώς έγραφα.

Βρήκα “σκελετούς” από φόβους που είχα και ακόμη έχω, ανασφάλεια που πολλές φορές με πνίγει ακόμη, που με κάνει να νιώθω αδύναμος μπροστά στο χαμό από ευθύνες και προβλήματα.

Βρήκα αναμνήσεις που είχα καιρό τώρα ξεχάσει για πρόσωπα που με επηρέασαν και που τώρα καταλαβαίνω πόσο πιο έξυπνα έβλεπαν τον κόσμο, για εμπειρίες που δεν έζησα όσο θα ήθελα και για βιώματα που τόσο πολύ ευχαριστήθηκα.

Βρήκα λάθη που έκανα στις επιλογές μου και εμμονές που είχα στα πιστεύω μου. Ανακάλυψα πόσο άλλαξα στο πέρασμα του χρόνου, σε κάθε πτυχή του εαυτού μου: από το τι θεωρώ άξιο και ενδιαφέρον μέχρι το τι κάνει τη ψυχή μου χαρούμενη.

Βρήκα τόσα πολλά και ακόμη περισσότερα. Βρήκα πράγματα που φοβήθηκα όταν τα αναγνώρισα και πράγματα που με έκαναν να αφήσω ένα επιφώνημα απορίας για το ποιος είμαι και πως βλέπω τον εαυτό μου.

 

     Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;

     Αυτό είναι το δεύτερο αγαπημένο μου κομμάτι στη συγγραφή μετά από τη συγγραφή αυτή καθαυτή, η επικοινωνία δηλαδή με τους αναγνώστες. Το να μαθαίνω πως τους φάνηκε, πως τους επηρέασε, τι τους έκανε εντύπωση, τι τους άφησε άσχημη εντύπωση ή τι τους έκανε να πουν “ναι ρε συ”, είναι η μεγαλύτερη χαρά που μπορώ να πάρω ως συγγραφέας. Και αυτό γιατί προσωπικά γράφω για να εκφράσω αυτά που νιώθω με έναν πιο γλαφυρό τρόπο και για να κάνω άλλους να νιώθουν όπως εγώ. Είναι ότι καλύτερο για εμένα να βλέπω σχόλια στο Goodreads από τους αναγνώστες και να τους ζητάω επιπλέον σχόλια και κριτική για το τι τους φάνηκε περίεργο, τι τους άφησε μια γλυκιά ανάμνηση, πως θα ήθελαν να είναι οι ήρωες στο τέλος, αν περίμεναν την κατάληξη των γεγονότων. Είναι μια αμφίδρομη και ασύγχρονη επικοινωνία αυτή μεταξύ συγγραφέα και αναγνωστικού κοινού που βάζει την τελευταία πινελιά πιστεύω σε ένα βιβλίο. Είναι το “οξυγόνο” που παίρνω προκειμένου να συνεχίσω να παραμένω κάτω από το νερό και να διαλέξω να ανέβω προς την επιφάνεια. Και για αυτό προσπαθώ να έχω όσο το δυνατόν περισσότερα κανάλια επικοινωνίας με τους αναγνώστες, είτε μέσω email στο sotiris.falieris@gmail.com, είτε μέσω του Goodreads, είτε μέσω των σχολίων στα sites. Θα χαρώ να ακούσω τη γνώμη σας για οτιδήποτε έχει να κάνει με το βιβλίο!

     Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;

     Ναι, και ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον. Πιο συγκεκριμένα, η επιμελήτρια του κειμένου μου υπέδειξε μια μικρή λεπτομέρεια τεσσάρων λέξεων η οποία επικοινωνούσε εντελώς λάθος αυτό που ήθελα να πω και μετέφερε ένα πλήρως διαφορετικό νόημα από αυτό που είχα στο μυαλό μου. Μέσα στις χιλιάδες των λέξεων και παρασυρμένος από τα στερεότυπα, έφτασα πολύ κοντά στο να εκφραστώ μειονεκτικά για έναν ήρωα, αλλά ήταν η πολύ εύστοχη παρατήρηση της επιμελήτριας που ξεκαθάρισε τα πράγματα και έδωσε το νόημα αυτού που πραγματικά ήθελα να πω. Σε ευχαριστώ Ζωή.

Επίσης, μια άλλη σημαντική λεπτομέρεια ήταν το γεγονός ότι το βιβλίο είχε να κάνει με το θέμα της σεξεργασίας, ένα θέμα που δεν μπορούσα να το γνωρίζω πλήρως ειδικά ως άντρας συγγραφέας που δεν έχει υποστεί κριτική ή ακούσει σχόλια για αυτό. Σε αυτό με βοήθησαν οι γυναίκες αναγνώστριες των πρωτόλειων έτσι ώστε να αποφύγω πιθανά προβλήματα έκφρασης ή προσβολής. Σας ευχαριστώ :)

     Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;

     Όπως λένε, οι καινούργιοι συγγραφείς στηρίζονται σε άλλους καταξιωμένους έτσι ώστε να γράψουν το πρώτο τους βιβλίο, βάζοντας επιπλέον τα δικά τους στοιχεία. Έτσι και εγώ, είχα αρκετούς συγγραφείς που με επηρέασαν.

Πρώτος και σημαντικότερος, ο Chuck Palahniuk. Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία του (Fight Club 1 & 2, Choke, Lullaby, Snuff, Damned, Make Something Up, Burnt Tongues) και πάντα με εντυπωσίαζε ο τρόπος που χειρίζεται τόσο extreme θέματα. Με ένα λόγο μοντέρνο, καυστικό, απίστευτα γλαφυρό και απεικονιστικό ακόμη και για τις πιο υπερβολικές καταστάσεις που φτάνει τους ήρωές του, μου έχει αφήσει έντονα σημάδια στη θεματολογία. Πιστεύω ότι πλέον βοηθάει ένα shock value προκειμένου να πει ένας συγγραφέας κάτι και ο Palahniuk είναι εξπέρ σε αυτό.

Ο Sebastian Fitzek (Το Δέμα, ο Τρόφιμος, Η θέση 7Α) είναι ακόμη ένας συγγραφέας που με επηρέασε όσον αφορά το στήσιμο και τη ροή της ιστορίας. Ο τρόπος που καταφέρνει να κάνει τον αναγνώστη να “κολλάει” στο βιβλίο και να τον κάνει να θέλει να διαβάσει ακόμη ένα κεφάλαιο είναι μοναδικός κατά τη γνώμη μου. Ένα page turner που κρατάει το ενδιαφέρον και αφήνει cliff hangers σε κάθε τέλος του κεφαλαίου είναι ο ιδανικός τρόπος για να κρατήσεις τη ροή της ανάγνωσης και το ρυθμό στην ιστορία.

Ο Λένος Χρηστίδης (Bororo, Τα Χαστουκόψαρα, Λοστρέ, Το Τρένο) είναι τέλος ένα συγγραφέας που με έχει επηρεάσει στον τρόπο γραφής μου. Λιτός, στακάτος, με μικρές δόσεις ειρωνείας και σαρκασμού της πραγματικότητας που περιγράφει, βρίσκει πιστεύω την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ ροής ιστορίας, ανάπτυξης χαρακτήρων και χιούμορ στα βιβλία του. Το γεγονός ότι μερικοί αναγνώστες μου είπαν ότι τα γραπτά μου τους θύμισαν το Χρηστίδη με κάνει απίστευτα περήφανο!

 

     Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;

     Το γράψιμο είναι για μένα “ξεφόρτωμα”. Μου δίνει την ευκαιρία να αδειάσω όλες τις σκέψεις μου πάνω σε ένα ιδεατό τραπέζι, να τις κοιτάξω, να τις αφουγκραστώ και να αρχίσω να τις χτίζω αργά και σταθερά σε κάτι με αρχή, μέση και τέλος.

Το γράψιμο είναι για μένα “ψυχανάλυση”. Μου δίνει τη δυνατότητα να φτάσω να αφαιρέσω μια-μια τις στρώσεις των αισθημάτων και βιωμάτων μου, να φτάσω στο κύριο αίσθημα που βρίσκεται στον πυρήνα όλων αυτών και να καταλάβω τι και πως για τον εαυτό μου.

Το γράψιμο είναι για μένα ικανοποίηση. Μου δίνει απίστευτη χαρά να δημιουργώ κάτι από το τίποτα, να παίρνω μια απλή εικόνα που έχω στο μυαλό μου και να τη διακοσμώ με χρώματα, μυρωδιές, ήχους και μικρές δόσεις ειρωνείας έτσι ώστε να μπορεί να αποτυπωθεί ή έστω να φτάσει κοντά στο μυαλό του αναγνώστη.

Τη διαδικασία της συγγραφής δεν θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω ξεκάθαρα εύκολη ή δύσκολη, αλλά ιδιαίτερη για κάθε στιγμή. Υπήρχαν μέρες που μπορούσα να γράψω ολόκληρα κεφάλαια για ώρες ενώ άλλες φορές πάσχιζα να τελειώσω μερικές απλές προτάσεις. Σε άλλες περιπτώσεις έσβηνα και ξαναέγραφα ολόκληρες σκηνές γιατί ένιωθα ότι τους έλειπε αυτό το κάτι που θα τις έκανε διαφορετικές από τις προηγούμενες ή τις επόμενες που είχα στο μυαλό μου. Σπάνια έβαλα στο πρόγραμμα μου “Να γράψω στο βιβλίο” μιας και δεν μπορούσα να πιέσω τον εαυτό μου να κατεβάσει ιδέες. Άφηνα τις σκέψεις, τις εικόνες να σχηματιστούν στο μυαλό μου και μόλις ένιωθα έτοιμος, ξεκινούσα το γράψιμο. Αν ήταν καλή μέρα συνέχιζα μέχρι να τελειώσω το κεφάλαιο, ενώ αν έβλεπα ότι ζοριζόμουν, απλά σταματούσα και συνέχιζα την επόμενη φορά.

 

     Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;

     Ναι, έχω αρκετές ιδέες για ιστορίες που τις καταγράφω στην πιο “ωμή” τους μορφή και έκφραση, ακριβώς όπως μου έρχονται δηλαδή. Σε αυτό με βοηθάει μια φράση του Chuck Palahniuk ο οποίος έχει πει ότι προκειμένου ένας συγγραφέας να ακονίζει το μυαλό και τη φαντασία του είναι καλό να πλάθει μια μικρή ιστορία γύρω από το κάθετι που του μαγνητίζει την προσοχή. Για παράδειγμα αν δω έναν άνθρωπο να στέκεται σκεφτικός στην πλατφόρμα του μετρό κοιτώντας τις γραμμές, προσπαθώ να φτιάξω ένα σενάριο γύρω από αυτό που βλέπω, κάτι του στυλ “Ήταν ήδη περασμένες δώδεκα και κανένα βαγόνι του τρένου δεν ήταν προγραμματισμένο να έρθει για τα επόμενα 20 λεπτά σύμφωνα με την φωτεινή πινακίδα επάνω από το κεφάλι του ανώνυμου ακόμη ταξιδιώτη. Το βλέμμα του έδειχνε να μετράει τα ξύλινα υποστηρίγματα των καλογυαλισμένων από τα φρένα του τρένου ραγών αλλά τα γουρλωμένα του μάτια προμήνυαν ότι το μέτρημα μπορεί να ήταν και αντίστροφα. Μπρος ή πίσω, τα νούμερα μπορούν με την ίδια ευκολία να σε φτάσουν στο στόχο σου ή να σε μηδενίσουν ως ύπαρξη”.

Με βάση την παραπάνω αρχή, συγκεντρώνω ιδέες για ιστορίες που μπορούν να γίνουν είτε κανονικές νουβέλες, είτε συλλογή από ιστορίες. Τελευταία με εξιτάρει πολύ η ιδέα μια συλλογής από μικρές ιστορίες που η καθεμία τους θα προσεγγίζει ένα συγκεκριμένο συναίσθημα στην πιο έντονη του έκφανση. Πιστεύω ότι οι μικρές ιστορίες “απελευθερώνουν” και συνάμα θέτουν νέες προκλήσεις για τους συγγραφείς. Το μικρό μέγεθος μιας ιστορίας δίνει τη δυνατότητα για τη μη εκτενή ανάλυση κάθε πτυχής της ιστορίας αλλά την επικέντρωση σε κάτι συγκεκριμένο. Ταυτόχρονα όμως απαιτούν από το συγγραφέα να καταφέρει να συμπτύξει το νόημα, το συναίσθημα και το μήνυμα που θέλει να μεταφέρει σε πολύ λιγότερες λέξεις, μια διαδικασία αρκετά πιο δύσκολη από την εναλλακτική των ατέλειωτων σελίδων που περιγράφουν κάθε μικρή λεπτομέρεια. Πιστεύω ότι θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δοκιμάσω κάτι τέτοιο.

Τέλος, έχω αρκετές ιδέες για να συνδυάσω στοιχεία από άλλες πηγές έμπνευσης όπως για παράδειγμα κόμικς που έχω διαβάσει και μου άρεσαν (Blacksad, Locke & Key, Χωματερή, κόμικς του Ηλία Κυριαζή) καθώς επίσης και στίχοι ή videoclips από μουσικά τραγούδια. Η έμπνευση μπορεί να έρθει από παντού και έχοντας ανοιχτά τα μάτια, τα αυτιά και τη ψυχή μου, μπορώ να καταλάβω τον κόσμο και τον εαυτό μου λίγο καλύτερα. Αν σε αυτή τη διαδικασία πετύχω να αγγίξω τα αισθήματα και άλλων, τότε θα είμαι ένας χαρούμενος άνθρωπος και πλέον “συγγραφέας”.

 

5 Ιουλ 2021

ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΘΕΑΤΡΟ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΑΤΑΝΤΖΗΣ
Εκδόσεις ΑΝΑΛΕΚΤΟ
Σελ. 224, Μάιος 2021

 

     Ο Χ. Μπαταντζής, είναι μια εμβληματική μορφή του ερασιτεχνικού θεάτρου στη γενέτειρά του τη Νάουσα, αλλά είναι ευρύτερα γνωστός για τις σκηνοθετικές του ικανότητες. Χωρίς να έχει κάνει εξειδικευμένες σπουδές σκηνοθεσίας, οι παραστάσεις που σκηνοθέτησε έκαναν αίσθηση, κέρδισαν αξιόλογα βραβεία και προκάλεσαν γόνιμες συζητήσεις. Τις γνώσεις που έχει πάνω στη Θεατρική τέχνη, τις απέκτησε με τη μελέτη σε βάθος των θεωρητικών έργων των μεγάλων σκηνοθετών, αλλά και με την παρακολούθηση παραστάσεών τους.

     Αντιμετωπίζει το ερασιτεχνικό θέατρο μέσα από μια συγκεκριμένη «φιλοσοφία». Τα κυριότερα σημεία της θεώρησης του, περιγράφονται σε αδρές γραμμές στις σελίδες του βιβλίου. Ολόκληρο το «μανιφέστο» του, όπως το ονομάζει ο ίδιος, έχει δημοσιευτεί εδώ και πολλά χρόνια (από το 1992), με τη μορφή άρθρου που έχει τίτλο «Το Ερασιτεχνικό Θέατρο Σήμερα-Διαπιστώσεις και Προβληματισμοί».

     Αν και έχει γράψει αρκετά κείμενα, αποποιείται τον τίτλο του συγγραφέα για πολύ συγκεκριμένους και σοβαρούς λόγους που έχουν σχέση τόσο με τον χαρακτήρα του, όσο και με το τι πιστεύει ο ίδιος για τη σπουδαιότητα που έχει η συγγραφή αλλά και τον μόχθο που απαιτεί. «Αν και έχουν βγει αρκετά κείμενα από τα χέρια μου, άλλα καλά, άλλα μέτρια (κέρδισα και δύο βραβεία σε δύο πανελλήνιους διαγωνισμούς), δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου συγγραφέα και ούτε θέλησα ποτέ να μείνω στην …ιστορία, ως συγγραφέας». Γι’ αυτό κι ως σήμερα, δεν έχει εκδοθεί κανένα έργο του.

     Να όμως που ήρθε η ώρα να γίνει η εξαίρεση. Μια εξαίρεση για την μεγάλη του αγάπη. Το Θέατρο. Το δικό του Θέατρο. «Πάνω από είκοσι χρόνια είχα κατά νου να αρχίσω την συγγραφή αυτού του βιβλίου στο οποίο θα ήθελα, αναδεύοντας την μνήμη μου, να ξαναζωντανέψω και να καταγράψω όλες εκείνες τις καταστάσεις της ζωής μου που είχαν να κάνουν με το θέατρο και μόνο. Με το δικό μου θέατρο. Έτσι όπως το φαντάστηκα, το οργάνωσα και στην συνέχεια του έδωσα σάρκα και οστά με την σκηνική υλοποίηση του. Να το τοποθετήσω ταυτόχρονα στον κοινωνικό και πολιτικό του περίγυρο με όσα περιστατικά περίεργα, δραματικά ή και αστεία συνδέονταν κατά καιρούς με αυτό. Αλλά το κυριότερο, θα ήθελα να περιλαμβάνει και όλες εκείνες τις φιλικές σχέσεις και τις συμπάθειες, όπως και τις δημιουργικές αντιπαλότητες που αναπτύχθηκαν μεταξύ εμού και των συνεργατών μου κατά την πολύχρονη αυτή ενασχόληση. Να είναι ένας φόρος τιμής προς όλους εκείνους τους θαυμάσιους ερασιτέχνες που πάλεψαν μαζί μου για την πραγμάτωση των δικών μου και των δικών τους οραμάτων».

     Έτσι προέκυψε το βιβλίο «Το Δικό Μου Θέατρο». Το οποίο περιλαμβάνει με χρονολογική σειρά όλα τα έργα αλλά και τις άλλες πολιτιστικές δράσεις στις οποίες συμμετείχε ο Χ. Μπαταντζής. Ξεκινά από το μακρινό 1969 με την αναπαράσταση του Ολοκαυτώματος σε δικό του σενάριο και σκηνοθεσία, μέχρι την τελευταία παράσταση το 2009, που ήταν η θεατρική μεταφορά του δημοτικού ποιήματος «Το Τραγούδι Της Λυγερής», με την οποία το ΤΕΛ συμμετείχε στους περιφερειακούς θεατρικούς μαθητικούς αγώνες, αλλά δεν παίχτηκε ποτέ στη Νάουσα. Για το κάθε έργο, υπάρχουν λεπτομέρειες σχετικά με το ανέβασμα, τις δύσκολες και τις εύκολες στιγμές, καθώς και «παραλειπόμενα» που τώρα μαθαίνει το ευρύ κοινό.

     Το βιβλίο συμπληρώνεται από το κεφάλαιο «Απολογισμός» στο οποίο αναφέρονται τα βραβεία που κέρδισαν τα έργα τα οποία σκηνοθέτησε ο Χ. Μπαταντζής, όπως και τα ονόματα όλων των συνεργατών του (ερασιτέχνες ηθοποιοί, σκηνογράφοι, ενδυματολόγοι, τεχνικοί κλπ). Ακόμη περιλαμβάνει τις πρώτες σελίδες του ανέκδοτου «θεατρικού μυθιστορήματος» του, με τίτλο «Οράματα και Θαύματα ή Η Μεγαλοσύνη του Αλέξανδρου. Τέλος υπάρχει η «φωτογραφική συλλογή» με έγχρωμες φωτογραφίες, που συμπληρώνουν αυτές που υπάρχουν ένθετες στο κείμενο.