31 Δεκ 2016

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΟΥΡΚΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΣ Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Σελ. 312, Σεπτέμβριος 2016

     Μια βιογραφία ενός πολύ «ιδιαίτερου» προσώπου, είναι το πέμπτο βιβλίο του γνωστού δημοσιογράφου Χ. Χριστοδούλου.
     Όπως γράφει κι ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου, ανακάλυψε την ύπαρξή του σχεδόν τυχαία. «Όταν ακόμα έγραφα το προηγούμενο βιβλίο μου «Οι τρείς ταφές του Χασάν Ταχσίν Πασά» (σ.σ. παρουσίαση 14 Ιουνίου 2013), ανακάλυψα μέσα στη σκόνη και τις υποσημειώσεις των ιστορικών «πηγών», την ύπαρξη ενός Έλληνα σκλάβου από τη Χίο, που έφτασε στην κορυφή: Έγινε Μεγάλος Βεζίρης, δηλαδή Πρωθυπουργός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έκτοτε και επί τρία χρόνια ασχολήθηκα με την περίπτωσή του. Θέλω να ελπίζω ότι ο κόπος δεν πήγε χαμένος».
     Πολλοί Οθωμανοί υπήκοοι ελληνικής καταγωγής, υπηρέτησαν κατά καιρούς την Υψηλή Πύλη και τους σουλτάνους. Τρανταχτό παράδειγμα οι Φαναριώτες. Στο ανώτατο αξίωμα όμως του Μεγάλου Βεζίρη, έφτασαν μόνο δύο. Πρώτος ο καταγόμενος από την Πάργα Ιμπραήμ Εντχέμ Πασάς, που η ανάρρηση του στο ύπατο αξίωμα έγινε όταν σουλτάνος ήταν ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής. Δεύτερος ο από μια «σατανική» σύμπτωση συνονόματος του, που είναι ο βιογραφούμενος στο βιβλίο που σας παρουσιάζω σήμερα.
     Πως όμως βρέθηκε αυτός ο έλληνας στην Υψηλή Πύλη; Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, ο Εντχέμ γεννήθηκε στη Χίο. Το όνομά του ίσως ήταν Γιώργης Πυρίκης ή Κωνσταντίνος Σκαραμαγκάς. Το 1822, όταν έγινε η καταστροφή του νησιού και η μεγάλη σφαγή, ήταν 4-5 ετών. Γλίτωσε τη σφαγή, αλλά αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στο σκλαβοπάζαρο της Κωνσταντινούπολης. Εκεί αγοράστηκε από τον πανίσχυρο Χουσρέβ Πασά, ο οποίος σύντομα διείδε ότι ο νεαρός σκλάβος, που είχε ήδη ασπασθεί τη μουσουλμανική πίστη, ήταν εξαιρετικά ευφυής. Έτσι με άλλους τρεις νεαρούς, στάλθηκε στο Παρίσι (!!) για περαιτέρω σπουδές. Επέστρεψε με το πτυχίο του μηχανικού μεταλλειολόγου και εντάχθηκε στο στρατό με το βαθμό του συνταγματάρχη. Αργότερα, αφού υπήρξε σύμβουλος και μέλος πολλών επιτροπών, βρέθηκε στο Βερολίνο ως πρεσβευτής, για να φτάσει το Φεβρουάριο του 1877, να επιλεγεί από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ, για το αξίωμα του Μεγάλου Βεζίρη.
     Όταν ανέλαβε το αξίωμα αυτό, η Οθωμανική αυτοκρατορία περνούσε μια δραματική φάση. «Ήταν η φάση που καθόρισε τη μοιραία πορεία της χώρας. Επαναστάσεις, σφαγές, λιμοί, πόλεμοι, βαρβαρότητες, επιδημίες, σεισμοί, εθνικισμοί, δολοφονίες, συνομωσίες καταγράφονταν σχεδόν καθημερινά. Η Υψηλή Πύλη βρισκόταν σε διαρκή κρίση. Από τη μία, ο καθημαγμένος λαός. Από την άλλη, οι σουλτανικές μηχανορραφίες και, τέλος, ο ασφυκτικός έλεγχος-οικονομικός, στρατιωτικός και διπλωματικός-των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Απέναντι οι Ρώσοι κι ο αναδυόμενος εθνικισμός των Βαλκανίων». Ο Ιμπραήμ Εντχέμ Πασάς, παρά τις προσπάθειες που έκανε δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την πολύπλευρη κρίση και απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του. Συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του από άλλες θέσεις, μέχρι που αποσύρθηκε οριστικά από τον δημόσιο βίο.
     Για μια ακόμη φορά, ο Χ. Χριστοδούλου μας εκπλήσσει ευχάριστα. Το εξαιρετικό του βιβλίο, αποτελεί αληθινό θησαυρό γνώσεων και πληροφοριών. Όχι μόνο για τον Ιμπραήμ Εντχέμ Πασά, η περίπτωση του οποίου ήταν ελάχιστα γνωστή στην Ελλάδα, αλλά και για πρόσωπα και γεγονότα της εποχής. Που αν και φαινομενικά αφορούν την Ιστορία της γειτονικής χώρας, ουσιαστικά επηρέασαν άμεσα και την πορεία της Ελλάδας. Αφ’ ενός γιατί μεγάλο μέρος της χώρας αποτελούσε τότε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αφ’ ετέρου, γιατί η πορεία των δύο χωρών εκούσια ή ακούσια είναι αλληλένδετη. Περιλαμβάνει πολλές και σπάνιες εικόνες, αλλά απουσιάζει μια βιβλιογραφία (στο κείμενο αναφέρονται κάποιοι τίτλοι), που θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη, χωρίς αυτή η έλλειψη να μειώνει την υψηλή αξία του έργου.


Η σημερινή, είναι η τελευταία παρουσίαση για το 2016. Από αύριο ξεκινά το 2017. Εύχομαι από βάθους καρδίας, καλή και δημιουργική χρονιά σε όλους.  

24 Δεκ 2016

Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ

BANDI
Μετάφραση ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ
Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Σελ. 254, Οκτώβριος 2016

     Πίσω από το ψευδώνυμο Μπαντί, κρύβεται ένας μάλλον γνωστός στην πατρίδα του τη Β. Κορέα συγγραφέας. Το βιβλίο του «Η Καταγγελία», είναι το πρώτο έργο βορειοκορεάτη συγγραφέα, που κυκλοφόρησε χωρίς την έγκριση της λογοκρισίας του ανελεύθερου, απολυταρχικού, ιδιότυπου, στυγνού καθεστώτος που κυβερνά από το 1945 τη χώρα. Το βιβλίο φυσικά δεν κυκλοφορεί στη Β. Κορέα. «Αυτοί οι τύποι είναι πραγματικά ανελέητοι, είναι τόσο αναίσθητοι όσο οι πέτρες και τα κούτσουρα».
     Το βιβλίο περιλαμβάνει ένα κείμενο του Ντο Χούι-Γιουν, υπεύθυνου της ΜΚΟ για τους βορειοκορεάτες πρόσφυγες, ένα κείμενο του δημοσιογράφου Κιμ Σίονκγ-ντονγκ, που αφηγείται τον μυθιστορηματικό τρόπο με τον οποίο το χειρόγραφο φυγαδεύτηκε κι έφτασε στη Νότια Κορέα και το κείμενο ενός πρόσφυγα που ζει στη Σεούλ από το 2014. Το κύριο σώμα όμως του βιβλίου, αποτελούν τα εφτά διηγήματα (συν ένας έμμετρος πρόλογος) του Μπαντί, που είναι μέλος της Ομοσπονδίας Συγγραφέων της Β. Κορέας, ζει ακόμη εκεί και του οποίου αν ποτέ αποκαλυφθεί η ταυτότητα, θα αντιμετωπίσει τη θανατική ποινή. Στα διηγήματα περιγράφει τη ζοφερή πραγματικότητα που ο ίδιος και οι συμπατριώτες του έχουν να αντιμετωπίσουν. Τον παραλογισμό, τη στενοκεφαλιά, τις εμμονές ενός καθεστώτος που ελέγχει ασφυκτικά την κοινωνική ζωή και που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να προκαλέσει το φόβο και τον τρόμο στους άτυχους υπηκόους του, ώστε να μην επιχειρήσουν να αντιδράσουν.
     Η Β. Κορέα, δεν έχει καμιά επαφή με τη Δύση. Υπάρχουν πολιτικοί κρατούμενοι, στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ οι δημόσιες εκτελέσεις συνεχίζονται. Οι 25 εκατ. κάτοικοι, ξυπνούν καθημερινά με σειρήνες που ηχούν σε όλη τη χώρα ταυτόχρονα. Υπάρχουν ελάχιστα αυτοκίνητα, τα τρόφιμα είναι χαμηλής θρεπτικής αξίας και λίγα, η πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι περιορισμένη και για λίγους, ενώ υπάρχει απαγόρευση ταξιδιών στο εξωτερικό και αυστηρός έλεγχος των μετακινήσεων στο εσωτερικό. Έχει ένα ιδιότυπο καθεστώς που ισχυρίζεται ότι είναι κομμουνιστικό (Λαϊκή Δημοκρατία), στο οποίο η εξουσία ουσιαστικά αποτελεί «κληρονομικό δικαίωμα» και μεταβιβάζεται από πατέρα σε γιό. Ένα καθεστώς που εξαναγκάζει τους πολίτες να βρουν τρόπο να δραπετεύσουν είτε δια ξηράς στην Κίνα, είτε δια θαλάσσης στη Νότια Κορέα, χωρίς να υπολογίζουν τους κινδύνους. «Όλοι μας όμως προτιμάμε να πεθάνουμε και να ξεχάσουμε αυτή τη ζωή, παρά να συνεχίσουμε να υπομένουμε αυτό το μαρτύριο. Να γιατί αποφασίσαμε χωρίς δισταγμό να δραπετεύσουμε, με κίνδυνο της ζωής μας. Αν η μοίρα φανεί σπλαχνική απέναντί μας, ίσως μπορέσουμε να ξεκινήσουμε μια νέα ζωή. Στην αντίθετη περίπτωση, ευχόμαστε απλώς η βάρκα μας, έτσι που θα παραδέρνει στα κύματα, να γίνει σύμβολο της καταδίκης αυτής της κοινωνίας, που έχει μετατραπεί σε μια εχθρική, ακατοίκητη έρημο».

     Ένα εξαιρετικό βιβλίο, στο οποίο, η κραυγή απόγνωσης ενός ανθρώπου που ζητά ελευθερία κι αξιοπρέπεια, μετατρέπεται σε υψηλού επιπέδου συγγραφική τέχνη. 

17 Δεκ 2016

ΟΙ ΕΛΑΙΩΝΕΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΒΟΥΡΔΟΥΝΗ
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Σελ. 431, Ιούνιος 2016

     Το πρώτο βιβλίο της Ι. Βουρδούνη, σας παρουσιάζω σήμερα. Είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, που σε τίποτα δε θυμίζει πρωτόλειο και ήδη απολαμβάνει την αποδοχή του αναγνωστικού κοινού.
     Ο Ιάκωβος Καλλέργης, γιατρός στο νοσοκομείο της Κέρκυρας, είναι πατέρας πέντε παιδιών κι απολαμβάνει ένα πετυχημένο γάμο. Ένα γάμο που όμως δεν έγινε αποδεκτός από τον πατέρα του, λόγω της καταγωγής της συζύγου Θοδώρας. Η Θοδώρα που αρχικά ονομαζόταν Σόνια, είναι το παιδί μιας οικογένειας Ρομά. Έφτασε στο νησί σαν μέλος του θιάσου ενός τσίρκου. «Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κάπου ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, στην αλήθεια και το ψέμα, στη λογική και την τρέλα, κάπου εκεί ανάμεσα την είδε. Ήταν πάνω σε μια μαύρη ουγγαρέζικη φοράδα, αντάξια της δικιάς της ομορφιάς, με τα μαύρα μακριά μαλλιά της να γλιστράνε πάνω στα καπούλια του αλόγου και τα μακριά της πόδια ν’ ανταγωνίζονται σε ομορφιά και δύναμη αυτά του ζώου… Εκείνη τη μέρα κάηκε ο Ιάκωβος». Την ίδια μέρα, η Σόνια έπαθε ένα σοβαρό ατύχημα. Ήταν αδύνατο να ακολουθήσει το τσίρκο κι έμεινε στο νησί. Ο Ιάκωβος την περιέθαλψε στο νοσοκομείο κι ένα χρόνο μετά απόκτησαν τα πρώτα τους παιδιά. Τους δίδυμους Σάββα και Βαλάντη. Ακολούθησαν η Ασπασία, ο Άρης κι ο Αργύρης, που γεννήθηκε κωφάλαλος. Αυτός αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς του!
     Την 1η Νοεμβρίου 1940, οι Ιταλοί χρησιμοποιώντας σαν ορμητήριο τα κοντινά αεροδρόμια που κατασκεύασαν στην Αλβανία, βομβαρδίζουν ανηλεώς την Κέρκυρα. Η Θοδώρα με τα τρία από τα πέντε παιδιά της, προσπαθούν να σωθούν στο υπόγειο του αρχοντικού τους. Ο πατέρας και η Ασπασία, που είναι και αυτή γιατρός, βρίσκονται στο νοσοκομείο, για να περιθάλψουν τους τραυματίες που φτάνουν εκεί με κάθε μέσο. Ο μόνος που λείπει είναι ο 17χρονος Άρης. Παρά τις συμβουλές των αδερφών και της μητέρας του να μην απομακρυνθεί από το σπίτι. Μέσα στην αναταραχή των βομβαρδισμών, η Θοδώρα εγκαταλείπει το καταφύγιο για να τον βρει, με κίνδυνο της ζωής της. «Τον αδερφό μου πολλές φορές τον μίσησα-ναι, τον μίσησα κι ας ήμουνα παιδί-εκείνη τη μέρα όμως τον σκότωσα μέσα μου για πρώτη φορά. Τον σκότωσα όταν είδα τα ξυπόλητα πόδια της μάνας μου να ξεκολλάνε απ’ το τελευταίο σκαλοπάτι και να βγαίνουν γυμνά έξω, στην κόλαση. Για ποιόν; Για χάρη αυτού που από την πρώτη μέρα που άνοιξε τα μάτια του μας μίσησε όλους, τη μάνα, τον πατέρα, τους δίδυμους, την Ασπασία, ακόμη κι εμένα, πριν καν γεννηθώ».
     Η ιταλική κατοχή του νησιού και η γερμανική στη συνέχεια, σε συνδυασμό με τον χαρακτήρα του Άρη και την «οργή και το μίσος που νιώθει για την οικογένειά του», θα ανατρέψει τις ζωές όλων των μελών της οικογένειας Καλλέργη και θα τους αναγκάσει να χωριστούν και να σκορπιστούν σε όλη την Ελλάδα, αλλά και τη Γερμανία.
     Όπως γράφω και στην αρχή, το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο, με γλαφυρή γλώσσα και περιγραφές κινηματογραφικές που δημιουργούν στον αναγνώστη ολοζώντανες εικόνες. Το ιστορικό υπόβαθρο, που παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του μύθου του βιβλίου, είναι προσεγμένο κι αντικειμενικό. Τέλος, οι χαρακτήρες είναι στέρεα δομημένοι και οι πράξεις τους, ακόμα κι όταν υπερβαίνουν την αναμενόμενη συμπεριφορά, είναι επαρκώς «αιτιολογημένες» από τις καταστάσεις στις οποίες ακούσια ή εκούσια εμπλέκονται.
     Και για όσους αναρωτιούνται αν υπάρχουν ελαιώνες στο Βερολίνο: «Μισόκλεισα τα μάτια μου και είπα από μέσα μου: Δεν είσαι εδώ, δεν είσαι εδώ γιατί η ψυχή σου αλητεύει ακόμη στις κατάφυτες πλαγιές της Κέρκυρας. Κι ήταν αλήθεια. Οι πρώτες ηλιαχτίδες της ανατολής, που φωτίζανε τις γκρίζες στολές των κρατούμενων, αντανακλούσανε στα μάτια μου το ασημένιο χρώμα των ελαιόδεντρων, κι όπως τα άψυχα κορμιά του στρατοπέδου υπάκουαν συγχρονισμένα στις εντολές των Γερμανών αξιωματικών, έβλεπα μπροστά μου τον άνεμο, σαν θεϊκό χάδι, να στροβιλίζεται στους ελαιώνες του Βερολίνου».
     Το μυθιστόρημα της Ι. Βουρδούνη, είναι εξαιρετική αναγνωστική επιλογή και αν η συνέχεια είναι ανάλογη, θα μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ο ελληνικός λογοτεχνικός κόσμος, κέρδισε μια πολύ καλή συγγραφέα.                          

11 Δεκ 2016

ΝΙΚΟΣ ΣΚΟΡΙΝΗΣ


      Ο Νίκος Σκορίνης γεννήθηκε στην Παλαιόβρυση Λακωνίας.
Εργάστηκε στον χώρο της μουσικής και του βιβλίου ως επιχειρηματίας επί τριάντα πέντε χρόνια.Υπήρξε εκδότης και διευθυντής του περιοδικού Άσμα το Ελληνικόν (1995). 
Αρθρογραφεί τακτικά στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο και συμμετέχει πολλά χρόνια στα κοινά για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο.Το 2012 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Δυτικοανατολικά της Γης, από τις Εκδόσεις Καμπύλη.


Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας;
      Η  ζωή μας ! Αυτή τροφοδοτεί τη κάθε σκέψη μας. Αυτή καθορίζει τη κάθε πράξη μας , τη κάθε μας στιγμή μέχρι και τον αποχωρισμό της . Από τη γέννα μας μέχρι και τον θάνατό μας, εμπνεόμαστε από το μεγαλείο και το δράμα του εφήμερου. Το επικό και το λυρικό που την διαπερνούν,  είναι το μεταξωτό ύφασμα πάνω στο οποίο καταγράφουμε  τις ευτυχισμένες  και δραματικές σχέσεις που αποκομίζουμε,  δρώντας,  οι ίδιοι, μέσα στα πιο βαθειά σπλάχνα της. Η χαρά και η λύπη, η προσμονή, η επιμονή μου για έναν καλύτερο κόσμο  λοιπόν, είναι οι πηγές μου.
Τα τελευταία  εφτά χρόνια , η λύπη , η αγανάκτηση , η αβεβαιότητα  σε πρωτοφανές  πλεόνασμα, παράγωγο των καταθλιπτικών μνημονίων, αφρόνων πολιτικών επιλογών, διέρρηξε πλήρως τις όποιες ισορροπίες, ευτυχίας –δυστυχίας.    Εδώ, υπάρχει αιτία και αιτιατό  , και αυτό, με οδήγησε  στη συγγραφή του! Η μερική αποκάλυψη,  μέσω της λογοτεχνίας, για όσα μας συμβαίνουν.

     Ο προσεκτικός αναγνώστης, που θα διακρίνει πραγματικά          πρόσωπα πίσω από χαρακτήρες του βιβλίου σας θα έχει δίκιο;
      Δίκιο και άδικο ταυτόχρονα! Αναγνωρίζουμε πρόσωπα, τα οποία μισούμε ή αγαπάμε ,εύκολα! παραγνωρίζοντας , πως μέσα τους, υπάρχει λάθρα, και η δική μας σκιά! Το πραγματικό και το εικονικό, ταυτόχρονα, σε μία ενιαία αλήθεια, την οποία, ακόμα και αν  αποδέχεσαι,  ταυτόχρονα, αρνείσαι να την κοιτάξεις έντιμα. Αμυνόμενος,  αναγνωρίζεις μόνο τ’  άλλα πρόσωπα κατά πως σε βολεύει , και έτσι, βγάζεις έντεχνα και ανέντιμα από το κάδρο , τον ερωτευμένο εαυτό σου! Συνεπώς επαφίεται  η      «καταδίωξη» , στην αναγνώστρια και τον αναγνώστη , για πιο πρόσωπο  θα αναγνωρίσει…

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με αυτό και ποιο
είναι αυτό;
     Πολλά και κανένα . Ομοιάζει, με  τον ταξιδιώτη μίας μεγάλης διαδρομής, ο οποίος, κάθεται πίσω από το παράθυρο ενός τρένου. Άλλοτε είναι προσεχτικός και άλλοτε αφηρημένος. Δεν  λαμβάνει όλες  τις εικόνες, και τα μηνύματα  που καταγράφουν αδιάκοπα τα μάτια  του . Άλλα λαμβάνονται, και άλλα μένουν πεντάρφανα. Έχουν αποστολέα , μα απουσιάζει συχνά ο αποδέκτης. Μερικά, φτάνουν συστημένα, παραλαμβάνονται με υπογραφή... Άλλα πάλι, μένουν ασυνόδευτα και χάνονται. Ο φόβος, για το περιεχόμενο τους, ίσως η ατέλειά τους , τα κατατάσσει σαν μη αναγνωσμένα. Προφανώς και επιχειρώ να στείλω κάποια σήματα.
Από τη γέννηση μας μέχρι τον θάνατό μας, υπάρχει μία ωραία διαδρομή για να διαβούμε! Κάποιοι λίγοι ,όμως, την μουτζουρώνουν, από την άμετρη πλεονεξία , και ταυτόχρονα βλακεία τους, μιας και είναι τόσο εφήμεροι.
Τι άλλο λοιπόν να σηματοδοτήσω;  Αντίσταση απέναντι στο κακό και την αδικία. Με την συμμετοχή και όχι την ανάθεση.    

Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
          Δέος!Ο εαυτός μου γυμνός , στη κρίση των«δικαστών!»  
     Υπέροχα ! Ένα διαφορετικό παιδί, μόλις με είχε αναγνωρίσει ως γονιό του!

 Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
     Αποκτούν  σάρκα ,οστά ,ψυχή. Γίνονται τρισδιάστατοι, και παίρνουν τον δικό τους δρόμο στη ζωή των αναγνωστών/τριών . Άλλοι πάνε πολύ μακριά , μένουν στις θύμισες , τους ακολουθούν· άλλοι, σκοντάφτουν σύντομα και εξαφανίζονται. Όπως ακριβώς συμβαίνει στην πραγματική ζωή.

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Φυσικά,  ο ταπεινός εαυτός μου! Μετά, η συντρόφισσα μου  Ράνια . Έχει την δύναμη, να μου πει, και εκείνο, που καθόλου δεν θα αρέσει. Τρίτη, η επιμελήτρια του μυθιστορήματος . Στην περίπτωση μας , η Φιλιώ!

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
     Τις αδυναμίες μου ! Τα καλά μου, τα θωρώ και μόνος μου. Όταν όμως,  σκιαγραφώ την ενσάρκωση των κακών ηρώων, και βλέπω  μέσα τους, δικές μου σκιές ανατριχιάζω… διορθώνομαι ..   

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Τι θα πει πεποίθηση ; Σε αυτόν τον κόσμο τον Μικρό και τον Μέγα , όλα είναι έτσι , όλα είναι και διαφορετικά. Χωρίς ανατροπές, θα είμαστε ζωντανοί νεκροί. Κάθε φορά που κάθομαι να γράψω,  τίποτα δεν υπάρχει σταθερό στο μυαλό και την ψυχή μου.  Αν, δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα μου παίρνατε  αυτή την συνέντευξη. Το βιβλίο μου, θα σας ήταν αδιάφορο, και εγώ, ακόμα πιο πολύ!

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας; 
     Φυσικά! Σε αυτούς απευθύνομαι  , αυτοί αποτελούν το «Κλεινόν μου Άστυ». Δίχως αυτούς δεν θα υπήρχα ως συγγραφέας. Διαφορετικά, θα ήμουν ένας ψωριασμένος εγωιστής… Τους ακούω, και προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω τις παρατηρήσεις , τα συναισθήματα που τους προκάλεσα. Φωτίζουν την επόμενη μου προσπάθεια. Μου δίνουν αγάπη , τους δίνω αδιαπραγμάτευτα την φιλία μου.  Προχωράμε μαζί!

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
     Πολύ συχνά. Νομίζω, μάλιστα, πως αυτό αποτελεί ένα βασικό κριτήριο, πως  το έργο μου, μάλλον κάτι αξίζει. Όταν δηλ. δίνει διαφορετικές οπτικές γωνίες . Γι αυτό τον λόγο, ακούω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κάθε φορά που παρουσιάζουν το βιβλίο μου, άγνωστοι σε μένα άνθρωποι , που μου κάνουν την τιμή,  την κρίση τους για τα μυθιστορήματα μου.  Όταν συμβαίνει, νοιώθω πολύ ωραία. Είναι σαν να έχω γράψει ένα άλλο μυθιστόρημα χωρίς να το γνωρίζω. 

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας
επηρέασε;
     Πρώτος ο Φ. Ντοστογιέφσκι  , όχι μόνο λόγω του μεγέθους του, αλλά γιατί τον «ρούφηξα», όντας, πολύ μικρός , στα χρόνια της αθωότητας μου, και χρειάστηκε να τον διαβάσω πολλές φορές, τότε, για να τον κατανοήσω. Αργότερα, πολλοί·  άλλοι  λιγότερο, άλλοι περισσότερο…Ό Σοπενχάουερ, ο Καμύ, ο Καζαντζάκης… η Ζατέλη. Όσο διαβάζεις, τόσο καθαρίζει το αίμα σου , από τ’ οξυγόνο που εκπέμπουν. Φυσικά οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι και στοχαστές, από τα σχολικά μου χρόνια, δρουν μέσα μου αδιάλειπτα  .
Καθώς λοιπόν κυλάει ο καιρός,  δεν ξεχωρίζεις ποιος ή ποία σε καθόρισε τελικά περισσότερο. Γίνεσαι έτσι ο εαυτός σου,  έχεις το δικό σου στίγμα .

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
      Ποτέ δεν έχω έτοιμο το σενάριο, τους ήρωες και ηρωίδες μου . Ξεκινώ σε κενό τοπίο και χρόνο. Παρ’ όλα αυτά,  δεν δυσκολεύομαι, όσο ίσως φαντάζεται κανείς. Είναι στιγμές, που νομίζω, πως κάποια κρυφή μούσα μου υπαγορεύει, και εγώ απλά γράφω. Δεν είναι λοιπόν περίεργο, πως σε πραγματικό χρόνο , μου αρκούν οκτώ μήνες, εκεί αργά, στα βράδια τα μεγάλα!
Με ρωτάτε, τώρα, τι είναι το γράψιμο για μένα;
Το εκχύλισμα  του μυαλού και της ψυχής μου, λίγο πριν διαρραγούν! Η  αναγκαία  εκτόνωση από την υπερφόρτιση  Είτε προέρχεται από πλεόνασμα  χαράς , είτε  από περίσσια πίκρα.

 Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο;
Ήδη ξεκίνησα, και ελπίζω, στις αρχές  του 2018 να είναι στα βιβλιοπωλεία. Να είναι καλύτερο από τα προηγούμενα και ο κόσμος επίσης πιο ευτυχισμένος. Τον τίτλο, τον κρατάω προσωρινά ,για μένα.
Να είσαι πάντα καλά , και καλή αντάμωση ξανά!
Κύριε Μουρατίδη, να σε ευχαριστήσω  για την συνομιλία!

Σας ευχαριστώ κι εγώ.


5 Δεκ 2016

ΜΕΣΑ ΑΠ' ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

ΒΑΣΩ ΚΟΖΩΝΗ ΤΟΥΜΠΑΝΟΥ
Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
Σελ. 315, Απρίλιος 2016

     Μεταξύ Καστροπολιτείας (Ναύπακτος) και Κωνστάντζας, κινούνται οι ήρωες του μυθιστορήματος της Β. Κοζώνη, το οποίο αφηγείται την περιπέτεια του βίου δύο οικογενειών, όπως την «είδε» ένας καθρέφτης, που χρόνια ολόκληρα βρισκόταν κρεμασμένος στον τοίχο του σπιτιού του Νικολάκη Δράκου. «Απέναντί της έστεκε ο μεγάλος βενετσιάνικος καθρέφτης, ο φερμένος απ’ την Κωνστάντζα… Ο καθρέφτης είχε ακούσει από πρώτο χέρι όλα τα περιστατικά. Τα περισσότερα μάλιστα τα ‘χε δει ολοζώντανα»
     Το 1964, στη Ναύπακτο, η Ευδοκία Δράκου, κάνει μια τελευταία επίσκεψη στο ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο πατρικό της σπίτι, πριν αυτό γκρεμιστεί για να αναγερθεί στο οικόπεδο μια πολυκατοικία. Σε μια γωνία, βρίσκει μια οικογενειακή φωτογραφία κι ένα σημειωματάριο. «Ένα καφέ δερματόδετο βιβλίο. «Μπα, τετράδιο είναι, πολυκαιρισμένο. Τα βερεσέδια θα είναι του μπαμπά». Τα φύλλα φαγωμένα στις άκρες. Νικολάκης Δράκος «Ημερολόγιον». Δεν είχε δει ποτέ τον πατέρα να γράφει κάτι άλλο εκτός από λογαριασμούς. Με τρεμάμενο χέρι γύρισε στη δεύτερη σελίδα. Άρχισε να διαβάζει».
     Το ημερολόγιο που γράφει ο Ν. Δράκος ξεκινά το 1855, όταν ο 15χρονος ορφανός από πατέρα νεαρός, έφυγε από τα βουνά της Ρούμελης, για να μεταναστεύσει στην Κωνστάντζα, όπου ζούσε ο άκληρος θείος του Διονυσάκης, ο οποίος ασχολούνταν με το εμπόριο και είχε δημιουργήσει αξιόλογη περιουσία. «Όταν με γύρεψε ο μπάρμπα-Διονυσάκης, ο αδελφός του πατέρα να πάω στην Κωνστάντζα για ψυχοπαίδι του, ήμουν νήπιο. Η μάνα τότε δεν μ’ έδωσε. Όταν δεκαπεντάρισα κι είδε κι αποείδε μου πε: «Ξύπνος είσ’ εσύ, καμάρι μ’, δεν κάνεις για τα γίδια. Άετε να βρεις την τύχη σ’. Άμα προκόψεις ματάλα». Με σταύρωσε με φυλαχτά και πίστρωσε την καπότα μου με τα μάτια στο χώμα».
     Ο Νικολάκης πλάι στο θείο του, μαθαίνει όλα τα μυστικά του εμπορίου και εξελίσσεται σε σημαίνον πρόσωπο του επιχειρηματικού κόσμου και την ελληνικής παροικίας της ρουμανικής πόλης. Είκοσι χρόνια μετά, το 1875, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη για να «κλείσει τα μάτια» της μάνας του. Τότε είδε και την κοπέλα που θα γινόταν γυναίκα του. «Δεκατεσσάρων χρονών, μου είπαν, μα φάνταζε είκοσι. Ψηλόλιγνη, μ’ ελαφίσιο λαιμό και κίνηση νεροφίδας. Ένα κεφάλι να το κόψεις. Η «Άνοιξη» του Μποτιτσέλι που είδα στη Φλοράντζα, όταν πέρασα προς τη Γένοβα για δουλειές του ναυτιλιακού γραφείου του μπάρμπα μου. Τέτοια ομορφιά! Οι πλεξούδες περιχυμένες με χρυσόμελο κι η θάλασσα λουσμένη στο χρυσωπό ήλιο αντιφέγγιζε στα μυγδαλωτά της μάτια. Με κοίταξε για μια στιγμή και το βλέμμα της πετάρισε μ’ ανήσυχα πρασινωπά κυματάκια που τράβαγαν τον καραβοκύρη ίσα καταπάνω τους. Όσο γνωστικός κι έμπειρος να ήταν κάποιος, θα τσακιζόταν πάραυτα στα κάλλη της Χρυσαφένιας».

     Η Ευδοκία, ανακαλύπτει όμως πως το «Ημερολόγιον» έχει πολλά κενά και αναλαμβάνει να συμπληρώσει αυτή την ιστορίας της οικογένειάς της, με όσα άκουσε και όσα έζησε.             Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, μεγάλης αφηγηματικής δύναμης, με πολύ καλή γραφή και γλώσσα. Όπου και όταν χρειάζεται για να αποδοθεί καλύτερα το κλίμα του τόπου και του χρόνου, η συγγραφέας χρησιμοποιεί στοιχεία της ντοπιολαλιάς. Αναπλάθει άριστα και μας μεταφέρει την τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής.