26 Ιουν 2013

ΑΠΟ ΜΕΛΙ ΚΑΙ ΓΑΛΑ

JEAN MATERN
Μετάφραση: ΕΥΑ ΚΑΡΑΤΑΪΔΗ
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
Σελ. 118, Μάρτιος 2013


     Στη σημερινή παρουσίαση, θέλω να αναφερθώ στο βιβλίο «Από Μέλι Και Γάλα» του γάλλου Ζ. Ματέρν, το οποίο είναι το δεύτερο του συγγραφέα που μεταφράζεται στα ελληνικά.
     Στο βιβλίο αυτό, ένας άντρας που βρίσκεται προς το τέλος του βίου του, θυμάται και αφηγείται τις αναμνήσεις του στο γιό του.
     Στις αναμνήσεις του κυριαρχούν περιστατικά με δύο κυρίως πρόσωπα. Τον παιδικό του φίλο Στέφαν και τη σύζυγό του Σουζάν. Θυμάται τα παιδικά του χρόνια στη Ρουμανία, όταν στη διάρκεια του Β! παγκοσμίου πολέμου –κι ενώ βρισκόταν στην κρίσιμη εφηβική ηλικία-έχασε τη μητέρα του αρχικά και στη συνέχεια τον πατέρα του. Κι αναγκάστηκε τότε –κι ενώ οι Γερμανοί υποχωρούσαν μπροστά στην προέλαση του Κόκκινου Στρατού-να πάρει μόνος του αποφάσεις που καθόρισαν την μετέπειτα πορεία του στη ζωή. Αφού άφησε τη γιαγιά του που αρνήθηκε να μετακινηθεί και τον μοναδικό του φίλο Στέφαν που ακολούθησε τους υποχωρούντες Γερμανούς, αυτός επέλεξε το δρόμο της προσφυγιάς προς την Αυστρία. Στο στρατόπεδο προσφύγων στο οποίο θα καταλήξει, αρρωσταίνει βαριά από τύφο. Ενώ όλοι θεωρούν την περίπτωσή του «χαμένη» και απλά περιμένουν να πεθάνει, αυτός αναρρώνει. Μια μακρινή και περιπλεγμένη καταγωγή κάποιων προγόνων του από τη Γαλλία, θα του επιτρέψει να πολιτογραφηθεί Γάλλος πολίτης, να εγκατασταθεί στη γαλλική Καμπανία και όταν ενηλικιωθεί να διαπρέψει ως οικονομικός διευθυντής μιας εταιρείας που παρασκευάζει-τι άλλο;-σαμπάνιες.
     Το 1957, την ώρα που στη Βουδαπέστη βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η ουγγρική επανάσταση ενάντια στους σοβιετικούς, γνώρισε τη Σουζάν, μια πρόσφυγα από την Ουγγαρία στο Παρίσι: «Μια μαρτιάτικη βραδιά του 1957 την είδα στην είσοδο της εκκλησίας Σαιν Σεβερέν, όπου πουλούσε εισιτήρια για μια συναυλία υποστήριξης στους Ούγγρους πρόσφυγες. Μάρτοκ, βέβαια και λίγος Χάυντν στο πρόγραμμα. Την περίμενα μετά τη συναυλία. Σήμερα που φαίνεται ότι οι λιγοστοί μήνες που τη φλέρταρα, ερχόμενος σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο στο Παρίσι, ήταν απλή κοινωνική σύμβαση: με είχε ανάγκη».
     Θυμάται περιστατικά από την κοινή τους ζωή. Το πώς προσπαθούσαν και οι δύο ν’ αφήσουν για πάντα πίσω τους, τον πόνο που τους προκάλεσε η προσφυγιά. Ευτυχισμένους καιρούς και περιόδους δυστυχίας. Όπως τότε που έχασαν τη μεγάλη τους κόρη. Ένα γεγονός που εξουθένωσε ψυχολογικά τη Σουζάν. Στις αναμνήσεις του όμως, κυριαρχεί η αγάπη του γι’ αυτήν, όσα τις πρόσφερε και κυρίως όσα δεν μπόρεσε να της προσφέρει, κάτι που τον γεμίζει τύψεις. Όμως τώρα, τις τελευταίες του ώρες, βρήκε ανακούφιση μέσω της αφήγησής του. «Σε λίγο δεν θα έχω τη δύναμη να μιλήσω, αλλά δεν με νοιάζει πια. Ο Γκαμπριέλ γνωρίζει την ουσία. Γνωρίζει για τον Στέφαν, για το βιολοντσέλο και για τον τύφο. Γνωρίζει ακόμα περισσότερα για τη μητέρα του, για τα όνειρά μας από μέλι και γάλα κι επίσης για την επιστροφή μας στην έρημο. Είμαι βέβαιος ότι κατανοεί τις τύψεις μου».
     Ένα μικρό σε όγκο βιβλίο, που όμως είναι πλημμυρισμένο από (αντιφατικά πολλές φορές) συναισθήματα και τρυφερότητα και που οδηγεί τον αναγνώστη όχι στην εύκολη κατανάλωση σελίδων, αλλά στην πραγματικά ανάγνωση.


14 Ιουν 2013

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΤΑΦΕΣ ΤΟΥ ΧΑΣΑΝ ΤΑΧΣΙΝ ΠΑΣΑ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Σελ. 301, Δεκέμβριος 2012

     Σήμερα, έχω τη χαρά να σας παρουσιάσω ένα εξαιρετικό έργο του Χ. Χριστοδούλου.
     Το βιβλίο είναι η βιογραφία του Χασάν Ταχσίν Πασά, ο οποίος όντας διοικητής της 8ης στρατιάς του τουρκικού στρατού, αποφάσισε να μην αντισταθεί, όταν ο ελληνικός στρατός έφτασε τον Οκτώβριο του 1912 έξω από τη Θεσσαλονίκη, αλλά να παραδώσει αμαχητί την πόλη. «Σκοπός να παρουσιαστεί και να δοθεί νόημα στη ζωή του ελληνοσπουδαγμένου Αλβανού στρατηγού του οθωμανικού στρατού, του Χασάν Ταχσίν Πασά, γνωστού έως τώρα στο ευρύ κοινό, μόνον από τη συμμετοχή του στην παράδοση της Θεσσαλονίκης». Απέφυγε έτσι μια ανώφελη αιματοχυσία, όχι μόνο ανάμεσα στους άνδρες των δύο στρατευμάτων, αλλά κυρίως στους άμαχους και διέσωσε την πόλη από την καταστροφή. «Έχω τουλάχιστον την παρηγοριά ότι παραδίδω τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες ανέπαφη και άθικτη όπως αξίζει σε μια τέτοια πόλη. Και όλους τους κατοίκους της σώους και αβλαβείς όπως το θέλει ο Θεός». Μάλιστα στη συνέχεια αντιστάθηκε σθεναρά στις πιέσεις των Βουλγάρων (συμμάχων τότε των Ελλήνων) που απαιτούσαν να παραδοθεί και σ’ αυτούς η Θεσσαλονίκη ή μέρος της, λέγοντας την περίφημη φράση: «Μια Θεσσαλονίκη υπάρχει κύριοι κι αυτή την παρέδωσα στους Έλληνες που ήταν αντίπαλοί μου σε όλα τα πεδία της μάχης, από το Σαραντάπορο και τα Γιαννιτσά μέχρι εδώ. Εσάς δεν σας είδα πουθενά. Δεύτερη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει για να την παραδώσω και σε σας».
     Το βιβλίο ξεκινά από τη μέρα της παράδοσης και στη συνέχεια ξετυλίγεται ο μίτος της ζωής του Πασά, με αναφορά σε όλους τους σημαντικούς σταθμούς της καριέρας του.
     Ο Χασάν Ταχσίν Πασάς, γεννήθηκε γύρω στα 1840-1845, στη Μεσσαριά της Νότιας Αλβανίας. Ξεκίνησε από πολύ χαμηλά στην ιεραρχία του στρατού και γρήγορα έφτασε σε υψηλά αξιώματα. Έλαβε ελληνική παιδεία, όπως και όλα τα παιδιά του, στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων. Η πρώτη σημαντική του τοποθέτηση, ήταν στην Κρήτη το 1889, ως διοικητής επίλεκτου σώματος χωροφυλακής. Άφησε άριστες εντυπώσεις σε τούρκους και έλληνες. Γνωρίστηκε με τον Ελ. Βενιζέλο και αναπτύχθηκε μεταξύ τους, αμοιβαία εκτίμηση, που όπως λέγεται, έχει τη σημασία της, στις εξελίξεις για τη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Το 1900 τοποθετείται ως φρούραρχος στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στη Μέση Ανατολή. Το 1910, αναλαμβάνει τη νομαρχία Ιωαννίνων, όπου φαίνεται ότι θα τερματίσει την καριέρα του. Όμως με το ξέσπασμα του πολέμου, θα επανέλθει στο στράτευμα και θα του ανατεθεί η διοίκηση της νεοσυσταθείσας 8ης στρατιάς, που είχε ως καθήκον την υπεράσπιση της Θεσσαλίας. Όμως η στρατιά ηττήθηκε στο Σαραντάπορο, υποχώρησε στα Γιαννιτσά αρχικά και στη Θεσσαλονίκη στη συνέχεια με τη γνωστή κατάληξη.
     Μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης, ο Πασάς, ο οποίος είχε ήδη καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία, από το Ανώτατο Στρατοδικείο της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Στη συνέχεια ταξίδεψε για λόγους υγείας στη Γαλλία και την Ελβετία, όπου πέθανε το 1918, από αναπνευστικά προβλήματα. Λόγω του Α! παγκοσμίου πολέμου και η διακοπή των μεταφορών, θάφτηκε στη Λωζάνη, με δαπάνη της ελληνικής πολιτείας. Αυτή ήταν η πρώτη ταφή. «Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, με τη φροντίδα του γιού του Κενάν και σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, τα οστά του Χασάν Ταχσίν Πασά, μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Η ταφή τους έγινε πλάι στο γιο του Εκραίμ, στο ίδιο πάντοτε Αλβανικό Νεκροταφείο στο συνοικισμό της Αγίας Φωτεινής στην Τριανδρία…Αυτή ήταν η δεύτερη ταφή…». Το 1983, λόγω της επέκτασης του σχεδίου πόλεως της Τριανδρίας, το Αλβανικό Μπεχτασικό νεκροταφείο διαλύθηκε. Τα οστά του Πασά και των γιών του Κενάν και Εκραίμ, βρέθηκαν και μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκιο της Μαλακοπής. Το 2002, ο Ινής Μεσαρέ, εγγονός του Πασά έγραφε: « “Ο τάφος-μνημείο του παππού και του πατέρα στο Στρατιωτικό Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων (τέως έπαυλη Μοδιάνο, αγρόκτημα Τόψιν), έχει προχωρήσει αρκετά. Τα οστά μεταφέρθηκαν ήδη και η κρύπτη σφραγίστηκε.” Τότε έγινε η τρίτη ταφή του Χασάν Ταχσίν Πασά».
     Το βιβλίο είναι καλογραμμένο, περιλαμβάνει πολλά νέα στοιχεία από παλιές εφημερίδες και περιοδικά καθώς και από ελληνικά, τουρκικά, αλβανικά, οθωμανικά και αγγλικά αρχεία. Επίσης πολλά στοιχεία που αφορούν πτυχές της ζωής της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης της εποχής. Καταφέρνει δε με τον καλύτερο τρόπο το στόχο που είχε θέσει ο συγγραφέας του: «να καταστήσει ιστορικά οικείο τον ευεργέτη της Θεσσαλονίκης».
     Το βιβλίο κοσμείται με φωτογραφίες, πολλές από τις οποίες δημοσιεύονται για πρώτη φορά και εκτενή ξένη κι ελληνική βιβλιογραφία

4 Ιουν 2013

ΓΥΑΛΙΝΗ ΚΟΥΚΛΑ

ΛΙΤΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ
Εκδόσεις ΑΛΔΕ
Σελ. 236, Μάρτιος 2012

     Το πρώτο μυθιστόρημα της Λ. Παντελίδου, που κυκλοφόρησε πέρυσι, παρουσιάζω σήμερα.
     Αφηγείται την ιστορία της Μυρτώς, η οποία στα 20 χρόνια της, φέρνει στον κόσμο, ενώ σπουδάζει στην Αθήνα, ένα κορίτσι, τον καρπό του έρωτά της, με νεαρό συμφοιτητή της. «Γόνος γνωστής και εύπορης οικογένειας της συμπρωτεύουσας δεν της έλειπε τίποτα, δεν της χάλασαν ποτέ χατίρι και να τη τώρα με τα πόδια ανοιχτά να κάθεται να ακούει και να τη χλευάζει μια ασήμαντη νοσοκόμα. Δε θα τελείωνε μ’ όλα αυτά; Θα τελείωνε και τότε δε θα την έπιανε κανείς. Θα έκανε το όνειρό της πραγματικότητα. Θα γινόταν μια λαμπρή δικηγόρος με κύρος και όνομα».
     Την ύπαρξη του παιδιού την κρατά κρυφή από όλους. Στον πατέρα του παιδιού, με τον οποίο χώρισε μόλις αντιλήφθηκε ότι είναι έγκυος, είπε ότι έκανε έκτρωση. Χωρίς πολύ σκέψη, αποφασίζει να δώσει το παιδί για υιοθεσία, αφού θα αποτελούσε τροχοπέδη στα μελλοντικά της σχέδια. Η κοινωνική λειτουργός του νοσοκομείου κάνει μια ύστατη προσπάθεια να τη μεταπείσει, αλλά… «Από την άλλη όμως, έβλεπε ότι παρά το νεαρό της ηλικίας της, η στάση της ήταν ακλόνητη. Είχε έναν κυνισμό αυτή η κοπέλα που την τρόμαζε. Τόσα χρόνια στο επάγγελμα αυτό, αναλογίστηκε, δεν μου έχει τύχει κάτι τέτοιο. Και τα μάτια της, το βλέμμα της, τι παγωνιά Χριστέ μου!».
     Όταν τελειώνει τη Νομική, χάρη στην οικονομική δυνατότητα της οικογένειάς της, ανοίγει γραφείο στο Κολωνάκι. Τότε γνωρίζει το Δημήτρη και ερωτεύονται ο ένας τον άλλο. Όλα δείχνουν να πηγαίνουν καλά μεταξύ τους, αλλά οι άσχημες πτυχές του χαρακτήρα της Μυρτώς, κάνουν και πάλι την εμφάνισή τους. «Με τον καιρό άρχισε να εξελίσσεται σε αδίστακτη επαγγελματία. Αναλάμβανε περίπλοκες υποθέσεις στις οποίες διακυβεύονταν μεγάλα συμφέροντα». Έτσι επηρμένη από τις επαγγελματικές της επιτυχίες και με υπερφίαλη ματαιοδοξία, αφήνει το Δημήτρη, για χάρη ενός δημοσιογράφου, αστέρα μεγάλου καναλιού. Ενώνει τη ζωή της μαζί του και πιστεύει πως έχει αγγίξει την ευτυχία. Σύντομα έρχεται η διάψευση. Και η μία και ο άλλος, είναι υπερβολικά φιλόδοξοι και βάζουν την καριέρα τους, πάνω από την οικογένεια. Αρχίζουν να απομακρύνονται και ο χωρισμός είναι πλέον ζήτημα χρόνου. Και σα να μην έφτανε αυτό, η Μυρτώ ανακαλύπτει ότι πάσχει από σοβαρή ασθένεια. Σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή, απομονώνεται για λίγες μέρες στο Πήλιο. Εκεί αναθεωρεί τις αξίες με τις οποίες πορεύτηκε μέχρι εκείνη τη στιγμή στη ζωή της. Μια πορεία που κατάλαβε ότι εκτός από λειψή ήταν και λανθασμένη. «Το ταξίδι αυτό μου έκανε καλό. Φιλοσόφησα κάποια πράγματα. Αναθεώρησα πολλά από τα πιστεύω που είχα ως τώρα. Η οργάνωση και ο προγραμματισμός για τη ζωή, τα πλούτη, το όνομα, η επιτυχημένη καριέρα, η δημοσιότητα, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μια ευτυχισμένη και ισορροπημένη ζωή…». Τότε παίρνει και τη μεγάλη απόφαση, να αναζητήσει την κόρη της. Κάτι καθόλου εύκολο, όπως αποδεικνύεται. Το «όταν οι θνητοί κάνουν σχέδια, οι θεοί γελούν», επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά.
     Η Λίτσα Παντελίδου, έγραψε ένα ευκολοδιάβαστο μυθιστόρημα, με ηρωίδα, την εκπρόσωπο μιας μερίδας ανθρώπων, που δε δίστασαν στο βωμό μιας ψευδεπίγραφης επιτυχίας, να θυσιάσουν αξίες που θα μπορούσαν να τους στηρίξουν στην πορεία του βίου, με αποτέλεσμα να υποστούν τις συνέπειες.
     Μόνο μελανό σημείο η επιμέλεια του βιβλίου, που μόνο τέτοια δεν ήταν, αφού επέτρεψε να περάσουν λάθη έκφρασης, συντακτικά και ορθογραφικά.