Μετάφραση: ΕΥΑ ΚΑΡΑΤΑΪΔΗ
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
Σελ. 118, Μάρτιος 2013
Στη σημερινή παρουσίαση, θέλω να αναφερθώ στο βιβλίο «Από Μέλι Και Γάλα» του γάλλου Ζ. Ματέρν, το οποίο είναι το δεύτερο του συγγραφέα που μεταφράζεται στα ελληνικά.
Στις αναμνήσεις του κυριαρχούν περιστατικά με δύο κυρίως πρόσωπα. Τον παιδικό του φίλο Στέφαν και τη σύζυγό του Σουζάν. Θυμάται τα παιδικά του χρόνια στη Ρουμανία, όταν στη διάρκεια του Β! παγκοσμίου πολέμου –κι ενώ βρισκόταν στην κρίσιμη εφηβική ηλικία-έχασε τη μητέρα του αρχικά και στη συνέχεια τον πατέρα του. Κι αναγκάστηκε τότε –κι ενώ οι Γερμανοί υποχωρούσαν μπροστά στην προέλαση του Κόκκινου Στρατού-να πάρει μόνος του αποφάσεις που καθόρισαν την μετέπειτα πορεία του στη ζωή. Αφού άφησε τη γιαγιά του που αρνήθηκε να μετακινηθεί και τον μοναδικό του φίλο Στέφαν που ακολούθησε τους υποχωρούντες Γερμανούς, αυτός επέλεξε το δρόμο της προσφυγιάς προς την Αυστρία. Στο στρατόπεδο προσφύγων στο οποίο θα καταλήξει, αρρωσταίνει βαριά από τύφο. Ενώ όλοι θεωρούν την περίπτωσή του «χαμένη» και απλά περιμένουν να πεθάνει, αυτός αναρρώνει. Μια μακρινή και περιπλεγμένη καταγωγή κάποιων προγόνων του από τη Γαλλία, θα του επιτρέψει να πολιτογραφηθεί Γάλλος πολίτης, να εγκατασταθεί στη γαλλική Καμπανία και όταν ενηλικιωθεί να διαπρέψει ως οικονομικός διευθυντής μιας εταιρείας που παρασκευάζει-τι άλλο;-σαμπάνιες.
Το 1957, την ώρα που στη Βουδαπέστη βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η ουγγρική επανάσταση ενάντια στους σοβιετικούς, γνώρισε τη Σουζάν, μια πρόσφυγα από την Ουγγαρία στο Παρίσι: «Μια μαρτιάτικη βραδιά του 1957 την είδα στην είσοδο της εκκλησίας Σαιν Σεβερέν, όπου πουλούσε εισιτήρια για μια συναυλία υποστήριξης στους Ούγγρους πρόσφυγες. Μάρτοκ, βέβαια και λίγος Χάυντν στο πρόγραμμα. Την περίμενα μετά τη συναυλία. Σήμερα που φαίνεται ότι οι λιγοστοί μήνες που τη φλέρταρα, ερχόμενος σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο στο Παρίσι, ήταν απλή κοινωνική σύμβαση: με είχε ανάγκη».
Θυμάται περιστατικά από την κοινή τους ζωή. Το πώς προσπαθούσαν και οι δύο ν’ αφήσουν για πάντα πίσω τους, τον πόνο που τους προκάλεσε η προσφυγιά. Ευτυχισμένους καιρούς και περιόδους δυστυχίας. Όπως τότε που έχασαν τη μεγάλη τους κόρη. Ένα γεγονός που εξουθένωσε ψυχολογικά τη Σουζάν. Στις αναμνήσεις του όμως, κυριαρχεί η αγάπη του γι’ αυτήν, όσα τις πρόσφερε και κυρίως όσα δεν μπόρεσε να της προσφέρει, κάτι που τον γεμίζει τύψεις. Όμως τώρα, τις τελευταίες του ώρες, βρήκε ανακούφιση μέσω της αφήγησής του. «Σε λίγο δεν θα έχω τη δύναμη να μιλήσω, αλλά δεν με νοιάζει πια. Ο Γκαμπριέλ γνωρίζει την ουσία. Γνωρίζει για τον Στέφαν, για το βιολοντσέλο και για τον τύφο. Γνωρίζει ακόμα περισσότερα για τη μητέρα του, για τα όνειρά μας από μέλι και γάλα κι επίσης για την επιστροφή μας στην έρημο. Είμαι βέβαιος ότι κατανοεί τις τύψεις μου».
Ένα μικρό σε όγκο βιβλίο, που όμως είναι πλημμυρισμένο από (αντιφατικά πολλές φορές) συναισθήματα και τρυφερότητα και που οδηγεί τον αναγνώστη όχι στην εύκολη κατανάλωση σελίδων, αλλά στην πραγματικά ανάγνωση.