31 Ιαν 2020

Η ΑΛΥΣΙΔΑ

ADRIAN Mc KINTY
Μετάφραση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΙΑΣ
Εκδόσεις: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Σελ. 461, Ιούνιος 2019

     Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Η Αλυσίδα», δεν είναι νέος στο χώρο της λογοτεχνίας, αλλά μέχρι τώρα, έχουν μεταφραστεί μόνο τρία έργα του στα ελληνικά, με «πρωταγωνιστή» τον επιθεωρητή Σον Ντάφι. Το βιβλίο που σας παρουσιάζω σήμερα, (το τέταρτο που μεταφράζεται στη γλώσσα μας) είναι εντελώς διαφορετικό και δεν ανήκει στη συγκεκριμένη «σειρά».
     Η Ρέιτσελ Κλάιν, είναι μια 35χρονη γυναίκα, που ζει με την 13χρονη κόρη της Κάιλι, στην περιοχή της Βοστώνης. Μετά από μια περίοδο που πολλά πράγματα πήγαιναν στραβά στη ζωή της, τώρα κάτι φαίνεται να αλλάζει. «Για ένα διάστημα είχε πιστέψει ότι ήταν το αγαπημένο παιδί της κακοτυχίας. Μα τώρα όλα έχουν αλλάξει. Το διαζύγιο είναι πλέον πίσω της. Γράφει τις φιλοσοφικές διαλέξεις της για την καινούρια της δουλειά που ξεκινά τον Ιανουάριο. Τα περισσότερα μαλλιά της έχουν ξαναβγεί μετά τη χημειοθεραπεία, είχε ξαναβρεί τη δύναμή της και παίρνει βάρος. Το ψυχικό τίμημα για την περασμένη χρονιά πληρώθηκε. Έχει ξαναγίνει η συγκροτημένη, δυναμική γυναίκα που δούλευε σε δύο δουλειές…».
     Το τηλεφώνημα που παίρνει εκείνο το πρωινό του Νοεμβρίου, αρχικά το θεωρεί σαν μια κακόγουστη φάρσα. Μια γυναίκα την πληροφορεί ότι η κόρη της έχει απαχθεί. Για να την ξαναδεί ζωντανή, θα πρέπει να καταβάλει 25 χιλ. δολάρια. Επίσης, θα πρέπει να απαγάγει και η ίδια ένα άλλο παιδί. «Πρέπει να απαγάγει ένα παιδί; Γελάει πικρά. Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Είναι τρέλα. Καθαρή και απόλυτη τρέλα. Πως μπορεί αυτή, να κάνει κάτι τέτοιο;». Η γυναίκα της λέει ότι είναι μητέρα ενός αγοριού που έχει επίσης απαχθεί, το οποίο θα απελευθερωθεί μόνο αν η Ρέιτσελ κάνει αυτό που της ζητάει. Αν αρνηθεί, τότε το αγόρι και η κόρη της θα πεθάνουν. Κι όχι μόνο αυτό. Από αυτούς που οργάνωσαν την απαγωγή, θα κινδυνέψουν και οι οικογένειες των δύο παιδιών. «Πρέπει να κρατήσεις την ψυχραιμία σου και να ακούσεις προσεκτικά όσα σου πω. Πρέπει να κάνεις ακριβώς ότι έκανα κι εγώ. Πρέπει να γράψεις τους κανόνες και δεν πρέπει να παρεκκλίνεις από αυτούς. Αν δεν τηρήσεις τους κανόνες ή αν τηλεφωνήσεις στην αστυνομία, θα ρίξουν το φταίξιμο και σ’ εσένα και σ’ εμένα. Θα πεθάνει η κόρη σου και θα πεθάνει κι ο γιος μου».
     Η Ρέιτσελ, είναι μια απλή, καθημερινή γυναίκα, αλλά αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει πολλά περιθώρια ελιγμών. Το να βρει τα χρήματα είναι πρόβλημα, αλλά μπορεί έστω και δύσκολα να βρεθεί μια λύση. Όμως να γίνει και η ίδια απαγωγέας ενός παιδιού; «Και πάλι αναρωτιέται γιατί τη διάλεξαν. Τι είδαν σ’ αυτήν, που τους έκανε να πιστέψουν ότι θα ήταν ικανή να κάνει κάτι τόσο απίστευτα κακό, όπως η απαγωγή ενός παιδιού; Αυτή ήταν πάντα το καλό κορίτσι. Αριστούχος μαθήτρια στο λύκειο Hunter College. Αρίστευσε στις εξετάσεις κι έσκισε στη συνέντευξη για το Χάρβαρντ. Δεν τρέχει με το αυτοκίνητο, πληρώνει τους φόρους της, δεν καθυστερεί ποτέ πουθενά, αγχώνεται αν πάρει έστω και μια κλίση για παράνομο παρκάρισμα. Και τώρα πρέπει να κάνει ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς σε μια οικογένεια;».
     Με την απαγωγή της Κάιλι, η Ρέιτσελ έγινε κι αυτή ένας κρίκος  της Αλυσίδας. Μιας τρομακτικής οργάνωσης, που μετατρέπει τους ανθρώπους σε θύτες και θύματα ταυτόχρονα κι από την οποία δεν ξεφεύγει κανείς, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Η Ρέιτσελ, είναι πεισματάρα κι αποφασισμένη. Με όπλο την ευφυΐα της, θα θελήσει να αντισταθεί στον τρόμο. Θα τα καταφέρει να είναι αυτή που θα σπάσει την Αλυσίδα;
     Το μυθιστόρημα «Η Αλυσίδα», είναι ένα συναρπαστικό θρίλερ, με αγωνία, σασπένς κι ένα φινάλε γεμάτο ένταση. Όμως το βιβλίο έχει ένα δεύτερο και ακόμη πιο ενδιαφέρον επίπεδο ανάγνωσης. Δείχνει το πώς ένας μέσος, συγκροτημένος κι απολύτως λογικός άνθρωπος, που δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι, που έχει αρχές, βαθιές ηθικές αξίες και πιστεύω, μπορεί να μετατραπεί σε ένα τέρας, που είναι έτοιμο να κατασπαράξει έναν όμοιό του, όταν το απαιτήσουν οι καταστάσεις και οι συνθήκες κι όταν βρεθεί υπό πίεση. Πως βρίσκεται διατεθειμένος να προβεί σε πράξεις που μέχρι πριν από λίγες ώρες, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν ικανός να κάνει. Είναι ένα μυθιστόρημα που εκτός από τον εξαιρετικό μύθο που συναρπάζει τον αναγνώστη, τον θέτει απέναντι σε τεράστια ηθικά διλήμματα κι ερωτήματα, που για να απαντηθούν- αν μπορεί να δοθεί μια απάντηση- απαιτείται έντονη περίσκεψη.


26 Ιαν 2020

ΘΕΑ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

ΛΟΥΚΙΑ ΔΕΡΒΗ
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Σελ. 214, Οκτώβριος 2019

     Το δεύτερο μυθιστόρημα της Λ. Δέρβη που κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες, έχει τίτλο «Θέα Ακρόπολη».
     Καλοκαίρι του 1992 στην Αθήνα. Ένα από τα εμβληματικά και πιο ακριβά ξενοδοχεία της πλατείας Συντάγματος, το Athens Excelsior, είναι πλήρες. «…ήταν πλήρες βδομάδες πριν και δεν μπορούσε να δεχτεί πελάτες χωρίς κράτηση. Μαγεμένοι οι τουρίστες χάζευαν τα βράδια από το πεζοδρόμιο της πλατείας τα αναμμένα φώτα των δωματίων. Η νεοκλασική αρχιτεκτονική του δεκαόροφου κτιρίου με τα διακόσια πενήντα δωμάτια και την εντυπωσιακή είσοδο το έκανε να φαντάζει εξίσου εντυπωσιακό με τη Βουλή των Ελλήνων διαγωνίως απέναντι».
     Για την εξυπηρέτηση και την άνετη διαμονή των διάσημων και ευκατάστατων πελατών, έπρεπε όλοι οι εργαζόμενοι να δουλεύουν με ευσυνειδησία, επαγγελματισμό, να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και να είναι έτοιμοι να ικανοποιήσουν κάθε τους επιθυμία. «Το Athens Excelsior, ήταν ένα μικρό χωριό τριακοσίων πενήντα κατοίκων-υπαλλήλων, ένας μικρόκοσμος». Εκτός από αυτούς που φαίνονταν, (ρεσεψιονίστ, σερβιτόροι, καμαριέρες, θυρωροί), υπήρχε ένας ακόμα «αόρατος στρατός» εργαζόμενων. «Οι υπάλληλοι από τα πλυντήρια, το σιδερωτήριο, τις πρέσες […] οι υπάλληλοι του τμήματος συντήρησης με τις γκρι φόρμες, οι τηλεφωνήτριες, οι υπάλληλοι του λογιστηρίου, των πωλήσεων, των επισιτιστικών τμημάτων…». Επόμενο ήταν, μεταξύ τους, να αναπτύσσονται φιλίες, αντιπάθειες, έρωτες-αν και η διεύθυνση απαγόρευε τις ερωτικές σχέσεις ανάμεσα στους υπαλλήλους-ανταγωνισμοί και γενικά όλη η γκάμα των ανθρώπινων σχέσεων.
     Αυτές τις σχέσεις περιγράφει η συγγραφέας και για να το πετύχει εστιάζει την προσοχή της σε κάποια από τα μέλη του προσωπικού, που ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα για διάφορους και διαφορετικούς λόγους. Όπως ο Μάκης Ιγγλέσης, υπεύθυνος βάρδιας των ρεσεψιονίστ. Το καλύτερο παιδί του ξενοδοχείου. Στον οποίο, ένα δυστύχημα που συνέβη πριν χρόνια, άφησε μια ελαφρά χωλότητα στο ένα πόδι κι ένα βαθύ τραύμα στην ψυχή. Κάτι που η άστοργη μητέρα του εκμεταλλεύτηκε, για πολλά χρόνια και κατάφερε να τον χειραγωγεί. Όπως η Θέκλα, μια δυναμική καμαριέρα του έβδομου ορόφου που προορίζεται για την «ελίτ της ελίτ του ξενοδοχείου», με την οποία ο Μάκης είναι κρυφά ερωτευμένος. Όπως η Χαρούλα, μια διοικητική υπάλληλος που «καλοβλέπει» τον Μάκη.  Όπως ο Ηλίας, που θέλει την Έμιλι, την εκπαιδευόμενη στην ρεσεψιόν. Αυτές και άλλες  ιστορίες  των ανθρώπων του ξενοδοχείου περιγράφει η συγγραφέας στο καλογραμμένο της μυθιστόρημα και παράλληλα μέσα από την ενδιαφέρουσα και ρέουσα αφήγηση, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει συμπεριφορές, νοοτροπίες, τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων, αντιλήψεις και αντιδράσεις, αλλά και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ πελατών κι εργαζόμενων.
     

21 Ιαν 2020

ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ

KATE ATKINSON
Μετάφραση ΙΩΑΝΝΑ ΗΛΙΑΔΗ
Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Σελ. 399, Ιούνιος 2019

     Η βρετανίδα συγγραφέας K. Atkinson, με το μυθιστόρημα «Παραπλάνηση», μας εισάγει στον κόσμο των κατασκόπων. Πολλοί συγγραφείς στο παρελθόν επιχείρησαν να κάνουν το ίδιο. Κάποιοι-λίγοι-έκαναν εξαιρετική δουλειά. Αρκετοί τα κατάφεραν πολύ καλά. Άλλοι λιγότερο καλά και κάποιοι απέτυχαν παταγωδώς. Κανείς όμως δεν το έκανε με τον τρόπο της Atkinson. Δηλαδή με τόσο χιούμορ, που σε κάνει να νομίζεις ότι πρόκειται για ένα ανάλαφρο, χιουμοριστικό, κατασκοπικό θρίλερ ή μια παρωδία, ενώ δεν είναι καθόλου έτσι.
     Μια 60χρονη γυναίκα, βρίσκεται χτυπημένη από αυτοκίνητο σε ένα δρόμο του Λονδίνου, την άνοιξη του 1981. «Πεσμένη στο πεζοδρόμιο της Ουίγκμορ Στριτ με ανήσυχους περαστικούς παντού γύρω της, κατάλαβε πως δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει από αυτό που είχε συμβεί. Ήταν μόλις εξήντα ετών, αν και η ζωή της φαινόταν να έχει διαρκέσει πολύ. Κι όμως ξάφνου όλα έμοιαζαν με ψευδαίσθηση, με ένα όνειρο που συνέβη σε κάποιον άλλο. Τι παράξενο πράγμα που ήταν η ύπαρξη».
     Η γυναίκα είναι η Τζούλιετ Άρμστρονγκ, που έχει μόλις επιστρέψει στην Αγγλία, μετά από μακρά παραμονή στο εξωτερικό. Το ατύχημα αποτελεί το έναυσμα για να αναπολήσει τη ζωή της από το 1940, όταν νεαρή κοπέλα έκανε αίτηση να καταταγεί στις ένοπλες δυνάμεις, αλλά τελικά κλήθηκε να υπηρετήσει στην ΜΙ5. «Η Τζούλιετ δεν είχε κάνει αίτηση στην Υπηρεσία Ασφαλείας. Ήθελε να καταταγεί σε μία από τις γυναικείες ένοπλες δυνάμεις, όχι από ιδιαίτερο πατριωτισμό αλλά επειδή είχε εξαντληθεί από την προσπάθεια να επιβιώνει μόνη της τους μήνες μετά τον θάνατο της μητέρας της». Την ενέταξαν σε μια ομάδα της οποίας το καθήκον ήταν να παρακολουθεί φιλοναζιστές βρετανούς, που θα μπορούσαν να μεταφέρουν πληροφορίες στους Γερμανούς ή να επιδοθούν σε δολιοφθορές. «Κανείς δεν τους είχε μιλήσει για τη δολιότητα της ΜΙ5. Δεν είχαν μάθει ποτέ ότι μαγνητοφωνούνταν με μικρόφωνα ενσωματωμένα στον σοβά των τοίχων του διαμερίσματος στο Ντόλφιν Σκουέρ όπου πήγαιναν τόσο πρόθυμα κάθε εβδομάδα. Ούτε είχαν την παραμικρή ιδέα ότι ο Γκόντφρι Τόμπι δούλευε για την ΜΙ5 και δεν ήταν πράκτορας της Γκεστάπο στον οποίο πίστευαν ότι μετέφεραν προδοτικές πληροφορίες. Και θα εκπλήσσονταν πολύ αν μάθαιναν ότι την επόμενη μέρα, στο διαμέρισμα της διπλανής πόρτας, μια κοπέλα καθόταν μπροστά από μια μεγάλη γραφομηχανή Imperial και απομαγνητοφωνούσε εκείνες τις προδοτικές συνομιλίες […] Κι εκείνη η κοπέλα […] ήταν η Τζούλιετ». Η ομάδα αυτή, κατάφερε να εξουδετερώσει τους φιλοναζιστές και να εξαρθρώσει το δίκτυο που είχαν δημιουργήσει πριν γίνουν επικίνδυνοι.
     Στις Υπηρεσίες Ασφαλείας, παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. «Μετά, όπως τόσοι άλλοι, απολύθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από την Υπηρεσία. Βρήκε καταφύγιο στο Μάντσεστερ και στο BBC».
     Όμως από τη στιγμή που θα μπεις σε αυτόν τον σκοτεινό κόσμο, όπου τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο, τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται και δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη σε κανένα, δεν ξεφεύγεις ποτέ. Μια δεκαετία σχεδόν αργότερα, τα φαντάσματα του παρελθόντος θα επιστρέψουν και οι λογαριασμοί που παρέμεναν ανοιχτοί, θα πρέπει να κλείσουν…
     Το μυθιστόρημα έχει πολλές αρετές! Έναν πολύ καλό μύθο, έναν μοναδικό τρόπο γραφής, με ανελέητο, σαρκαστικό χιούμορ, έναν εξαιρετικά δομημένο κεντρικό χαρακτήρα (όπως επίσης εξαιρετικά φτιαγμένοι είναι και οι υπόλοιποι χαρακτήρες), αλλά και την μεγάλη ανατροπή στο τέλος. Γι’ αυτό και σας το συνιστώ.  

16 Ιαν 2020

ΚΑΣΕΤΙΝΑ

ΘΑΛΕΙΑ ΚΟΥΝΟΥΝΗ-ΠΟΛΥΒΙΟΥ
Εκδόσεις Ε.Ο.ΛΙΒΑΝΗΣ
Σελ. 651, 2019

     Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που θέτει πολλά ερωτήματα και περιέχει εξίσου πολλά μηνύματα, είναι το «Κασετίνα», της Θ. Κουνούνη.
     Στο μυθιστόρημα, πρωταγωνιστούν οι δίδυμες Χελένα και Ραχήλ Κράους, καρπός του γάμου μιας γερμανίδας, της Άιλι κι ενός εβραίου του Θίοντορ, που γνωρίστηκαν στο ψυχιατρικό ίδρυμα Ζόνεσταϊν, κοντά στη Δρέσδη, όπου εργάζονταν ως γιατροί. Κι ενώ η Χελένα ήταν «φυσιολογική», η Ραχήλ, είχε ένα ιδιαίτερο μυαλό και μια τρομακτική μνήμη. Δεν ένιωθε τα συναισθήματα που ένιωθαν οι άλλοι άνθρωποι, κάτι που με τη φροντίδα της οικογένειάς της άλλαξε ως ένα βαθμό. Από την άλλη, έφτανε να δει ή να διαβάσει κάτι μια φορά και το θυμόταν για πάντα.
     Το Ζόνεσταϊν, το 1940, μετατράπηκε από κέντρο ψυχιατρικής φροντίδας, σε κέντρο εξόντωσης, στα πλαίσια του προγράμματος ευγονικής των Ναζί με το κωδικό όνομα Τ4. Ο Θίοντορ, μπόρεσε παρά την καταγωγή του να διατηρήσει για λίγο τη δουλειά του και βοήθησε με τον τρόπο του να σωθούν κάποιες ζωές. «Όπως φάνηκε όμως, υπήρξαν οι κατάλληλοι επιστήμονες, υποστηρικτές της κυβέρνησης που παρακολουθούσαν τα βήματά του και θα φρόντιζαν να τον κρατήσουν στη θέση του. Έστω κι αν δεν ήξεραν ακριβώς τι ετοίμαζε, οι μελέτες του, οι αναφορές των ερευνών του ήταν αρκετές για να πειστούν πως ο άνθρωπος αυτός θα τους ήταν πολύ χρήσιμος». Αργότερα βέβαια, τόσο αυτός, όσο και οι κόρες του συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς. Εκεί η Ραχήλ, λόγω της ιδιαιτερότητας της μνήμης της, τράβηξε την προσοχή του διαβόητου γιατρού Γιόζεφ Μένγκελε. Αυτός της έδινε να διαβάσει τις σημειώσεις του, για τα απάνθρωπα πειράματα που έκανε σε κρατούμενους του στρατοπέδου και τη χρησιμοποιούσε σαν ζωντανό αρχείο, αφού στη συνέχεια κατέστρεφε τις σημειώσεις-αποδείξεις των σαδιστικών του πειραμάτων. Όσο η Ραχήλ, ήταν χρήσιμη, η ζωή της Χελένα δεν κινδύνευε. Όταν όμως απομακρύνθηκε από το στρατόπεδο (ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε κι ο Μένγκελε ήθελε να διαφυλάξει το πολύτιμο «αρχείο» του), οδηγήθηκε αμέσως στους θαλάμους των αερίων, οι οποίοι δούλευαν σε εντατικούς ρυθμούς μέχρι την τελευταία στιγμή.
     Η Ραχήλ, από ένα καπρίτσιο της τύχης διασώθηκε και επέζησε. Άλλαξε όνομα και μετανάστευσε στην Αμερική. Όμως η φρίκη που είχε ζήσει τη στοίχειωνε. Και φοβόταν ότι ο χρόνος που περνά θα σβήσει τις μνήμες και οι άνθρωποι θα οδηγηθούν να κάνουν τα ίδια λάθη. Γι’ αυτό θέτει σαν σκοπό της ζωής της, να κρατήσει τις μνήμες ζωντανές. Με τη βοήθεια φίλων βάζει μπροστά ένα παράτολμο σχέδιο για μια πράξη που θα δημιουργήσει αίσθηση. «Μαζί άρχισαν δειλά-δειλά να επεξεργάζονται την ιδέα για μια σύγχρονη ιστορία μπλεγμένη με την αληθινή δική τους που θα έκανε περισσότερο κόσμο να τους προσέξει. Με ένα βιβλίο όμως, όσο έξυπνη και αν ήταν η πλοκή του, δε θα πετύχαιναν ποτέ την παγκόσμια αφύπνιση ούτε θα κέρδιζαν όλες τις ηλικίες. Ειδικά τη νέα γενιά. Την πιο απομακρυσμένη από τα ιστορικά γεγονότα. Την πιο επίφοβη να επαναλάβει τα ίδια λάθη, απλώς γιατί δε γνωρίζει. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια και οι νέοι έριχναν στις κάλπες τις ψήφους τους υπέρ του νεοναζισμού, οι φόβοι τους επιβεβαιωνόταν. Η Ραχήλ ίσως το ήξερε από πολύ νωρίς πως ο μόνος τρόπος για να πετύχουν αυτό που επιθυμούσαν ήταν το να υπάρξουν θύματα».
     Το μυθιστόρημα «Κασετίνα», είναι ιδιαίτερο και ξεχωριστό για πολλούς λόγους: για τα θέματα που διαπραγματεύεται, τον τρόπο που το κάνει αυτό, αλλά και τον τρόπο που είναι γραμμένο… «Απαιτεί» από την αρχή την αμέριστη προσοχή του αναγνώστη, ο οποίος στα πρώτα κεφάλαια θα αισθανθεί μπερδεμένος. Ο τρόπος που είναι δομημένο το μυθιστόρημα, θυμίζει τις αφηγηματικές τεχνικές του Ντέιβιντ Μίτσελ. Το παρελθόν μπλέκεται με το παρόν, πολλά πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται και τα κεφάλαια είναι (φαινομενικά) ασύνδετα μεταξύ τους. Λίγο-λίγο όμως η ιστορία αποκτά συνοχή και με τις «ψηφίδες» που έντεχνα μας παρέχει η συγγραφέας, το ψηφιδωτό ολοκληρώνεται, μέχρι το αναπάντεχο τέλος.

10 Ιαν 2020

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ


     Γεννήθηκε το 1982. Μεγάλωσε στη Γάβριανη του Νομού Μαγνησίας. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κι έκανε μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Εργάζεται στην Αθήνα ως ιδιωτικός υπάλληλος. Έργα του: «Τόκορορο» (2019, Τόπος). Συμμετοχή σε συλλογικά έργα «Ιπτάμενο Πλοίο» (2015, Bythebook).
 
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας «Τοκορόρο»;
     Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, με τον Μπομπ τον Νεροχύτη, το οποίο στην αρχή γράφτηκε σαν μια ανεξάρτητη, αυτοτελής ιστορία. Μόλις την τελείωσα, κατάλαβα πως μπορεί να είναι η αρχή μιας ευρύτερης ιστορίας.

Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τόπο (Μαϊάμι) και τον συγκεκριμένο χρόνο; (εκλογή Κένεντι, επικράτηση του Κάστρο, προετοιμασία «εισβολής» στην Κούβα από CIA και αντεπαναστάτες)
     Η εποχή, για κάποιο λόγο, μου φαίνεται εξαιρετικά ρομαντική. Ίσως γιατί τα περισσότερα αναγνώσματά μου και κινηματογραφικές επιρροές κινούνται, χρονικά, κάπου εκεί. Η Κούβα είναι μια χώρα που με γοητεύει αφάνταστα. Η ατμόσφαιρα που βγάζει, η αίσθηση ελευθερίας, η κουλτούρα των ανθρώπων. Επίσης, το γεγονός ότι τόσα χρόνια, στα πόδια της Αμερικής, τραβάει τον δικό της δρόμο, είναι άξιο θαυμασμού. Η ιστορία της, με την Αμερική να εναντιώνεται στον Κάστρο, θυμίζει έντονα τις τωρινές διεργασίες σε Βενεζουέλα, Βολιβία, Συρία, Νικαράγουα και σε τόσες άλλες χώρες. Η σύγχρονη ιστορία του κόσμου.

Γιατί επιλέξατε να συνεχίσετε χωρίς τον εξαιρετικό μυθιστορηματικό χαρακτήρα του επιθεωρητή Ληρόι;
     Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα σχεδιάσει να προχωρήσω χωρίς τον Ληρόι. Μεγάλωσα κι εγώ παρέα με τους χαρακτήρες. Ειδικά από ένα σημείο και μετά, αφέθηκα εντελώς σ’ αυτούς, τους άφησα να με οδηγήσουν προς το τέλος. Ο Ληρόι με οδηγούσε συνεχώς προς ένα συγκεκριμένο τέλος. Όσες παρακάμψεις κι αν προσπάθησα να κάνω. Όμως, ο καθένας, ακόμη και ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας, πορεύεται όπως νομίζει και πληρώνει τις συνέπειες γι’ αυτό. Αυτή είναι και η ομορφιά της λογοτεχνίας. Είτε είσαι συγγραφέας είτε αναγνώστης, δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει.

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το έργο σας και ποιο είναι αυτό;
     Κάθε έργο, πέρα από την δημιουργία εικόνων και συναισθημάτων, μοιραία μεταφέρει και μηνύματα του δημιουργού. Προκύπτει μέσα από την ιστορία του Τοκορόρο, ότι το καλό και το κακό είναι δυσδιάκριτα. Ότι δεν αρκούν οι ταμπέλες της κοινωνίας, όσο βαριές κι αν είναι να ξεπλύνουν ή να κοπαδοποιήσουν μια ομάδα ανθρώπων. Ναι, ένας αστυνομικός μπορεί να κυνηγά το έγκλημα αλλά μπορεί και να παρανομεί. Οι βεβαιότητες τις σύγχρονης κοινωνίας πατάνε σε σαθρό έδαφος και όποιος τις καταρρίψει, θα επιτύχει την πλήρη ελευθερία που στο βιβλίο συμβολίζεται με το πουλί «Τοκορόρο» το οποίο αρνείται να φυλακιστεί. Για την απόλυτη ελευθερία του καθενός, είναι αναγκαίος ο πόλεμος με τους κοινωνικούς θεσμούς και η επανατοποθέτησή του ανθρώπου με βάση την προσωπική του αισθητική και ηθική.

Η λογοτεχνία μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;
     Η λογοτεχνία μπορεί και πρέπει να είναι κοινωνική πράξη. Διαπλάθει χαρακτήρες, περνάει υποσυνείδητα μηνύματα. Η λογοτεχνία πρέπει ασχολείται με μεγάλες ιδέες, με προβλήματα που είναι αναγκαίο να ειπωθούν και να βγουν στην επιφάνεια, με σχέσεις ανθρώπων.

Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε συγγραφέας;
     Από σχετικά, μικρή ηλικία άρχισα να γράφω ποιήματα και ιστορίες. Συνεχώς με κατέτρωγε η ανάγκη να γράφω, ένιωθα ότι έτσι αδειάζω το μέσα μου και δημιουργώ χώρο για άλλα. Όταν αποφάσισα να γράψω κάτι μεγαλύτερο σε έκταση, όπως ένα μυθιστόρημα, ενθουσιάστηκα. Σαν να βρήκα τον σκοπό μου, το ποιος είμαι, τελικά.

Αυτό είναι το πρώτο σας έργο. Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο;
     Δεν θα ξεχάσω την στιγμή όταν η εξαιρετική επιμελήτρια και υπεύθυνη έκδοσης, Άρτεμις Λόη, μου το έδωσε τυπωμένο. Ένιωσα μια ανακούφιση, σαν ένα βάρος να έφυγε από πάνω μου, μια σκέψη ότι : «το δικό μου μέρος τελείωσε, τώρα ανήκει σε άλλους» πέρασε από το μυαλό μου. Το έπιανα και ένιωθα ότι έπιανα κόπους χρόνων, σκέψεις, συναισθήματα. Η χαρά ήταν μεγάλη και για το γεγονός ότι το υπογράφουν οι εκδόσεις Τόπος, ένας εκδοτικός οίκος με θαυμάσια και προσεγμένα βιβλία.

Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
     Πιστεύω ότι συνεχίζουν να υπάρχουν στον κόσμο που τους έχω φτιάξει, βουτηγμένοι κι αυτοί στην δική τους καθημερινότητα, μέχρι να τους χρειαστώ ξανά. Να ξυπνήσουν από τον λήθαργο και να με συντροφεύσουν πάλι, μέλη όλοι τους ενός μικρόκοσμου δικού μου. Άλλοτε συναντώνται μεταξύ τους σε νέα γραπτά, κάποιοι γνωρίζονται από παλιά και κάποιες φορές υποδέχονται νέα μέλη. Τους έχω σαν παιδιά μου.

Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
     Σίγουρα, διαφορετικά δεν νομίζω ότι θα μπορούσαν να τα βιώσουν οι ήρωές μου. Δεν μπορείς να περάσεις στον άλλον κάτι που δεν έχεις. Αυτά που δεν είναι κοινά είναι τα βιώματά μας.

Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωες σας;
     Ως ένα σημείο όλοι αλλά ολοκληρωτικά κανείς. Οι χαρακτήρες μου είναι πραγματικοί άνθρωποι, υπάρχουν εκεί έξω, κάποιους τους γνωρίζω, άλλους τους συναντώ στην καθημερινότητά μου και φαντάζομαι πώς λειτουργούν. Εάν μου λείπει κάποιος, βγαίνω και προσπαθώ να τον συναντήσω, κοιτάζω γύρω μου, τον ψάχνω. Μάλιστα πολλοί χαρακτήρες μου είναι δύο και τρεις πραγματικοί άνθρωποι μαζί. Υπό αυτή την έννοια, δεν μου μοιάζει κάποιος. Όμως, η συγγραφή είναι βιωματική. Όλοι οι χαρακτήρες έχουν στοιχεία των συγγραφέων, θέλοντας και μη. Μπορεί οι συγγραφείς να μην μπορούν να ζήσουν υπό το βάρος των ηρώων τους, αλλά οι ήρωες είναι σημαδεμένοι από την ψυχή κάθε συγγραφέα. Δεν θα άντεχα να ζήσω σαν τον Τσαντ, αλλά ο Τσαντ κουβαλάει κάτι από εμένα.

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Η γυναίκα μου. Και είναι ο πιο αυστηρός κριτής. Πάντα με βοηθά με τις εύστοχες παρατηρήσεις της. Πολλές φορές, μάλιστα, με τροφοδοτεί με φρέσκες ιδέες και μου δείχνει τον δρόμο. Επίσης, γράφει εξαιρετικά.

Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;
     Ιδανικός αναγνώστης (και αυτό μπορεί να γενικευθεί και για όλα τα είδη τέχνης) είναι οποιοσδήποτε στέκεται απέναντι από ένα βιβλίο, τραγούδι, θεατρική παράσταση, πίνακα ζωγραφικής έτοιμος να βυθιστεί στον κόσμο του δημιουργού, απαλλαγμένος από δίχτυα ασφαλείας, «ειδικές» γνώσεις επί του αντικειμένου, έχοντας τις πόρτες ανοιχτές να δεχθεί τα μηνύματα του δημιουργού. Σαν μικρό παιδί που ανακαλύπτει ένα καινούργιο παιχνίδι.

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
     Ανακάλυψα το ότι, αν κάτι το θέλω πραγματικά, μπορώ να πειθαρχήσω και να το φέρω εις πέρας.

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Δεν θα έλεγα ότι ανετράπη κάποια πεποίθησή μου, όχι.

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
     Μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι σαν να έχεις προσκαλέσει κάποιον στο σπίτι σου, μόνο που το σπίτι αυτό είναι η ψυχή σου. Είναι σαν να ανοίγεις τα παράθυρα, να μπει φρέσκος αέρας. Το απολαμβάνω, πραγματικά.

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
     Ναι, αρκετές φορές. Κάποιος μου είπε ότι η γραφή μου του θυμίζει πιο πολύ τον Στάινμπεκ, κάτι που δεν μου είχε έρθει στο μυαλό. Αναζητώ σχόλια και από ανθρώπους που εμπιστεύομαι, πριν την έκδοση, και εκεί ακούω πράγματα που δεν είχα φανταστεί. Είναι τρομερό σε ποια μορφή τελικά καταλήγει το μήνυμα στον αναγνώστη. Γι’ αυτόν, ακριβώς, τον λόγο, δεν έχει καμία σημασία το «τι θέλει να πει ο ποιητής». Το έργο δεν ανήκει πλέον στον δημιουργό. Φτάνει στον αναγνώστη ο οποίος το αποκωδικοποιεί με την δική του ματιά και το μεταφράζει σύμφωνα με τα δικά του βιώματα και τη δική του ψυχή.

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
     Η αλήθεια είναι ότι η αμερικανική hardboiled σχολή του αστυνομικού με έχει επηρεάσει βαθύτατα. Εκεί που, για μένα, ξεκίνησαν όλα. Ειδικά ο Ρέημοντ Τσάντλερ ο παππούς όλων μας. Μετά ο ΜακΚάρθι, ο Ελρόι, η μπιτ γενιά του Κέρουακ, του Μπόροουζ. Και φυσικά οι δικοί μας Καβάφης και Καζαντζάκης.

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
     Η συγγραφή είναι μια επίπονη διαδικασία που απαιτεί πειθαρχία, έλεγχο αλλά και μια συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση. Προσωπικά πιστεύω πολύ στην έμπνευση, δεν θέλω να γράφω διεκπεραιωτικά. Χρειάζεται να είσαι σε μια κατάσταση πρωτόγονης ελευθερίας, πλήρους απαγκίστρωσης από κάθε λογής βαρίδιο για να μπορέσει το πνεύμα να τρέξει και να καταγράψει την δική σου αλήθεια.

Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;
     Μόλις τελείωσε η συγγραφή του Τοκορόρο ένιωσα πολύ γεμάτος από το αποτέλεσμα και ακριβώς την επόμενη στιγμή, άδειος. Είναι σαν να λες: και τώρα, τι; Αμέσως άρχισα να δουλεύω στο μυαλό μου το επόμενο μυθιστόρημά μου. Έχει δρόμο ακόμη, θα διαδραματίζεται στην Ελλάδα του 1975 και θα είναι κι αυτό αστυνομικό μυθιστόρημα.

5 Ιαν 2020

Η ΘΕΣΗ 7Α

SEBASTIAN FITZEK
Μετάφραση ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
Σελ. 489, Μάρτιος 2019

     Ένα ψυχολογικό θρίλερ, από τον μαιτρ του είδους S. Fitzek, είναι το μυθιστόρημα «Η Θέση 7Α».
     Ο γερμανός ψυχίατρος Ματς Κρούγκερ, μετά από μια προσωπική τραγωδία, την οποία αντιμετώπισε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, μετανάστευσε στην Αργεντινή όπου ζούσε ο αδελφός του, για να κάνει μια καινούρια αρχή. Έχει αφήσει πίσω του, την κόρη του Νέλε, με την οποία οι σχέσεις του, μετά και τον θάνατο της μητέρας της, δεν είναι καλές. Επικοινωνούν μόνο με λιγόλογα μηνύματα.
     Τώρα η Νέλε, ετοιμάζεται να φέρει στον κόσμο ένα παιδί. Και τον θέλει κοντά της. «Χαιρόταν πολύ που σύντομα θα έβλεπε το πρώτο εγγόνι του. Ίσως μάλιστα, να του επέτρεπαν να το κρατήσει και στην αγκαλιά του. Συγχρόνως όμως, έτρεμε ότι θα αντίκριζε στα μάτια της Νέλε την ίδια ψυχρότητα που διέκρινε στα σύντομα, κοφτά μηνύματά της. Μόνο ένας γερο-ξεμωραμένος θα έτρεφε ελπίδες πως, η Νέλε θα τον συγχωρούσε. Και ο Ματς μπορεί να ένιωθε γέρος, αλλά ξεμωραμένος δεν ήταν. Ήξερε πολύ καλά τι ακριβώς είχε καταστρέψει τη στιγμή που εγκατέλειπε τη μητέρα της και ακόμα δεν είχε καταλάβει για ποιο λόγο η Νέλε του ζητούσε να επιστρέψει στη Γερμανία για τη γέννηση του πρώτου της παιδιού».
     Για να ταξιδέψει ο Ματς από το Μπουένος Άιρες στο Βερολίνο, πρέπει να μπει σε αεροπλάνο. Όμως πάσχει από υπερβολικής μορφής αεροφοβία. Έχοντας παρακολουθήσει ένα σεμινάριο αντιμετώπισης της αεροφοβίας. Έχοντας διαβάσει αμέτρητα άρθρα και στατιστικές κι έχοντας δει άπειρα βίντεο και ντοκιμαντέρ, καταστρώνει ένα σχέδιο. Αγοράζει όλες τις θέσεις που οι έρευνες υποδεικνύουν ως τις πιο «ασφαλείς» σε ένα αεροπλάνο, με σκοπό να κάθεται από λίγη ώρα σε κάθε θέση, ελπίζοντας ότι σε περίπτωση ατυχήματος, θα βρίσκεται στην κατάλληλη θέση και θα σωθεί! Μια από τις θέσεις που αγοράζει, είναι και η 7Α. «Η 7Α είναι η πιο επικίνδυνη θέση του αεροπλάνου. Την έκλεισα από καθαρή δεισιδαιμονία. Διότι ήθελα να μείνει πάση θυσία κενή στη συγκεκριμένη πτήση».
     Μέσα στο αεροπλάνο θα δεχτεί ένα τηλεφώνημα. Θα διαπιστώσει τότε πως ούτε η βλάβη, ούτε η τρομοκρατική απειλή, ούτε οι καιρικές συνθήκες, ούτε και οι αναταράξεις αποτελούν πρόβλημα και λόγο ανησυχίας. Θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει χειρότερους φόβους. Ο άγνωστος που τηλεφώνησε τον ενημερώνει ότι έχει απαγάγει την κόρη του, την ώρα που ο Ματς ξέρει, ότι η διαδικασία του τοκετού έχει ήδη ξεκινήσει! Η Νέλε είναι φορέας του ιού HIV. Μολύνθηκε όταν έκανε ένα τατουάζ στην Ταϊλάνδη. Χάρη στη θεραπεία που λαμβάνει, δεν έχει νοσήσει. Παρ’ όλα αυτά, χρειάζεται ειδική φροντίδα για να μην κινδυνέψει ούτε αυτή, ούτε το μωρό. Μετά την αρχική σαστιμάρα, ο Ματς είναι έτοιμος να κάνει ότι του ζητηθεί για να σώσει τη ζωή της κόρης του. Όμως αυτό που ακούει ξεπερνά και την πιο αρρωστημένη φαντασία. Ο άγνωστος του λέει ότι στην συγκεκριμένη πτήση με τους εξακόσιους επιβάτες και το 26μελές πλήρωμα, βρίσκεται ένας παλιός του ασθενής που «υπέφερε για πολύ καιρό από βαριά μετατραυματική διαταραχή άγχους με εξάρσεις πικρίας και με εκρήξεις επιθετικότητας που συνοδεύονταν από έντονες φαντασιώσεις βίας. Δεν ήθελε απλώς να αυτοκτονήσει, αλλά  να συμπαρασύρει μαζί του στο θάνατο όσο γινόταν περισσότερους ανθρώπους». Ο απαγωγέας, του λέει ότι θα πρέπει να βρει τον παλιό του ασθενή που είχε πια πλήρως θεραπευτεί και ότι «…θα ήθελα να αντιστρέψετε την επίδραση της θεραπείας σας. Ενεργοποιήστε εκ νέου τις βίαιες φαντασιώσεις του ασθενή σας. Ξυπνήστε το δολοφόνο μέσα του. Και κάντε τον να ρίξει το αεροπλάνο»!! Ούτε λίγο, ούτε πολύ δηλαδή, του ζητά να σκοτώσει 626 άτομα (και μαζί τον ίδιο του τον εαυτό), με αντάλλαγμα τη ζωή της κόρης του και του μωρού της!
     Ο S. Fitzek, για μια ακόμη φορά, αποδεικνύει ότι είναι από τους κορυφαίους στο ψυχολογικό θρίλερ. Υφαίνει την πλοκή με μεγάλη δεξιοτεχνία και κλιμακώνει το σασπένς με επιδεξιότητα. Δομεί τους χαρακτήρες με διεισδυτικότητα, κάτι που είναι «εκ των ων ουκ άνευ» στο συγκεκριμένο είδος και με αξιοσημείωτη άνεση, δημιουργεί ανατροπές που είναι θεαματικές κι ευρηματικές. Παράλληλα, θέτει και οδυνηρά ηθικά διλλήματα που είναι δύσκολο να απαντηθούν. Όπως αν θα επιλέξει ο κεντρικός του χαρακτήρας να θυσιάσει 626 ανθρώπους ή την κόρη του και το μωρό της. Ή ότι αφορά τις σχέσεις ψυχιάτρου-ασθενή.  Με τον τρόπο γραφής του, κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, που θα κρατά την ανάσα του μέχρι την τελευταία σελίδα. Όταν θα ξεκινήσετε να διαβάζετε το συναρπαστικό κι εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα, φροντίστε να έχετε τη μέρα σας ελεύθερη και χωρίς πιεστικές υποχρεώσεις, γιατί δύσκολα θα το αφήσετε από τα χέρια σας, πριν φτάσετε στη τελευταία σελίδα.