31 Μαΐ 2020

ΚΑΤΙ ΚΡΥΦΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

ΚΑΡΟΛΙΝΑ ΜΕΡΜΗΓΚΑ
Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
Σελ. 294, Νοέμβριος 2019

     Μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται στο εξώφυλλο το βιβλίο της Κ. Μέρμηγκα «Κάτι Κρυφό Μυστήριο». Μυθιστορηματική βιογραφία θα το χαρακτήριζα εγώ, αφού περιγράφει τη ζωή του-σε αδρές όμως γραμμές- πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια. Από τη γέννησή του στην Κέρκυρα στις 10 Φεβρουαρίου 1776, μέχρι την άνανδρη δολοφονία του, που σκόρπισε τη θλίψη στον απλό λαό που πίστευε σ’ αυτόν, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, στο Ναύπλιο.
     Ο Καποδίστριας ήταν γόνος μιας πλούσιας αριστοκρατικής οικογένειας της Κέρκυρας, για την οποία έλεγαν: «Έχουν κτήματα κι έχουν και τον τίτλο του κόμη […] Και πιστεύουν πως ότι τους ανήκει, η περιουσία τους, η κοινωνική τους θέση, η μόρφωσή τους, είναι για να βοηθούν τους υπόλοιπους. Έτσι μεγάλωσαν τα παιδιά τους, ότι η προσφορά είναι καθήκον».
     Τα Επτάνησα, όταν ο Ιωάννης ήταν 18 ετών, βρισκόταν υπό ενετική κατοχή, γι’ αυτό πήγε στη Βενετία και στην Πάδοβα για σπουδές. Σπούδασε Ιατρική, Νομικά και Φιλοσοφία.
      Το 1809, το κοφτερό του πνεύμα, η νηφαλιότητά του και η διαπραγματευτική του ικανότητα, τον οδήγησαν στην τσαρική αυλή στην Πετρούπολη. Θα εργαστεί για τον Τσάρο λέγοντας «Θα είμαι ο πιο πιστός του υπάλληλος, αλλά ποτέ υπήκοος […] πάντα θα σκέφτομαι και θα πράττω ως Έλληνας». Οι ικανότητές του, που τον έφεραν στην κορυφή του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, ανάγκασαν τον μεγάλο του αντίπαλο τον Μέτερνιχ να γράψει: «Ο μόνος αντίπαλος που δεν νικιέται είναι ο έντιμος. Και τέτοιος είναι ο Καποδίστριας. Αν υπολογίσω τα ποσοστά επιρροής του καθενός από τους δυο μας στις αποφάσεις που παίρνουμε, το 85% της νίκης είναι δικό μου-με το υπολειπόμενο όμως 15% ο Καποδίστριας κερδίζει τα πάντα. Αναγκάζει τον κόσμο να χάνει την ησυχία του, να χάνει το γόητρό του! Δεν είναι κακός άνθρωπος, αλλά για μένα ξεπερνά κάθε λογική: Έχει ένα μυαλό παράξενο-δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοια σκέψη».
     Ο Καποδίστριας ήταν αντίθετος με την Επανάσταση του 1821 τη δεδομένη στιγμή. Πίστευε ότι δεν ήταν σωστά προετοιμασμένη και ήταν βέβαιος ότι μπορούσε να πετύχει κάποιου είδους ανεξαρτησία με διπλωματικά μέσα σε κάποιο από τα συνέδρια που γίνονταν συνεχώς και καθόριζαν τα σύνορα και τις σφαίρες επιρροής των τότε μεγάλων δυνάμεων. Όταν όμως ο αγώνας για την ανεξαρτησία ξέσπασε, τον στήριξε με όλες του τις δυνάμεις. Αφ’ ενός, στα διάφορα συνέδρια που πήρε μέρος, διαχώριζε την Ελληνική Επανάσταση από άλλες που ξέσπασαν στην Ευρώπη και απειλούσαν το κατεστημένο, υποστηρίζοντας ότι είναι εθνικοαπελευθερωτική κι όχι κοινωνική. Αφ’ ετέρου με χρήματα. Ενώ είχε ετήσιο εισόδημα 32.000 χρυσών φράγκων, ζούσε σε συνθήκες που πλησίαζαν την ένδεια, προσπαθώντας να μην ξοδέψει περισσότερα από 200 το μήνα. Τα υπόλοιπα τα διέθετε στον αγώνα! Όταν η Τρίτη Εθνοσυνέλευση τον ανακήρυξε μοναδικό κυβερνήτη της χώρας, αποδέχθηκε τη θέση. «Κρατάς στα χέρια σου αυτό που δεν ζήτησες ποτέ, αυτό που πάντα ένα μέρος σου φοβόταν […] αυτό που πάντα ήξερες ότι δεν θα μπορούσες να αγνοήσεις αν ερχόταν, αυτό που πάντα βρισκόταν στην άκρη του ορίζοντα ως τελευταίο σύνορο […] στο λαμπρότερο απ’ όλα σου τα παράσημα, στη μεγαλύτερή σου δοκιμασία».
     Ήξερε που ερχόταν. Ήξερε ότι έπρεπε να δώσει τιτάνιο αγώνα και να παράξει τεράστιο έργο για να μετατρέψει αυτό το «τίποτα» που παραλάμβανε σε κράτος. Ήξερε ακόμα ότι ο μεγαλύτερος εχθρός δεν ήταν ο εξωτερικός αν και οι Τούρκοι κρατούσαν ακόμα την Αθήνα και ο Ιμπραήμ, έβγαινε όποτε ήθελε από τα κάστρα που κατείχε και κατέκαιγε την Πελοπόννησο. Ο μεγάλος εχθρός ήταν ο εσωτερικός! «…τον ενημερώνουν για την ανυπαρξία διοικητικών αρχών στις επαρχίες, για τις κοινωνικές συγκρούσεις στα νησιά, για την πλήρη εγκατάλειψη των γεωργικών εργασιών από το φόβο αρπαγής των προϊόντων (είτε από τον εχθρό είτε από τους ίδιους τους Έλληνες στρατιωτικούς, το ίδιο κάνει), για την πειρατεία, το λαθρεμπόριο, την αδυναμία είσπραξης φόρων. Του λένε όσα ήδη ξέρει και δεν του λένε και τα άλλα που επίσης ξέρει: για την κατάχρηση δημοσιών πόρων από τοπικούς άρχοντες, για την απειθαρχία του στρατού, για την αντίδραση όλων εκείνων που δεν ήθελαν και δεν θέλουν να έρθει εδώ να τους κυβερνήσει […] Φατρίες, επιγαμίες, αδελφοποιτοί, κουμπάροι, κοτζαμπάσηδες, δημογέροντες, προύχοντες, πρόκριτοι, αρματολοί και κλέφτες, καραβοκύρηδες, πολιτικοί και στρατιωτικοί […] Τόσο μικρή χώρα, τόσο ελάχιστη η γη, κι όμως τόσοι πολλοί».
     Σύντομα, ήρθε σε σύγκρουση με όλους αυτούς. Ένα σύστημα συμφερόντων και τοπικών εξουσιών που προσπαθούσαν «να γίνουν Τούρκοι στη θέση των Τούρκων». Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο C. M. Woodhouse στο  «1821. Ο Πόλεμος Της Ελληνικής Ανεξαρτησίας» : «…προύχοντες όπως ο Ζαΐμης ή ο Λόντος, των οποίων η ιδέα σχετικά με το τι σήμαινε ανεξαρτησία ήταν να σφετεριστούν για λογαριασμό τους τη φεουδαρχική απολυταρχία των Τούρκων…»(σελ. 106). Ή μερικές σελίδες πιο κάτω «Πρώτοι ανάμεσά τους ήταν οι ανεξάρτητοι προύχοντες της Πελοποννήσου, που προσδοκούσαν να κληρονομήσουν τους Οθωμανούς και να συνεχίσουν τις τοπικές αυτοκρατορίες τους σε ευρύτερη κλίμακα» (σελ 178). Προκαλούσαν συνεχώς προβλήματα και αναταραχή, ζητούσαν συνεχώς χρήματα και απαιτούσαν να μην χάσουν τα τόσο προσοδοφόρα προνόμιά τους. Μάλιστα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, δεν δίστασε να τραβήξει το σπαθί του μέσα στο Κυβερνείο και να ζητήσει απειλώντας τον Καποδίστρια να τον ονομάσει Μπέη της Σπάρτης (Λακωνίας) και να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους στη Σπάρτη. Αυτός φυσικά αρνείται. «Δεν ήρθα στην Ελλάδα για την οικογένεια Μαυρομιχάλη, ούτε για την οικογένεια Ζαϊμη, ούτε για την οικογένεια Κουντουριώτη. Ήρθα για όλο το λαό. Το έθνος είναι φτωχό και δεν μπορώ ν’ αφήσω να πεθάνουν από την πείνα τόσοι δυστυχισμένοι για να χορηγώ μόνο στην οικογένεια Μαυρομιχάλη».
     Η σύγκρουση με αυτό το «σύστημα» είναι που τον «καταδίκασε» σε θάνατο. Όπως και ο χρόνος που απαιτούνταν, αλλά δεν του δόθηκε. «Θέλω τον χρόνο που χρειάζονται πάντα οι Έλληνες για να διαφωνήσουν και να απορρίψουν και να μην εφαρμόσουν τίποτα απ’ όσα τους ζητούνται. Και μετά να το ξανασκεφτούν και να το δουν διαφορετικά και σιγά-σιγά να το αποδεχτούν. Και στο τέλος να το επαινέσουν. Χρειάζεται πολύς χρόνος γι’ αυτό. Και χρειάζεται κάποιος να πεθάνει. Για να μπορούν να λένε, μετά, ότι αυτός ο κάποιος ήταν ο πιο καλός».
     Δεν ξέρουμε τι θα γινόταν αν ο Καποδίστριας δεν δολοφονούνταν και συνέχιζε το έργο του. Πως θα ήταν η εξέλιξη της Ελλάδας. Η Ιστορία δεν γράφεται με «αν». Αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι το ξεκίνημα της ζωής αυτής της χώρας, θα ήταν διαφορετικό και μάλλον πολύ καλύτερο!
     Ο Ιωάννης Καποδίστριας, δεν έχει βρει ακόμη τη θέση που του αρμόζει. Όσα έκανε για την Ελλάδα, παραμένουν άγνωστα στους πολλούς. Στο βιβλίο αυτό, η Καρολίνα Μέρμηγκα, κάνει μια αξιόλογη προσπάθεια, να μας κάνει κοινωνούς της ζωής, του έργου, της νοοτροπίας του και του οράματός του για την Ελλάδα. Που ήθελε να την μεταμορφώσει από έναν «κρανίου τόπο» σε ένα σύγχρονο, δημοκρατικό κράτος! Με τον εξαιρετικό τρόπο που είναι γραμμένο το βιβλίο, καταφέρνει να μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα στους χώρους όπου έδρασε αλλά και συγκρούστηκε ο Καποδίστριας, είτε πρόκειται για αυτοκρατορικές αυλές, είτε για επαύλεις και πύργους της αριστοκρατίας, είτε ακόμη και τα φτωχόσπιτα των Ελλήνων που πρωτοαντίκρισε όταν έφτασε στην Ελλάδα. Με τα προσεκτικά επιλεγμένα αποσπάσματα από τη βιβλιογραφία, αναμνήσεις αυτοπτών και επιστολές, μας δείχνει τον ατσάλινο χαρακτήρα του, που δεν φοβόταν τη δουλειά, δεν ντρεπόταν να «ζητιανέψει» αν επρόκειτο για το καλό της χώρας και φυσικά δεν δέχτηκε να πάρει ως αμοιβή ούτε έναν φοίνικα από το δημόσιο ταμείο. Έναν άνθρωπο μοναχικό εξ ανάγκης, αφού τις κρίσιμες στιγμές πήρε αποφάσεις δύσκολες για την προσωπική του ζωή. Έβαλε στην άκρη τα προσωπικά του «θέλω», αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην Πατρίδα και τελικά θυσίασε και τη ζωή του γι’ αυτήν. Το «Κάτι Κρυφό Μυστήριο» είναι ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα που θα ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Ένα βιβλίο απαραίτητο, για κάθε βιβλιοθήκη που θέλει να ονομάζεται και να είναι ενημερωμένη. Στις τελευταίες σελίδες, παρατίθενται συνοπτικά βιογραφικά στοιχεία για τα πρόσωπα που αναφέρονται στο κείμενο και βιβλιογραφία.     

25 Μαΐ 2020

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΕΛΙΔΑ

ΓΚΑΖΜΕΝΤ ΚΑΠΛΑΝΙ
Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Σελ. 179, Δεκέμβριος 2019

     Επτά χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, επανακυκλοφορεί βελτιωμένο και εμπλουτισμένο το μυθιστόρημα του Γ. Καπλάνι με τίτλο «Η Τελευταία Σελίδα».
     Την άνοιξη του 1943, έχει γίνει αντιληπτό από όλους ότι η μοίρα των εβραίων της Θεσσαλονίκης, είναι προδιαγεγραμμένη. Ο Λέων, ένας νεαρός άντρας, αποφασίζει εκποιώντας όλη του την περιουσία, να σώσει από τον επικείμενο χαμό τον εαυτό του, την σύζυγό του και τον τετράχρονο γιό του, δραπετεύοντας στην γειτονική Αλβανία που τελεί επίσης υπό γερμανική κατοχή, αλλά ελπίζει ότι θα μπορέσει να «κρυφτεί», αφού δεν υπάρχουν διώξεις, καθώς δεν υπάρχει εβραϊκή κοινότητα. Για να το πετύχει χρησιμοποιεί τις «υπηρεσίες» -με το αζημίωτο φυσικά-παραχαρακτών για τα διαβατήρια και λαθρέμπορων που γνωρίζουν τα πιο ασφαλή περάσματα. «Ήταν ο πιο ωραίος μήνας του χρόνου, Μάιος του 1943, όταν ξεκίνησαν για την Αλβανία, έχοντας αλλάξει και οι τρεις τους ρούχα, ονόματα και ταυτότητα. Ο πατέρας Λέων έγινε Ασλάν, η μητέρα Ρίτα έγινε Μουσινέ, και ο μικρός κρυπτοεβραίος άλλαξε το όνομά του από Αλμπέρ σε Ισά. “ Όπου σταθούμε και βρεθούμε, να ξέρετε ότι είμαστε όλοι μουσουλμάνοι Αλβανοί”, τους είπε ο λαθρέμπορος. Ήταν ένας ψηλός τύπος με μουστάκι, που μιλούσε βαριά ελληνικά. Αν και καλοντυμένος έμοιαζε πιο πολύ με κατσικοκλέφτη». Μετά την μυστική τους εγκατάσταση στη γειτονική χώρα, ο Λέων-Ασλάν, πολέμησε μαζί με τους κομμουνιστές αντάρτες του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου και μετά τον πόλεμο αποφάσισε να μείνει με την οικογένειά του στην «μικρή αλβανική πόλη, την Καβάγια». Αργότερα βέβαια και να ήθελε να φύγει δεν θα μπορούσε, αφού το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα, σφράγισε τα σύνορα κι έβαλε την Αλβανία σε μια ιδιότυπη απομόνωση, που κράτησε μέχρι την πτώση του κομμουνισμού το 1992.
     Ο Μέλσι, είναι ένας από τους χιλιάδες Αλβανούς που πέρασαν τα σύνορα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στην Ελλάδα. Το τηλεφώνημα που έλαβε εκείνο το απόγευμα του φθινοπώρου του 2011, τον πληροφόρησε ότι ο πατέρας του ο Αλί, πέθανε από έμφραγμα στη μακρινή Σαγκάη όπου βρισκόταν, για κάποιον μυστηριώδη κι ανεξήγητο λόγο! Ο Μέλσι επιστρέφει βιαστικά στα Τίρανα, για να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες και διατυπώσεις για τον επαναπατρισμό της σορού κι εγκαθίσταται στο πατρικό του σπίτι.
     Ο Αλί, εργαζόταν ως βιβλιοθηκονόμος και είχε μια μεγάλη κι ενημερωμένη βιβλιοθήκη. Μάλιστα στη διάρκεια του εργασιακού του βίου, είχε τη δυνατότητα να έρχεται σε επαφή με τη «δυτική» λογοτεχνία, αφού εργαζόταν στο τμήμα απαγορευμένων βιβλίων της Βιβλιοθήκης των Τιράνων. Ψάχνοντας τα βιβλία και το αρχείο του πατέρα του, ο Μέσλι, ανακάλυψε ένα καφέ τετράδιο. «Το μάτι του ακούμπησε στο καφέ τετράδιο που είχε ανασύρει το προηγούμενο βράδυ από το προτελευταίο συρτάρι της μαύρης συρταριέρας, μαζί με ένα μάτσο χαρτιά και χάρτινους φακέλους. Ανήκαν στον πατέρα του και ήταν όλα τυλιγμένα με πλαστικές σακούλες του σούπερ μάρκετ. Σε αυτό το τετράδιο βρισκόταν η μεγαλύτερη έκπληξη για τον Μέλσι: ένα βιβλίο που σχεδίαζε να γράψει ο πατέρας του. Ήξερε ότι ο πατέρας του ήταν φανατικός αναγνώστης κι ότι μετέφραζε βιβλία, αλλά δεν τον είχε φανταστεί ποτέ ως συγγραφέα. Στη δεύτερη σελίδα του τετραδίου ήταν γραμμένος ο τίτλος της ιστορίας: Η Αλλόκοτη Ιστορία Ενός Κρυπτοεβραίου-Προσχέδιο για βιβλία».
     Η ανακάλυψη αυτή, θα οδηγήσει τον Μέσλι σε μια καταβύθιση στην οικογενειακή ιστορία, αλλά και θα τον οδηγήσει στη λύση του μυστηρίου που αφορά το ταξίδι του πατέρα του στη Σαγκάη.
     Ένα «μεγάλο» (παρά το μικρό μέγεθός του), πυκνό, συναρπαστικό, εξαιρετικό μυθιστόρημα, που θα ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη και το οποίο θα τον «απασχολεί» για πολύ καιρό μετά την ανάγνωσή του.

Σημ. Διαβάστε εδώ μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του συγγραφέα:  https://bibliodiktis.blogspot.com/2019/06/gazmed-kapllani.html


20 Μαΐ 2020

ΑΘΩΟΙ ΕΝΟΧΟΙ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ
Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ
Σελ.475, Ιανουάριος 2020

     Ένα συναρπαστικό αστυνομικό-ψυχολογικό μυθιστόρημα, είναι το νέο βιβλίο της Ε. Μεταξά που έχει τίτλο «Αθώοι Ένοχοι».
     Κεντρικός χαρακτήρας και σε αυτό το μυθιστόρημα, είναι η Έλσα Γληνού, διακεκριμένη ψυχολόγος, η οποία συνεργάζεται στενά με την αστυνομία. Χάρη στην ευφυΐα, την επιστημονική της κατάρτιση και την οξυδέρκειά της, συνθέτει με εξαιρετική ακρίβεια τα ψυχολογικά προφίλ των δραστών εγκληματικών πράξεων, βοηθώντας έτσι σημαντικά στον εντοπισμό και τη σύλληψη τους «…ήταν γνωστό ότι είχε βοηθήσει την αστυνομία ουκ ολίγες φορές και χάρη στη δική της συνδρομή είχαν διαλευκανθεί εγκλήματα που ίσως θα έμεναν άλυτα αν δεν υπήρχε εκείνη».
     Η εμπλοκή της στη νέα υπόθεση, ξεκίνησε όταν κλήθηκε από κολέγιο των Αθηνών, να δώσει μια διάλεξη με θέμα «Η ψυχολογία στην υπηρεσία της εγκληματολογίας». Μετά το τέλος της διάλεξης, την πλησίασε μια από τις φοιτήτριες, η Ζωή Κομνηνού. «Η βαθιά φωνή που ακούστηκε ξαφνικά δίπλα στο αυτί της επανέφερε τη γυναίκα στην πραγματικότητα[…] Η Έλσα γύρισε το κεφάλι της και αντίκρισε μια νεαρή κοπέλα με μακριά πυρρόξανθα μαλλιά, πιασμένα χαλαρά στη βάση του λαιμού της και τα πιο πράσινα μάτια που είχε δει ποτέ της». Η νεαρή, φοιτήτρια ψυχολογίας όπως διευκρίνισε, με απύθμενο θράσος κι εμφανώς ειρωνικά, ούτε λίγο-ούτε πολύ, θέτει σε αμφισβήτηση την επαγγελματική επάρκεια της Γληνού, και της αποκαλύπτει ένα τρομακτικό γεγονός! « “Έχουν διαπραχθεί τρία εγκλήματα μέσα στον τελευταίο χρόνο που παραμένουν ανεξιχνίαστα, για τα οποία η αστυνομία ζήτησε τη συνδρομή σας. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, όχι μόνο δεν τα έχετε διαλευκάνει, αλλά δεν έχετε καν αντιληφθεί ότι είναι έργο ενός και μόνου ανθρώπου” […] “ Έργο ενός και μόνου ανθρώπου κυρία Γληνού” επανέλαβε “Δικό μου! Σήμερα θα προστεθεί άλλο ένα θύμα στον κατάλογό μου. Και να είστε σίγουρη πως δεν μπορείτε να κάνετε απολύτως τίποτε για να αποτρέψετε αυτό το τέταρτο έγκλημα”…».
     Όπως είναι φυσικό, η Γληνού αντιδρά άμεσα. Ζητά να κρατηθεί η νεαρή και να κληθούν οι γονείς της. Αποδεικνύεται ότι η κοπέλα είναι μυθομανής (πάσχει από μια ψυχική ασθένεια που ονομάζεται pseudologia fantastica) κι έχει πολλές φορές προκαλέσει προβλήματα στο κολέγιο, στους γύρω της και κυρίως στην οικογένειά της, και βρίσκεται υπό ψυχολογική παρακολούθηση.
     Τα πράγματα όμως περιπλέκονται όταν λίγες ώρες αργότερα, θα βρεθεί σε ερημική περιοχή το πτώμα της Κομνηνού. Στο σημείο σπεύδουν η Γληνού με τον αστυνόμο Μάνο Βαρσάμη, με τον οποίο συνεργάζονται στενά. «Αν κάποιος κρατούσε τα μάτια του προσηλωμένα στο ύψος του λαιμού, δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί το μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκε μέχρι να το λυτρώσει ο θάνατος. Μόλις όμως αντίκριζε το πρόσωπο, θα καταλάβαινε ότι μέχρι να εγκαταλείψει η ψυχή αυτό το κορμί, μέχρι να βγει η τελευταία ανάσα από τα νεανικά χείλη, το κορίτσι βασανίστηκε άγρια και μάλιστα με τρόπο που όμοιό του δεν είχε ποτέ συναντήσει ο αστυνόμος». Καταλαβαίνουν ότι ο φόνος έχει άμεση σχέση με τις τρεις ανεξιχνίαστες δολοφονίες και ξεκινούν αμέσως, με την ομάδα του Βαρσάμη, να επανελέγχουν τους φακέλους μήπως ανακαλύψουν κάτι που τους είχε «ξεφύγει» και να δουν αν κάτι συνδέει αυτά τα πρόσωπα μεταξύ τους.  Η πρώτη ανακάλυψη που κάνουν φαντάζει παράλογη, τρομακτική, απίστευτη και είναι σοκαριστική. «Και οι τέσσερις φόνοι, οι τρεις που προηγήθηκαν και τούτος ο τελευταίος, είναι εμπνευσμένοι από μεσαιωνικά βασανιστήρια»!
     Δυστυχώς για την ομάδα που έχει αναλάβει τις υποθέσεις και ελέγχει τους φακέλους εξετάζοντας τα γεγονότα κάτω από το πρίσμα των νέων εξελίξεων, οι φόνοι που σχετίζονται με την υπόθεση δεν σταματούν. Και ο αστυνόμος Βαρσάμης με την Γληνού, ψάχνουν εναγωνίως να βρουν ποιοι είναι «…αυτοί που φροντίζουν να κρύβονται καλά στο σκοτάδι, αυτοί που συνέχιζαν ανενόχλητοι την εγκληματική τους δράση, που δεν ορρωδούσαν προ ουδενός, που εξακολουθούσαν να στήνουν σκηνικό θανάτου…» και να τους σταματήσουν.
     Το «Αθώοι Ένοχοι» είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα γραμμένο με εξαιρετικό τρόπο. Με σασπένς, αγωνία, κινηματογραφικές σκηνές δράσης, καλοδουλεμένους χαρακτήρες και ανατροπές. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, θέτει ερωτήματα ηθικής φύσεως, σχετικά με τη δικαιοσύνη, τους λειτουργούς της, την επιβολή του νόμου, τα κάθε φύσεως «παραθυράκια» που επιτρέπουν ορισμένους να διαφεύγουν και την αυτοδικία. Είναι το πρώτο έργο της Ε. Μεταξά που διαβάζω και πρέπει να πω ότι ήταν για μένα μια πολύ ευχάριστη έκπληξη.

15 Μαΐ 2020

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (ΣΤΑΥΡΙΩΤΗΣ)

     Ο Δημήτριος Σ. Παπαδόπουλος (Σταυριώτης) γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1959 στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης και φοίτησε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης. Με το βιβλίο του Ραφαήλ Σταυριώτης εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα και τιμήθηκε με το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας «Ιπεκτσί» το 1995. Έργα του: «Το «Συμπόσιον» Του Πλάτωνος Και Το Θλιβερό Τέλος Του Κοσμά Του Τραπεζούντιου» (1996), «Ραφαήλ Σταυριώτης» (1996), «Αβεσσαλώμ» (1998), «Εύδοξος Ο Κυζικηνός τομ. Α!» (2000), «Εύδοξος Ο Κυζικηνός τομ. Β!» (2001), «Εύδοξος Ο Κυζικηνός τομ. Γ!» (2001), «Ο Χαρακιάς» (2019), όλα από τις εκδόσεις  Α.Α. Λιβάνη.

     Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας ‘’Ο Χαρακιάς’
     Η τρισχιλιόχρονη ελληνική Ιστορία είναι από μόνη της μια γάργαρη πηγή απ’ όπου μπορεί κανείς να αντλήσει έμπνευση και να ξεδιψάσει. Υπό την προϋπόθεση βέβαια να είναι κανείς φιλίστωρ, φιλομαθής και φιλαναγνώστης. Ως ιστορικός μυθογράφος, επιλέγω την εποχή που με συναρπάζει και κατόπιν κτίζω τον μύθο συνήθως γύρω από ένα πρόσωπο φανταστικό το οποίο κινείται στο πλαίσιο πραγματικών ιστορικών γεγονότων. Για το συγκεκριμένο βιβλίο είχα πρόθεση να μελετήσω το φαινόμενο του δοσιλογισμού διαχρονικά. Καθότι  ο δοσιλογισμός σε τούτον τον πολύπαθο τόπο μας, έχει βαθύτατες και πανάρχαιες ρίζες. Αρχική πρόθεση ήταν να γράψω μια συλλογή διηγημάτων πάνω στο φαινόμενο αυτό, απλωμένα σε διάφορες εποχές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ξεκίνησα με τους Βλάχους δοσίλογους συνεργάτες των Ιταλών, των Γερμανών των Βουλγάρων και των Ρουμάνων. Και επειδή όταν ξεκινά κανείς να γράφει, κυριολεκτικά δεν γνωρίζει πού θα καταλήξει, το πρώτο διήγημα κατάληξε να γίνει μια πολυσέλιδη μυθιστορία.
Διότι ξέρετε, είναι συχνά πολύ παράξενη η μοίρα του συγγραφέως. Μοιάζει πολλές φορές με τυφλό που αφήνεται να τον οδηγεί, άλλοτε ο μύθος και άλλοτε η ιστορία, πότε σε στενά και δύσβατα μονοπάτια και πότε σε μεγάλες λεωφόρους με αμέτρητα σταυροδρόμια. Σχεδόν πάντοτε τα θέματα με τα οποία ασχολείται, θα έλεγε κανείς ότι του επιβάλλονται έξωθεν... ότι τον επιλέγουν αυτά και όχι ο ίδιος εκείνα. Υπακούει σε μια μαγική εσωτερική παρόρμηση που φωτίζει καταναγκαστικά το νου του και λέει: «Αυτό ήταν! Δεν είχα να επιλέξω!»

     Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με αυτό και ποιο είναι αυτό;
     Ως Έλληνες έχουμε ευλογήσει αρκετά τα γένια μας και οι ένδοξες στιγμές της ιστορίας μας έχουν κατά κόρον υμνηθεί μέσα απ’ όλες τις μορφές των τεχνών. Πάει καιρός τώρα που υπάρχει η τάση να ερευνώνται και παρουσιάζονται και οι σκοτεινές πλευρές της Ιστορίας μας. Κι αυτό είναι το σωστό. Γνωρίζοντας τα λάθη μας είναι δυνατόν να αποφύγουμε να τα επαναλαμβάνουμε τόσο συχνά. Αυτό είναι το μήνυμα. Γνώση της Ιστορίας και αποφυγή λαθών.

     Μεγάλο μέρος του έργου εκτυλίσσεται στην πιο μαύρη περίοδο της ελληνικής ιστορίας (Μεσοπόλεμος, Κατοχή) κάνοντας συχνές αναφορές σε ιστορικά γεγονότα. Κάνατε έρευνα και πόσο διήρκεσε αυτή;
     Φυσικά και έγινε έρευνα και μάλιστα πολύχρονη και διεξοδική. Η συγγραφή διήρκεσε κοντά τέσσερα χρόνια και χρειάστηκε συχνά να γίνει και επιτόπια έρευνα στα μέρη της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Κεντρικής Μακεδονίας, μέχρι και την Μοσχόπολη της Αλβανίας. Τα χρόνια όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση του βιβλίου (ο ταραγμένος Μεσοπόλεμος και η μοιραία Κατοχή) υπήρξαν ταραγμένα, σκοτεινά. Ολόκληρο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα για την χώρα μας υπήρξε πολύπαθο. Κείνο ωστόσο που θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη μου, είναι αυτό πού ‘λεγαν οι περισσότεροι από τους γέροντας (επί το πλείστον ) με τους οποίους ομίλησα: ‘’τι τα θες και τα σκαλίζεις…’’

     Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Χαρακιάς, βασίζεται σε κάποιο πραγματικό πρόσωπο ή είναι εξ ολοκλήρου πλάσμα της φαντασίας;
      Ο Χαρακιάς και οι δευτεραγωνιστές που τον πλαισιώνουν, είναι όλοι τους πρόσωπα φανταστικά. Ωστόσο η δράση τους τοποθετείται σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν. Σε τούτο το τελευταίο δίδω πάντοτε ιδιαίτερη έμφαση. Όσον αφορά τώρα την προσωπική ερμηνεία του συγγραφέως σε σχέση με τα γεγονότα αυτά, το κατά πόσον είναι ορθή δηλαδή, τούτο επαφίεται στην κρίση του αναγνώστη.

     Είναι ιδεολόγος, τυχοδιώκτης, πλάσμα της άγριας εποχής ή κάτι άλλο;
     Είναι όλα αυτά και πολλά περισσότερα. Είναι ένας άνδρας που μέσα του παλεύουν το καλό και το κακό. Και είναι ακριβώς αυτή η άγρια εποχή που λέτε, που τον ωθεί στα άκρα. Οι οριακές, οι ακραίες καταστάσεις σχεδόν ξεγυμνώνουν τον χαρακτήρα κάθε ανθρώπου και αποκαλύπτουν κάθε πλευρά του. έτσι κι ο Χαρακιάς, είναι ένα πρόσωπο που άλλοτε φέρεται ωσάν και ελεήμων στους συνανθρώπους του κι άλλοτε ωσάν άγριο θεριό. Εκείνα τα χρόνια, ειδικά στην Κατοχή, κάθε άνθρωπος έπρεπε να επιλέξει στρατόπεδο. Ή με τους κομουνιστές, ή με τους εθνικόφρονες. Εάν επιχειρούσε κανείς να παραμείνει αμέτοχος, στο ενδιάμεσο, συνθλιβόταν. Κι ακόμη, οι αλλαγές στρατοπέδου ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο φαινόμενο. Για παράδειγμα ο αιμοσταγής ταγματασφαλίτης Δάγκουλας και ο αρχηγός των Λεγεωνάριων της Λάρισας, ο δικηγόρος Ματούσης ήταν αρχικά συμπαθούντες του Κ.Κ.Ε. Από την άλλη, οι αρχιλήσταρχοι των βουνών της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, όταν εντάχθηκαν με τους ΕΛΑΣίτες, δεν το έπραξαν πειθόμενοι των σοσιαλιστικών και προλεταριακών ιδεών. Βρέθηκαν στον φυσικό τους χώρο, τα βουνά, κι είναι απ’ ευθείας απόγονοι των κλεφτών και των αρματολών του 1821 και πολεμούσαν έναν ξένο κατακτητή. Με δυό λόγια, δεν υπάρχει άσπρο και μαύρο στους χαρακτήρες των ηρώων μου, είτε φανταστικών, είτε υπαρκτών ιστορικών προσώπων. Υπάρχει ένα απέραντο γκρίζο με εκλάμψεις φωτός και καταβυθίσεις στο σκότος.

     Η λογοτεχνία μπορεί να είναι κοινωνική πράξη;
     Ασφαλώς και είναι. Όπως όλες οι τέχνες. Είναι πράξη κοινωνική με το αντίστοιχο κοινωνικό της αντίκτυπο και αποτύπωμα. Προσοχή όμως. Συμβαίνει άλλοτε να είναι θετικό και άλλοτε αρνητικό αυτό το αποτύπωμα. Η ανάγνωση ενός λογοτεχνήματος μπορεί, άλλοτε να μας προκαλέσει τα ευγενέστερα των αισθημάτων και να αλλάξει την πορεία της ζωής μας προς το καλύτερο και άλλοτε να μας οδηγήσει σε δρόμους σφαλερούς και αυτοκαταστροφικούς. Κάτι σαν τη μουσική: που ενίοτε εγείρει τρυφερά και ευγενή συναισθήματα, και άλλοτε πλαισιώνει ή συνοδεύσει γιορτές μίσους. Το λοιπόν, η λογοτεχνία είναι σαφέστατα μια κοινωνική πράξη, ωστόσο ενδείκνυται η ορθή, επιλεγμένη και λελογισμένη χρήση της.

     Ποια ήταν τα συναισθήματα που νιώσατε όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο.
     Ωραιότατη ερώτηση! Καμιά μεταγενέστερη έκδοση συγγραφικού πονήματος δεν μπορεί να συγκριθεί με την πρώτη. Το λοιπόν, όταν μετά από πολύχρονη αναμέτρηση με την τέχνη του λόγου, που υπήρξε επίπονη μα και λυτρωτική, όταν πριν είκοσι πέντε χρόνια έπιασα στα χέρια μου τον «Ραφαήλ Σταυριώτη» θυμάμαι ότι το πρόσωπο που ήταν δίπλα μου όταν άνοιξα το πρώτο κιβώτιο με τα βιβλία, ήταν η συγχωρεμένη η μάνα μου. Της είπα: ‘’Μάνα βλέπεις; Βγήκε το βιβλίο..’’ Το σχόλιό της ήταν: ‘’Το βλέπω, αλλά τα μάτια σου... τα μάτια σου παιδί μου… γιατί γυαλίζουν;’’. Τι θέλω να πω; Απλώς τούτο: ο κόσμος της λογοτεχνίας (και λοιπών τεχνών φυσικά) ασκεί στη συνείδηση του δημιουργού, μια εξουσία και διαθέτει μια δύναμη διείσδυσης που μπορεί άλλοτε να βοηθήσει στη θεραπεία ενός ανήσυχου ή διαταραγμένου μυαλού, και άλλοτε πάλι να το αποτρελάνει εντελώς. Πιθανόν έτσι και να εξηγείται η αλλόκοτη, ενίοτε και τυραννική συμπεριφορά κάποιων καλλιτεχνών. Προσωπικά μιλώντας, κατά τη διάρκεια της τριαντάχρονης συγγραφικής μου πορείας, αυτό το άγγιγμα της έμπνευσης, την πληρότητα, την έκσταση, το ένοιωσα ελάχιστες στιγμές που μετριούνται στα δάκτυλα ενός χεριού. Όσον αφορά την ερώτησή σας τώρα, έχω να πω ότι το συναίσθημα που ένοιωσα πιάνοντας στα χέρια το πρώτο μου βιβλίο, είναι άφατο, σχεδόν υπερβατικό. Δεν χωράει σε λέξεις. Κάποιοι το περιγράφουν με τεκνοποίηση. Δεν ξέρω. Εκείνο που σίγουρα ξέρω είναι ότι το συναίσθημα αυτό το ένοιωσα για μία και μοναδική φορά. Όταν τυπώθηκε το πρώτο μου βιβλίο. Ποτέ ξανά.

     Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
     Ασφαλώς. Ευτυχώς όμως μόνον ως φαντασιακή εμπειρία, καθότι συνήθως οι ήρωές μου βιώνουν ακραίες καταστάσεις. Ένας συγγραφέας οφείλει να επιχειρεί διαρκώς να «εισβάλει» στην άβυσσο των χαρακτήρων που πλάθει κι αυτό το καταφέρνει (συνήθως κατ’ ελάχιστον), μένοντας προσκολλημένος  για όσο διάστημα διαρκεί η συγγραφή στην ανάγνωση βιβλίων που αφορούν την εποχή που πραγματεύεται. Με αυστηρή προσήλωση. Προσπαθεί να αναπαραστήσει μέσα στο μυαλό του την εποχή και την ψυχική κατάσταση του ήρωός του.

     Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωες σας;
     Δεν νομίζω να υπάρχει συγγραφέας που να μην ταυτίζεται εν μέρει με τους ήρωες των βιβλίων του. Μπορώ λοιπόν με ασφάλεια να πω ότι, σε κάθε χαρακτήρα υποβόσκει κι ένας ελάσσων «Σταυριώτης» εντός του.
Ξέρετε… ο συγγραφέας, όσο περισσότερο βυθίζεται στη ζωή του ήρωά του, όσο «ταυτίζεται» μαζί του, η έκπληξή του μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο! Νοιώθει να ξαναζεί κάθε στιγμή της ζωής του ήρωά του, και άλλοτε πάλι -όσο κι αν τούτα σας ακούγεται οξύμωρο- να ορίζει ο ίδιος την μοίρα του. Όσο προχωρά η συγγραφή αρχίζει να νοιώθει μια απίστευτη διανοητική συγγένεια με το πρόσωπο για το οποίο γράφει... Τον πλημμυρίζουν τα ίδια συναισθήματα και αποκτά το ίδιο πάθος και την ίδια ορμή με εκείνον... την ίδια αίσθηση ότι, ή πετυχαίνει τον σκοπό του, ή χάνεται! Ο ήρωάς του τού επιβάλλεται καταναγκαστικά όπως αρμόζει σε μια μεγαλοφυΐα να επιβάλλεται... με πάθος, βαθύτητα, ένταση και δύναμη... και γιατί όχι... με το μυστήριο εκείνο του έρωτος που τελούν τα τρυφερά σώματα...

     Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Η επί σειράν ετών σύντροφός μου. Σχεδόν κάθε γραπτό μου αναγιγνώσκεται από αυτήν και έπεται ο σχολιασμός του.

     Γράφοντας έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
     Το αντιστρέφω: ανακαλύπτω τον εαυτό μου γράφοντας. Γράφοντας, σπάνια έχω στο μυαλό μου τον αναγνώστη (η επεξεργασία αυτή γίνεται μόνον όταν και εάν επιλέξω να δημοσιεύσω κάτι). Με ενδιαφέρει πρωτίστως να μάθω, να καταλάβω. Και γράφοντας, καταλαβαίνω περισσότερο τον εαυτό μου.

     Υπήρξε κάτι κατά τη διάρκεια της συγγραφής που ανέτρεψε κάποια πεποίθησή σας;
     Αυτό συμβαίνει διαρκώς. Πριν αρχίσω να γράφω, είχα τακτοποιημένη μέσα στο μυαλό μου την ιστορία που επρόκειτο να αφηγηθώ σε μικρά στοιχισμένα και καλοβαλμένα «κουτάκια» που έφτιαχναν ένα αρμονικό σύνολο. Έτσι πίστευα. Εμβαθύνοντας όμως σε κάθε εποχή και μελετώντας πιο επισταμένα τους αντίστοιχους ιστορικούς επιστήμονες και ενίοτε μιλώντας με ανθρώπους που έζησαν τις εποχές εκείνες, ή διαβάζοντας τις προσωπικές τους μαρτυρίες, άλλαξα πολλές φορές ματιά θεώρησης των γεγονότων. Χρειάστηκε λοιπόν, να διαλύσω τα «κουτάκια» και να προσπαθήσω να τα βάλω πάλι σε μια «σωστή» σειρά. Κι αυτό συμβαίνει διαρκώς. Και βέβαια, δεν είμαι διόλου σίγουρος ότι η σειρά που επέλεξα είναι η ορθή…
Στον «Χαρακιά» για παράδειγμα, αρχικά είχα μια πολύ απλοϊκή (συγκεχυμένη όπως αποδείχθηκε) αντίληψη για τη σχέση των Βλάχων της πατρίδος μας με τους Ιταλορουμάνους (ρουμανόβλαχους). Γράφοντας το βιβλίο ξεκαθάρισαν πολλά πράγματα στο μυαλό μου. Το ίδιο είμαι βέβαιος ότι θα συμβεί και με τους αναγνώστες.

     Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
     Εάν εννοείτε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η στάση μου απέναντι σ’ αυτά χαρακτηρίζεται από αδιάφορη έως ενοχλητική. Δίχως βέβαια να παραβλέπω την ύψιστη χρησιμότητά τους. Προτιμώ τις παραδοσιακές μορφές επικοινωνίας (προσωπική επαφή, αλληλογραφία, τηλέφωνο). Θα έλεγα ότι μου αρέσει να συνομιλώ με τους αναγνώστες μου… σιωπηλά.

     Μπορείτε να μας πείτε γιατί «σιωπήσατε» για δέκα πέντε χρόνια όσον αφορά τα εκδοτικά πράγματα;
     Υπεύθυνος γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί ένας σύγχρονος διανοητής (πρόσφατα απεβίωσε) ο George Steiner. Έγραψε προς το τέλος του βίου του κάπου: ‘’Δεν είχα ποτέ την παρόρμηση ή το κουράγιο να μπω στην πολιτική. Με Αριστοτελικούς όρους η αποχή αυτή ισοδυναμεί με ιδιωτεία, δηλαδή με ηλιθιότητα. Δίνει στους κακοποιούς, τους διεφθαρμένους και στις μετριότητες όλα τα κίνητρα και τις ευκαιρίες για να αναπληρώσουν τις θέσεις…’’
Διαβάζοντας λοιπόν τα λόγια του Steiner προ δεκαετίας και πλέον είπα πως ίσως πρέπει να ασχοληθώ αμεσότερα με το πολιτικό γίγνεσθαι. Έτσι ώστε περνώντας τα χρόνια, να μην μετανοήσω όπως κι εκείνος. Να πάψω πια να είμαι παθητικός παρατηρητής, αμέτοχος στο πολιτικό γίγνεσθαι. Θεώρησα πως καλύτερος τρόπος παρέμβασης ήταν η έκδοση μιας εβδομαδιαίας εφημερίδος στο τόπο όπου ζω, στον Δήμο Ωραιοκάστρου. Το εγχείρημα διήρκεσε αρκετά χρόνια αλλά το αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Για να ειπώ την πάσαν αλήθεια, έκαμα μια τρύπα στο νερό. Κι έτσι επέστρεψα στη Λογοτεχνία… ωσάν βρεγμένη γάτα… Μπορεί όμως το εκδοτικό εγχείρημα, να υπήρξε ψυχοφθόρο και πολυέξοδο, ωστόσο απέβη πολυτιμότατο ως εμπειρία. Οι πολιτικοί και η πολιτική που είδα και αντιμετώπισα κείνα τα χρόνια, ήταν αυτή ακριβώς που περίμενα και ανταποκρινόταν στις διαπιστώσεις του Steiner. Διαφθορά, μετριότητα και συχνά εγκληματική αμέλεια. Τα γνωστά. Έκπληξη για μένα υπήρξε η στάση των ημών των πολιτών απέναντι στην πολιτική: ακραίος συντηρητισμός, ευθυνοφοβία, αδιαφορία, οκνηρία κ.λπ. Μπορεί η εμπειρία εκείνη να οδηγούσε οποιονδήποτε στο συμπέρασμα ότι η διαπίστωση ‘’έχουμε τους κυβερνήτες που μας αξίζουν’’ να είναι ορθή, ωστόσο δεν τολμώ να την υιοθετήσω αβασάνιστα. Έχω την πεποίθηση ότι ο μέσος όρος ήθους και καλλιέργειας των πολιτών βρίσκεται πάνω από εκείνο των κυβερνώντων. Πιθανότατα χρειάζεται κάποια ηγετική μορφή για να ξεθάψει, να αναστήσει και να αναδείξει αυτή τη συνθήκη.

     Υπάρχει κάποιος που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
     Υπάρχουν πολλοί. Εάν το περιορίσουμε στις επιρροές που δέχθηκα όσον αφορά τη λογοτεχνική μου παραγωγή. Εκτός από τον Steiner που προανέφερα, συγκαταλέγω και τους Μπόρχες, Wittgenstein, Νίτσε, Oswald Spengler, Eric Hobsbawm, Isaiah Berlin και πολλούς άλλους. Ίσως παρατηρήσετε στα ονόματα που αράδιασα (με εξαίρεση τον Μπόρχες) ότι δεν συμπεριλαμβάνονται λογοτέχνες με την κλασική έννοια. Έτσι είναι. Ωστόσο με αυτούς και χάρη σ’ αυτούς μπορώ και γράφω όπως γράφω. Αχώριστος σύντροφός μου στη συγγραφή τις νύχτες είναι και η μουσική. Το τελευταίο μου βιβλίο το τελείωσα ακούγοντας κυρίως France Schubert (trio op. 100) και το αργό μέρος της 3ης συμφωνίας του Μπετόβεν.

     Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για εσάς;
     Μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει ο συγγραφέας των Ιστορικών Μυθιστορημάτων, είναι η κατά τον δυνατόν πιστότερη αναπαράσταση της εποχής για την οποία γράφει. Η πορεία που ακολουθώ ως συγγραφέας, αναπλάθοντας την ζωή κάθε ήρωά μου, σε αντίθεση με αυτά που δηλώνουν η συντριπτική πλειοψηφία άλλων συγγραφέων, δεν είναι ούτε κοπιώδης και ούτε ψυχοφθόρος. Δεν βιάζομαι να φθάσω στον προορισμό μου... Υπήρξα ανέκαθεν φιλήκοος εις τον ήχο των βαριών βημάτων της ρωμαλέας και αργοκίνητης Ιστορίας...  Όταν γράφω για τον ήρωά μου και την εποχή που έζησε, προσπαθώ πάντα να πατώ πάνω στις στέρεες βάσεις της Ιστορίας. Στη συνέχεια προσπαθώ να φανταστώ ποία ήταν η ζωή του. Πιθανότατα στην πραγματικότητα να έζησε μια άλλη ζωή -αυτό ποτέ δεν θα το μάθουμε- θα ημπορούσε ωστόσο κάλλιστα να ήταν αυτός που περιγράφω. Αλλά ποια είναι εν τέλει η αλήθεια και πόση σημασία έχει; Που ημπορεί να την ανακαλύψει κανείς; Πόσο στέρεη ημπορεί να είναι; Πόσο ημπορεί να τραβήξει κανείς μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία;
Ο Σάμουελ Μπάτλερ είπε πολύ εύστοχα: «Αν μια αλήθεια δεν ανέχεται την παραμόρφωση και την κακομεταχείρισή της, τότε δεν είναι σταθερή». Τούτη η αναντίρρητη «αλήθεια» με παρηγορεί... Άλλωστε, οποιοσδήποτε συγγραφέας, μαθητεύοντας στην μοναξιά και σπουδάζοντας με την μελέτη της ιστορίας και της μνήμης τη ζωή των ηρώων του, νοιώθει πάντοτε ότι, μέσα του, εις το βάθος των ενδόμυχων βεβαιοτήτων του, υποθάλπεται πάντοτε η ανάμνηση μιας ουσιώδους άγνοιας... μιας ουσιώδους άγνοιας που ωστόσο λάμπει μέσα του... λάμπει τόσο που τον τυφλώνει!
Το γράψιμο είναι ένα μακροβούτι μέσα στην γνώση. Απ’ όπου βγαίνεις κατά τι σοφότερος, ταυτόχρονα όμως παγιώνεται και η συνείδηση της άγνοιάς σου. Όντας ιστορικός μυθιστοριογράφος, μιλώντας για την ανάπλαση μιας παρελθούσης εποχής, ή ενός χαρακτήρα που έζησε αρκετά χρόνια ή αιώνες πριν, είναι απολύτως βέβαιο ότι μόνο κατ’ ελάχιστον είμαι ικανός να την αποδώσω. Τούτο το ελάχιστο όμως έχει τη σημασία του. Είναι μια παρηγοριά μέσα το πέλαγος της άγνοιας. Το γράψιμο είναι σαφώς μια διαδικασία δύσκολη, απαιτητική. Όχι μόνον για τον δημιουργό, αλλά και για τον αναγνώστη. Απαιτεί προσπάθεια, προσήλωση, ενάργεια. «Είναι δύσκολο επειδή είναι υπέροχο», για να θυμηθούμε τα λόγια του «αγίου» Σπινόζα.
Πάντως η διαδικασία της συγγραφής είναι, εύκολη και δύσκολη, βασανιστική και λυτρωτική, ερεβώδης και αναστάσιμη, απέλπιδα και ελπιδοφόρα, ουτοπική και δυστοπική. Αν υπάρχει κάποια αξία και ομορφιά στο γράψιμο, κρύβεται ακριβώς μέσα σε αυτές τις αντιθέσεις…

     Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη (το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες), ετοιμάζετε κάτι άλλο;
     Ναι, υπάρχει κάτι. Έτος 1916 μεσούντος του Μεγάλου Πολέμου. Η Θεσσαλονίκη και η ευρύτερη περιοχή της με την πανσπερμία των φυλών σχεδόν όλου του κόσμου που έφθασαν στην πόλη ως αποικιακά στρατεύματα των Αγγλογάλλων. Και βέβαια, εποχή του Διχασμού για την πατρίδα μας. Οι Βενιζελικοί από τη μια κι οι πιστοί στον Βασιλέα Κωνσταντίνο απ’ την άλλη. Αυτό είναι το φόντο, το σκηνικό… μένει να στηθεί ο μύθος…

     Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας όταν τελειώνει η συγγραφή;                                         Δεν γνωρίζω τι ακριβώς συμβαίνει, ξέρω όμως τι θα ήθελα, τι ελπίζω να συμβεί: Ελπίζω πως ο «Χαρακιάς», ο «Ραφαήλ Σταυριώτης», ο «Κοσμάς ο Τραπεζούντιος», ο «Εύδοξος ο Κυζικηνός» θα καταργήσουν έστω και στιγμιαία την βασανιστική αλληλουχία του χρόνου που φαίνεται να μας δυναστεύει. Θα παγώσουν τον αεί ρέοντα χρόνο και θα μας επιτρέψουν να γλιστρήσουμε επάνω του και να ακολουθήσουμε τα βήματα των ηρώων προς την «Ιθάκη»...
Προσδοκώ πως οι λησμονημένοι από την ιστορία ήρωές μου, θα ξαναζήσουν μια νέα ζωή στην σκέψη και στους διαλόγους μας, μέσα από τις σελίδες των βιβλίων μου...
... ελπίζω ότι θα τους ανταμώσουμε και αυτούς και όσους έζησαν μαζί τους...
... εκεί όπου ανταμώνουν οι νεκροί...
... στη μνήμη και στα χείλη των ζωντανών…

Ευχαριστώ πολύ!

10 Μαΐ 2020

ΧΩΡΑ ΑΠΟ ΧΑΛΚΟ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΠΕΓΓΟΣ
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Σελ.670, Νοέμβριος 2019

     Το όγδοο μυθιστόρημα του Μ. Σπέγγου με τίτλο «Χώρα Από Χαλκό»», θα σας παρουσιάσω σήμερα.
     Η αυτοκρατορία βρίσκεται σε παρακμή. Έχει υποκύψει και αυτή, την αδήριτη ιστορική νομοτέλεια, που είναι αναπόφευκτη  για όλες τις αυτοκρατορίες που έχουν υπάρξει στη διάρκεια των αιώνων. Την άνοδο ακολουθεί η ακμή και στη συνέχεια-μετά από πολλά ή λίγα χρόνια ανάλογα με τις συνθήκες-έπεται η παρακμή και η πτώση. Χάνει συνεχώς εδάφη και συρρικνώνεται. Μια νέα δύναμη έρχεται από την ανατολή, για να σαρώσει το παλιό. «Ο βασιλιάς μετά τη σαρωτική του νίκη δεν σταμάτησε. Αδράχνοντας την ευκαιρία, ξεπερνώντας ακόμη και τις προσδοκίες του, προχώρησε με τον στρατό του και κατέλαβε δύο γειτονικές επαρχίες. Για να δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας είπε. Η αυτοκρατορία συρρικνωνόταν με ταχύτατους πλέον ρυθμούς. Ο ίσκιος της ψηλής και νεανικής σιλουέτας του βασιλιά άγγιζε πλέον την ίδια τη Βασιλεύουσα […] Η αυτοκρατορία είναι καταδικασμένη. Τη θέση της θα πάρει το βασίλειο των απίστων. Αργός θάνατος μεν, βέβαιος θάνατος δε. […] Η αυτοκρατορία θα μικραίνει, θα μικραίνει, μέχρις ότου θα είναι πλέον περισσότερο πόλη παρά κράτος».
     Την ίδια κρίσιμη εποχή, μετά την εξώθηση σε αυτοκτονία του αυτοκράτορα που έπασχε από σοβαρό και ανίατο με τα μέσα που διέθετε η ιατρική επιστήμη εκείνα τα χρόνια  αφροδίσιο νόσημα, τρεις νέοι άντρες παλεύουν για το θρόνο και τη δύναμη που απορρέει από τη νομή της εξουσίας. Οι προθέσεις τους είναι αγνές. Θέλουν να σώσουν την αυτοκρατορία από τη συντριβή. Είναι και οι τρεις απόγονοι του αυτοκράτορα που ονομάστηκε Μέγας και αποκαλούνται μεταξύ τους αδέλφια. «Από εδώ και πέρα θα είμαστε τρία αδέλφια. Θα ενώσουμε τα αίματά μας, Θα δώσουμε τον όρκο πίστης και αφοσίωσης ο ένας στον άλλο, θα πιούμε όλοι το ίδιο κρασί από το ίδιο ποτήρι και θα είμαστε για όλη μας τη ζωή ένα. Αδέλφια αδιαχώριστα». Οι τρεις άντρες, παρά την αριστοκρατική καταγωγή τους, μεγάλωσαν μακριά από την αυτοκρατορική αυλή. Οι οικογένειές τους, δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με τα κέντρα εξουσίας. Έχουν διαφορετικές καταβολές, είναι μεγαλωμένοι με διαφορετικό τρόπο ο ένας από τον άλλο, με διαφορετικές προσλαμβάνουσες κι εμπειρίες, με αποτέλεσμα να αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο, στα ίδια ερεθίσματα. Όποτε είναι διαφορετικός και ο τρόπος με τον οποίο πιστεύουν ότι θα σώσουν την αυτοκρατορία. Αυτό μοιραία θα τους οδηγήσει σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις. Θα ξεχάσουν τη «συγγενική» τους σχέση και θα αποδυθούν σε έναν αγώνα επικράτησης μέχρις εσχάτων.
     Το «Χώρα Από Χαλκό», είναι ένα πολύ ιδιαίτερο μυθιστόρημα. Είναι γραμμένο με εξαιρετικό τρόπο. Οι περιγραφές είναι «ολοζώντανες», σχεδόν κινηματογραφικές. Δεν διαβάζεις αυτά που περιγράφονται. Τα βλέπεις! Ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι είναι αυτόπτης μάρτυρας, ότι βλέπει όσα διαδραματίζονται με τα ίδια του τα μάτια. Είτε αυτές αφορούν επιθέσεις πειρατών,  είτε μάχες, τοπία και χώρους. Εξίσου στέρεα δομημένοι είναι και οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος.
     Μια ακόμη ιδιαιτερότητα, είναι η… απουσία ονομάτων. Αν κι εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι το μυθιστόρημα αναφέρεται στις τελευταίες μέρες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εν τούτοις, αυτή η αναφορά δεν είναι ρητή. Το μόνο όνομα που υπάρχει-αν ο χαρακτηρισμός μπορεί να θεωρηθεί όνομα- είναι το «βασιλεύουσα». Όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα και τόποι, έχουν «ονόματα» περιγραφικά: «νέος πειρατής», «βασίλειο του φεγγαριού», «βασίλειο των νοτιοδυτικών κρατών και των μεγάλων νήσων», «διάδοχος άρχοντας» κλπ. Αυτό αφ’ ενός επιτρέπει τον συγγραφέα να αναπτύξει πιο εύκολα το μυθιστορηματικό μέρος του έργου απ’ ότι αν αναφερόταν ονομαστικά σε ιστορικά πρόσωπα γιατί τότε θα ήταν «υποχρεωμένος» να μην παρεκκλίνει από την Ιστορία. Αφ’ ετέρου, τον βοηθά να κάνει κάποια από τα μηνύματα του έργου να διατηρήσουν τη διαχρονικότητά τους, αφού δεν δεσμεύονται από τόπους, χρόνους και πρόσωπα. Πολύ καλή αναγνωστική επιλογή.              

5 Μαΐ 2020

Ο ΤΡΟΦΙΜΟΣ

SEBASTIAN FITZEK
Μετάφραση ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
Σελ. 427, Μάρτιος 2020

     Το νέο μυθιστόρημα του μετρ του ψυχολογικού θρίλερ, γερμανού συγγραφέα S. Fitzek, με τίτλο «Ο Τρόφιμος» κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες.
     Ο Γκίντο Τράμνιτς, είναι ένας ψυχοπαθής δολοφόνος μικρών παιδιών, που δρα στο Βερολίνο. Συνελήφθη τυχαία, μετά από ένα λάθος που έκανε, όταν δολοφόνησε τη μητέρα ενός από τα θύματά του. Μετά τη σύλληψή του ομολόγησε το φόνο της 7χρονης Λάουρα, της μητέρας της και του 6χρονου Αντρέας. «Η υπόθεση του Γκίντο Τράμνιτς δεν βρέθηκε στα πρωτοσέλιδα μόνο λόγω της ανείπωτης βαρβαρότητας των εγκλημάτων του, αλλά κι επειδή οι εγκληματολόγοι και οι ερευνητές της αστυνομίας πιστεύουν ότι ο ψυχοπαθής κατά συρροή δολοφόνος ευθύνεται για το φόνο τουλάχιστον ενός ακόμα παιδιού. Παρ’ όλα αυτά, επειδή ο Τράμνιτς σιωπά κατόπιν συμβουλής της δικηγόρου του, είναι μάλλον βέβαιο ότι τα υπόλοιπα εγκλήματά του δεν πρόκειται να διαλευκανθούν ποτέ».
     Το παιδί του οποίου το πτώμα δεν έχει βρεθεί, ήταν ο 6χρονος Μαξ Μπέρκοφ. Η εξαφάνισή του (και η πιθανή δολοφονία του), όπως συμβαίνει συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις, είχε δραματικές επιπτώσεις στην οικογένειά του. Ο πατέρας του ο Τιλ, σχεδόν παραιτήθηκε από τη ζωή, και η μητέρα του «η Ρικάρντα η οποία δικαίως τον κατηγορούσε για την τραγωδία», πήρε το άλλο παιδί τους κι έφυγε από το σπίτι.
     Ο Τράμνιτς, αν και οδηγήθηκε σε δίκη, δεν καταδικάστηκε ποτέ. «Ο επονομαζόμενος «Δράκος με τις θερμοκοιτίδες» κρίθηκε από το δικαστήριο ανίκανος προς καταλογισμό, λόγω βαρύτατης σχιζοφρενικής διαταραχής. Ο Τράμνιτς ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι κάποια μοχθηρή δύναμη του είχε εμφυτεύσει στον εγκέφαλο ένα αντικείμενο με το οποίο κατηύθυνε τις σκέψεις του. Μετά από μόλις τρεις μέρες ακροαματικής διαδικασίας μεταφέρθηκε υπό δρακόντεια μέτρα, στην κλινική Στάιν, ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο υψίστης ασφαλείας στο Τέγκελ του Βερολίνου».
     Ένα χρόνο μετά την εξαφάνιση του Μαξ, ο Τιλ, ακούει στις ειδήσεις ότι ο δολοφόνος του γιου του, πρόκειται να υποβληθεί σε μια λεπτή επέμβαση και στη συνέχεια θα μεταφερθεί στο αναρρωτήριο του ψυχιατρείου. Τότε του μπαίνει στο μυαλό μια «τρελή» ιδέα. Με τη βοήθεια του κουνιάδου του Όλιβερ Σκάνια, επιθεωρητή της αστυνομίας του Βερολίνου, να μπει σαν τρόφιμος στο ψυχιατρείο, να προσεγγίσει τον Τράμνιτς, να αποκτήσει την εμπιστοσύνη του και να του εκμαιεύσει την πληροφορία για την τύχη του γιου του. Ο Σκάνια κάνει ότι είναι δυνατό για να τον αποτρέψει. Όμως ο Τιλ είναι αποφασισμένος και δεν διστάζει να αυτοτραυματιστεί για να κάμψει τις αντιρρήσεις του κουνιάδου του. Αυτός τελικά πείθεται, αλλά τον προειδοποιεί: «Εσύ το θέλησες Τιλ. Εσύ θέλησες να μπεις τρόφιμος στον κλειστό τομέα του ψυχιατρείου. Σε παρακαλώ λοιπόν. Μόλις περάσεις την πόρτα της κλινικής δεν υπάρχει ούτε αλεξίπτωτο ούτε δίχτυ ασφαλείας. Και φυσικά, κανένας από τους γιατρούς δεν συμμετέχει στο κόλπο. Αν προσπαθούσα να το συζητήσω με κάποιον από το επίσημο προσωπικό της κλινικής, μάλλον θα βρισκόμουν εγώ δεμένος στο φορείο αντί για σένα και θα έκλειναν εμένα στο τρελοκομείο. Κανένας δεν θα ενέκρινε αυτό το παρανοϊκό εγχείρημα, ούτε υπηρεσία της αστυνομίας, ούτε γιατρός […] Θέλω και πρέπει να στο πω μια τελευταία φορά. Αν σου συμβεί το παραμικρό, στο κελί σου, στο προαύλιο, στο ντους ή και στο εξεταστήριο, δεν θα υπάρχει κανένας επιτόπου για να σε βοηθήσει. Για τους γιατρούς, τους νοσηλευτές και τις νοσοκόμες είσαι ένας καθ’ όλα φυσιολογικός τρελός. Και ακόμα κι εγώ θα χρειαστώ χρόνο για να σε βγάλω πάλι από κει μέσα».
     Πολύ σύντομα παρουσιάζεται μια μοναδική ευκαιρία και ο Τιλ, βρίσκεται μέσα στην ψυχιατρική κλινική ως τρόφιμος…
     Για μια ακόμη φορά ο Fitzek εκπληρώνει πλήρως τις προσδοκίες μας. Στο θρίλερ του «Ο Τρόφιμος», καταφέρνει να παίξει με το μυαλό του αναγνώστη και να διαλύσει κάθε βεβαιότητα που αυτός δημιουργεί διαβάζοντας το βιβλίο. Είναι τόσο συναρπαστικό που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Θέλεις να διαβάσεις την επόμενη σελίδα και την επόμενη και την επόμενη… Είναι ένα βιβλίο με κινηματογραφική ταχύτητα, σασπένς, αγωνία εξαιρετικούς χαρακτήρες, και φυσικά μια αναπάντεχη εξέλιξη και θεαματική ανατροπή, που αλλάζει όλα τα δεδομένα. Από ένα σημείο και μετά, ο αναγνώστης είναι βέβαιος, ότι όλα είναι όπως φαίνονται κι απλώς περιμένει την εξέλιξη της ιστορίας, η οποία είναι ούτως ή άλλως εξαιρετική κι ενδιαφέρουσα. Όμως ο Fitzek είναι ένας πολύ ευφυής συγγραφέας και οι εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη, με την μεγάλη –όπως γράφω πιο πάνω- του τέλους, να έρχεται για να ανατρέψει τα πάντα. 

Υ.Γ. Μην παραλείψετε να διαβάσετε τις «ευχαριστίες» στις τρεις τελευταίες σελίδες!