Ο Δημήτριος
Σ. Παπαδόπουλος (Σταυριώτης) γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1959 στο Ωραιόκαστρο της
Θεσσαλονίκης και φοίτησε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης. Με το
βιβλίο του Ραφαήλ Σταυριώτης εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα και
τιμήθηκε με το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας «Ιπεκτσί» το 1995. Έργα του: «Το
«Συμπόσιον» Του Πλάτωνος Και Το Θλιβερό Τέλος Του Κοσμά Του Τραπεζούντιου»
(1996), «Ραφαήλ Σταυριώτης» (1996), «Αβεσσαλώμ» (1998), «Εύδοξος Ο Κυζικηνός
τομ. Α!» (2000), «Εύδοξος Ο Κυζικηνός τομ. Β!» (2001), «Εύδοξος Ο Κυζικηνός
τομ. Γ!» (2001), «Ο Χαρακιάς» (2019), όλα από τις εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη.
Ποια ήταν η πηγή
έμπνευσης για το βιβλίο σας ‘’Ο Χαρακιάς’
Η τρισχιλιόχρονη ελληνική Ιστορία είναι από
μόνη της μια γάργαρη πηγή απ’ όπου μπορεί κανείς να αντλήσει έμπνευση και να
ξεδιψάσει. Υπό την προϋπόθεση βέβαια να είναι κανείς φιλίστωρ, φιλομαθής και
φιλαναγνώστης. Ως ιστορικός μυθογράφος, επιλέγω την εποχή που με συναρπάζει και
κατόπιν κτίζω τον μύθο συνήθως γύρω από ένα πρόσωπο φανταστικό το οποίο
κινείται στο πλαίσιο πραγματικών ιστορικών γεγονότων. Για το συγκεκριμένο
βιβλίο είχα πρόθεση να μελετήσω το φαινόμενο του δοσιλογισμού διαχρονικά. Καθότι
ο δοσιλογισμός σε τούτον τον πολύπαθο
τόπο μας, έχει βαθύτατες και πανάρχαιες ρίζες. Αρχική πρόθεση ήταν να γράψω μια
συλλογή διηγημάτων πάνω στο φαινόμενο αυτό, απλωμένα σε διάφορες εποχές της
νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ξεκίνησα με τους Βλάχους δοσίλογους συνεργάτες των
Ιταλών, των Γερμανών των Βουλγάρων και των Ρουμάνων. Και επειδή όταν ξεκινά
κανείς να γράφει, κυριολεκτικά δεν γνωρίζει πού θα καταλήξει, το πρώτο διήγημα
κατάληξε να γίνει μια πολυσέλιδη μυθιστορία.
Διότι ξέρετε, είναι
συχνά πολύ παράξενη η μοίρα του συγγραφέως. Μοιάζει πολλές φορές με τυφλό που
αφήνεται να τον οδηγεί, άλλοτε ο μύθος και άλλοτε η ιστορία, πότε σε στενά και
δύσβατα μονοπάτια και πότε σε μεγάλες λεωφόρους με αμέτρητα σταυροδρόμια. Σχεδόν
πάντοτε τα θέματα με τα οποία ασχολείται, θα έλεγε κανείς ότι του επιβάλλονται
έξωθεν... ότι τον επιλέγουν αυτά και όχι ο ίδιος εκείνα. Υπακούει σε μια μαγική
εσωτερική παρόρμηση που φωτίζει καταναγκαστικά το νου του και λέει: «Αυτό ήταν!
Δεν είχα να επιλέξω!»
Θέλετε να μεταφέρετε
κάποιο μήνυμα με αυτό και ποιο είναι αυτό;
Ως Έλληνες έχουμε ευλογήσει αρκετά τα γένια
μας και οι ένδοξες στιγμές της ιστορίας μας έχουν κατά κόρον υμνηθεί μέσα απ’
όλες τις μορφές των τεχνών. Πάει καιρός τώρα που υπάρχει η τάση να ερευνώνται
και παρουσιάζονται και οι σκοτεινές πλευρές της Ιστορίας μας. Κι αυτό είναι το
σωστό. Γνωρίζοντας τα λάθη μας είναι δυνατόν να αποφύγουμε να τα επαναλαμβάνουμε
τόσο συχνά. Αυτό είναι το μήνυμα. Γνώση της Ιστορίας και αποφυγή λαθών.
Μεγάλο μέρος του έργου
εκτυλίσσεται στην πιο μαύρη περίοδο της ελληνικής ιστορίας (Μεσοπόλεμος,
Κατοχή) κάνοντας συχνές αναφορές σε ιστορικά γεγονότα. Κάνατε έρευνα και πόσο
διήρκεσε αυτή;
Φυσικά και έγινε έρευνα και μάλιστα
πολύχρονη και διεξοδική. Η συγγραφή διήρκεσε κοντά τέσσερα χρόνια και
χρειάστηκε συχνά να γίνει και επιτόπια έρευνα στα μέρη της Θεσσαλίας, της
Ηπείρου, της Κεντρικής Μακεδονίας, μέχρι και την Μοσχόπολη της Αλβανίας. Τα
χρόνια όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση του βιβλίου (ο ταραγμένος Μεσοπόλεμος και η
μοιραία Κατοχή) υπήρξαν ταραγμένα, σκοτεινά. Ολόκληρο το πρώτο μισό του 20ου
αιώνα για την χώρα μας υπήρξε πολύπαθο. Κείνο ωστόσο που θα μείνει ανεξίτηλα
χαραγμένο στη μνήμη μου, είναι αυτό πού ‘λεγαν οι περισσότεροι από τους
γέροντας (επί το πλείστον ) με τους οποίους ομίλησα: ‘’τι τα θες και τα
σκαλίζεις…’’
Ο κεντρικός χαρακτήρας,
ο Χαρακιάς, βασίζεται σε κάποιο πραγματικό πρόσωπο ή είναι εξ ολοκλήρου πλάσμα
της φαντασίας;
Ο Χαρακιάς και οι δευτεραγωνιστές που τον
πλαισιώνουν, είναι όλοι τους πρόσωπα φανταστικά. Ωστόσο η δράση τους
τοποθετείται σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν. Σε τούτο το τελευταίο δίδω
πάντοτε ιδιαίτερη έμφαση. Όσον αφορά τώρα την προσωπική ερμηνεία του συγγραφέως
σε σχέση με τα γεγονότα αυτά, το κατά πόσον είναι ορθή δηλαδή, τούτο επαφίεται
στην κρίση του αναγνώστη.
Είναι ιδεολόγος,
τυχοδιώκτης, πλάσμα της άγριας εποχής ή κάτι άλλο;
Είναι όλα αυτά και πολλά περισσότερα. Είναι
ένας άνδρας που μέσα του παλεύουν το καλό και το κακό. Και είναι ακριβώς αυτή η
άγρια εποχή που λέτε, που τον ωθεί στα άκρα. Οι οριακές, οι ακραίες καταστάσεις
σχεδόν ξεγυμνώνουν τον χαρακτήρα κάθε ανθρώπου και αποκαλύπτουν κάθε πλευρά
του. έτσι κι ο Χαρακιάς, είναι ένα πρόσωπο που άλλοτε φέρεται ωσάν και ελεήμων
στους συνανθρώπους του κι άλλοτε ωσάν άγριο θεριό. Εκείνα τα χρόνια, ειδικά
στην Κατοχή, κάθε άνθρωπος έπρεπε να επιλέξει στρατόπεδο. Ή με τους
κομουνιστές, ή με τους εθνικόφρονες. Εάν επιχειρούσε κανείς να παραμείνει
αμέτοχος, στο ενδιάμεσο, συνθλιβόταν. Κι ακόμη, οι αλλαγές στρατοπέδου ήταν
ιδιαίτερα συνηθισμένο φαινόμενο. Για παράδειγμα ο αιμοσταγής ταγματασφαλίτης
Δάγκουλας και ο αρχηγός των Λεγεωνάριων της Λάρισας, ο δικηγόρος Ματούσης ήταν
αρχικά συμπαθούντες του Κ.Κ.Ε. Από την άλλη, οι αρχιλήσταρχοι των βουνών της
Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, όταν εντάχθηκαν με τους ΕΛΑΣίτες,
δεν το έπραξαν πειθόμενοι των σοσιαλιστικών και προλεταριακών ιδεών. Βρέθηκαν
στον φυσικό τους χώρο, τα βουνά, κι είναι απ’ ευθείας απόγονοι των κλεφτών και
των αρματολών του 1821 και πολεμούσαν έναν ξένο κατακτητή. Με δυό λόγια, δεν
υπάρχει άσπρο και μαύρο στους χαρακτήρες των ηρώων μου, είτε φανταστικών, είτε
υπαρκτών ιστορικών προσώπων. Υπάρχει ένα απέραντο γκρίζο με εκλάμψεις φωτός και
καταβυθίσεις στο σκότος.
Η λογοτεχνία μπορεί να
είναι κοινωνική πράξη;
Ασφαλώς και είναι. Όπως όλες οι τέχνες.
Είναι πράξη κοινωνική με το αντίστοιχο κοινωνικό της αντίκτυπο και αποτύπωμα.
Προσοχή όμως. Συμβαίνει άλλοτε να είναι θετικό και άλλοτε αρνητικό αυτό το αποτύπωμα.
Η ανάγνωση ενός λογοτεχνήματος μπορεί, άλλοτε να μας προκαλέσει τα ευγενέστερα
των αισθημάτων και να αλλάξει την πορεία της ζωής μας προς το καλύτερο και
άλλοτε να μας οδηγήσει σε δρόμους σφαλερούς και αυτοκαταστροφικούς. Κάτι σαν τη
μουσική: που ενίοτε εγείρει τρυφερά και ευγενή συναισθήματα, και άλλοτε πλαισιώνει
ή συνοδεύσει γιορτές μίσους. Το λοιπόν, η λογοτεχνία είναι σαφέστατα μια
κοινωνική πράξη, ωστόσο ενδείκνυται η ορθή, επιλεγμένη και λελογισμένη χρήση
της.
Ποια ήταν τα
συναισθήματα που νιώσατε όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο.
Ωραιότατη ερώτηση! Καμιά μεταγενέστερη
έκδοση συγγραφικού πονήματος δεν μπορεί να συγκριθεί με την πρώτη. Το λοιπόν,
όταν μετά από πολύχρονη αναμέτρηση με την τέχνη του λόγου, που υπήρξε επίπονη
μα και λυτρωτική, όταν πριν είκοσι πέντε χρόνια έπιασα στα χέρια μου τον
«Ραφαήλ Σταυριώτη» θυμάμαι ότι το πρόσωπο που ήταν δίπλα μου όταν άνοιξα το
πρώτο κιβώτιο με τα βιβλία, ήταν η συγχωρεμένη η μάνα μου. Της είπα: ‘’Μάνα
βλέπεις; Βγήκε το βιβλίο..’’ Το σχόλιό της ήταν: ‘’Το βλέπω, αλλά τα μάτια σου...
τα μάτια σου παιδί μου… γιατί γυαλίζουν;’’. Τι θέλω να πω; Απλώς τούτο: ο
κόσμος της λογοτεχνίας (και λοιπών τεχνών φυσικά) ασκεί στη συνείδηση του
δημιουργού, μια εξουσία και διαθέτει μια δύναμη διείσδυσης που μπορεί άλλοτε να
βοηθήσει στη θεραπεία ενός ανήσυχου ή διαταραγμένου μυαλού, και άλλοτε πάλι να
το αποτρελάνει εντελώς. Πιθανόν έτσι και να εξηγείται η αλλόκοτη, ενίοτε και
τυραννική συμπεριφορά κάποιων καλλιτεχνών. Προσωπικά μιλώντας, κατά τη διάρκεια
της τριαντάχρονης συγγραφικής μου πορείας, αυτό το άγγιγμα της έμπνευσης, την
πληρότητα, την έκσταση, το ένοιωσα ελάχιστες στιγμές που μετριούνται στα
δάκτυλα ενός χεριού. Όσον αφορά την ερώτησή σας τώρα, έχω να πω ότι το
συναίσθημα που ένοιωσα πιάνοντας στα χέρια το πρώτο μου βιβλίο, είναι άφατο,
σχεδόν υπερβατικό. Δεν χωράει σε λέξεις. Κάποιοι το περιγράφουν με τεκνοποίηση.
Δεν ξέρω. Εκείνο που σίγουρα ξέρω είναι ότι το συναίσθημα αυτό το ένοιωσα για
μία και μοναδική φορά. Όταν τυπώθηκε το πρώτο μου βιβλίο. Ποτέ ξανά.
Έχετε βιώσει
συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
Ασφαλώς. Ευτυχώς όμως μόνον ως φαντασιακή
εμπειρία, καθότι συνήθως οι ήρωές μου βιώνουν ακραίες καταστάσεις. Ένας
συγγραφέας οφείλει να επιχειρεί διαρκώς να «εισβάλει» στην άβυσσο των
χαρακτήρων που πλάθει κι αυτό το καταφέρνει (συνήθως κατ’ ελάχιστον), μένοντας
προσκολλημένος για όσο διάστημα διαρκεί
η συγγραφή στην ανάγνωση βιβλίων που αφορούν την εποχή που πραγματεύεται.
Με αυστηρή προσήλωση. Προσπαθεί να αναπαραστήσει μέσα στο μυαλό του την εποχή
και την ψυχική κατάσταση του ήρωός του.
Σας μοιάζει κάποιος από
τους ήρωες σας;
Δεν νομίζω να υπάρχει συγγραφέας που να μην
ταυτίζεται εν μέρει με τους ήρωες των βιβλίων του. Μπορώ λοιπόν με ασφάλεια να
πω ότι, σε κάθε χαρακτήρα υποβόσκει κι ένας ελάσσων «Σταυριώτης» εντός του.
Ξέρετε… ο συγγραφέας,
όσο περισσότερο βυθίζεται στη ζωή του ήρωά του, όσο «ταυτίζεται» μαζί του, η
έκπληξή του μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο! Νοιώθει να ξαναζεί κάθε στιγμή
της ζωής του ήρωά του, και άλλοτε πάλι -όσο κι αν τούτα σας ακούγεται οξύμωρο-
να ορίζει ο ίδιος την μοίρα του. Όσο προχωρά η συγγραφή αρχίζει να νοιώθει μια
απίστευτη διανοητική συγγένεια με το πρόσωπο για το οποίο γράφει... Τον
πλημμυρίζουν τα ίδια συναισθήματα και αποκτά το ίδιο πάθος και την ίδια ορμή με
εκείνον... την ίδια αίσθηση ότι, ή πετυχαίνει τον σκοπό του, ή χάνεται! Ο ήρωάς
του τού επιβάλλεται καταναγκαστικά όπως αρμόζει σε μια μεγαλοφυΐα να
επιβάλλεται... με πάθος, βαθύτητα, ένταση και δύναμη... και γιατί όχι... με το
μυστήριο εκείνο του έρωτος που τελούν τα τρυφερά σώματα...
Ποιος είναι ο πρώτος
αναγνώστης των κειμένων σας;
Η επί σειράν ετών σύντροφός μου. Σχεδόν κάθε
γραπτό μου αναγιγνώσκεται από αυτήν και έπεται ο σχολιασμός του.
Γράφοντας έχετε
ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
Το αντιστρέφω: ανακαλύπτω τον εαυτό μου
γράφοντας. Γράφοντας, σπάνια έχω στο μυαλό μου τον αναγνώστη (η επεξεργασία
αυτή γίνεται μόνον όταν και εάν επιλέξω να δημοσιεύσω κάτι). Με ενδιαφέρει
πρωτίστως να μάθω, να καταλάβω. Και γράφοντας, καταλαβαίνω περισσότερο τον
εαυτό μου.
Υπήρξε κάτι κατά τη
διάρκεια της συγγραφής που ανέτρεψε κάποια πεποίθησή σας;
Αυτό συμβαίνει διαρκώς. Πριν αρχίσω να
γράφω, είχα τακτοποιημένη μέσα στο μυαλό μου την ιστορία που επρόκειτο να
αφηγηθώ σε μικρά στοιχισμένα και καλοβαλμένα «κουτάκια» που έφτιαχναν ένα
αρμονικό σύνολο. Έτσι πίστευα. Εμβαθύνοντας όμως σε κάθε εποχή και μελετώντας
πιο επισταμένα τους αντίστοιχους ιστορικούς επιστήμονες και ενίοτε μιλώντας με
ανθρώπους που έζησαν τις εποχές εκείνες, ή διαβάζοντας τις προσωπικές τους
μαρτυρίες, άλλαξα πολλές φορές ματιά θεώρησης των γεγονότων. Χρειάστηκε λοιπόν,
να διαλύσω τα «κουτάκια» και να προσπαθήσω να τα βάλω πάλι σε μια «σωστή» σειρά.
Κι αυτό συμβαίνει διαρκώς. Και βέβαια, δεν είμαι διόλου σίγουρος ότι η σειρά
που επέλεξα είναι η ορθή…
Στον «Χαρακιά» για
παράδειγμα, αρχικά είχα μια πολύ απλοϊκή (συγκεχυμένη όπως αποδείχθηκε)
αντίληψη για τη σχέση των Βλάχων της πατρίδος μας με τους Ιταλορουμάνους
(ρουμανόβλαχους). Γράφοντας το βιβλίο ξεκαθάρισαν πολλά πράγματα στο μυαλό μου.
Το ίδιο είμαι βέβαιος ότι θα συμβεί και με τους αναγνώστες.
Σας αρέσει να
συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
Εάν εννοείτε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η
στάση μου απέναντι σ’ αυτά χαρακτηρίζεται από αδιάφορη έως ενοχλητική. Δίχως
βέβαια να παραβλέπω την ύψιστη χρησιμότητά τους. Προτιμώ τις παραδοσιακές
μορφές επικοινωνίας (προσωπική επαφή, αλληλογραφία, τηλέφωνο). Θα έλεγα ότι μου
αρέσει να συνομιλώ με τους αναγνώστες μου… σιωπηλά.
Μπορείτε να μας πείτε
γιατί «σιωπήσατε» για δέκα πέντε χρόνια όσον αφορά τα εκδοτικά πράγματα;
Υπεύθυνος γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί ένας
σύγχρονος διανοητής (πρόσφατα απεβίωσε) ο George
Steiner.
Έγραψε προς το τέλος του βίου του κάπου: ‘’Δεν είχα ποτέ την παρόρμηση ή το
κουράγιο να μπω στην πολιτική. Με Αριστοτελικούς όρους η αποχή αυτή ισοδυναμεί
με ιδιωτεία, δηλαδή με
ηλιθιότητα. Δίνει στους κακοποιούς, τους
διεφθαρμένους και στις μετριότητες όλα τα κίνητρα και τις ευκαιρίες για να
αναπληρώσουν τις θέσεις…’’
Διαβάζοντας λοιπόν τα
λόγια του Steiner
προ δεκαετίας και πλέον είπα πως ίσως πρέπει να ασχοληθώ αμεσότερα με το
πολιτικό γίγνεσθαι. Έτσι ώστε περνώντας τα χρόνια, να μην μετανοήσω όπως κι
εκείνος. Να πάψω πια να είμαι παθητικός παρατηρητής, αμέτοχος στο πολιτικό
γίγνεσθαι. Θεώρησα πως καλύτερος τρόπος παρέμβασης ήταν η έκδοση μιας
εβδομαδιαίας εφημερίδος στο τόπο όπου ζω, στον Δήμο Ωραιοκάστρου. Το εγχείρημα
διήρκεσε αρκετά χρόνια αλλά το αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Για να ειπώ την πάσαν
αλήθεια, έκαμα μια τρύπα στο νερό. Κι έτσι επέστρεψα στη Λογοτεχνία… ωσάν
βρεγμένη γάτα… Μπορεί όμως το εκδοτικό εγχείρημα, να υπήρξε ψυχοφθόρο και
πολυέξοδο, ωστόσο απέβη πολυτιμότατο ως εμπειρία. Οι πολιτικοί και η πολιτική
που είδα και αντιμετώπισα κείνα τα χρόνια, ήταν αυτή ακριβώς που περίμενα και
ανταποκρινόταν στις διαπιστώσεις του Steiner. Διαφθορά, μετριότητα
και συχνά εγκληματική αμέλεια. Τα γνωστά. Έκπληξη για μένα υπήρξε η στάση των
ημών των πολιτών απέναντι στην πολιτική: ακραίος συντηρητισμός, ευθυνοφοβία,
αδιαφορία, οκνηρία κ.λπ. Μπορεί η εμπειρία εκείνη να οδηγούσε οποιονδήποτε στο
συμπέρασμα ότι η διαπίστωση ‘’έχουμε τους κυβερνήτες που μας αξίζουν’’ να είναι
ορθή, ωστόσο δεν τολμώ να την υιοθετήσω αβασάνιστα. Έχω την πεποίθηση ότι ο
μέσος όρος ήθους και καλλιέργειας των πολιτών βρίσκεται πάνω από εκείνο των
κυβερνώντων. Πιθανότατα χρειάζεται κάποια ηγετική μορφή για να ξεθάψει, να
αναστήσει και να αναδείξει αυτή τη συνθήκη.
Υπάρχει κάποιος που
θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
Υπάρχουν πολλοί. Εάν το περιορίσουμε στις
επιρροές που δέχθηκα όσον αφορά τη λογοτεχνική μου παραγωγή. Εκτός από τον Steiner
που
προανέφερα, συγκαταλέγω και τους Μπόρχες, Wittgenstein, Νίτσε, Oswald
Spengler,
Eric
Hobsbawm,
Isaiah
Berlin
και πολλούς άλλους. Ίσως παρατηρήσετε στα ονόματα που αράδιασα (με εξαίρεση τον
Μπόρχες) ότι δεν συμπεριλαμβάνονται λογοτέχνες με την κλασική έννοια. Έτσι
είναι. Ωστόσο με αυτούς και χάρη σ’ αυτούς μπορώ και γράφω όπως γράφω. Αχώριστος
σύντροφός μου στη συγγραφή τις νύχτες είναι και η μουσική. Το τελευταίο μου
βιβλίο το τελείωσα ακούγοντας κυρίως France
Schubert
(trio
op.
100) και το αργό μέρος της 3ης συμφωνίας του Μπετόβεν.
Είναι εύκολη ή δύσκολη
διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για εσάς;
Μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που έχει
να αντιμετωπίσει ο συγγραφέας των Ιστορικών Μυθιστορημάτων, είναι η κατά τον
δυνατόν πιστότερη αναπαράσταση της εποχής για την οποία γράφει. Η πορεία που
ακολουθώ ως συγγραφέας, αναπλάθοντας την ζωή κάθε ήρωά μου, σε αντίθεση με αυτά
που δηλώνουν η συντριπτική πλειοψηφία άλλων συγγραφέων, δεν είναι ούτε κοπιώδης
και ούτε ψυχοφθόρος. Δεν βιάζομαι να φθάσω στον προορισμό μου... Υπήρξα
ανέκαθεν φιλήκοος εις τον ήχο των βαριών βημάτων της ρωμαλέας και αργοκίνητης
Ιστορίας... Όταν γράφω για τον ήρωά μου
και την εποχή που έζησε, προσπαθώ πάντα να πατώ πάνω στις στέρεες βάσεις της
Ιστορίας. Στη συνέχεια προσπαθώ να φανταστώ ποία ήταν η ζωή του. Πιθανότατα
στην πραγματικότητα να έζησε μια άλλη ζωή -αυτό ποτέ δεν θα το μάθουμε- θα ημπορούσε
ωστόσο κάλλιστα να ήταν αυτός που περιγράφω. Αλλά ποια είναι εν τέλει η αλήθεια
και πόση σημασία έχει; Που ημπορεί να την ανακαλύψει κανείς; Πόσο στέρεη
ημπορεί να είναι; Πόσο ημπορεί να τραβήξει κανείς μια ξεκάθαρη διαχωριστική
γραμμή ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία;
Ο Σάμουελ Μπάτλερ είπε
πολύ εύστοχα: «Αν μια αλήθεια δεν ανέχεται την παραμόρφωση και την
κακομεταχείρισή της, τότε δεν είναι σταθερή». Τούτη η αναντίρρητη «αλήθεια» με
παρηγορεί... Άλλωστε, οποιοσδήποτε συγγραφέας, μαθητεύοντας στην μοναξιά και
σπουδάζοντας με την μελέτη της ιστορίας και της μνήμης τη ζωή των ηρώων του,
νοιώθει πάντοτε ότι, μέσα του, εις το βάθος των ενδόμυχων βεβαιοτήτων του,
υποθάλπεται πάντοτε η ανάμνηση μιας ουσιώδους άγνοιας... μιας ουσιώδους άγνοιας
που ωστόσο λάμπει μέσα του... λάμπει τόσο που τον τυφλώνει!
Το γράψιμο είναι ένα
μακροβούτι μέσα στην γνώση. Απ’ όπου βγαίνεις κατά τι σοφότερος, ταυτόχρονα όμως
παγιώνεται και η συνείδηση της άγνοιάς σου. Όντας ιστορικός μυθιστοριογράφος,
μιλώντας
για την ανάπλαση μιας παρελθούσης εποχής, ή ενός χαρακτήρα που έζησε αρκετά
χρόνια ή αιώνες πριν, είναι απολύτως βέβαιο ότι μόνο κατ’ ελάχιστον είμαι
ικανός να την αποδώσω. Τούτο το ελάχιστο όμως έχει τη σημασία του. Είναι μια
παρηγοριά μέσα το πέλαγος της άγνοιας. Το γράψιμο είναι σαφώς μια διαδικασία
δύσκολη, απαιτητική. Όχι μόνον για τον δημιουργό, αλλά και για τον αναγνώστη.
Απαιτεί προσπάθεια, προσήλωση, ενάργεια. «Είναι δύσκολο επειδή είναι υπέροχο»,
για να θυμηθούμε τα λόγια του «αγίου» Σπινόζα.
Πάντως η διαδικασία της
συγγραφής είναι, εύκολη και δύσκολη, βασανιστική και λυτρωτική, ερεβώδης και
αναστάσιμη, απέλπιδα και ελπιδοφόρα, ουτοπική και δυστοπική. Αν υπάρχει κάποια
αξία και ομορφιά στο γράψιμο, κρύβεται ακριβώς μέσα σε αυτές τις αντιθέσεις…
Αν και είναι πολύ νωρίς
ακόμη (το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες), ετοιμάζετε κάτι άλλο;
Ναι, υπάρχει κάτι. Έτος 1916 μεσούντος του
Μεγάλου Πολέμου. Η Θεσσαλονίκη και η ευρύτερη περιοχή της με την πανσπερμία των
φυλών σχεδόν όλου του κόσμου που έφθασαν στην πόλη ως αποικιακά στρατεύματα των
Αγγλογάλλων. Και βέβαια, εποχή του Διχασμού για την πατρίδα μας. Οι Βενιζελικοί
από τη μια κι οι πιστοί στον Βασιλέα Κωνσταντίνο απ’ την άλλη. Αυτό είναι το
φόντο, το σκηνικό… μένει να στηθεί ο μύθος…
Τι συμβαίνει στους
ήρωες των βιβλίων σας όταν τελειώνει η συγγραφή; Δεν γνωρίζω τι ακριβώς συμβαίνει, ξέρω όμως
τι θα ήθελα, τι ελπίζω να συμβεί: Ελπίζω πως ο «Χαρακιάς», ο «Ραφαήλ
Σταυριώτης», ο «Κοσμάς ο Τραπεζούντιος», ο «Εύδοξος ο Κυζικηνός» θα καταργήσουν
έστω και στιγμιαία την βασανιστική αλληλουχία του χρόνου που φαίνεται να μας
δυναστεύει. Θα παγώσουν τον αεί ρέοντα χρόνο και θα μας επιτρέψουν να
γλιστρήσουμε επάνω του και να ακολουθήσουμε τα βήματα των ηρώων προς την
«Ιθάκη»...
Προσδοκώ πως οι
λησμονημένοι από την ιστορία ήρωές μου, θα ξαναζήσουν μια νέα ζωή στην σκέψη
και στους διαλόγους μας, μέσα από τις σελίδες των βιβλίων μου...
... ελπίζω ότι θα τους
ανταμώσουμε και αυτούς και όσους έζησαν μαζί τους...
... εκεί όπου
ανταμώνουν οι νεκροί...
... στη μνήμη και στα
χείλη των ζωντανών…
Ευχαριστώ πολύ!