24 Ιουν 2012

ΣΟΦΕΡ

ΠΕΤΡΟΣ ΑΥΛΙΔΗΣ
Εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
Σελ. 251, Ιανουάριος 2012

     Όταν ο Π. Αυλίδης στα τέλη της δεκαετίας του ’70, άκουγε με τους φίλους του το δίσκο του Lou Reed «Berlin», ίσως να μη φανταζόταν ότι η πόλη αυτή θα τον σημάδευε τόσο έντονα.
     Είχε πάντα μέσα του την επιθυμία να την επισκεφτεί, αλλά χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να το καταφέρει. Το Μάρτιο του 1980, «φρέσκος γιατρός, είχα παρατήσει το οικείο περιβάλλον κι ερχόμουν στην πόλη για ειδικότητα. Ήταν πρόφαση, δεν το ήξερα. Έβλεπα τη συγκεκριμένη πόλη σαν πύλη εισόδου σε διαφορετικά περιβάλλοντα παντός είδους, και πάλευα να την ανοίξω».
     Μετά από προτροπή φίλων επισκέπτεται το μαγαζί της Φώφης, συζύγου του ζωγράφου Αλέξη Ακριθάκη, που ήταν κάτι μεταξύ μπαρ, εστιατόριου και καφενείου και μάλιστα στην πρόσοψη είχε την πινακίδα «Εστιατόριο» γραμμένη στα ελληνικά. Η επίσκεψη αυτή υπήρξε σημαντική, γιατί στο κοσμοπολίτικο αυτό μαγαζί, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και να συγχρωτιστεί με μεγάλα ονόματα της πολιτικής, της μουσικής, του κινηματογράφου, του θεάτρου. Κι αυτό επειδή «Ο Ακριθάκης, ήταν σαράντα ένα τότε. Δεν ζωγράφιζε, έψαχνε ατελιέ, μάλωνε τηλεφωνικά με τον Ιόλα για διάφορα, έκανε διάλειμμα απ’ τα χόμπι του κι έπινε. Κι επειδή η πόλη ήταν από τότε φουλ στο αλκοόλ-κοντρόλε, έψαχνε για σοφέρ, κάποιο στεγνό. Νυχτερινό ωράριο. Είχε και αϋπνίες. Ταίριαζα στο κοντσέπτ. Με προσέλαβε».
     Έτσι, γυρνώντας από στέκι σε στέκι, κάνοντας τον «σοφέρ» του Ακριθάκη, γνώρισε πολλούς καλλιτέχνες και είδε κάποιους να ξεφεύγουν από τη μάζα και να γίνονται γνωστοί. Αλλά και αυτούς που ήταν ήδη γνωστοί, τους γνώρισε σε στιγμές πιο χαλαρές, κατά τις οποίες δεν χρειαζόταν να υπερασπίζονται τη δημόσια εικόνα τους, αφού βρισκόταν σε οικείο περιβάλλον με φίλους. Ή τέλος, έζησε μαζί τους, στιγμές μοναδικές, όπως αυτή, στην οποία η Nico- εμβληματική μορφή της ροκ, γνωστή από τη συμμετοχή της στους Velvet Underground- τραγούδησε ένα βράδυ σχεδόν ψιθυριστά, για να μην ακούν οι γύρω, στον Ακριθάκη και τον Αυλίδη, σε άπταιστα ελληνικά το γνωστό ρεμπέτικο «Γεννήθηκα Για Να Πονώ».
     Στο μεταξύ καταφέρνει, παρά τα ξενύχτια, να τελειώσει με την ειδικότητα (ψυχίατρος) και να εργαστεί για το γερμανικό δημόσιο, στα νοσηλευτικά ιδρύματα του οποίου, έζησε ουκ ολίγες και άλλου είδους αξιομνημόνευτες περιπέτειες.
     Το βιβλίο τελειώνει τη βραδιά που πέφτει το Τείχος. Όμως η αφήγηση της ζωής του συγγραφέα αλλά και της πόλης του Βερολίνου, όπως αυτός τη βίωσε , δεν τελειώνει. Θα ακολουθήσουν δύο ακόμη βιβλία, τα οποία θα περιμένω με αγωνία κι ελπίζω να μην αργήσουν για να απολαύσω την εξαιρετική γραφή, (με τις ένθετες μικρές προτάσεις) και την αφηγηματική ικανότητα του συγγραφέα.
     Ο Πέτρος Αυλίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1955. Πήρε το πτυχίο Ιατρικής το 1979. Έζησε στο Βερολίνο από το 1980 ως το 1998 και εργάστηκε ως ψυχίατρος. Έργα του: «Λοβανφερινσορτκατς-Ψιλοκομμένο Πάθος» (1999,  Γαβριηλίδης) και «Κάψα-Χιτ/Φουλ Μιξ (2008, Γαβριηλίδης). Διηγήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Δρομολόγια, Κωπηλάτες και Άθενς Βόις.


15 Ιουν 2012

ΣΕΛΑΝΙΚ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΡΑΚΗΣ
Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
Σελ. 174, Φεβρουάριος 2012

     Το τρίτο μυθιστόρημα του Β. Τσιράκη με τίτλο «Σελανίκ», κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες.
     Στο μυθιστόρημα η πλοκή είναι περισσότερο η αφορμή, για να μπορέσει ο συγγραφέας να μας δώσει την εικόνα της Θεσσαλονίκης, η οποία έχει τόσα ονόματα, όσες και οι φυλές που την κατοικούσαν, από το 1900 ως το 1920. Μια πόλη πολυεθνική, πολυφυλετική, για την οποία οι κάτοικοι έλεγαν: «Μπορεί λοιπόν να μην έχουμε πολλούς δρόμους και πλατείες, έχουμε όμως πολλές γλώσσες. Η πόλη μιλά τα τουρκικά, τα ισπανοεβραικά, τα ελληνικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα βουλγάρικα, τα αρμενικά, τα σερβικά και τα ρουμάνικα».
     Αυτά τα είκοσι χρόνια, ήταν ίσως τα πιο μεστά ιστορικών γεγονότων στην πολύχρονη ιστορία της πόλης. Όπως λέει κι ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου: «Αυτή η πόλη τα τελευταία χρόνια είχε περάσει τα μύρια όσα, είχε υποστεί μια πρωτόγνωρη τρομοκρατική ενέργεια και μια αιματηρή διένεξη όπου κι οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές δρούσαν στην παρανομία, είχε βιώσει την επανάσταση του Χουριέτ, τις πρώτες εργατικές απεργίες και είχε γεννήσει την πρώτη σοσιαλιστική οργάνωση της αυτοκρατορίας, είχε αντέξει σε δυο επιδημίες και μια χρεοκοπία, είχε φυλακίσει ένα σουλτάνο και είχε υποδεχτεί με όλες τις τιμές τον διάδοχό του, είχε πάρει μέρος σε δύο συνεχόμενους τοπικούς πολέμους που το τέλος τους την είχαν βρει με άλλη κρατική υπόσταση, πασχίζοντας να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα είχε γίνει μάρτυρας της εν ψυχρώ δολοφονίας ενός βασιλιά, χωρίς να καταλάβει το πώς και το γιατί είχε καταληφθεί μέσα σ’ ένα βράδυ από έναν πολυεθνικό στρατό που ξεπερνούσε τον πληθυσμό της και πριν προλάβει να σταθεί στα πόδια της είχε βαπτιστεί έδρα μιας επαναστατικής κυβέρνησης που είχε χωρίσει τη χώρα στα δύο, βάζοντάς την στον πόλεμο που κατάτρυχε την Ευρώπη…».
     Όλα αυτά τα γεγονότα και τον αντίκτυπο που είχαν στους κατοίκους της, καταφέρνει να τα περάσει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, εντάσσοντάς τα έτσι, ώστε να μην αποπνέουν διδακτισμό, ούτε «στείρα» καταγραφή, αλλά να δίνουν αναγνωστική απόλαση. Επίσης καταφέρνει να μας δώσει μια πολύ ακριβή τοπιογραφία της Θεσσαλονίκης εκείνης της εποχής. Ξέρει τους δρόμους, τις πλατείες, τα σοκάκια, τις διασταυρώσεις, σα να τα είχε περπατήσει, πράγμα που φανερώνει ότι έκανε ενδελεχή μελέτη και έρευνα, πριν προχωρήσει στη συγγραφή. Το μαρτυρά άλλωστε και η εκτενής-για το μέγεθος του βιβλίου-βιβλιογραφία που παρατίθεται. Βιβλίο που αξίζει να τύχει της προσοχής μας.
     Ο Βασίλης Τσιράκης γεννήθηκε το 1961 στην Καρδίτσα. Έζησε τα εφηβικά του χρόνια στο Βόλο, ενώ από το 1980 ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε στο φυσικό τμήμα του ΑΠΘ. Αρθρογραφεί για θέματα τέχνης και πολιτισμού στον περιοδικό τύπο και το διαδίκτυο.

10 Ιουν 2012

ΧΗΡΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ

JOHN IRVING
Μετάφραση ΚΡΑΜΒΟΥΣΑΝΟΥ ΚΙΚΑ
Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
Σελ. 641, Οκτώβριος 2011

     Με το βιβλίο ενός μεγάλου τεχνίτη της αφήγησης, θα ασχοληθούμε σήμερα.
     Το μυθιστόρημα του Ιρβινγκ, περιγράφει τη ζωή της συγγραφέως Ρουθ Κόουλ, της οικογένειάς της και των φίλων της, σε τρεις διαφορετικές περιόδους της ζωής της. Η πρώτη περίοδος, είναι το καλοκαίρι του 1958, στο Long Island, όταν η Ρουθ είναι μόλις τεσσάρων ετών. Την οικογένειά της, έχει σημαδέψει μια μεγάλη τραγωδία. Πέντε χρόνια πριν, χάθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τα δύο αδέλφια της. «Η Ρουθ μεγάλωνε όχι μόνο με την ασφυκτική παρουσία των δύο νεκρών αδερφών της, αλλά και με την ανυπέρβλητη βαρύτητα της απουσίας τους». Η Ρουθ γεννήθηκε ένα χρόνο μετά, με επιθυμία του πατέρα της Τεντ, συγγραφέα παιδικών βιβλίων και αδιόρθωτου γυναικά, που προσπάθησε να δώσει στην καλλονή μητέρα της, ένα λόγο να συνεχίσει να ζει και να αποφύγει την κατάθλιψη. Όμως αυτή, την απέρριψε από τη μέρα που γεννήθηκε. «Η Μάριον δεν ήθελε να αγαπήσει τη Ρουθ, από φόβο μη χάσει ακόμα ένα παιδί».
     Το καλοκαίρι του 1958, ο πατέρας προσλαμβάνει ένα 16χρονο νεαρό, τον Έντι, ως βοηθό του. Ο Έντι ερωτεύεται τη Μάριον με την πρώτη ματιά και σύντομα θα συνάψουν ερωτική σχέση. Όταν το καλοκαίρι τελειώνει, ο Έντι επιστρέφει στο σπίτι του και στη σχολή του και η Μάριον, εγκαταλείπει το δικό της σπίτι και αναχωρεί προς άγνωστη κατεύθυνση. Η Ρουθ, θα συνεχίσει να ζει με τον πατέρα της.
     Η δεύτερη είναι πολλά χρόνια αργότερα, το 1990, όταν η Ρουθ είναι πια διάσημη συγγραφέας. Πολύ πετυχημένη στον τομέα της, όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στο εξωτερικό, αλλά με προσωπική ζωή που λίγο απέχει από την αποτυχία. Στα 36 της, παραμένει ανύπαντρη όχι τόσο εκ πεποιθήσεως, αλλά γιατί έχει μια τάση να ελκύεται από λάθος άντρες.
     Τέλος η τρίτη και τελευταία περίοδος που περιγράφει ο συγγραφέας, είναι και από τις σημαντικότερες της ζωής της. Είναι λίγα χρόνια μετά, το 1995, όταν η Ρουθ, στα σαράντα ένα της χρόνια, εξακολουθεί να είναι επιτυχημένη συγγραφέας, αλλά όμως χήρα και μητέρα ενός αγοριού. Την ίδια χρονιά, σε ένα από τα πολλά ταξίδια της στην Ευρώπη, θα ερωτευτεί για πρώτη φορά.
     Όπως γράφω και στην αρχή, ο συγγραφέας είναι πολύ καλός στο να αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες και το βιβλίο του, θα κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αφού καταφέρνει να διατηρεί το σασπένς αμείωτο μέχρι την τελευταία-κυριολεκτικά- σελίδα.
     Ο Τζον Ίρβινγκ, γεννήθηκε το 1942 στο Νιου Χάμσαϊρ. Στη διάρκεια της συγγραφικής του καριέρας, έχει κερδίσει πολλά λογοτεχνικά βραβεία, καθώς και ένα Όσκαρ, Καλύτερα Διασκευασμένου Σεναρίου, το 2000, για την ταινία «The Cider House Rules» με πρωταγωνιστές τους Τ. Μαγκουάιρ, Σ. Θερόν και Μ. Κέην. (Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε με τίτλο «Θέα Στον Ωκεανό). Το 2001, εκλέχτηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων. Είναι παντρεμένος κι έχει τρεις γιους. Ζει στο Βέρμοντ και το Τορόντο.